Ένας πάπυρος
αποκαλύπτει τα δρώμενα της Ελευσίνιας μυήσεως.
Διάλογος Διαγόρα - Ραμσή
ΡΑΜΣΗΣ: Χαίρε, αγαπητέ Διαγόρα! Σε βλέπω σήμερα ντυμένο εορταστικά και να αστράφτεις από χαρά. Μήπως πηγαίνεις πάλι να ευχαριστήσεις περισσότερο τον νου παρά το σώμα σου με κανένα από τα θαυμαστά εκείνα συμπόσια, που τα τιμά ο ισόθεος Σωκράτης;
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Όχι, φίλε Ραμσή, δεν πηγαίνω, επιστρέφω από κάποιο συμπόσιο, που θα κάνει τον Σωκράτη να ζηλέψει. Επιστρέφω από την Ελευσίνα, όπου είχα την υπερκόσμια ευτυχία να καταλάβω τους στίχους του μεγαλόπνοου εκείνου Πινδάρου:
«Χαρά σε εκείνον, που εκείνα αντίκρισε, προτού κάτω από την γη να ταξιδέψει ·
γνωρίζει και της ζωής την τελευτή, γνωρίζει και την θεόσταλτη αρχή της».
ΡΑΜΣΗΣ: Ω ευτυχή Διαγόρα! Τώρα αντιλαμβάνομαι γιατί φεγγοβολά τόσο το πρόσωπό σου. Επέτρεψε μου, αδελφέ μου, να σε αγκαλιάσω και να σε φιλήσω. Πώς θα ήθελα και εγώ να είχα την ίδια τύχη! Αλλά, όπως γνωρίζεις, η ξενική καταγωγή μου δεν μου επιτρέπει να νιώσω την μεγάλη αυτή χαρά, πριν αφήσω πάλι την ωραία Ελλάδα. Εάν όμως ταξίδευες εσύ μια ημέρα έως τις όχθες του Νείλου, η πύλη του ναού της Ίσιδος δεν θα κλεινόταν μπροστά σου, και θα κατόρθωνες ίσως να ανασηκώσεις τον πέπλο της θεάς.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Όμως εάν είσαι μύστης της Ίσιδος, φίλε μου, νομίζω ότι έχουμε την ίδια ευτυχία. Και μεταξύ μυστών, οι οποίοι γνωρίζουν να σιωπούν, θεωρώ, δεν υπάρχει μυστικό. Ας προχωρήσουμε λοιπόν κατά τον Ιλισό μας, να καθίσουμε σε κάποιο ίσκιο, και εκεί, δίπλα στα ιερά ύδατα του, σου διηγούμαι εγώ την μύησή μου, εάν επιθυμείς, και εσύ μου ανακοινώνεις την δική σου. Με ευχαρίστησή μου θα συγκεντρώσω στον νου μου τις στιγμές του τρόμου και της χαράς που πέρασα, έως ότου να αξιωθώ να αντικρίσω το φως.
ΡΑΜΣΗΣ: Σε ακολουθώ όπου επιθυμείς, Διαγόρα · μόνο μην αργείς πολύ. Αφού αμφότεροι αντικρίσαμε ανάλογες δοκιμασίες, θα είναι εύκολο, πιστεύω, να με μυήσεις στα Ελευσίνια μυστήρια και να σε μυήσω στα μυστήρια της Ίσιδος.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Εγώ λοιπόν θα σε μυήσω εξ αρχής. Ας καθίσουμε εκεί, κάτω από εκείνες τις ειρηνικές ελιές, δίπλα στις δάφνες της όχθης...
Στάθηκα πάντοτε πνεύμα φιλελεύθερο και ίσως από αντίδραση στα καθιερωμένα αισθανόμουν κάποια περιφρόνηση για όλα αυτά τα πράγματα που φοβούνται το φως της ημέρας και τον έλεγχο της σοφίας, προκειμένου να χωθούν στο απρόσιτο βάθος των ιερών. Και αυτές οι ελπίδες για την μέλλουσα ευδαιμονία των μυστών, αντί να με προσελκύσουν, με έκαναν ακόμη περισσότερο διστακτικό · μου φαίνονταν σαν αγυρτεία. Πολλοί φίλοι μου με προέτρεπαν από καιρό να μυηθώ · πολλοί μου επαναλάμβαναν του Σοφοκλή τα λόγια:
«Ω τρισμάκαρες όσοι θνητοί αντίκρισαν τις τελετές εκείνες, πριν κατέλθουν στον Άδη!
Μόνον εκείνοι μπορούν και εκεί να ζουν, στους άλλους όλα μαύρα θα φανούν».
Όμως εγώ τους απαντούσα πάντοτε με την αμίμητη του Διογένη φράση: «Tι λες; καλύτερη λοιπόν μοίρα θα έχει ο Παταικίων ο κλέφτης, όταν πεθάνει, παρά ο Επαμεινώνδας, επειδή μυήθηκε;». Όταν όμως άκουσα σε κάποιο συμπόσιο τον Σωκράτη να αναφέρει τους λόγους της Διοτίμας και να παραβάλλει την υψηλή φιλοσοφική μύηση με την μύηση των Ελευσινίων, ώστε να ερμηνεύσει ότι όσο δύσκολο είναι να φτάσει κάποιος στον ανώτατο βαθμό μύησης άλλο τόσο δύσκολο είναι να ανέλθει στις υψηλές σφαίρες της διανόησης, ακόμη και όταν έχει πολύ καλό οδηγό, ε! Τότε, φίλε μου, συνειδητοποίησα πόσο καθυστερημένο ήταν το πνεύμα μου · αισθάνθηκα ότι η περιφρόνησή μου εκείνη πήγαζε από άπατη άγνοια, και αποφάσισα αμέσως να μυηθώ.
Μόλις λοιπόν τελείωσαν τα περσινά Ανθεστήρια - διότι θα αρχίσω, εάν θέλεις, από τον πρώτο βαθμό της μύησης μου, για να φτάσω στον τελευταίο - ξεκίνησα και εγώ μαζί με τους άλλους για τον ναό της Δήμητρας, που είναι εκεί κάτω, στην Άγρα, για να μάθω από τον ιεροκήρυκα τι έπρεπε να κάνω, ώστε να μπορέσω να λάβω μέρος στις μυστικές τελετές. Εκεί πλήθος πολύ συγκεντρωνόταν, όλοι ενδεδυμένοι κατάλευκα και ευγενώς. Πρόσεξα κάποια ανησυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, ανησυχία αλλά και ελπίδα μαζί. Όλοι ήταν σιωπηλοί και σαν συλλογισμένοι.
Αυτό με έκανε να νιώσω με πόση επιθυμία και πόση πίστη παρουσιάζονταν στην μύηση · και οι τελευταίοι μου δισταγμοί μεταβλήθηκαν, χωρίς να γνωρίζω πώς, σε μία ανεξήγητη και ακαθόριστη εσωτέρα ταραχή. Αισθανόμουν μάλιστα ότι κάποια αληθής μεταβολή κυριαρχούσε εντός μου. Υποβολή, σκέφτηκα, ίσως για να φέρω κάποια αντίδραση · όμως την στιγμή αυτή, ιδού, μπροστά μου ο Θαλήτας -πιστεύω, και εσύ τον γνωρίζεις- με το γλυκό του χαμόγελο στο στόμα. Μύστης παλαιός, πολλές φορές με είχε προτρέψει να τον ακολουθήσω, και συνεχώς εγώ του αρνιόμουν. Καθώς λοιπόν με αντίκρισε έλαμψε ολόκληρος. «Α! Επί τέλους»! φώναξε · «αυτήν την φορά βλέπω στα μάτια σου την ωραία απόφασή σου και γίνομαι μυσταγωγός σου. Τι ευτυχία και για εμένα και για εσένα»! Μα την στιγμή αυτή, άρχισε ο ιεροκήρυκας την πρόρρησή του και απόλυτη σιωπή βασίλεψε γύρω.
«Όσοι ήρθαν μόνο από περιέργεια, στον ιερό περίβολο να μην πατήσουν.
Όσοι έχουν το συμφέρον οδηγό τους δεν μπορούν να βρουν των θεών τον δρόμο.
Όσοι δεν έχουν καθαρά τα χέρια ποτέ τα θεία δώρα δεν θα αγγίξουν.
Όσοι έχουν καταγωγή και γλώσσα ξένη τον θείο Λόγο δεν μπορούν να νιώσουν».
Εννοείται ότι όλα αυτά είναι γνωστά, και κανείς ανεπιθύμητος δεν βρέθηκε μαζί μας, αλλά όλοι προχωρήσαμε σιωπούντες στο ιερό άλσος, προς τον περίβολο του ναού, όπου οι επιμελητές ετοίμαζαν κιόλας τις θυσίες.
Τότε ό μυσταγωγός μου σκύβει και μου λέει με χαμηλή φωνή: «Έφαγες δεν έφαγες ψωμί, δεν είσαι καθόλου καθαρός», θέλοντας έτσι να με προειδοποιήσει ότι έπρεπε να υποβληθώ σε καθαρμούς, για να αποκτήσω την αγνότητα αυτή που μας επιτρέπει να επικοινωνούμε με το θείο. Ακολούθως με πληροφόρησε ότι όσο θα διαρκούσαν οι καθαρμοί θα ήμουν υποχρεωμένος να καταβάλλω έναν οβολό την ημέρα στον ιεροφάντη, και ότι ακόμη, πριν υποβληθώ σε αυτούς, έπρεπε να ορκιστώ τρομερό όρκο, ότι δεν θα ανακοινώσω ποτέ σε κανέναν βέβηλο, τις δοκιμασίες που θα περνούσα και τα μυστικά τα οποία θα μου αποκαλύπτονταν.
Πράγματι, εντός ολίγου, μας κάλεσε ο ιεροφάντης όλους γύρω από τον βωμό της Μεγάλης Θεάς, και εκεί, τεντώνοντας το δεξί χέρι, δώσαμε τον πρώτο επίσημο όρκο, και ακούσαμε τα πρώτα παραγγέλματα του ιεροφάντη · κάτι φράσεις αλληγορικές σαν χρησμούς, των οποίων την συμβολική έννοια, στα σημεία που μας είχε διαφύγει, μας την ερμήνευσαν αργότερα οι μυσταγωγοί μας.
ΡΑΜΣΗΣ: Μήπως θυμάσαι να μου πεις κάποια;
ΡΑΜΣΗΣ: Χαίρε, αγαπητέ Διαγόρα! Σε βλέπω σήμερα ντυμένο εορταστικά και να αστράφτεις από χαρά. Μήπως πηγαίνεις πάλι να ευχαριστήσεις περισσότερο τον νου παρά το σώμα σου με κανένα από τα θαυμαστά εκείνα συμπόσια, που τα τιμά ο ισόθεος Σωκράτης;
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Όχι, φίλε Ραμσή, δεν πηγαίνω, επιστρέφω από κάποιο συμπόσιο, που θα κάνει τον Σωκράτη να ζηλέψει. Επιστρέφω από την Ελευσίνα, όπου είχα την υπερκόσμια ευτυχία να καταλάβω τους στίχους του μεγαλόπνοου εκείνου Πινδάρου:
«Χαρά σε εκείνον, που εκείνα αντίκρισε, προτού κάτω από την γη να ταξιδέψει ·
γνωρίζει και της ζωής την τελευτή, γνωρίζει και την θεόσταλτη αρχή της».
ΡΑΜΣΗΣ: Ω ευτυχή Διαγόρα! Τώρα αντιλαμβάνομαι γιατί φεγγοβολά τόσο το πρόσωπό σου. Επέτρεψε μου, αδελφέ μου, να σε αγκαλιάσω και να σε φιλήσω. Πώς θα ήθελα και εγώ να είχα την ίδια τύχη! Αλλά, όπως γνωρίζεις, η ξενική καταγωγή μου δεν μου επιτρέπει να νιώσω την μεγάλη αυτή χαρά, πριν αφήσω πάλι την ωραία Ελλάδα. Εάν όμως ταξίδευες εσύ μια ημέρα έως τις όχθες του Νείλου, η πύλη του ναού της Ίσιδος δεν θα κλεινόταν μπροστά σου, και θα κατόρθωνες ίσως να ανασηκώσεις τον πέπλο της θεάς.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Όμως εάν είσαι μύστης της Ίσιδος, φίλε μου, νομίζω ότι έχουμε την ίδια ευτυχία. Και μεταξύ μυστών, οι οποίοι γνωρίζουν να σιωπούν, θεωρώ, δεν υπάρχει μυστικό. Ας προχωρήσουμε λοιπόν κατά τον Ιλισό μας, να καθίσουμε σε κάποιο ίσκιο, και εκεί, δίπλα στα ιερά ύδατα του, σου διηγούμαι εγώ την μύησή μου, εάν επιθυμείς, και εσύ μου ανακοινώνεις την δική σου. Με ευχαρίστησή μου θα συγκεντρώσω στον νου μου τις στιγμές του τρόμου και της χαράς που πέρασα, έως ότου να αξιωθώ να αντικρίσω το φως.
ΡΑΜΣΗΣ: Σε ακολουθώ όπου επιθυμείς, Διαγόρα · μόνο μην αργείς πολύ. Αφού αμφότεροι αντικρίσαμε ανάλογες δοκιμασίες, θα είναι εύκολο, πιστεύω, να με μυήσεις στα Ελευσίνια μυστήρια και να σε μυήσω στα μυστήρια της Ίσιδος.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Εγώ λοιπόν θα σε μυήσω εξ αρχής. Ας καθίσουμε εκεί, κάτω από εκείνες τις ειρηνικές ελιές, δίπλα στις δάφνες της όχθης...
Στάθηκα πάντοτε πνεύμα φιλελεύθερο και ίσως από αντίδραση στα καθιερωμένα αισθανόμουν κάποια περιφρόνηση για όλα αυτά τα πράγματα που φοβούνται το φως της ημέρας και τον έλεγχο της σοφίας, προκειμένου να χωθούν στο απρόσιτο βάθος των ιερών. Και αυτές οι ελπίδες για την μέλλουσα ευδαιμονία των μυστών, αντί να με προσελκύσουν, με έκαναν ακόμη περισσότερο διστακτικό · μου φαίνονταν σαν αγυρτεία. Πολλοί φίλοι μου με προέτρεπαν από καιρό να μυηθώ · πολλοί μου επαναλάμβαναν του Σοφοκλή τα λόγια:
«Ω τρισμάκαρες όσοι θνητοί αντίκρισαν τις τελετές εκείνες, πριν κατέλθουν στον Άδη!
Μόνον εκείνοι μπορούν και εκεί να ζουν, στους άλλους όλα μαύρα θα φανούν».
Όμως εγώ τους απαντούσα πάντοτε με την αμίμητη του Διογένη φράση: «Tι λες; καλύτερη λοιπόν μοίρα θα έχει ο Παταικίων ο κλέφτης, όταν πεθάνει, παρά ο Επαμεινώνδας, επειδή μυήθηκε;». Όταν όμως άκουσα σε κάποιο συμπόσιο τον Σωκράτη να αναφέρει τους λόγους της Διοτίμας και να παραβάλλει την υψηλή φιλοσοφική μύηση με την μύηση των Ελευσινίων, ώστε να ερμηνεύσει ότι όσο δύσκολο είναι να φτάσει κάποιος στον ανώτατο βαθμό μύησης άλλο τόσο δύσκολο είναι να ανέλθει στις υψηλές σφαίρες της διανόησης, ακόμη και όταν έχει πολύ καλό οδηγό, ε! Τότε, φίλε μου, συνειδητοποίησα πόσο καθυστερημένο ήταν το πνεύμα μου · αισθάνθηκα ότι η περιφρόνησή μου εκείνη πήγαζε από άπατη άγνοια, και αποφάσισα αμέσως να μυηθώ.
Μόλις λοιπόν τελείωσαν τα περσινά Ανθεστήρια - διότι θα αρχίσω, εάν θέλεις, από τον πρώτο βαθμό της μύησης μου, για να φτάσω στον τελευταίο - ξεκίνησα και εγώ μαζί με τους άλλους για τον ναό της Δήμητρας, που είναι εκεί κάτω, στην Άγρα, για να μάθω από τον ιεροκήρυκα τι έπρεπε να κάνω, ώστε να μπορέσω να λάβω μέρος στις μυστικές τελετές. Εκεί πλήθος πολύ συγκεντρωνόταν, όλοι ενδεδυμένοι κατάλευκα και ευγενώς. Πρόσεξα κάποια ανησυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, ανησυχία αλλά και ελπίδα μαζί. Όλοι ήταν σιωπηλοί και σαν συλλογισμένοι.
Αυτό με έκανε να νιώσω με πόση επιθυμία και πόση πίστη παρουσιάζονταν στην μύηση · και οι τελευταίοι μου δισταγμοί μεταβλήθηκαν, χωρίς να γνωρίζω πώς, σε μία ανεξήγητη και ακαθόριστη εσωτέρα ταραχή. Αισθανόμουν μάλιστα ότι κάποια αληθής μεταβολή κυριαρχούσε εντός μου. Υποβολή, σκέφτηκα, ίσως για να φέρω κάποια αντίδραση · όμως την στιγμή αυτή, ιδού, μπροστά μου ο Θαλήτας -πιστεύω, και εσύ τον γνωρίζεις- με το γλυκό του χαμόγελο στο στόμα. Μύστης παλαιός, πολλές φορές με είχε προτρέψει να τον ακολουθήσω, και συνεχώς εγώ του αρνιόμουν. Καθώς λοιπόν με αντίκρισε έλαμψε ολόκληρος. «Α! Επί τέλους»! φώναξε · «αυτήν την φορά βλέπω στα μάτια σου την ωραία απόφασή σου και γίνομαι μυσταγωγός σου. Τι ευτυχία και για εμένα και για εσένα»! Μα την στιγμή αυτή, άρχισε ο ιεροκήρυκας την πρόρρησή του και απόλυτη σιωπή βασίλεψε γύρω.
«Όσοι ήρθαν μόνο από περιέργεια, στον ιερό περίβολο να μην πατήσουν.
Όσοι έχουν το συμφέρον οδηγό τους δεν μπορούν να βρουν των θεών τον δρόμο.
Όσοι δεν έχουν καθαρά τα χέρια ποτέ τα θεία δώρα δεν θα αγγίξουν.
Όσοι έχουν καταγωγή και γλώσσα ξένη τον θείο Λόγο δεν μπορούν να νιώσουν».
Εννοείται ότι όλα αυτά είναι γνωστά, και κανείς ανεπιθύμητος δεν βρέθηκε μαζί μας, αλλά όλοι προχωρήσαμε σιωπούντες στο ιερό άλσος, προς τον περίβολο του ναού, όπου οι επιμελητές ετοίμαζαν κιόλας τις θυσίες.
Τότε ό μυσταγωγός μου σκύβει και μου λέει με χαμηλή φωνή: «Έφαγες δεν έφαγες ψωμί, δεν είσαι καθόλου καθαρός», θέλοντας έτσι να με προειδοποιήσει ότι έπρεπε να υποβληθώ σε καθαρμούς, για να αποκτήσω την αγνότητα αυτή που μας επιτρέπει να επικοινωνούμε με το θείο. Ακολούθως με πληροφόρησε ότι όσο θα διαρκούσαν οι καθαρμοί θα ήμουν υποχρεωμένος να καταβάλλω έναν οβολό την ημέρα στον ιεροφάντη, και ότι ακόμη, πριν υποβληθώ σε αυτούς, έπρεπε να ορκιστώ τρομερό όρκο, ότι δεν θα ανακοινώσω ποτέ σε κανέναν βέβηλο, τις δοκιμασίες που θα περνούσα και τα μυστικά τα οποία θα μου αποκαλύπτονταν.
Πράγματι, εντός ολίγου, μας κάλεσε ο ιεροφάντης όλους γύρω από τον βωμό της Μεγάλης Θεάς, και εκεί, τεντώνοντας το δεξί χέρι, δώσαμε τον πρώτο επίσημο όρκο, και ακούσαμε τα πρώτα παραγγέλματα του ιεροφάντη · κάτι φράσεις αλληγορικές σαν χρησμούς, των οποίων την συμβολική έννοια, στα σημεία που μας είχε διαφύγει, μας την ερμήνευσαν αργότερα οι μυσταγωγοί μας.
ΡΑΜΣΗΣ: Μήπως θυμάσαι να μου πεις κάποια;
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Απαιτείται καλή μνήμη, για να θυμάται κάποιος όλα αυτά στο νου του · όμως θα σου αναφέρω όσα θυμάμαι.
«Μην έχεις ζυγαριά με λειψά ζύγια!
Μην κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια!
Μην το πυρ με σίδερο σκαλίζεις!
Μην τρως καρδιά!
Φτάνεις στο τέρμα; Μην κοιτάζεις πίσω!» και άλλα παρόμοια.
Όταν τελείωσε αυτή η πρώτη τελετή, κατήλθαμε στις όχθες του Ιλισσού, και εκεί με ραντισμούς έγινε ο πρώτος μας καθαρμός.
ΡΑΜΣΗΣ: Α, με ραντισμούς! Όχι με ολόκληρο μπάνιο, που συνηθίζουμε εμείς.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Ολόκληρο μπάνιο, αδελφέ μου, στο λίγο νεράκι του Ιλισού! Άλλωστε ο καθαρμός είναι πράξη συμβολική και δεν έχουμε ανάγκη, νομίζω, πραγματικού καθαρισμού, για να μας δοθεί η έννοια του ψυχικού εξαγνισμού.
Κρεμάσαμε λοιπόν τα ρούχα μας στα ιερά δέντρα, σταθήκαμε κοντά στην όχθη πατώντας το αριστερό μας πόδι επάνω σε δέρμα ζώου θυσιασμένου στον Μειλίχιο Δία και οι μυσταγωγοί μας έριξαν λίγο νερό στο κεφάλι. Ακολούθως ντυθήκαμε και προχωρήσαμε προς τον ωραίο ναό που νομίζω, τον γνωρίζεις. Και η ομορφιά του μόνο είναι ικανή να σε μετουσιώσει, να φέρει στην ψυχή σου την γαλήνη, την αρμονία και την αγαλλίαση. Εκεί μας περίμεναν λευκοντυμένες ιέρειες κρατώντας λευκά πέπλα. Μας οδήγησαν να καθήσουμε σε θρόνους, σκέπασαν με αυτά τα πέπλα τα κεφάλια μας, και μας ανέμισαν λίγο με ριπίδια, σαν για να διώξουν με αυτό τον τρόπο από κοντά μας τα πονηρά πνεύματα, που δεν εννοούσαν να απομακρυνθούν. Μετά από τον πρώτο καθαρμό «δια του ύδατος», αυτός ήταν ο δεύτερος, «δια του αέρος».
Τότε οι ιέρειες πήραν τα πέπλα, και αργά και σιωπηλά χάθηκαν μέσα στο άλσος, σαν λιτανεία λευκή. Και ενώ κανείς δεν εκινείτο από την θέση του, και δεν τολμούσε να χαλάσει την σιωπή, ξαφνικά όρμησαν μέσα από τον ναό πλήθος χορευτών, με αστραφτερά χάλκινα κύμβαλα ανά χείρας, και έστησαν χορό γύρω μας, τραγουδώντας άσματα, που αδυνατώ να θυμηθώ τα λόγια τους, και χτυπώντας ζωηρά τα κύμβαλά τους, έτσι που ξύπνησαν και οι πιο κρυφοί του δάσους αντίλαλοι, και μια αρμονία παράδοξη ξεχύθηκε γύρω, σκορπώντας την σιγή και την γαλήνη, και αναταράζοντας βαθιά την ψυχή μας, πριν να συνέλθει από την έκστασή της. Έτσι οι κορύβαντες αυτοί με τον ρυθμό και με τα κύμβαλά τους, λες και χόρευαν γύρω από το θείο βρέφος, απομάκρυναν κάθε ανωμαλία από την ψυχή μας, και την προετοίμασαν να δεχθεί την μύηση.
Αφού και ο καθαρμός αυτός τελείωσε, ο μυσταγωγός μου με πληροφόρησε ότι όλοι οι μύστες θα περνούσαμε την νύχτα κάτω από τις σκηνές οι οποίες ήταν στημένες μέσα στο άλσος, για να θυμηθούμε την εποχή που η Ανθρωπότητα δεν γνώριζε ακόμη τα αγαθά των Μουσών, τις πολιτείες, τους νόμους. Για αυτό και όταν ήρθε η ώρα του μυστηριακού αυτού ύπνου, και παρουσιαστήκαμε εμπρός στις σκηνές, μας είπαν ότι κανένα πολύτιμο μέταλλο δεν πρέπει να κρατούμε επάνω μας αξίας μεγαλύτερης των εκατόν δραχμών · ό,τι πλεόναζε θα το αφιέρωνε καθένας στους θεούς.
Ο μυστηριακός ύπνος ήταν και εκείνος ένας συμβολικός καθαρμός. Ο ύπνος είναι εικόνα του θανάτου. Ο μύστης κοιμάται για να ξυπνήσει εξαγνισθείς και να αντικρύσει έναν καινούριο κόσμο, γεμάτο τάξη και αρμονία. Ο ύπνος είναι λοιπόν μια πρώτη μύηση στο μυστήριο του θανάτου. Είναι η αναπαράσταση της απολύτρωσης της ψυχής από το σώμα και από τα πάθη του. Για αυτό πιστεύω ότι είχε θεία έμπνευση αυτός που είπε ότι ο ύπνος είναι: «τα μικρά μυστήρια του θανάτου».
Στεφανωθέντες με στεφάνια από άνθη εισήλθαμε το βράδυ στις σκηνές. Σε όλα τα κρεβάτια ήταν σκορπισμένα ανθόφυλλα · μεθυστικά αρώματα πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα και μας έφερναν γλυκειά ζάλη. Όταν ξαπλώσαμε κουρασμένοι από τις εντυπώσεις της ημέρας, και πρωτού ακόμη να μας πάρει ο ύπνος, λύρες ουράνιες αντήχησαν και θείες φωνές ακούσαμε να ψάλλουν τον ορφικό τον ύμνο στον θεό του Ονείρου · του ονείρου που θα ερχόταν μέσα στον ύπνο μας, να φέρει στην ψυχή μας το τρισπόθητο άγγελμα της σωτηρίας:
«Άπλωσε τα πτερά, θεέ του Ονείρου, προφητικά μηνύματα να φέρεις ·
έλα, Σωτήρα, στους θνητούς ανθρώπους, τρανέ αοιδέ, χρησμούς να ψάλλεις!
Μέσα στην γαλήνη του γλυκύτατου ύπνου αμίλητα προβαίνεις και, μιλώντας
με τις ψυχές, ξυπνάς τον Στοχασμό.
Εσύ μέσα στον βουβό των θνητών ύπνο φέρνεις στην γη τις βουλές των Μακάρων,
και στην βουβή ψυχή το μέλλον φανερώνεις που με συμπόνια ο Νους ο θείος το κυβερνά,
έως ότου η καρδιά το Κάλλος συλλάβει, που θα οδηγήσει την ζωή του ανθρώπου,
πλήρη χαράς, στην γοητεία».
Τόσο ευχάριστη εντύπωση μου έκαναν τότε οι στίχοι αυτοί με την γλυκιά μουσική τους, που μας βύθισε στον πρώτο μυστηριακό ύπνο κάτω από τις ιερές σκηνές, ώστε αργότερα ζήτησα και τους έμαθα απ' έξω.
Τι βαθύς, και ήρεμος και γλυκός ήταν ο ύπνος αυτός! Ποτέ μου δεν θα τον ξεχάσω! Ήταν σαν να είχα πρώτη φορά κοιμηθεί στην ζωή μου. Ύπνος που καθάρισε από κάθε ρύπο την ψυχή μου, και την οδήγησε με τα ελαφρά τα ρόδινα όνειρά του προς την αυγή μιας νέας ζωής.
Kαι η Αυγή ήταν κόρη πεντάμορφη πανέμορφης Νύχτας...
Λες και ήρθαν μόνες τους οι Μούσες οι Ιλισιάδες να μας ξυπνήσουν!
«Μούσα, μυούσα», έλεγαν ορθώς οι σοφοί μας.
Ξυπνήσαμε λοιπόν με μουσική, για να βρεθούμε περικυκλωμένοι από τις εννέα Μούσες. Και αυτό το ξύπνημα, μέσα σε μια ατμόσφαιρά ταυτόχρονα τόσο καλλιτεχνική και μυστηριακή, ήταν ο καλύτερος εξαγνισμός.
Εσύ, ο οποίος τόσο αγάπησες, φίλε, όλες τις Μούσες και ιδιαίτερα την Μουσική, αντιλαμβάνεσαι τον ενθουσιασμό μου. Ο Πυθαγόρας, δεν είχε άδικο όταν πίστευε ότι η ψυχή δεν υπακούει μονόν στο λογικό και στις επιστήμες, αλλά ότι έχει ανάγκη και από κάτι άλλο επί πλέον, το οποίο μαζί με την θέληση την πείθει, την πλάθει, την φροντίζει, για να καταστεί ικανή να ακολουθήσει τον δρόμο και τα διδάγματα της φιλοσοφίας. Αυτό το «άλλο» είναι η μουσική η οποία εξυψώνει και ησυχάζει την ψυχή μας, όπως η μελέτη και η επιστήμη πλάθει και τελειοποιεί την λογική μας.
Τότε κατάλαβα πόσο άδικο είχαμε, ή καλύτερα είχα, να δίνω μεγαλύτερη σημασία, σχεδόν αποκλειστική, στην ανάπτυξη της λογικής, να αφοσιώνομαι μόνο στην φιλοσοφία, και να παραμελώ την μουσική η οποία με τις αρμονίες και τους ρυθμούς της δημιουργεί μέσα μας μία θεία τάξιν, κατασιγάζει τις παραφορές και τις ορμές μας, μα και μας λυτρώνει από την ανανδρεία και την κατάπτωση.
ΡΑΜΣΗΣ: Καταλαβαίνω και συμμερίζομαι, Διαγόρα, τον ενθουσιασμό σου για την μουσική και την εξαγνιστική της δύναμη. Η χρησιμοποίησή της στα μυστήριά μας δεν είναι μικρότερη · και μόνη της η μουσική θα μπορούσε να μας αποκαλύψει την αρμονία του κόσμου. Πιστεύω δεν έχει άδικο ο ποιητής, όταν εκστατικός μπροστά στο μεγαλείο της δημιουργίας, αισθάνεται εντός του την κάθε κίνηση να μετατρέπεται σε αρμονία και «ακούει το μεγάλωμα της χλόης και το περπάτημα των άστρων».
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Σωστά! Δεν θα είμαι καθόλου υπερβολικός, αν ισχυριστώ ότι κανείς ψυχρός συλλογισμός δεν αποκάλυψε στην ψυχή μου τόσα πράγματα, όσα η μουσική εκείνης της αυγής.
ΡΑΜΣΗΣ: «Οι Μούσες προπορεύονται του λογικού».
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Κάτι επιπλέον ακόμη · κάθε κίνηση της ψυχής, αυτής της θείας ουσίας, δεσμεύεται, εδώ κάτω από το σώμα το οποίο ταράζει την αρμονία της · και μόνο η μουσική, με την θεία καταγωγή της, μπορεί να επαναφέρει τον άνθρωπο προς την θεία υπόστασή του. Για αυτό ακριβώς εμείς χρησιμοποιούμε τόσο πολύ την μουσική, ενωμένη με τις άλλες βεβαίως τέχνες, στα μυστήριά μας.
Έτσι λοιπόν θείες μελωδίες και θείοι χοροί μας ξύπνησαν από τον μυστηριακό μας ύπνο, για να βρεθούμε μπροστά σε ένα άλλο όνειρο · σε άλλες σφαίρες, έξω από την ζωή, ή καλύτερα μέσα στην ζωή την ίδια, που τόσα πράγματα μας εμποδίζουν να δούμε.
Mαγεμένοι ακολουθούσαμε όλοι τον χορό των Μουσών, που μας οδήγησε στο ολόλευκο εκείνο στάδιο, το γνωστό σου, νομίζω, για να παραστούμε, αυτήν την φορά, σε μία αληθινή θεατρική παράσταση, ή καλύτερα, να λάβουμε μέρος.
Εκεί περάσαμε όλη την ημέρα με αγωνίσματα σωματικά και πνευματικά. Είδαμε τα πιο όμορφα σώματα να χαράσσουν με τις κινήσεις τους τα αρμονικότερα ποιήματα πάνω στον στίβο, παρασυρθήκαμε όλοι μας στην μέθη του άηχου ρυθμού έως ότου σταδιακά η κίνησή μας έγινε τραγούδι · και έτσι χωρίς να νιώσουμε το πώς, υπνωτισμένοι από την γοητεία, που σκορπούν γύρω τους οι τρεις Πανέμορφες Αδελφές, Πολυμνία, Καλλιόπη, Τερψιχόρη, βυθιστήκαμε στους υπέργειους κόσμους της Ποιήσεως, της Μουσικής και του Χορού. Το στάδιο αντηχούσε ολόγυρά μας από τους λαμπρότερους στίχους, από τις θεϊκότερες μελωδίες, από τους ζωντανότερους ρυθμούς. Μετουσιωθέντες, ενθουσιασθέντες, παραδοθέντες σε γλυκιά έκσταση είδαμε τον ήλιο να γέρνει ο άρμα του κατά την δύση και τότε άρχισε η μυστηριακή τελετή η ίδια.
Αυτή η τελετή είχε ως βάση της τον μύθο του Διονύσου - Ζαγρέως, αλλά τον παρουσιάζει υπό κάποια παραλλαγή, πιθανώς για να μπορεί να καταστεί περισσότερο αντιληπτός στους μύστες, με νοητότερο τον συμβολισμό του, ώστε να αποτελέσει την εισαγωγή στα Μεγάλα Μυστήρια και τον συνδετικό κρίκο των τελευταίων αυτών, με τα Μικρά.
Άρχιζε ήδη να πέφτει το πρώτο σκοτάδι, όταν είδαμε στο κέντρο του στίβου μία ομάδα μυσταγωγών. Άνδρες και γυναίκες, θρηνούσαν τον Διόνυσο νεκρό, ξαπλωμένο στο κρεβάτι του θανάτου. Πένθιμα μοιρολόγια αντήχησαν, με συμβολικούς λόγους · θλιπτική και βαθιά μουσική ξεχύθηκε στον ήσυχο αέρα, η οποία εάν δεν έφερε τα δάκρυα στα μάτια μας, αλλά έστρεψε την ψυχή μας προς την αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου, και μας ''επανάμνησε'' (υπενθύμισε) τα πάθη του θεού.
Και εκεί που κάρφωσα τα μάτια μου στο πρόσωπο του ωραίου νέου, που λουλουδοστεφείς κειτόταν στο νεκροκρέβατό του, σταδιακά το παραμύθι αυτό του θεού του σπαραχθέντος έλαβε κάποιο βαθύτερο νόημα για εμένα · σκέφτηκα ότι αυτός ο Διόνυσος είναι η θεία ουσία, η ψυχή, η οποία κατασπαράσσεται σε χίλια δύο κομμάτια, και κατασκορπίζεται σε μυριάδες σώματα, για να ζωντανέψει την άψυχη ύλη · η ψυχή η οποία τυραννάτε από τους παρ-α-λόγους, τους απειθάρχους και βιαίους Τιτάνες των ανθρωπίνων παθών, έως ότου ο θεός, ο Μέγας - Ζευς, η πηγή του παντός, η αρμονία και ο νόμος, να τους χτυπήσει με την αστραπή του θείου πυρός του, ώστε να μπορέσει ο Απόλλων και η Αθηνά, το Κάλλος και η Σοφία, να αναστήσουν εκ νέου τον θεό, να επαναφέρουν την ψυχή προς την ουράνια σφαίρα, όπου εγεννήθη.
Κάποιο φως άρχισε τότε να ανατέλλει μέσα στο μυαλό μου. Πόσοι κόποι θα χρειάζονταν, για να καθαρθεί κάποιος από τις προλήψεις και τις απατηλές ιδέες του!... πόση σκέψη, με το βλέμμα βυθισμένο μέσα στο πάντα ανοιχτό μπροστά στα μάτια μας απέραντο βιβλίο της φύσης!... πόση προσπάθεια για να σχηματίσουμε νέες, σωστές, γεμάτες υγεία αντιλήψεις, να τις ζωντανέψουμε, να τις θεοποιήσουμε, να τις κάνουμε οδηγό μας!
Ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι, το οποίο μας είχε πλέον σκεπάσει, έρχονται μύστες βιαστικά με αναμμένες δάδες ανά χείρας, έρχονται σαν να μας είχαν αναζητήσει παντού και να μας βρήκαν τελικά εκεί. Στο δυνατό και τρέμον φως τους όλα, νομίζεις, χορεύουν τριγύρω · και τότε βλέπουμε ότι ο θεός δεν είναι νεκρός αλλά μόνο κοιμάται. Και να, που ξανανοίγει τα μάτια του!... Ακούμε τους ιεροφάντες να διαλαλούν το χαρμόσυνο άγγελμα. Ο θρήνος παύει και μια γλυκιά ανακούφιση, μια ανέκφραστη χαρά γεννιέται στις ψυχές μας. Ο ιεροφάντης σκύβει και με την βοήθεια άλλων δύο σηκώνει τον θεό και τον στήνει ολοζώντανο μπροστά μας. Ακολούθως, με μία συμβολική κίνηση του χεριού του, χρίζει τον λαιμό μας, για να μην περάσει ποτέ στο εξής από εκεί λόγος βέβηλος, και κράζει: «Iδού, ω μύστες, ο οδηγός μας. Θάρρος! Εφόσον ο θεός δεν πέθανε, ας ελπίζουμε ότι θα τελειώσουν τα βάσανά μας και ότι θα βρούμε τελικά την σωτηρία».
Mετά την υποβλητική τελετή αυτή, οι μυσταγωγοί μας οδήγησαν με τους πυρσούς τους σε πέντε πηγές μέσα στο δάσος και ήπιαμε νερό σε χάλκινα κύπελλα, για να καθαρθούμε και εσωτερικά, ώστε να μπορέσουμε να δοκιμάσουμε την μυστηριακή τροφή που μας προσέφεραν έπειτα πάνω σε τύμπανα. Και τότε σκέφτηκα τις πέντε διδασκαλίες του Πλάτωνα, Αριθμητική, Γεωμετρία, Στερεομετρία, Μουσική και Αστρονομία, οι οποίες αποτελούν τον απαραίτητο καθαρμό για να μπορέσει η ψυχή να φτάσει στην αληθή «τελετή», στην αληθή με άλλα λόγια τελειοποίηση, η οποία θα της προσφερθεί αργότερα με τα Μεγάλα Μυστήρια. Για αυτό από αυτούς τους τελευταίους καθαρμούς προέρχεται και η φράση αναγνώρισης των μυστών:
«Eκ τυμπάνου βέβρωκα, εκ κυμβάλου πέπωκα, γέγονα μυστικός».
[(σημ.: Από τύμπανο έφαγα, από τύμπανο ήπια, έγινα μυστικός/μύστης)]
Είμαι, δηλαδή, προετοιμασμένος να δεχτώ τις υψηλότερες διδασκαλίες και να δω την αλήθεια.
Έτσι, αδελφέ μου, τελειώνουν τα Μικρά Ελευσίνια και αναμένουμε -όλοι μας με αδημονία, παρακολουθώντας εν τω μεταξύ πολλές μυστηριακές διδασκαλίες- την εποχή που θα πατήσουμε τα ιερά της Ελευσίνας.
ΡΑΜΣΗΣ: Θαυμάζω, αλήθεια, με πόση λεπτότητα και με πόση φροντίδα προετοιμάζετε και εσείς το πνεύμα, προκειμένου να μπορέσει να δει αθάμπωτο την θεία λάμψη και να βρει τον δρόμο του, τον τραχύ τον δρόμο που οδηγεί στις φωτισμένες κορυφές. Με όλες τις τυπικές διαφορές που υπάρχουν βεβαίως μεταξύ των μυστηρίων της Ίσιδος και της Δήμητρος, η ουσία αναγνωρίζεται παντού, και ο αληθής μύστης δεν δυσκολεύεται να διακρίνει τα ίδια πράγματα κάτω από τον διάφανο συμβολικό πέπλο ο οποίος τα καλύπτει. Φαντάζομαι τώρα, ότι ακόμη μεγαλύτερη ομοιότητα θα εντοπίσω στα Μεγάλα Μυστήρια, που σίγουρα ανοίγουν τους κόσμους της μεταφυσικής και αίρουν την αυλαία του υπερκοσμίου θεάτρου, προκειμένου να καταστεί ο άνθρωπος να θαυμάσει το υπέροχο δράμα της ψυχής. Αλλά ας μην με παρασύρουν οι αναμνήσεις μου. Τώρα που ο Φοίβος οδηγεί ταχέως τα πύρινα άλογά του προς τα όρη της Δύσεως, νομίζω πως η ώρα μούνη (μόνη) αρχίζει να μας τυλίγει σε μυστήριο, και δεν θα μπορούσαμε να βρούμε ωραιότερη στιγμή, για την ψυχική μας επικοινωνία. So, σιωπώ και σε ακούω.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Παρήλθαν έξι μήνες καθαρμών και διδασκαλιών και η ψυχή μου είχε αρχίσει πλέον να αισθάνεται ότι ένας νέος κόσμος -ο δικός της κόσμος- επρόκειτο να μου ανοίξει τις πύλες του. Και όπως με την εαρινή ισημερία γιορτάσαμε την έλευση του θεού του φωτός, της πηγής της επίγειας ζωής, έτσι και η φθινοπωρινή ισημερία ήταν η καταλληλότερη στιγμή, για να γιορτάσουμε την απομάκρυνσή του με ακόμη πιο μεγάλες τελετές, και να αποπειραθούμε να εμβαθύνουμε στο της ζωής μυστήριο.
Όταν μάθαμε τα πρώτα βήματα που θα μας οδηγούσαν στο τελεστήριον της Ελευσίνος, ο ήλιος ήταν στον Κριό · έξι ολάκερους μήνες μας φώτιζε και μας θέρμαινε με τις ακτίνες του τις ευεργετικές, και τώρα που είχε φτάσει στον Ζυγό, ξεκινήσαμε για να κρούσουμε την πύλη του ναού των Μεγάλων Θεαινών της γης, προκειμένου να μας προστατεύσουν από τις σκοτεινές και ανόσιες επιρροές. Και ο θεός εκείνος, του οποίου την ανάσταση γιορτάσαμε στα Μικρά Μυστήρια, έγινε τότε αρχηγός μας, και ανέλαβε να οδηγήσει την πομπή των μυστών στα ιερά της Ελευσίνος, και να μεσολαβήσει για να μας δεχτούν στα ιερά τους η μεγάλη Μήτηρ του, η Δημήτηρ, και η αδελφή του η Περσεφόνη.
Τι συμβαίνει πριν από τις ιερές και απόκρυφες τελετές των μυστηρίων αυτών βεβαίως το γνωρίζεις, διότι παρακολούθησες και εσύ μαζί με όλο το πλήθος τις προπαρασκευαστικές αυτές γιορτές.
Θα θυμάσαι λοιπόν ότι η πομπή των εφήβων, στις 13 και 14 του Βοηδρομιώνος, φέρνει από Ελευσίνος επάνω σε βαριές ξύλινες άμαξες τα ιερά αντικείμενα, τα οποία βλέπουν μόνον οι μύστες, για να τα αφήσει στο Ελευσίνιον · γνωρίζεις, στον ναό που βρίσκεται από 'κει από την Ακρόπολη. Είδες ακολούθως τον αγυρμό των μυστών, περί τις 15 του Βοηδρομιώνος στην Ποικίλη Στοά, εκεί κοντά στο Ελευσίνιον · και ίσως άκουσες και τα λόγια του ιεροφάντου, που απομάκρυνε από το πλήθος των μυστών, τους βεβήλους:
«Kράζω σε εκείνους και το ξανακράζω και για τρίτη φορά τους φωνάζω,
από την χορεία να φύγουν των μυστών...»
Δεν γνωρίζεις όμως ότι όχι μόνο τους βεβήλους, αλλά και πολλούς εκ των μυστών των μικρών Μυστηρίων δεν τους δέχεται στα μεγάλα, εάν δεν επέδειξαν την πρέπουσα συμπεριφορά, την απαιτούμενη διάθεση, την απαραίτητη εγκράτεια και την ανάλογη μυστηριακή παιδεία. Είδες την άλλη μέρα, στις 16 του Βοηδρομιώνος, ότι όλοι οι μύστες, υπακούοντας στην φωνή του ιεροφάντη «άλαδε μύσται», έτρεχαν προς την θάλασσα, λες και έκαναν αγώνες δρόμου, σέρνοντας και τον χοίρο που θα θυσίαζαν · το απαίσιο αυτό ζώο για την Δήμητρα, διότι καταστρέφει τα δώρα της, αλλά το οποίο για τον μύστη συμβολίζει τον ξεπεσμένο άνθρωπο, στον οποίο αρέσει να κυλιέται στον βούρκο, τον άνθρωπο που πρέπει να θυσιαστεί, αφού πρώτα καθαρθεί στα νερά της θάλασσας, η οποία «κλύζει πάντα τανθρώπων κακά», και βγάλει κάθε σωματικό και ψυχικό του ρύπο, για να μπορέσει να παρουσιαστεί αγνός από κάθε πάθος στην τελική μύηση. Είδες, ακόμη, γιατί ως μύστης που είσαι δεν θα σου έχει τίποτε εξ αυτών διαφύγει, ότι όλοι οι μύστες, αφού προσφέρουν άνθη στον Διόνυσο, αναπαύονται στα σπίτια τους, στις 17 και 18 του Βοηδρομιώνος, νηστεύουν ή καλύτερα αποφεύγουν ορισμένες τροφές όπως πτηνά, για παράδειγμα, γιατι ο «αλέκτωρ» είναι αφιερωμένος στην Περσεφόνη, τον γαλέο, τα λιθρίνια, τα μελανούρια, τους κεφάλους, τα καβούρια, τα κουκιά, τα ρόδια, τα μήλα, τροφές που απαγορεύονται και καθ' όλην την διάρκεια των τελετών... - νηστεύουν δηλαδή συμβολικά, γιατί όλες αυτές οι απαγορεύσεις έχουν βέβαια την ιδιαίτερη ιστορία και σημασία τους - και προετοιμάζουν ό,τι τους χρειάζεται, για τον καιρό που θα ζήσουν εκεί κάτω σαν αποχωρισμένοι από τον άλλο κόσμο. Και τέλος είδες βέβαια -ίσως μάλιστα να έλαβες μέρος- πώς όλοι ξεκινούν για τους ιερούς τόπους με μεγάλη πομπή, στις 19 του Βοηδρομιώνος, τραγουδώντας τον Ίακχο τον αρχηγέτη, που οδηγεί από την Ιερά Οδό την μυστηριακή λιτανεία προς τον κάμπο της Ελευσίνος, όπου θα φθάσουν περί το βράδυ, με αναμμένους πυρσούς ανά χείρας.
«Μην έχεις ζυγαριά με λειψά ζύγια!
Μην κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια!
Μην το πυρ με σίδερο σκαλίζεις!
Μην τρως καρδιά!
Φτάνεις στο τέρμα; Μην κοιτάζεις πίσω!» και άλλα παρόμοια.
Όταν τελείωσε αυτή η πρώτη τελετή, κατήλθαμε στις όχθες του Ιλισσού, και εκεί με ραντισμούς έγινε ο πρώτος μας καθαρμός.
ΡΑΜΣΗΣ: Α, με ραντισμούς! Όχι με ολόκληρο μπάνιο, που συνηθίζουμε εμείς.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Ολόκληρο μπάνιο, αδελφέ μου, στο λίγο νεράκι του Ιλισού! Άλλωστε ο καθαρμός είναι πράξη συμβολική και δεν έχουμε ανάγκη, νομίζω, πραγματικού καθαρισμού, για να μας δοθεί η έννοια του ψυχικού εξαγνισμού.
Κρεμάσαμε λοιπόν τα ρούχα μας στα ιερά δέντρα, σταθήκαμε κοντά στην όχθη πατώντας το αριστερό μας πόδι επάνω σε δέρμα ζώου θυσιασμένου στον Μειλίχιο Δία και οι μυσταγωγοί μας έριξαν λίγο νερό στο κεφάλι. Ακολούθως ντυθήκαμε και προχωρήσαμε προς τον ωραίο ναό που νομίζω, τον γνωρίζεις. Και η ομορφιά του μόνο είναι ικανή να σε μετουσιώσει, να φέρει στην ψυχή σου την γαλήνη, την αρμονία και την αγαλλίαση. Εκεί μας περίμεναν λευκοντυμένες ιέρειες κρατώντας λευκά πέπλα. Μας οδήγησαν να καθήσουμε σε θρόνους, σκέπασαν με αυτά τα πέπλα τα κεφάλια μας, και μας ανέμισαν λίγο με ριπίδια, σαν για να διώξουν με αυτό τον τρόπο από κοντά μας τα πονηρά πνεύματα, που δεν εννοούσαν να απομακρυνθούν. Μετά από τον πρώτο καθαρμό «δια του ύδατος», αυτός ήταν ο δεύτερος, «δια του αέρος».
Τότε οι ιέρειες πήραν τα πέπλα, και αργά και σιωπηλά χάθηκαν μέσα στο άλσος, σαν λιτανεία λευκή. Και ενώ κανείς δεν εκινείτο από την θέση του, και δεν τολμούσε να χαλάσει την σιωπή, ξαφνικά όρμησαν μέσα από τον ναό πλήθος χορευτών, με αστραφτερά χάλκινα κύμβαλα ανά χείρας, και έστησαν χορό γύρω μας, τραγουδώντας άσματα, που αδυνατώ να θυμηθώ τα λόγια τους, και χτυπώντας ζωηρά τα κύμβαλά τους, έτσι που ξύπνησαν και οι πιο κρυφοί του δάσους αντίλαλοι, και μια αρμονία παράδοξη ξεχύθηκε γύρω, σκορπώντας την σιγή και την γαλήνη, και αναταράζοντας βαθιά την ψυχή μας, πριν να συνέλθει από την έκστασή της. Έτσι οι κορύβαντες αυτοί με τον ρυθμό και με τα κύμβαλά τους, λες και χόρευαν γύρω από το θείο βρέφος, απομάκρυναν κάθε ανωμαλία από την ψυχή μας, και την προετοίμασαν να δεχθεί την μύηση.
Αφού και ο καθαρμός αυτός τελείωσε, ο μυσταγωγός μου με πληροφόρησε ότι όλοι οι μύστες θα περνούσαμε την νύχτα κάτω από τις σκηνές οι οποίες ήταν στημένες μέσα στο άλσος, για να θυμηθούμε την εποχή που η Ανθρωπότητα δεν γνώριζε ακόμη τα αγαθά των Μουσών, τις πολιτείες, τους νόμους. Για αυτό και όταν ήρθε η ώρα του μυστηριακού αυτού ύπνου, και παρουσιαστήκαμε εμπρός στις σκηνές, μας είπαν ότι κανένα πολύτιμο μέταλλο δεν πρέπει να κρατούμε επάνω μας αξίας μεγαλύτερης των εκατόν δραχμών · ό,τι πλεόναζε θα το αφιέρωνε καθένας στους θεούς.
Ο μυστηριακός ύπνος ήταν και εκείνος ένας συμβολικός καθαρμός. Ο ύπνος είναι εικόνα του θανάτου. Ο μύστης κοιμάται για να ξυπνήσει εξαγνισθείς και να αντικρύσει έναν καινούριο κόσμο, γεμάτο τάξη και αρμονία. Ο ύπνος είναι λοιπόν μια πρώτη μύηση στο μυστήριο του θανάτου. Είναι η αναπαράσταση της απολύτρωσης της ψυχής από το σώμα και από τα πάθη του. Για αυτό πιστεύω ότι είχε θεία έμπνευση αυτός που είπε ότι ο ύπνος είναι: «τα μικρά μυστήρια του θανάτου».
Στεφανωθέντες με στεφάνια από άνθη εισήλθαμε το βράδυ στις σκηνές. Σε όλα τα κρεβάτια ήταν σκορπισμένα ανθόφυλλα · μεθυστικά αρώματα πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα και μας έφερναν γλυκειά ζάλη. Όταν ξαπλώσαμε κουρασμένοι από τις εντυπώσεις της ημέρας, και πρωτού ακόμη να μας πάρει ο ύπνος, λύρες ουράνιες αντήχησαν και θείες φωνές ακούσαμε να ψάλλουν τον ορφικό τον ύμνο στον θεό του Ονείρου · του ονείρου που θα ερχόταν μέσα στον ύπνο μας, να φέρει στην ψυχή μας το τρισπόθητο άγγελμα της σωτηρίας:
«Άπλωσε τα πτερά, θεέ του Ονείρου, προφητικά μηνύματα να φέρεις ·
έλα, Σωτήρα, στους θνητούς ανθρώπους, τρανέ αοιδέ, χρησμούς να ψάλλεις!
Μέσα στην γαλήνη του γλυκύτατου ύπνου αμίλητα προβαίνεις και, μιλώντας
με τις ψυχές, ξυπνάς τον Στοχασμό.
Εσύ μέσα στον βουβό των θνητών ύπνο φέρνεις στην γη τις βουλές των Μακάρων,
και στην βουβή ψυχή το μέλλον φανερώνεις που με συμπόνια ο Νους ο θείος το κυβερνά,
έως ότου η καρδιά το Κάλλος συλλάβει, που θα οδηγήσει την ζωή του ανθρώπου,
πλήρη χαράς, στην γοητεία».
Τόσο ευχάριστη εντύπωση μου έκαναν τότε οι στίχοι αυτοί με την γλυκιά μουσική τους, που μας βύθισε στον πρώτο μυστηριακό ύπνο κάτω από τις ιερές σκηνές, ώστε αργότερα ζήτησα και τους έμαθα απ' έξω.
Τι βαθύς, και ήρεμος και γλυκός ήταν ο ύπνος αυτός! Ποτέ μου δεν θα τον ξεχάσω! Ήταν σαν να είχα πρώτη φορά κοιμηθεί στην ζωή μου. Ύπνος που καθάρισε από κάθε ρύπο την ψυχή μου, και την οδήγησε με τα ελαφρά τα ρόδινα όνειρά του προς την αυγή μιας νέας ζωής.
Kαι η Αυγή ήταν κόρη πεντάμορφη πανέμορφης Νύχτας...
Λες και ήρθαν μόνες τους οι Μούσες οι Ιλισιάδες να μας ξυπνήσουν!
«Μούσα, μυούσα», έλεγαν ορθώς οι σοφοί μας.
Ξυπνήσαμε λοιπόν με μουσική, για να βρεθούμε περικυκλωμένοι από τις εννέα Μούσες. Και αυτό το ξύπνημα, μέσα σε μια ατμόσφαιρά ταυτόχρονα τόσο καλλιτεχνική και μυστηριακή, ήταν ο καλύτερος εξαγνισμός.
Εσύ, ο οποίος τόσο αγάπησες, φίλε, όλες τις Μούσες και ιδιαίτερα την Μουσική, αντιλαμβάνεσαι τον ενθουσιασμό μου. Ο Πυθαγόρας, δεν είχε άδικο όταν πίστευε ότι η ψυχή δεν υπακούει μονόν στο λογικό και στις επιστήμες, αλλά ότι έχει ανάγκη και από κάτι άλλο επί πλέον, το οποίο μαζί με την θέληση την πείθει, την πλάθει, την φροντίζει, για να καταστεί ικανή να ακολουθήσει τον δρόμο και τα διδάγματα της φιλοσοφίας. Αυτό το «άλλο» είναι η μουσική η οποία εξυψώνει και ησυχάζει την ψυχή μας, όπως η μελέτη και η επιστήμη πλάθει και τελειοποιεί την λογική μας.
Τότε κατάλαβα πόσο άδικο είχαμε, ή καλύτερα είχα, να δίνω μεγαλύτερη σημασία, σχεδόν αποκλειστική, στην ανάπτυξη της λογικής, να αφοσιώνομαι μόνο στην φιλοσοφία, και να παραμελώ την μουσική η οποία με τις αρμονίες και τους ρυθμούς της δημιουργεί μέσα μας μία θεία τάξιν, κατασιγάζει τις παραφορές και τις ορμές μας, μα και μας λυτρώνει από την ανανδρεία και την κατάπτωση.
ΡΑΜΣΗΣ: Καταλαβαίνω και συμμερίζομαι, Διαγόρα, τον ενθουσιασμό σου για την μουσική και την εξαγνιστική της δύναμη. Η χρησιμοποίησή της στα μυστήριά μας δεν είναι μικρότερη · και μόνη της η μουσική θα μπορούσε να μας αποκαλύψει την αρμονία του κόσμου. Πιστεύω δεν έχει άδικο ο ποιητής, όταν εκστατικός μπροστά στο μεγαλείο της δημιουργίας, αισθάνεται εντός του την κάθε κίνηση να μετατρέπεται σε αρμονία και «ακούει το μεγάλωμα της χλόης και το περπάτημα των άστρων».
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Σωστά! Δεν θα είμαι καθόλου υπερβολικός, αν ισχυριστώ ότι κανείς ψυχρός συλλογισμός δεν αποκάλυψε στην ψυχή μου τόσα πράγματα, όσα η μουσική εκείνης της αυγής.
ΡΑΜΣΗΣ: «Οι Μούσες προπορεύονται του λογικού».
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Κάτι επιπλέον ακόμη · κάθε κίνηση της ψυχής, αυτής της θείας ουσίας, δεσμεύεται, εδώ κάτω από το σώμα το οποίο ταράζει την αρμονία της · και μόνο η μουσική, με την θεία καταγωγή της, μπορεί να επαναφέρει τον άνθρωπο προς την θεία υπόστασή του. Για αυτό ακριβώς εμείς χρησιμοποιούμε τόσο πολύ την μουσική, ενωμένη με τις άλλες βεβαίως τέχνες, στα μυστήριά μας.
Έτσι λοιπόν θείες μελωδίες και θείοι χοροί μας ξύπνησαν από τον μυστηριακό μας ύπνο, για να βρεθούμε μπροστά σε ένα άλλο όνειρο · σε άλλες σφαίρες, έξω από την ζωή, ή καλύτερα μέσα στην ζωή την ίδια, που τόσα πράγματα μας εμποδίζουν να δούμε.
Mαγεμένοι ακολουθούσαμε όλοι τον χορό των Μουσών, που μας οδήγησε στο ολόλευκο εκείνο στάδιο, το γνωστό σου, νομίζω, για να παραστούμε, αυτήν την φορά, σε μία αληθινή θεατρική παράσταση, ή καλύτερα, να λάβουμε μέρος.
Εκεί περάσαμε όλη την ημέρα με αγωνίσματα σωματικά και πνευματικά. Είδαμε τα πιο όμορφα σώματα να χαράσσουν με τις κινήσεις τους τα αρμονικότερα ποιήματα πάνω στον στίβο, παρασυρθήκαμε όλοι μας στην μέθη του άηχου ρυθμού έως ότου σταδιακά η κίνησή μας έγινε τραγούδι · και έτσι χωρίς να νιώσουμε το πώς, υπνωτισμένοι από την γοητεία, που σκορπούν γύρω τους οι τρεις Πανέμορφες Αδελφές, Πολυμνία, Καλλιόπη, Τερψιχόρη, βυθιστήκαμε στους υπέργειους κόσμους της Ποιήσεως, της Μουσικής και του Χορού. Το στάδιο αντηχούσε ολόγυρά μας από τους λαμπρότερους στίχους, από τις θεϊκότερες μελωδίες, από τους ζωντανότερους ρυθμούς. Μετουσιωθέντες, ενθουσιασθέντες, παραδοθέντες σε γλυκιά έκσταση είδαμε τον ήλιο να γέρνει ο άρμα του κατά την δύση και τότε άρχισε η μυστηριακή τελετή η ίδια.
Αυτή η τελετή είχε ως βάση της τον μύθο του Διονύσου - Ζαγρέως, αλλά τον παρουσιάζει υπό κάποια παραλλαγή, πιθανώς για να μπορεί να καταστεί περισσότερο αντιληπτός στους μύστες, με νοητότερο τον συμβολισμό του, ώστε να αποτελέσει την εισαγωγή στα Μεγάλα Μυστήρια και τον συνδετικό κρίκο των τελευταίων αυτών, με τα Μικρά.
Άρχιζε ήδη να πέφτει το πρώτο σκοτάδι, όταν είδαμε στο κέντρο του στίβου μία ομάδα μυσταγωγών. Άνδρες και γυναίκες, θρηνούσαν τον Διόνυσο νεκρό, ξαπλωμένο στο κρεβάτι του θανάτου. Πένθιμα μοιρολόγια αντήχησαν, με συμβολικούς λόγους · θλιπτική και βαθιά μουσική ξεχύθηκε στον ήσυχο αέρα, η οποία εάν δεν έφερε τα δάκρυα στα μάτια μας, αλλά έστρεψε την ψυχή μας προς την αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου, και μας ''επανάμνησε'' (υπενθύμισε) τα πάθη του θεού.
Και εκεί που κάρφωσα τα μάτια μου στο πρόσωπο του ωραίου νέου, που λουλουδοστεφείς κειτόταν στο νεκροκρέβατό του, σταδιακά το παραμύθι αυτό του θεού του σπαραχθέντος έλαβε κάποιο βαθύτερο νόημα για εμένα · σκέφτηκα ότι αυτός ο Διόνυσος είναι η θεία ουσία, η ψυχή, η οποία κατασπαράσσεται σε χίλια δύο κομμάτια, και κατασκορπίζεται σε μυριάδες σώματα, για να ζωντανέψει την άψυχη ύλη · η ψυχή η οποία τυραννάτε από τους παρ-α-λόγους, τους απειθάρχους και βιαίους Τιτάνες των ανθρωπίνων παθών, έως ότου ο θεός, ο Μέγας - Ζευς, η πηγή του παντός, η αρμονία και ο νόμος, να τους χτυπήσει με την αστραπή του θείου πυρός του, ώστε να μπορέσει ο Απόλλων και η Αθηνά, το Κάλλος και η Σοφία, να αναστήσουν εκ νέου τον θεό, να επαναφέρουν την ψυχή προς την ουράνια σφαίρα, όπου εγεννήθη.
Κάποιο φως άρχισε τότε να ανατέλλει μέσα στο μυαλό μου. Πόσοι κόποι θα χρειάζονταν, για να καθαρθεί κάποιος από τις προλήψεις και τις απατηλές ιδέες του!... πόση σκέψη, με το βλέμμα βυθισμένο μέσα στο πάντα ανοιχτό μπροστά στα μάτια μας απέραντο βιβλίο της φύσης!... πόση προσπάθεια για να σχηματίσουμε νέες, σωστές, γεμάτες υγεία αντιλήψεις, να τις ζωντανέψουμε, να τις θεοποιήσουμε, να τις κάνουμε οδηγό μας!
Ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι, το οποίο μας είχε πλέον σκεπάσει, έρχονται μύστες βιαστικά με αναμμένες δάδες ανά χείρας, έρχονται σαν να μας είχαν αναζητήσει παντού και να μας βρήκαν τελικά εκεί. Στο δυνατό και τρέμον φως τους όλα, νομίζεις, χορεύουν τριγύρω · και τότε βλέπουμε ότι ο θεός δεν είναι νεκρός αλλά μόνο κοιμάται. Και να, που ξανανοίγει τα μάτια του!... Ακούμε τους ιεροφάντες να διαλαλούν το χαρμόσυνο άγγελμα. Ο θρήνος παύει και μια γλυκιά ανακούφιση, μια ανέκφραστη χαρά γεννιέται στις ψυχές μας. Ο ιεροφάντης σκύβει και με την βοήθεια άλλων δύο σηκώνει τον θεό και τον στήνει ολοζώντανο μπροστά μας. Ακολούθως, με μία συμβολική κίνηση του χεριού του, χρίζει τον λαιμό μας, για να μην περάσει ποτέ στο εξής από εκεί λόγος βέβηλος, και κράζει: «Iδού, ω μύστες, ο οδηγός μας. Θάρρος! Εφόσον ο θεός δεν πέθανε, ας ελπίζουμε ότι θα τελειώσουν τα βάσανά μας και ότι θα βρούμε τελικά την σωτηρία».
Mετά την υποβλητική τελετή αυτή, οι μυσταγωγοί μας οδήγησαν με τους πυρσούς τους σε πέντε πηγές μέσα στο δάσος και ήπιαμε νερό σε χάλκινα κύπελλα, για να καθαρθούμε και εσωτερικά, ώστε να μπορέσουμε να δοκιμάσουμε την μυστηριακή τροφή που μας προσέφεραν έπειτα πάνω σε τύμπανα. Και τότε σκέφτηκα τις πέντε διδασκαλίες του Πλάτωνα, Αριθμητική, Γεωμετρία, Στερεομετρία, Μουσική και Αστρονομία, οι οποίες αποτελούν τον απαραίτητο καθαρμό για να μπορέσει η ψυχή να φτάσει στην αληθή «τελετή», στην αληθή με άλλα λόγια τελειοποίηση, η οποία θα της προσφερθεί αργότερα με τα Μεγάλα Μυστήρια. Για αυτό από αυτούς τους τελευταίους καθαρμούς προέρχεται και η φράση αναγνώρισης των μυστών:
«Eκ τυμπάνου βέβρωκα, εκ κυμβάλου πέπωκα, γέγονα μυστικός».
[(σημ.: Από τύμπανο έφαγα, από τύμπανο ήπια, έγινα μυστικός/μύστης)]
Είμαι, δηλαδή, προετοιμασμένος να δεχτώ τις υψηλότερες διδασκαλίες και να δω την αλήθεια.
Έτσι, αδελφέ μου, τελειώνουν τα Μικρά Ελευσίνια και αναμένουμε -όλοι μας με αδημονία, παρακολουθώντας εν τω μεταξύ πολλές μυστηριακές διδασκαλίες- την εποχή που θα πατήσουμε τα ιερά της Ελευσίνας.
ΡΑΜΣΗΣ: Θαυμάζω, αλήθεια, με πόση λεπτότητα και με πόση φροντίδα προετοιμάζετε και εσείς το πνεύμα, προκειμένου να μπορέσει να δει αθάμπωτο την θεία λάμψη και να βρει τον δρόμο του, τον τραχύ τον δρόμο που οδηγεί στις φωτισμένες κορυφές. Με όλες τις τυπικές διαφορές που υπάρχουν βεβαίως μεταξύ των μυστηρίων της Ίσιδος και της Δήμητρος, η ουσία αναγνωρίζεται παντού, και ο αληθής μύστης δεν δυσκολεύεται να διακρίνει τα ίδια πράγματα κάτω από τον διάφανο συμβολικό πέπλο ο οποίος τα καλύπτει. Φαντάζομαι τώρα, ότι ακόμη μεγαλύτερη ομοιότητα θα εντοπίσω στα Μεγάλα Μυστήρια, που σίγουρα ανοίγουν τους κόσμους της μεταφυσικής και αίρουν την αυλαία του υπερκοσμίου θεάτρου, προκειμένου να καταστεί ο άνθρωπος να θαυμάσει το υπέροχο δράμα της ψυχής. Αλλά ας μην με παρασύρουν οι αναμνήσεις μου. Τώρα που ο Φοίβος οδηγεί ταχέως τα πύρινα άλογά του προς τα όρη της Δύσεως, νομίζω πως η ώρα μούνη (μόνη) αρχίζει να μας τυλίγει σε μυστήριο, και δεν θα μπορούσαμε να βρούμε ωραιότερη στιγμή, για την ψυχική μας επικοινωνία. So, σιωπώ και σε ακούω.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Παρήλθαν έξι μήνες καθαρμών και διδασκαλιών και η ψυχή μου είχε αρχίσει πλέον να αισθάνεται ότι ένας νέος κόσμος -ο δικός της κόσμος- επρόκειτο να μου ανοίξει τις πύλες του. Και όπως με την εαρινή ισημερία γιορτάσαμε την έλευση του θεού του φωτός, της πηγής της επίγειας ζωής, έτσι και η φθινοπωρινή ισημερία ήταν η καταλληλότερη στιγμή, για να γιορτάσουμε την απομάκρυνσή του με ακόμη πιο μεγάλες τελετές, και να αποπειραθούμε να εμβαθύνουμε στο της ζωής μυστήριο.
Όταν μάθαμε τα πρώτα βήματα που θα μας οδηγούσαν στο τελεστήριον της Ελευσίνος, ο ήλιος ήταν στον Κριό · έξι ολάκερους μήνες μας φώτιζε και μας θέρμαινε με τις ακτίνες του τις ευεργετικές, και τώρα που είχε φτάσει στον Ζυγό, ξεκινήσαμε για να κρούσουμε την πύλη του ναού των Μεγάλων Θεαινών της γης, προκειμένου να μας προστατεύσουν από τις σκοτεινές και ανόσιες επιρροές. Και ο θεός εκείνος, του οποίου την ανάσταση γιορτάσαμε στα Μικρά Μυστήρια, έγινε τότε αρχηγός μας, και ανέλαβε να οδηγήσει την πομπή των μυστών στα ιερά της Ελευσίνος, και να μεσολαβήσει για να μας δεχτούν στα ιερά τους η μεγάλη Μήτηρ του, η Δημήτηρ, και η αδελφή του η Περσεφόνη.
Τι συμβαίνει πριν από τις ιερές και απόκρυφες τελετές των μυστηρίων αυτών βεβαίως το γνωρίζεις, διότι παρακολούθησες και εσύ μαζί με όλο το πλήθος τις προπαρασκευαστικές αυτές γιορτές.
Θα θυμάσαι λοιπόν ότι η πομπή των εφήβων, στις 13 και 14 του Βοηδρομιώνος, φέρνει από Ελευσίνος επάνω σε βαριές ξύλινες άμαξες τα ιερά αντικείμενα, τα οποία βλέπουν μόνον οι μύστες, για να τα αφήσει στο Ελευσίνιον · γνωρίζεις, στον ναό που βρίσκεται από 'κει από την Ακρόπολη. Είδες ακολούθως τον αγυρμό των μυστών, περί τις 15 του Βοηδρομιώνος στην Ποικίλη Στοά, εκεί κοντά στο Ελευσίνιον · και ίσως άκουσες και τα λόγια του ιεροφάντου, που απομάκρυνε από το πλήθος των μυστών, τους βεβήλους:
«Kράζω σε εκείνους και το ξανακράζω και για τρίτη φορά τους φωνάζω,
από την χορεία να φύγουν των μυστών...»
Δεν γνωρίζεις όμως ότι όχι μόνο τους βεβήλους, αλλά και πολλούς εκ των μυστών των μικρών Μυστηρίων δεν τους δέχεται στα μεγάλα, εάν δεν επέδειξαν την πρέπουσα συμπεριφορά, την απαιτούμενη διάθεση, την απαραίτητη εγκράτεια και την ανάλογη μυστηριακή παιδεία. Είδες την άλλη μέρα, στις 16 του Βοηδρομιώνος, ότι όλοι οι μύστες, υπακούοντας στην φωνή του ιεροφάντη «άλαδε μύσται», έτρεχαν προς την θάλασσα, λες και έκαναν αγώνες δρόμου, σέρνοντας και τον χοίρο που θα θυσίαζαν · το απαίσιο αυτό ζώο για την Δήμητρα, διότι καταστρέφει τα δώρα της, αλλά το οποίο για τον μύστη συμβολίζει τον ξεπεσμένο άνθρωπο, στον οποίο αρέσει να κυλιέται στον βούρκο, τον άνθρωπο που πρέπει να θυσιαστεί, αφού πρώτα καθαρθεί στα νερά της θάλασσας, η οποία «κλύζει πάντα τανθρώπων κακά», και βγάλει κάθε σωματικό και ψυχικό του ρύπο, για να μπορέσει να παρουσιαστεί αγνός από κάθε πάθος στην τελική μύηση. Είδες, ακόμη, γιατί ως μύστης που είσαι δεν θα σου έχει τίποτε εξ αυτών διαφύγει, ότι όλοι οι μύστες, αφού προσφέρουν άνθη στον Διόνυσο, αναπαύονται στα σπίτια τους, στις 17 και 18 του Βοηδρομιώνος, νηστεύουν ή καλύτερα αποφεύγουν ορισμένες τροφές όπως πτηνά, για παράδειγμα, γιατι ο «αλέκτωρ» είναι αφιερωμένος στην Περσεφόνη, τον γαλέο, τα λιθρίνια, τα μελανούρια, τους κεφάλους, τα καβούρια, τα κουκιά, τα ρόδια, τα μήλα, τροφές που απαγορεύονται και καθ' όλην την διάρκεια των τελετών... - νηστεύουν δηλαδή συμβολικά, γιατί όλες αυτές οι απαγορεύσεις έχουν βέβαια την ιδιαίτερη ιστορία και σημασία τους - και προετοιμάζουν ό,τι τους χρειάζεται, για τον καιρό που θα ζήσουν εκεί κάτω σαν αποχωρισμένοι από τον άλλο κόσμο. Και τέλος είδες βέβαια -ίσως μάλιστα να έλαβες μέρος- πώς όλοι ξεκινούν για τους ιερούς τόπους με μεγάλη πομπή, στις 19 του Βοηδρομιώνος, τραγουδώντας τον Ίακχο τον αρχηγέτη, που οδηγεί από την Ιερά Οδό την μυστηριακή λιτανεία προς τον κάμπο της Ελευσίνος, όπου θα φθάσουν περί το βράδυ, με αναμμένους πυρσούς ανά χείρας.
Παρόλη την κόπωση των μυστών όλος ο τόπος αντηχεί γύρω από τους ύμνους:
«Ήρθες... στα χέρια σου κρατάς πυρσούς και τους τινάζεις, Ίακχε, ω! Ίακχε,
ολόλαμπρο νυχτερινής τελετουργίας άστρο, και αστράφτει από το πυρ σου ο λειμώνας...
Ίακχε πολυτίμητε, που εδώ έχεις τον ναό σου, Ίακχε, ω! Ίακχε, έλα στον κάμπο αυτό, να χορέψεις, έλα στους αγαπημένους σου πιστούς, και ο στέφανος της μυρτιάς
στην κεφαλή σου ας τρέμει πολύκαρπο και θαλερό, έλα και σύρε τον χορό,
απ' το ταχύ το πόδι να αντηχεί και να τραντάζει γύρω η Γη...
Έλα και σύρε τον χορό που οι μύστες σου χορεύουν -χορό όλο χάρη και χαρά-
με αγνή ψυχή και αγνή καρδιά. Ίακχε πολυτίμητε, που της γιορτής ταίριασες
το ολόγλυκο άσμα, οδήγησέ μας στην Θεά και δείξε ότι ακούραστος
μακριά διαβαίνεις οδό.
Ίακχε φιλοχορευτά, συντρόφευσέ μας.
Συντρόφευσέ μας, στης Θεάς να εισέλθουμε τα άγια μέρη, μέσα σε λειμώνες ανθόσπαρτους
να χορέψουμε μαζί με την Μοίρα την χρυσή...
Για εμάς μονάχα ο Ήλιος λάμπει, για εμάς σκορπίζει το ιλαρό του φως
για εμάς τους μυηθέντας, που είναι ο τρόπος μας γλυκύς
για ιδικούς και ξένους...»
ΡΑΜΣΗΣ: Θαυμάζω το μνημονικό σου, Διαγόρα!
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Σε κούρασα, φίλε μου... Μα και η δική μας κούραση δεν ήταν μικρότερη, μετά από τόση πορεία και από τόσους σταθμούς και τόσες θυσίες που κάναμε καθ' όλο το μήκος της Ιεράς Οδού. Διότι και πού δεν σταματά η πομπή!
Πρώτον σταματήσαμε στον ναό του ήρωος Φυτάλου, για να ευχαριστήσουμε την Δήμητρα, που του χάρισε, όπως γνωρίζεις, την συκιά, καθώς η Αθηνά μας προσέφερε άλλοτε την ελαία την τιμηθείσα, το δέντρο που είναι η μεγαλύτερη πηγή ζωής για την φτωχή Αττική μας. Ακολούθως διαβήκαμε την γέφυρα του Κηφισού, όπου μας περίμεναν οι τρομακτικές αυτές μορφές, για να μας φοβίσουν και να μας κοροϊδέψουν...
ΡΑΜΣΗΣ: Αλήθεια, λέγονται τόσα για τον συμβολισμό αυτών των προσωπείων · θα μπορούσες να μου τον εξηγήσεις;
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Για εμένα ο Κηφισός συμβολίζει τον ποταμό ο οποίος βρίσκεται στην είσοδο του Άδου, και τα προσωπεία που στέκουν εκεί κοντά στην γέφυρα είναι τα τέρατα εκείνα και τα απαίσια φαντάσματα, τα οποία τοποθετούμε όλοι στην σκοτεινή κατοικία των νεκρών. Για εκείνον όμως που μυήθηκε, οι τρομερές μορφές αυτές, αυτά τα σκιάχτρα του Άδου, είναι μόνον προσωπεία και ουδέν έτερον, πλάσματα της φαντασίας των ανθρώπων, που δεν θα έπρεπε καθόλου να μας τρομάζουν, αλλά να μας διασκεδάζουν, όπως ακριβώς το κάνουν με τα αστεία τους, με τους γεφυρισμούς τους. Από την γέφυρα λοιπόν αυτήν διέρχονται οι μύστες, θα έλεγα, μέσα στα βασίλεια του Άδου · και το αντιλαμβάνονται αργότερα, όταν η μύησις λήξει.
ΡΑΜΣΗΣ: Ναι, βεβαίως... Παρακολουθώ καθαρά την σκέψη σου: Η του Άδου Πύλη...
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Aς εξακολουθήσουμε ωστόσο τον δρόμο μας · ας φτάσουμε στον όμορφο ναό του Δελφινίου Απόλλωνος, ας περάσουμε την μαγευτική πευκόφυτη χαράδρα, ανάμεσα στις δροσερές πλαγιές του Αιγάλεω, και ας αντικρύσουμε το υπέροχο θέαμα της ιερής θάλασσας, που αστράφτει στα φιλιά του ξανθού Φοίβου και τυφλώνει τα μάτια μας · ας κατέλθουμε αργά στην παραλία μέσα από τους ήσυχους και μυρωμένους ίσκιους, και ας περάσουμε τις λίμνες των Ρειτών με τα αλμυρά τρεχούμενα ύδατα τους, για να πατήσουμε τους ιερούς τόπους της Ελευσίνος, και να αγναντέψουμε στο τελευταίο φως της ημέρας, που θα αργοσβήνει, τα κατάλευκα ιερά των Μεγάλων Θεαινών, να αστραποβολούν απέναντί μας, κατοπτριζόμενα μέσα στα τρίσβαθα, μουντά νερά του ακύμαντου βουνοστεφανωμένου κόλπου. Σε αυτήν την θέα κάποιο ρίγος ιερό πλημμυρίζει την ψυχή μας.
Τότε δέσαμε με κροκόχρωμες ταινίες το δεξί μας χέρι και το αριστερό μας πόδι, και πεζοί διήλθαμε τις μικρές γέφυρες των Ρειτών [(σημείωση: σημερινή "Λίμνη Κουμουνδούρου" Σκαραμαγκά)], αφήνοντας τις άμαξες και τα ζώα με τις αποσκευές μας να κάνουν τον γύρο των λιμνών και να φτάσουν αργότερα μόνα.
Έτσι η πομπή σαν να άρχισε να παίρνει στο σύνολό της κάποια αδιόρατη συμβολική σημασία · γινόταν το ταξίδι της ψυχής, της ψυχής η οποία όσο πορεύεται στην γη σέρνει μαζί της όλα τα γήινα αγαθά, όμως όταν πλέον εισέρχεται στις χώρες του επέκεινα, αφήνει πίσω της όλον τον μάταιο υλικό πλούτο, και προχωρά μόνη της, πεζή, με τις δικές της δυνάμεις, χωρίς άλλη βοήθεια, χωρίς να την φέρνει μία άμαξα, με μόνον οδηγό της το λαμπρόφωτο άστρο του Ιάκχου, και με μόνους παραστάτες της τα αντικείμενα τα ιερά, για να της δίνουν θάρρος, τα οποία ακόμη δεν αντίκρυσε, μα τα αισθάνεται να περπατούν μαζί της.
Αφήσαμε λοιπόν πίσω μας τις τρομακτικές μορφές της γέφυρας του Κηφισού και τον βόρβορο της λίμνης των Ρειτών, και πήραμε με αναμμένους πυρσούς, τον δρόμο της Ελευσίνος, ώσπου να φτάσουμε στο τέλος, μέσα στο βαθύ σκότος, στο Καλλίχορον Φρέαρ, και να ψάλουμε, και να χορέψουμε γύρω από αυτό, όπως οι παρθένες αυτές, οι οποίες είχαν σχηματίσει τον πρώτο χορό προς τιμήν της Θεάς.
Την επομένη ημέρα, στις 20 του Βοηδρομιώνος, αφού οι μύστες κατάκοποι κοιμηθούν στην ύπαιθρο, έπειτα από μία νέα πρόρρηση του ιεροφάντη, που διαγράφει σε Επόπτες και Μύστες τα καθήκοντά τους και τους παραγγέλνει απόλυτη σιωπή σε όλες τις τελετές και δοκιμασίες, γίνεται, όπως γνωρίζεις, η «έλασις». Και όταν οι βέβηλοι απομακρυνθούν, τότε οι μύστες οδηγημένοι από τους μυσταγωγούς εισέρχονται στα προπύλαια του ιερού χώρου, και εκεί, για να προφυλαχτούμε από την ανίερη παρουσία οποιουδήποτε περίεργου, υφιστάμεθα αληθινή εξέταση, ώστε να αποδειχθεί χωρίς αμφιβολία ότι έχουμε όλοι μυηθεί τουλάχιστον στα Μικρά Μυστήρια. Και, τέλος, όταν απαντήσουμε κανονικά σε όλες τις ερωτήσεις, και επαναλάβουμε τις μυστικές αυτές φράσεις οι οποίες μας χρησιμεύουν ως σύνθημα αναγνώρισης και διάβασης, προχωρούμε πλέον στον ιερό περίβολο, και αρχίζει η μύησή μας στα Μεγάλα Μυστήρια.
Αφού περάσουμε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας κάτω από τις στοές των ελευσινίων ιερών, ακούγοντας τις υποβλητικές και πολλάκις ακατάληπτες ομιλίες των μυσταγωγών μας, ομιλίες τις οποίες διέκοπταν μακρές ώρες σιγής και αυτοσυγκέντρωσης, όταν ο ήλιος άρχισε να δύει και μακραίνουν οι ίσκιοι μας στην γη, μας οδήγησαν από οδούς μυστικούς, στο βάθος του ιερού άλσους, που εκτός από τις ιέρειες και τους μύστες άλλος ποτέ δεν πάτησε θνητός.
Σε λίγο φτάσαμε σε μία απαλή πτυχή της πλαγιάς του λόφου, όπου σχηματιζόταν ένα γυμνό από δέντρα πλάτωμα στρωμένο από καταπράσινο χόρτο · απέναντί μας αντικρίσαμε ένα μικρό και ολόλευκο ναό, επάνω σε ένα ελαφρύ ύψωμα από βράχια, τριγυρισμένο όπως και ολόκληρος ο χώρος στον οποίο σταθήκαμε, από πυκνά φουντωτά πεύκα και μαυροπράσινα λεπτά και όμορφά κυπαρίσσια. Ενώ κρατήσαμε τα βήματά μας, ως μαγεμένοι από την απλή ομορφιά αυτής της τοποθεσίας και θαυμάζαμε αμίλητοι, χωρίς ούτε των πεύκων ο ψίθυρος να ταράξει την μυστηριακή σιγή, παρθένες κρινόχερες με ολόλευκα πέπλα εξήλθαν από τον ναό, και μία γλυκιά αρμονία από αγγελικές φωνές έκανε τις κορυφές των δέντρων να αναστενάξουν:
«Ω! εσείς, οι οποίοι το θείο φως ποθήσατε, στης Περσεφόνης είστε το κατώφλι ·
για εσάς οι κόσμοι αλλάζουν την όψη τους, σπάει το θαμπό που τους σκεπάζει κάλυμμα.
Τα απατηλά χαράς ή λύπης όνειρα, που τον αχνό της ζωής πέπλο υφαίνουν,
μέσα στου ύπνου τα σκοτάδια αργοσβήνονται, και γύρω τα άδεια Τάρταρα απομένουν.
Μα όποιος ξυπνήσει από τον βαθύ του ύπνο, πέρα από τα σκότη φως αιώνιο βλέπει...
Και η Περσεφόνη τείνει το χέρι της, και η Δήμητρα την νέα ζωή του σκεπάζει».
Όταν ξεψύχησε η γοητεία του τραγουδιού μέσα στην σιγή των φυλλωμάτων, και η σιωπή του ήσυχου απόβραδου ξαναβασίλεψε γύρω και εντός στην ψυχή μας, τότε οι μυσταγωγοί μας ξεκίνησαν, και τους ακολουθήσαμε σαν υπνωτισμένοι, για να περάσουμε από την άλλη πλευρά του ναού, όπου ένας παρόμοιος λειμώνας στενόμακρος απλωνόταν, ελαφρώς κατηφορικός, φραγμένος στο βάθος του από μία απότομη βραχοπλαγιά του λόφου. Μέσα στα βράχια αυτής της πλαγιάς ανοιγόταν ένα μεγάλο σπήλαιο. Τα πολυτρίχια και οι κισσοί στόλιζαν την είσοδό του. Τα κυπαρίσσια, τα δέντρα, τα πεύκα, δημιουργούσαν γύρω μας αδιαπέραστο φράχτη. Καθίσαμε στο δροσερό χορτάρι.
Μέσα στο σκοτάδι του σπηλαίου, σαν φωτισμένη από ένα παράξενο φως και πλήρης μυστηρίου, διακρινόταν κάποια μορφή ουράνια, η Περσεφόνη καθισμένη στο θρόνο της. Πεντάμορφη παρθένα γυμνή έως τη μέση, άφηνε την αγνή ομορφιά του κορμιού της να υψώνεται σαν άϋλη μέσα από τις ανάλαφρες πτυχές του πέπλου της, το οποίο σαν ακίνητος ατμός της έζωνε την μέση. Με πολύχρωμες κλωστές κεντούσε έναν πλατύ μανδύα, ο οποίος από τα γόνατά της κυλούσε κάτω · η μητέρα της η Δήμητρα στεκόταν όρθια κοντά της, διπλωμένη στον πολύπτυχο μακρύ χιτώνα της, με το σκήπτρο στο χέρι της και με τον κάλαθο στο κεφάλι της. Δεν είχαμε συνέλθει ακόμη από την καταπληκτική ομορφιά εκείνου του θεάματος, όταν η μελωδική και σοβαρή φωνή της Μεγάλης Θεάς σκόρπισε ένα ρίγος σε όλους.
«Κόρη μου», της είπε -με στίχους λόγους και με μουσική φωνή!- «κόρη μου, πρόσεξε μην καταστρέψεις την ευτυχία σου την ουρανία. Εδώ να υφαίνεις τον μανδύα σου τον αθάνατο, να παίζεις με τις συντρόφους σου τις Νεράιδες... Καλύτερα ποτέ σου να μην βγεις από το σπήλαιο, και ποτέ μην θελήσεις να κόψεις τα άνθη της Γης · το συνταρακτικό και ολέθριο άρωμά τους θα γινόταν αίτιο να χάσεις το φως του ουρανού το φως και την ανάμνησή του ακόμη». Έτσι της μίλησε η Δήμητρα, και ευθύς εχάθη. Και από το δάσος βγήκαν οι Νεράιδες, και με τραγούδια και χορούς την Περσεφόνη καλούσαν, να βγει να παίξουν στον λειμώνα. Εκείνη τότε αργά ανασηκώθηκε, ανέβασε τον πέπλο της στους ώμους, και ξεκίνησε να πάει σκεπτική, λες και η φωνή της μητέρας της να ηχούσε ακόμη μέσα στα αυτιά της λέγοντάς της «μην ποθήσεις την γήινη ζωή, γιατι η δυστυχία σε περιμένει».
Ωστόσο οι Νεράιδες χόρευαν, έκοβαν άνθη, έπλεκαν στεφάνια, τραγουδούσαν. Η Περσεφόνη μπήκε στον χορό τους. Σε λίγο την βλέπουμε να σταματάει σαν ξαφνιασμένη και να κοιτάζει κάτω. Τι θαύμα ήταν εκείνο το οποίο άνθιζε μπροστά στα πόδια της! Βρωτοί και αθάνατοι μπορούσαν να θαυμάσουν αυτόν τον Νάρκισσο με τα εκατό άνθη, που μύρωνε όλη την γη και τον θόλο του ουρανού επάνω και το αλμυρό βάραθρο της θάλασσας με το γλυκό του άρωμα. Γύρω οι Νεράιδες στέκονταν και αυτές σαστισμένες.
Όμως η Περσεφόνη, σε μία στιγμή λες και την νίκησε ο μεγάλος πόθος, σκύβει και κόβει το λαμπερό άνθος. Τότε, δεν γνωρίζω πώς, ανοίγει η Γη μπροστά της, και από το χάος ξεπετάγεται, επάνω σε άρμα, ο Πλούτων, ο θεός του Άδη. Πριν προλάβει εκείνη να συνέλθει, την ανεβάζει στο λαμπρό του άρμα, και ενώ οι Νεράιδες τρομαγμένες σκορπούν εδώ και εκεί, στην σπηλιά, στο δάσος, χάνεται εκείνος μέσα στο μαύρο χάος, και ανάμεσα από τον κρότο μίας βροντής, που έσβηνε, λες, μέσα στης γης τα σωθικά, ακούγαμε για λίγο την θλιβερή φωνή της Περσεφόνης σπαρακτικά να φωνάζει: «Mητέρα μου! Μητέρα, λύτρωσέ με!».
Το σκοτάδι της νύχτας μας είχε σκεπάσει πλέον · δεν ακουγόταν τίποτα από τους μύστες. Μόνο οι Νεράιδες γονατισμένες γύρω, στο χλωρό χορτάρι, σαν λευκά φαντάσματα, θρηνούσαν και καλούσαν την Περσεφόνη. Τότε οι μυσταγωγοί μας έκαναν νόημα να σηκωθούμε · και όπως στρίψαμε για να μπούμε στον δρόμο προς τον ναό, ιδού και οι ιέρειες, με αναμμένους πυρσούς, πρόβαλαν σαν ανήσυχες να δουν · και όπως στάθηκαν ακίνητες ανάμεσα στα μαύρα κυπαρίσσια, μας φώτιζαν τον δρόμο πένθιμα.
Αμίλητοι επιστρέφαμε προς τα ιερά, και συνεχώς σκεπτόμουν, ποια βαθύτερη έννοια να είχε η μιμική αυτή αναπαράσταση ενός μέρους, του γνωστού σου βεβαίως, μύθου. Προσπαθούσα να επαναφέρω στο νου μου τους στίχους του ομηρικού ύμνου στην Δήμητρα, αποπειρώμενος να βρω στα λόγια τους κάποια κρυφή σημασία. Μάταια κουραζόμουν!
Μόνο οι λόγοι κάποιου σοφού, που ποιος ξέρει πότε τους είχα ακούσει, επέστρεφαν ασυνάρτητα στην μνήμη μου: «Κάποτε βιώσατε ζωή αληθινή... έπειτα κάτι σας μάγεψε, κάτι σας τράβηξε, και πέσατε στης γης το μαύρο βάραθρο, και υποδουλωθήκατε στο σώμα... Όνειρο είναι η ζωή που τώρα ζείτε... Μόνο το παρελθόν, μόνο το μέλλον υπάρχουν πραγματικά... Γυμνάστε την μνήμη σας, να θυμηθεί... γυμνάστε τον νου σας, να προβλέψει...»
Με τέτοιες σκέψεις ξαναβηματίσαμε στον ιερό περίβολο, όπου μας περίμεναν άλλες παρόμοιες μιμικές και μουσικές παραστάσεις και απαγγελίες · τέλος, χωρίς ούτε και εγώ να καταλάβω πώς, βρέθηκα μόνος με τον μυσταγωγό μου σε έναν κλειστό μισοσκότεινο χώρο που έμοιαζε με άδυτο ναού. Κρεμασμένες στους τοίχους ήταν πινακίδες με διάφορες επιγραφές. Κάτω ήταν απλωμένο ένα δέρμα ζώου. Σε έναν μικρό βωμό καιγόταν ένα άρωμα, και οι ελαφροί γαλάζιοι καπνοί του ανέρχονταν σε αργούς κύκλους προς την στέγη. Δίπλα στον βωμό, υπήρχε επάνω σε έναν τρίποδα ένα δοχείο γεμάτο με ένα υγρό.
«Επιμένεις πάντοτε, ακόμη να υποστείς τις δοκιμασίες;» με ρώτησε ο μυσταγωγός μου.
Παραξενεύτηκα από την ερώτησή του και απάντησα «Βεβαίως».
Τότε, με όρκισε εκ νέου, και μου έδωσε να καταλάβω καλά, οτι η ζωή μου κινδυνεύει εάν κάποτε αποκαλύψω σε βεβήλους τα μυστικά των μυστηρίων · ακολούθως μου είπε:
«Bρίσκεσαι στην πύλη του Άδη, μπροστά στην υπόγεια κατοικία της Περσεφόνης. Για να νιώσεις την μέλλουσα ζωή πρέπει να περάσεις το βασίλειο του θανάτου. Αυτή είναι η δοκιμασία που θα υποστείς. Εάν δεν έχεις το θάρρος να αντιμετωπίσεις το σκότος, δεν θα μπορέσεις να αντικρύσεις το φως. Σε αφήνω να σκεφτείς λίγο ακόμη, είναι πάντοτε στιγμή να υποχωρήσεις. Εάν επιμένεις, πιές από εκείνο το κύπελλο · σε λίγο, η οδός θα ανοιχτεί μπροστά σου».
Έτσι μίλησε και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του · και έμεινα μόνος στο μισοσκόταδο και την σιγή.
«H Πύλη του Άδου... Το βασίλειο του Θανάτου...» σκέφτηκα στη μοναξιά μου. Η ατμόσφαιρα είχε θαμπώσει περισσότερο γύρω μου, απο τους καπνούς των αρωμάτων. Τότε άρχισα να αισθάνομαι κάποια κούραση · δεν μπορώ να πω οτι ήταν δειλία. «Προς τι όλα αυτά;» σκέφτηκα για μια στιγμή. «Μήπως ουδέν έτερον είναι απο μια απλή απάτη, για να θαμπώνουν το μυαλό του απλοϊκού; Είναι τάχα τόσο ανίσχυρο το πνεύμα του ανθρώπου να συλλάβει την Αλήθεια, ώστε χρειάζεται όλη αυτή η σκηνοθεσία;» Mε αυτές τις σκέψεις, σίγουρα θα υποχωρούσα, αν δεν με συγκρατούσε η ιδέα οτι θα με θεωρούσαν δειλό, άνθρωπο που δεν είχε το σθένος να αντιμετωπίσει μερικές ταλαιπωρίες, μερικές περιπέτειες που αποτελούσαν τις συμβολικές δοκιμασίες. Άλλωστε ποιος βεβαιώνει οτι η αλήθεια μπορεί πάντοτε να αποδειχθεί μέσω της ψυχρής λογικής; Ίσως μάλιστα τις περισσότερες φορές να είναι αρκετή απλή διαίσθηση και τίποτε άλλο [(δεύτερη γραφή: ''η Αλήθεια να είναι απλή διαίσθηση και τίποτε άλλο''.)] Ένας κόσμος εντελώς φανταστικός, που παρουσιάζεται στα μάτια μας ως όραμα μέσα σε ομίχλη, όραμα που δεν επιδέχεται ερμηνεία.
Θυμήθηκα τότε το κύπελλο · το πήρα και ήπια ένα ποτό γλυκόπικρο... και κάθισα αποφασισμένος υπομονετικά να περιμένω.
Eκείνο το άρωμα σχεδόν με είχε μεθύσει · δεν έβλεπα καλά μέσα στους καπνούς. Η σκέψη με είχε εγκαταλείψει. Κοίταζα μπροστά μου αφηρημένος, με κάποια ανυπομονησία, σχεδόν ανησυχία μέσα στην ψυχή μου. Αισθανόμουν οτι την στιγμή εκείνη αντιμετώπιζα τις σοβαρότερες δοκιμασίες και κάποιο αόριστο συναίσθημα γεννιόταν εντός μου: «καλύτερα να είχαν τελειώσει».
Ξαφνικά, τα μάτια μου διέκριναν μέσα στο μισοσκόταδο μπροστά μου, την αχνή μορφή μιας ωραίας γυναίκας. «Από πού να μπήκε»; Γλυκό χαμόγελο άνθιζε στα χείλη της · πρόκληση, τάχα, ή περίγελος για την κατάστασή μου; «Α! Θα είναι ιέρεια», σκέφτηκα, και σηκώθηκα για να την ακολουθήσω. «Πόσο όμορφη είναι η ιέρεια!» Είπα εντός μου. Πριν όμως κάνω ένα βήμα, η οπτασία αυτή άλλαξε μορφή. Ενώ άπλωνα το χέρι μου, για να της δείξω οτι ήμουν έτοιμος να πάω μαζί της, την είδα ξαφνικά να αλλάζει σχήμα, και ένα τεράστιο φίδι έκλεισε γύρω μου τον αποκρουστικό κύκλο του.
Έντρομος έριξα το βλέμμα γύρω μου · χίλιες παράξενες μορφές, τέρατα, ζώα φανταστικά χόρευαν, σέρνονταν, πετούσαν, μπλεγμένα μεταξύ τους. Νεράιδες με γυμνά κορμιά που κυμάτιζαν προκλητικά, μεταμορφώνονταν σε βατράχια · έφηβοι ωραίοι περνούσαν με κεφάλια γουρουνιών · άλογα ως φτιαγμένα από φως περνούσαν ξαφνικά, που είχαν στην ράχη τους καθισμένα ή όρθια μικρά παιδιά ενδεδυμένα χρυσό ή ολόγυμνα, με τεντωμένα τόξα · τέρατα πότε ωραία άλλοτε αποτρόπαια, έσφιγγαν όλο και περισσότερο γύρω μου τον φοβερό χορό τους.
Κάποια στιγμή σκέφτηκα να ορμίσω προς την πόρτα, και να ελευθερωθώ απο εκείνο τον εφιάλτη. Αλλά δεν μετακινήθηκα από την θέση μου. «Παραισθήσεις», είπα εντός μου, για να πάρω θάρρος.
«Η Φύση είναι παντού γεμάτη Δαίμονες», λένε οι φιλόσοφοι · Δαίμονες των Στοιχείων, τους καλεί ο Πλάτων, στοιχειά χωρίς ψυχή και χωρίς πνεύμα, πλασμένα από τα πάθη τα δικά μας... Κόσμοι φανταστικοί, τους οποίους μόνο η θέλησή μας μπορεί να νικήσει.
Μα, η κούραση μου, νικούσε εμένα. Δεν είχα πλέον την δύναμη να στέκομαι και να βλέπω. Κάθισα, έπεσα με το πρόσωπο στην γη, αποφεύγοντας το απαίσιο θέαμά τους.
Τότε ένιωσα το έδαφος να φεύγει κάτω απο το σώμα μου και να πέφτω μέσα στο σκότος, ενώ τράνταζε τον αέρα ένας κρότος που έμοιαζε με χάλκινης χύτρας και βροντούσε σαν κεραυνός μέσα σε εκείνα τα υπόγεια σπήλαια. Προσπαθούσα να ενθαρρύνω εαυτόν, μα η συγκέντρωση σκέψης ήτο πλέον ανέφικτος.
Κατρακυλούσα, βυθιζόμουν μέσα στα έγκατα της γης, όταν ξαφνικά ένα χέρι με συγκράτησε και με σήκωσε, και μία φωνή, εκείνη του μυσταγωγού μου, ψιθύρισε στα αυτιά μου:
«Βγάλε τα ρούχα σου. Εδώ οι μύστες πρέπει να παραμένουν γυμνοί».
Απενδύθηκα μηχανικά, αφήνοντας τον χιτώνα και την χλαίνη μου να πέσουν κάτω.
Τότε ξανακούστηκε η φωνή του μυσταγωγού μου:
«Όταν αφήνεις την κατοικία σου, μην στρέφεις πίσω, αλλιώς οι Ερινύες, αι λειτουργοί της Θείας Δικαιοσύνης, θα έρθουν κυνηγώντας σε» ·
και με ώθησε προς τα εμπρός, μέσα στο σκότος. Αργότερα κατάλαβα αυτά τα λόγια · θυμήθηκα τις θεωρίες του Πυθαγόρου και των οπαδών του. Η κατοικία είναι το σώμα του ανθρώπου · όταν η ψυχή το εγκαταλείπει, δεν πρέπει να αισθανθεί καμμία θλίψη για αυτό, αλλιώς οι Ερινύες, τα ανθρώπινα πάθη που μας κυνηγούν παντού, θα την ρίξουν πάλι μέσα στο σώμα...
Πριν κάνω ένα - δύο βήματα, γλιστρώντας κυλίστηκα στην λάσπη. Βαθιά αηδία γέμισε την ψυχή μου. Παράδοξες μορφές, ανακατεύονταν μέσα σε εκείνο τον βούρκο, σαν τις ψυχές των κολασμένων που ουδέποτε θα λυτρωθούν.
Συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις που μου απομένουν ακόμη, προκειμένου να ξεφύγω απο εκείνη την φρίκη. Αντιλαμβάνομαι να με βοηθούν, να με σηκώνουν και αφήνομαι σχεδόν λιπόθυμος στα χέρια που με σέρνουν και με βυθίζουν σε πεντακάθαρο νερό, για να με καθαρίσουν απο την βρωμιά του βούρκου. Έπειτα με σπρώχνουν βιαίως σε έναν στενό διάδρομο, και ακούω έναν κρότο βαρύ πίσω μου, όμοιο με κλείδωμα σιδερένιας πόρτας.
Προχωρώ, ή μάλλον, κατρακυλώ, σε έναν κατήφορο και βρίσκομαι σε ένα σπήλαιο, μία άβυσσο πλήρη φλογών. Άλλες ανέρχονταν από την γη, άλλες χόρευαν στον αέρα σαν γλώσσες, ή σκορπίζονταν χωρίς σχήμα, με ένα τρίξιμο παρόμοιο με φωνές. Φώτα χλωμά ξαφνικά φεγγοβολούσαν όμοια αστραπών και με τύφλωναν, ενώ άλλα τυλίγονταν και κυλούσαν τριγύρω με κεραύνιο βρόντο.
Στάθηκα για λίγο χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Πίσω με περίμενε ο βούρκος και οι Ερινύες, μπροστά έβραζαν τα αναμμένα τάρταρα. Ένιωσα και πάλι μία δειλία · μα αμέσως την νίκησα με υπερανθρώπινη προσπάθεια και πήγα σε ένα μέρος το οποίο φαινόταν σκοτεινό. Έπειτα απο λίγα βήματα, είδα οτι βρισκόμουν σε έναν στενό διάδρομο, φωτισμένο πένθιμα απο τις φωτιές που είχα περάσει. Όλα χόρευαν γύρω μου, και μέσα απο το χλωρό φως διέκρινα σκληρές μορφές, δεξιά και αριστερά πλαγίως, βουβές να τεντώνουν τα σπαθιά που κρατούσαν στα χέρια τους προς το αθωράκιστο στήθος μου.
Μα την ίδια στιγμή, διέκρινα μια λευκή μορφή στο βάθος του διαδρόμου, και προχώρησα με περισσότερο θάρρος. Ήταν ιέρεια, που με περίμενε με πρόσωπο γεμάτο αυστηρή καλοσύνη. Πλησίασα και αμέσως την άκουσα να λέει με αργή και σοβαρή φωνή:
«Oι Υπέρτατοι Κριτές σε αναμένουν. Γυμνή η ψυχή εμφανίζεται μπροστά τους μέσα στο Λειβάδι · εκεί στο Σταυροδρόμι απο όπου ξεκινούν οι δύο δρόμοι, ο ένας για την χώρα των Μακάρων και ο άλλος για τα μαύρα τάρταρα. Τον μεν έναν ακολουθούν οι ψυχές που λυτρώθηκαν απο τα πάθη, και έτσι μπορούν να αναγεννηθούν μέσα στην Σφαίρα του Φωτός, τον δε άλλον οι ψυχές που ποτέ δεν θα εξέλθουν απο τον Άδη, οι ψυχές που θα παραμείνουν πάντα σκλάβες της ύλης, καθώς και εκείνες οι οποίες μπορούν να θεραπευθούν, και με τον καιρό να ανέβουν προς το Φως».
Τότε προχώρησα, και σε λίγο βρέθηκα μέσα σε έναν χώρο στρογγυλό, φωτισμένο από πυρσούς τους οποίους κρατούσαν ιέρειες της Δήμητρας. Και είδα γύρω και άλλους Μύστες, να στέκουν αναμένοντας την τύχη τους · και στο μέσον, έκριναν ο Αιακός, ο Ραδάμανθυς και ο Μίνωας.
Μπροστά μας εκτυλίχθηκε μία σύντομη συμβολική παράσταση · πώς καθένας κρίνεται σύμφωνα με την επίγεια ζωή του. Τότε αίφνης ήρθαν στο μυαλό μου οι λόγοι του Πλάτωνος στον «Φαίδωνα», περί της κρίσεως των Ψυχών · μόλις τώρα είχα ανακαλύψει την σημασία τους και την μυστική πηγή της έμπνευσής τους · είναι περίπου οι λόγοι της ιέρειας που είχα ακούσει προ ολίγου.
Και πάλι προχωρήσαμε προς έναν στενό διάδρομο. Μα πριν βυθιστούμε στο σκοτάδι του, η ιέρεια μου έδωσε ενα πλατύ κύπελλο και με προέτρεψε να πιώ. Ήταν το Ύδωρ της Λήθης, αυτό που θα έκανε την Ψυχή μου να λησμονήσει την σωματική ζωή, και έτσι να αποφύγει τον θάνατο · γιατι αντιλαμβάνεσαι πλέον οτι θάνατος είναι για τον μύστη η ζωή, και ο κοινός θάνατος, ανάσταση της ψυχής, έτσι όπως το σκέπτεται και ο Ευριπίδης ·
«Ποιος γνωρίζει, εάν η ζωή δεν είναι θάνατος, και ο θάνατος ζωή;»
Μα οι τιμωρίες που υφίστανται οι Ψυχές, και το πέρασμά τους απο τον Άδη αποτελεί ταυτόχρονα και τον τελειωτικό καθαρμό τους, ώστε να μπορέσουν να ανέλθουν προς το Φως. Έπρεπε λοιπόν να εξακολουθήσουμε τον δρόμο μας, γιατί έως εδώ δεν είχαμε διαβεί παρά μόνον τους του θανάτου τρόμους. Γι' αυτό, όταν ήπια το Ύδωρ της Λήθης, άκουσα πάλι την ιέρεια να μου λέει: «Tώρα θα διαβείς τα κατασκότεινα δάση του Πλούτωνος. Μέσα στα βάθη τους θα βρεις ένα τεράστιο Δέντρο με Χρυσεους Κλώνους. Θα κόψεις έναν και θα προχωρήσεις. Χωρίς αυτόν ούτε στα Τάρταρα μπορείς να φτάσεις ούτε να ξαναδείς το Φως».
Νέες περιπλανήσεις αρχίζουν τότε, για να βρεθεί μέσα στο σκότος το συμβολικό Δέντρο με το Χρυσό του το Κλαδί. Αντηχούν γύρω γύρω κρότοι πνιχτοί, αναδεύονται, λες, τα του Άδου τέρατα μέσα στην νύχτα · ακούγονται στεναγμοί παράδοξοι, μα το βλέμμα αδυνατεί να διαπεράσει τα πυκνά πέπλα που τα μάτια καλύπτουν.
«Που άραγε να περιφερόμαστε μέσα σε αυτόν τον υπόγειο λαβύρινθο», σκέφτηκα ενώ προχωρούσα. Ίσως να βρισκόμαστε κάτω απο τον λόφο, προς τα δυτικά του ναού... Τα πόδια μου μπλέκονταν σε κλαδιά που βρίσκονταν στο έδαφος · σκόνταφτα πάνω σε κορμούς μεγάλων δέντρων · πλέον προχωρούσα ψηλαφώντας.
Πού πήγαινα; «Ψάχνετε μέσα στο σκοτάδι», έλεγα εντός μου, «για να βρείτε το φως». Πλέον έτρεμα από την κούραση και από την αγωνία. Τελικά χλωμές ανταύγειες χάραξαν μπροστά μου λες ανάμεσα από κορμούς δέντρων.
Διπλασίασα τις δυνάμεις μου και έφτασα σε ένα κυκλικό μεγάλο άνοιγμα, φωτισμένο πένθιμα από τρεμοσβήνοντες πυρσούς που έφεγγαν χλωμά.
Και τότε είδα στην μέση ένα μεγάλο δέντρο, και επάνω στα κλαδιά του τεράτων πλήθος, χίμαιρες και σφίγγες, γλαύκες και γοργόνες, άρπυιες και νυχτερίδες -οι εικόνες όλων των γήινων κακών, όλοι οι κακοδαίμονες που βασανίζουν τον άνθρωπο-, έτοιμα να κατασπαράξουν το θύμα τους. Όρμησα πάραυτα και έκοψα έναν κλώνο.
Μα, ενώ γύριζα να φύγω, είδα μπροστά μου ένα άλλο θέαμα, που νομίζω ότι μόνο από εκείνο το σημείο μπορούσε να το δει ο Μύστης · μέσα στο ωχρομέλλανο φως, την τρομερή του Αϊδωνέως μορφή, που αγέλαστος καθόταν στον Θρόνο του, και δίπλα του χλωμή την Περσεφόνη, τώρα με πρόσωπο θλιμμένο, οτι είχε πια την πίκρα της ζωής γνωρίσει, και είχε κατέλθει από τις Σφαίρες τις Ουράνιες.
Ήταν εκείνη η ίδια ιεροφάντις που είχε υποδυθεί το πρόσωπο της θεάς, πριν την αρπάξει ο Πλούτων, για να την άξει στο υποχθόνιο βασίλειό του. Μα πόσο είχε αλλάξει τώρα την ωραία μορφή της! Έλεγες οτι έπασχε πραγματικά, σκλάβα στην μαύρη της φυλακή. Όμως η θεία ομορφιά της, κάτω από την μαύρη φορεσιά της με τα αργυρά κεντημένη τα δάκρυα, δείκνυε πάντοτε την ουράνια καταγωγή της. Δεν είναι πλέον η παρθένος που είδαμε στο σπήλαιο, εδώ κάτω είναι βασίλισσα, βασίλισσα μέσα σε νεκρούς, μα ξένη πάντοτε στο βασίλειο αυτό, και αναμένει λες από εμάς την απολύτρωσή της · λες από εμάς, γιατί είδα τότε γύρω μου και άλλους πολλούς Μύστες με τον κλώνο ανά χείρας, να κοιτάζουν εκστατικοί αυτή την οπτασία.
Το φως άρχισε να δυναμώνει σε λίγο · να τρέμει, όπως η γη κάτω από τα πόδια μας · να ακούγονται από μακριά κραυγές ζώων τρομαγμένων · να προμηνύουν τέλος όλα, την προσέγγιση κάποιου θεού. Και αίφνης στην άκρη μίας στοάς, που οδηγούσε πάλι επάνω, λάμπουν μακρινά φώτα, και έως εμάς φτάνουν ήχοι χάλκινων κυμβάλων. Τότε σβήνουν οι χλωμοί πυρσοί που μας φώτιζαν, και από βαριές φωνές αντιλαλούν οι θόλοι: «O θάνατος είναι αναγέννηση!». Και μόλις χάθηκε γύρω μέσα στις στοές ο αντίλαλος αυτής της τρομερής φωνής, ακούστηκε από επάνω μια άλλη φωνή να φωνάζει: «Τέκνον ιερόν εγέννησε η Σεβασμία · η ισχυρή τον ισχυρόν». Και αμέσως κατόπιν: «Ελάτε, μύστες! Ο Ίακχος ήλθε πάλιν! Η Δήμητρα αναμένει την κόρη της!».
Τότε όλοι ορμούμε προς την άκρη της στοάς, που αστράφτει απο το φως, εκεί πάνω, με μια ανακούφιση βαθιά μέσα στην ψυχή μας, και επιθυμία βιαστικοί να αφήσουμε τα ερέβη, μαντεύοντες οτι φτάνουμε πλέον στο λαμπρό πέρας της Μυήσεώς μας.
Ενώ περνάμε απο τον πρόναο, ιέρειες μας ραντίζουν με αγιασμένο ύδωρ, και μετά αυτόν τον τελευταίο καθαρμό μας ενδύουν με λευκά νέα ενδύματα και φορούν στην κεφαλή μας Στέφανον. Έτσι εξαγνισμένοι και αναγεννημένοι εισερχόμαστε στην μεγάλη αίθουσα του Τελεστηρίου και καθόμαστε σιωπηλοί στα πλατιά πέτρινα σκαλιά που βρίσκονται στους τοίχους γύρωθεν. Όταν όλοι καθίσαμε και σιγή απόλυτη βασίλεψε μέσα στον Ναό, εισήλθε αργά ο ιεροφάντης με την μεγαλειώδη κορμοστασιά του και την σοβαρή του μορφή, και στάθηκε δίπλα στον βωμό, όπου ήταν τοποθετημένη η Κίστη.
Τότε χείμαρρος φωτός έπεσε επάνω του, και εκείνος με την βαριά φωνή του άρχισε να απαγγέλλει αργά στην γνωστή σε εσένα βέβαια μυστηριακή, συμβολική και ακατάληπτη, τουλάχιστον για την στιγμή εκείνη, γλώσσα του, μία σύντομη προσευχή. Είπα ακατάληπτη, πάραυτα οι λόγοι του έσταζαν μπορώ να πω μέσα στην καρδιά μου, και μου δημιουργούσαν μία άγνωστη ως τότε ψυχική κατάσταση. Δεν ήταν διδασκαλία, δεν ήταν επεξήγηση · ήταν ένα συμπλήρωμα των δραματικών σκηνών που σχεδόν μόνοι μας είχαμε παίξει. Θεάματα και πράξεις, κρότοι και μουσική και λόγοι, δημιουργούσαν όλα μία ατμόσφαιρα τέτοια που να μπορεί να έρθει μόνη της η ψυχική αναγέννησή μας.
Όταν τελείωσε την προσευχή ο ιεροφάντης, σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι και δώσαμε για τελευταία φορά τον όρκο, ότι δεν θα αποκαλύψουμε ποτέ, «επί ποινή θανάτου», κανένα από τα μυστικά που είδαμε ή ακούσαμε εκεί, και ότι ποτέ δεν θα μιλήσουμε για αυτά εκτός με εκείνους που θα βεβαιωθούμε οτι είναι Μύστες. Και όταν επισφραγίσαμε τον όρκο με μία συμβολική χειρονομία αποκεφαλισμού και μία τριπλή χειροκρουσία, τότε ο ιεροφάντης πήρε και και άνοιξε την Κίστη, και άφησε πάνω στον βωμό, χωρίς να πει ούτε μία λέξη, τα ιερά αντικείμενα που βρίσκονταν σε αυτήν κλεισμένα: το Κουκουνάρι, σύμβολο της γονιμότητας και της γέννησης, το Κουλουριασμένο Φίδι, που συμβολίζει την κίνηση της παγκόσμιας ψυχής, την πτώση της στην ύλη και την λύτρωσή της, και το Αυγό που μας θυμίζει την σφαίρα, το αρχικό σχήμα της ψυχής, την Θεία Τελειότητα, τον τελικό Σκοπό του ανθρώπου.
Μα ενώ ήμασταν προσηλωμένοι στην θέα των ιερών αντικειμένων,
ανοίγει ξαφνικά το ανάκτορο, και η λάμψη που ξεχύθηκε μας θάμπωσε όλους.
Γλυκιά, γαλήνια μουσική πλημμυρίζει το τελεστήριο, φαιδρές ουρανικές φωνές που
κατέρχονται από τα ύψη · και μπροστά στα μαγεμένα μάτια μας, μέσα σε σύννεφα
και σε υπερκόσμια φέγγη, εκδιπλώνεται το υπερκόσμιο θέαμα των Ηλυσίων. Στην
πρώτη γραμμή κάθεται η Δήμητρα σε ολόλαμπρο θρόνο · το πρόσωπό της τώρα είναι
χαρούμενο. Δεξιά της στέκει η Κόρη της η Περσεφόνη, με την αστραπόβολη ομορφιά
της, λες και ήταν απο φως πλασμένη, και αριστερά της ο Διόνυσος, ο Ίακχος
επαναγεννημένος · τα ξανθά μαλλιά του έλαμπαν ως ήλιος, και στο στήθος του
άστραφτε ο αστήρ ο πεντάκτινος. Πιο πίσω, καθισμένος στην πτερωτή του άμαξα με
τους δράκοντες που την έσερναν κουλουριασμένους εμπρός του, φαινόταν ο
Τριπτόλεμος. Όλα ήταν τόσο φυσικά, λες και τα είχε δημιουργήσει εκείνη την
στιγμή μπροστά μας ο ιεροφάντης, με υπεράνθρωπη δύναμη. Έστεκε και εκείνος
εκστατικός, δίπλα στον βωμό. Ο Ήλιος έλαμπε δεξιά του, και αριστερά του η
Σελήνη.
Και ενώ έσβηνε η αιθέρια μουσική, σταδιακά μέσα σε αφάνταστη γοητεία, ακούσαμε πάλιν την βαριά φωνή του ιεροφάντη να αντηχεί σαν καμπάνα αρμονική μέσα στην σιγή του ναού:
«ΚΟΓΞ ΟΜ ΠΑΞ»
δηλαδή, όπως τουλάχιστον εμείς το ερμηνεύουμε, «γεννηθήτω το εσού θέλημα · ενώσου πάλιν μετα της παγκοσμίου ψυχής».
Έτσι φύγαμε από το τελεστήριον της Μεγάλης Θεάς, αφού «νηστεύσαμε, ήπιαμε τον Κυκεώνα, λάβαμε απο την Κίστη, αγγίξαμε τα Ιερά Αντικείμενα, τα αποθέσαμε στον Κάλαθο και απο τον κάλαθο στην Κίστη»...
Βγήκαμε, αδελφέ μου, με το πνεύμα της αναγεννήσεως μέσα στην ψυχή μας. Είθε να με βοηθήσει η Περσεφόνη, για να μην αφήσω το σπέρμα αυτό να πάει χαμένο. Για αυτό δεν κουράζομαι ποτέ να επαναλαμβάνω στον εαυτό μου: «Φίλε μου Διαγόρα, πολλοί κρατούν τον Θύρσο και τον Πυρσό, αλλά λίγοι είναι Μύστες».
ΡΑΜΣΗΣ: Βέβαιος είμαι ότι ο Πυρσός ο δικός σου θα σου φωτίζει τον δρόμο τον καλό. Το είδα αμέσως σήμερα, μόλις σε συνάντησα, στο πρόσωπό σου.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Και σήμερα έχω ακόμη μεγαλύτερο λόγο να είμαι ευχαριστημένος, αγαπητέ μου Ραμσή. Όσα σου διηγήθηκα έως τώρα ανήκουν στα παρελθόντα. Σου περιέγραψα έως εδώ την περσινή Μύησή μου στα Μικρά και Μεγάλα Μυστήρια, μα δεν σου είπα οτι σήμερα, επιστρέφοντας απο την ιερή πόλη, φέρνω μαζί μου πιο μεγάλη γνώση · δεν σου είπα οτι είδα έναν άλλο κόσμο, οτι έγινα, όπως λέμε, «Επόπτης...».
ΡΑΜΣΗΣ: Μη σταματάς λοιπόν καθόλου την αφήγησή σου, γιατί άρχισε να πέφτει η νύχτα · μα κι αν ακόμα σημάνουν μεσάνυχτα, δεν θα σε αφήσω να φύγεις, πριν συμπληρώσεις το έργο σου. Γίνομαι δύο φορές μύστης, ακούγοντάς σε.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Φέτος λοιπόν, αφού παρήλθε ένας χρόνος και εσωτερικεύσαμε επαρκώς την Μυστική ιδεολογία και βιώσαμε την νέα ζωή μας, όσοι είχαν ικανότητα να δουν το περισσότερο Φως του οποίου την τύχη δεν έχουν όλοι οι Μύστες, συγκεντρωθήκαμε μετά από ιδιαίτερη πρόσκληση στο Ιερό της Ελευσίνος και εκεί πριν απο τις τελετές των Μεγάλων Μυστηρίων, αφού υπέβαλαν σε αυστηρό έλεγχο την ζωή μας ως Μυστών μας πέρασαν εκ νέου απο ορισμένους Καθαρμούς, μας επέβαλαν νέους Όρκους, και μας οδήγησαν στα υπόγεια των Ιερών για να υποστούμε τις δοκιμασίες χωρίς τις οποίες ουδεμία Μύηση ή αύξηση Βαθμού είναι δυνατόν να γίνει.
Τότε θυμήθηκα με κάποια ανησυχία την μύησή μου στα Μεγάλα Μυστήρια, ήρθαν πάλι στο μυαλό μου τα λόγια που είχα ακούσει να απευθύνει η Διοτίμα στον Σωκράτη, και σκέφτηκα «Θα είμαι και εγώ ικανός για τον ανώτερο αυτό βαθμό της Τελειοποίησης, την Εποπτεία; Θα είμαι ικανός για την θέαση του Φωτός, την κατανόηση του Ιεροφάντη, την λήψη της Σφραγίδας της Τελειότητας;»
Eνώ σκεφτόμουν όλα αυτά, με παρέλαβε ένας Δαδούχος και με οδήγησε σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο. Εκεί μου έδεσε τα μάτια και μου είπε οτι πρέπει να προχωρήσω μέσα σε έναν διάδρομο που υπήρχε μπροστά μου, και να αναζητήσω το Φως, χωρίς να γυρίσω πίσω, χωρίς να πω λέξη. Να αναζητήσω το Φως, με δεμένα τα μάτια. «Αυτό θα πει», σκέφτηκα, «οτι δεν πρόκειται για το υλικό φως, άρα δεν βρίσκομαι πλέον στην γη, το σώμα είναι νεκρό και η ψυχή λυτρωμένη... Συνεπώς δεν θα λειτουργήσουν οι αισθήσεις, το κατώτερο μέρος της ψυχής. Νους ορά και Νους ακούει! Πρέπει και εγώ να φτάσω με τον Νου στις Ανώτερες Σφαίρες της Απολύτρωσης...»
Και προχώρησα αργά σκεπτόμενος μέσα στο σκοτάδι, ψηλαφώντας και αγγίζοντας τους ελιγμούς του διαδρόμου. Ουδεμία αίσθηση, ουδείς λογικός συλλογισμός βοηθούσε πλέον στον δρόμο μου. Προσπαθούσα λοιπόν με την διαίσθηση να εννοήσω την Ιδέα της Τελειότητας.
Σε κάποια στιγμή, ένας άλλος Δαδούχος με σταμάτησε και αφαίρεσε την μαύρη ταινία από τα μάτια μου. Τότε είδα οτι βρισκόμουν σε μία στρογγυλή αίθουσα, ελαφρά και επιβλητικά φωτισμένη. Ολόγυρα τον στόλιζαν ωραίοι πίνακες και αγάλματα απαράμμιλης τέχνης. Ο Δαδούχος με περιέφερε σιωπηλός μέσα σε αυτήν την αίθουσα σταματώντας με μπροστά σε κάθε παράσταση. Επρόκειτο περί συμβολικών σκηνών από την ζωή των Θεών, μα σκηνές ανθρώπινες, αν και είχαν αποδοθεί με Θεία τέχνη. Μα το Θείον δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται εκεί.
«Θέλεις να σταματήσεις εδώ;» με ρώτησε ο Δαδούχος. Αποκρίθηκα «Όχι». Και τότε μου έδεσε εκ νέου τα μάτια, και με άφησε να περιπλανηθώ μέσα σε άλλους πολυδαιδάλους διαδρόμους. «Ζήτα μέσα στα βάθη του Εαυτού σου την Αλήθεια», σκέφτηκα, «ζήτα την μέσα στο σκότος. Απόβαλε την ανθρώπινη φρόνηση, για να ανακαλύψεις την Θεία».
Εντός ολίγου πάλι με σταμάτησαν και έβγαλαν απο τα μάτια μου τον πέπλο, η δεύτερη περιοδεία είχε ολοκληρωθεί.
Τότε είδα μπροστά μου ένα δέντρο πλήρες καρπών. Δεν ήταν όπως το φρικτό δέντρο του Άδη, δεν ήταν το Δέντρο του Θανάτου, αλλά το Δέντρο της [(Aιώνιας)] Ζωής, που είχε ανθίσει και καρπίσει, για να θρέψει με τους Θείους καρπούς του όσους ήταν ικανοί να τους κόψουν.
Και ενώ έσβηνε η αιθέρια μουσική, σταδιακά μέσα σε αφάνταστη γοητεία, ακούσαμε πάλιν την βαριά φωνή του ιεροφάντη να αντηχεί σαν καμπάνα αρμονική μέσα στην σιγή του ναού:
«ΚΟΓΞ ΟΜ ΠΑΞ»
δηλαδή, όπως τουλάχιστον εμείς το ερμηνεύουμε, «γεννηθήτω το εσού θέλημα · ενώσου πάλιν μετα της παγκοσμίου ψυχής».
Έτσι φύγαμε από το τελεστήριον της Μεγάλης Θεάς, αφού «νηστεύσαμε, ήπιαμε τον Κυκεώνα, λάβαμε απο την Κίστη, αγγίξαμε τα Ιερά Αντικείμενα, τα αποθέσαμε στον Κάλαθο και απο τον κάλαθο στην Κίστη»...
Βγήκαμε, αδελφέ μου, με το πνεύμα της αναγεννήσεως μέσα στην ψυχή μας. Είθε να με βοηθήσει η Περσεφόνη, για να μην αφήσω το σπέρμα αυτό να πάει χαμένο. Για αυτό δεν κουράζομαι ποτέ να επαναλαμβάνω στον εαυτό μου: «Φίλε μου Διαγόρα, πολλοί κρατούν τον Θύρσο και τον Πυρσό, αλλά λίγοι είναι Μύστες».
ΡΑΜΣΗΣ: Βέβαιος είμαι ότι ο Πυρσός ο δικός σου θα σου φωτίζει τον δρόμο τον καλό. Το είδα αμέσως σήμερα, μόλις σε συνάντησα, στο πρόσωπό σου.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Και σήμερα έχω ακόμη μεγαλύτερο λόγο να είμαι ευχαριστημένος, αγαπητέ μου Ραμσή. Όσα σου διηγήθηκα έως τώρα ανήκουν στα παρελθόντα. Σου περιέγραψα έως εδώ την περσινή Μύησή μου στα Μικρά και Μεγάλα Μυστήρια, μα δεν σου είπα οτι σήμερα, επιστρέφοντας απο την ιερή πόλη, φέρνω μαζί μου πιο μεγάλη γνώση · δεν σου είπα οτι είδα έναν άλλο κόσμο, οτι έγινα, όπως λέμε, «Επόπτης...».
ΡΑΜΣΗΣ: Μη σταματάς λοιπόν καθόλου την αφήγησή σου, γιατί άρχισε να πέφτει η νύχτα · μα κι αν ακόμα σημάνουν μεσάνυχτα, δεν θα σε αφήσω να φύγεις, πριν συμπληρώσεις το έργο σου. Γίνομαι δύο φορές μύστης, ακούγοντάς σε.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Φέτος λοιπόν, αφού παρήλθε ένας χρόνος και εσωτερικεύσαμε επαρκώς την Μυστική ιδεολογία και βιώσαμε την νέα ζωή μας, όσοι είχαν ικανότητα να δουν το περισσότερο Φως του οποίου την τύχη δεν έχουν όλοι οι Μύστες, συγκεντρωθήκαμε μετά από ιδιαίτερη πρόσκληση στο Ιερό της Ελευσίνος και εκεί πριν απο τις τελετές των Μεγάλων Μυστηρίων, αφού υπέβαλαν σε αυστηρό έλεγχο την ζωή μας ως Μυστών μας πέρασαν εκ νέου απο ορισμένους Καθαρμούς, μας επέβαλαν νέους Όρκους, και μας οδήγησαν στα υπόγεια των Ιερών για να υποστούμε τις δοκιμασίες χωρίς τις οποίες ουδεμία Μύηση ή αύξηση Βαθμού είναι δυνατόν να γίνει.
Τότε θυμήθηκα με κάποια ανησυχία την μύησή μου στα Μεγάλα Μυστήρια, ήρθαν πάλι στο μυαλό μου τα λόγια που είχα ακούσει να απευθύνει η Διοτίμα στον Σωκράτη, και σκέφτηκα «Θα είμαι και εγώ ικανός για τον ανώτερο αυτό βαθμό της Τελειοποίησης, την Εποπτεία; Θα είμαι ικανός για την θέαση του Φωτός, την κατανόηση του Ιεροφάντη, την λήψη της Σφραγίδας της Τελειότητας;»
Eνώ σκεφτόμουν όλα αυτά, με παρέλαβε ένας Δαδούχος και με οδήγησε σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο. Εκεί μου έδεσε τα μάτια και μου είπε οτι πρέπει να προχωρήσω μέσα σε έναν διάδρομο που υπήρχε μπροστά μου, και να αναζητήσω το Φως, χωρίς να γυρίσω πίσω, χωρίς να πω λέξη. Να αναζητήσω το Φως, με δεμένα τα μάτια. «Αυτό θα πει», σκέφτηκα, «οτι δεν πρόκειται για το υλικό φως, άρα δεν βρίσκομαι πλέον στην γη, το σώμα είναι νεκρό και η ψυχή λυτρωμένη... Συνεπώς δεν θα λειτουργήσουν οι αισθήσεις, το κατώτερο μέρος της ψυχής. Νους ορά και Νους ακούει! Πρέπει και εγώ να φτάσω με τον Νου στις Ανώτερες Σφαίρες της Απολύτρωσης...»
Και προχώρησα αργά σκεπτόμενος μέσα στο σκοτάδι, ψηλαφώντας και αγγίζοντας τους ελιγμούς του διαδρόμου. Ουδεμία αίσθηση, ουδείς λογικός συλλογισμός βοηθούσε πλέον στον δρόμο μου. Προσπαθούσα λοιπόν με την διαίσθηση να εννοήσω την Ιδέα της Τελειότητας.
Σε κάποια στιγμή, ένας άλλος Δαδούχος με σταμάτησε και αφαίρεσε την μαύρη ταινία από τα μάτια μου. Τότε είδα οτι βρισκόμουν σε μία στρογγυλή αίθουσα, ελαφρά και επιβλητικά φωτισμένη. Ολόγυρα τον στόλιζαν ωραίοι πίνακες και αγάλματα απαράμμιλης τέχνης. Ο Δαδούχος με περιέφερε σιωπηλός μέσα σε αυτήν την αίθουσα σταματώντας με μπροστά σε κάθε παράσταση. Επρόκειτο περί συμβολικών σκηνών από την ζωή των Θεών, μα σκηνές ανθρώπινες, αν και είχαν αποδοθεί με Θεία τέχνη. Μα το Θείον δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται εκεί.
«Θέλεις να σταματήσεις εδώ;» με ρώτησε ο Δαδούχος. Αποκρίθηκα «Όχι». Και τότε μου έδεσε εκ νέου τα μάτια, και με άφησε να περιπλανηθώ μέσα σε άλλους πολυδαιδάλους διαδρόμους. «Ζήτα μέσα στα βάθη του Εαυτού σου την Αλήθεια», σκέφτηκα, «ζήτα την μέσα στο σκότος. Απόβαλε την ανθρώπινη φρόνηση, για να ανακαλύψεις την Θεία».
Εντός ολίγου πάλι με σταμάτησαν και έβγαλαν απο τα μάτια μου τον πέπλο, η δεύτερη περιοδεία είχε ολοκληρωθεί.
Τότε είδα μπροστά μου ένα δέντρο πλήρες καρπών. Δεν ήταν όπως το φρικτό δέντρο του Άδη, δεν ήταν το Δέντρο του Θανάτου, αλλά το Δέντρο της [(Aιώνιας)] Ζωής, που είχε ανθίσει και καρπίσει, για να θρέψει με τους Θείους καρπούς του όσους ήταν ικανοί να τους κόψουν.
Τότε ο Δαδούχος με έφερε μπροστά σε έναν άλλο διάδρομο και με άφησε να προχωρήσω, χωρίς να μου δέσει πλέον τα μάτια.
«Φρόντισε να επιλέξεις τον καλό Δρόμο», μου είπε.
Και προχώρησα για τρίτη φορά μέσα στο σκότος. Όμως εντός ολίγου σταμάτησα μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Ποιος τώρα είναι άραγε ο Καλός ο Δρόμος; Ποιος οδηγούσε στον θάνατο, και ποιος στην Αιώνια Ζωή; Ουδεμία λογική ανθρώπινη μπορούσε να με καθοδηγήσει.
Έκλεισα τα μάτια για αρκετή ώρα, και έπειτα προχώρησα σαν υπνωτισμένος, σαν να υπάκουσα σε κάποια εσωτέρα προσταγή. Ίσως ο Θεός να είχε μιλήσει εντός μου. Σε λίγο μια γλυκιά ελπίδα ζωγραφίστηκε μπροστά μου. Φως αγνό ανέτειλε γλυκά στο βάθος του διαδρόμου, σαν να κατέβαινε από ψηλά.
Έφτανε πλέον στο τέλος της η τρίτη περιοδεία. Στην πρώτη θαύμασα όλα τα ωραία πράγματα, τα οποία όμως δεν είχαν μεγάλη σχέση με την Θεία Αλήθεια. Στην δεύτερη έδρεψα τον Καρπό των προσωπικών μου προσπαθειών. Θα μπορούσε αυτό άραγε να με οδηγήσει τώρα στην εύρεση των Αλήθειας της ιδίας, της Αυτουσίου;
Μα το Φως είναι τόσο μακριά! ... Και έρχεται απο τόσο ψηλά! ... Οι κόσμοι των Ιδεών ίσως μείνουν απροσέγγιστοι ες αεί, και ίσως και εγώ να παραμείνω πάντοτε εδώ, στον αισθητό αυτό κόσμο, να μη δω ποτέ την ομορφιά του Νοητού.
Βασανισμένος απο την αμφιβολία, βλέπω δίπλα μου κάποιον άλλο ανώτερο Μυσταγωγό να με ενθαρρύνει. Συνεπώς βρισκόμουν στον καλό Δρόμο.
Ξαφνικά ένα Φως εκτυφλωτικό χτυπά τα μάτια μου και με θαμπώνει τόσο ώστε πέρασε αρκετή ώρα για να τα ανοίξω ξανά βλέποντας. Το Φως ερχόταν μέσα απο ένα κάτοπτρο.
Το Φως αυτό είναι βεβαίως εικόνα του Θείου, η εικόνα του Θεού, που δεν έχει όνομα και δεν έχει σχήμα.
Ωστόσο βλέπω και κάτι ακόμη μέσα στο κάτοπτρο.
Βλέπω τον ίδιο μου τον εαυτό, που ενώνεται τώρα με το Θείον, αφού διήλθε για δεύτερη φορά μέσα απο το σκότος, αποβάλλοντας ό,τι τον δέσμευε ακόμη με την ύλη, ή και με την απλή επιθυμία της ζωής. Τώρα πλέον κατανοεί ο Νους οτι αποτελεί Θεία Ουσία και τη σύνδεση που έχει με τον Θεό, απο τον οποίο πηγάζει.
Παραμένω για αρκετή ώρα σε έκσταση, σχεδόν σε πλήρη ανυπαρξία. Ώσπου ο Μυσταγωγός μου με οδηγεί μέσα σε έναν ολόλαμπρο ναό, για να δω τα σύμβολα του νέου Βαθμού μου.
Ενώ εισερχόμουν στον ολόλευκο αυτό ναό, μία υπερκόσμια μουσική ξεχύθηκε από χίλια στόματα. Υμνώντες και υμνούσες έψαλλαν υπέροχους ύμνους, και αντιλαλούσαν γύρωθεν μακριά στις στοές οι δαίδαλοι.
Και ενώ η μουσική διαρκούσε μεταφέροντας τη σκέψη μου σε μακρινούς αιθέριους κόσμους, ο Ιεροφάντης ακούμπησε στα χείλη μου την σφραγίδα των ανείπωτων λόγων, και έπειτα ανοίγοντας το βάθος του ν(α)ού, με άφησε να θαυμάσω την γοητευτικότερη εικόνα, μέσα σε χρυσό φως.
Και είδα την Ουρανία Αφροδίτη, να αστραποβολά από άυλη ομορφιά, και γύρω της να τραγουδά χορός εφήβων και Χαρίτων.
Και η μουσική με δονούσε ρυθμικά και εγώ όλο βυθιζόμουν σε σκέψεις ενώπιον αυτού του θεάματος προσπαθώντας να συλλάβω την μυστηριακή σημασία της Θεάς της γέννησης και της διαιώνισης των όντων, Θεάς όμως Ουρανίας τώρα, Θεάς ίσως του Φωτός, Πηγής κάθε Ζωής.
Και τότε ήρθε στο μυαλό μου ο μύθος του Αδώνιδος, η παράδοξη γέννησή του από το Δέντρο, η τοποθέτησή του από την Αφροδίτη σε ένα μικρό κιβώτιο, η παράδοσή του στην Περσεφόνη, και η άρνηση της τελευταίας να το επιστρέψει, όταν ανακάλυψε τον θησαυρό που είχε στα χέρια της.
Τι να σημαίνουν όλα αυτά; ... Διότι εάν οι μύθοι έχουν κάποια κοινή σημασία για τους πολλούς, για τους μύστες έχουν ένα βαθύτερο νόημα, όχι πλέον φυσικό, αλλά μεταφυσικό, που αναφέρεται στην γένεση και διαιώνιση μίας άλλης υψηλότερης και διαυγώς Θείας Ζωής.
Άρχισε τότε να γεννιέται μέσα στο μυαλό μου ένας παραλληλισμός μεταξύ Αφροδίτης και Δήμητρος, θα έλεγα οτι είναι οι δυο τους ένα: το ''θήλυ'', το στοιχείο της παραγωγής, της πρώτης αρχής των όντων, ιδέα από την οποία ενδεχομένως πήγασε και ο πλατωνικός Έρως.
Tα Θεία Ονόματα γίνονταν έτσι τόσο διαυγή, που βλέπει κάποιος από πίσω τους την Ανώνυμη Θεία Ουσία.
Μία σύγχυση Θεών άρχισε τότε να γίνεται μέσα στο μυαλό μου. Και εκεί που παραζαλισμένος έχανα κάθε δυνατότητα λογικής σκέψης, βρήκα την επιβεβαίωση των σκέψεών μου σε έναν ορφικό ύμνο προς την Σελήνη, που αντηχούσε την στιγμή εκείνη στα αυτιά μου απο τις πιο μελωδικές φωνές που έχω ακούσει:
«Ελθέ, Καλή μου Δέσποινα, Τριπρόσωπη Σελήνη, Και με συμπόνια εισάκουσε τα ευλαβικά μου λόγια, Πανώρια, Φωτοστέφανη και Νυχτογεννηθείσα, Που με το Άρμα σου περνάς τον ίδιο του Ηλίου δρόμο, Που με τις τρεις τις Χάριτες, Ω Τρίμορφη χορεύεις,
Στα άστρα ξεφαντώνουσα, Τρικέφαλη Παρθένε, Λάχεσις, Άτροπος, Κλωθώ με των Μοιρών το Νήμα, Δίκη, Πολύμορφη, Αληκτώ, Γεννήτωρα Περσεφόνη, ΤρίΧτυπη,
ΤρισΟνόματη και ΤρίΦθογγη Θεά...
Συ του Ακοιμήτου Πυρός Τριπλή τηρείς την Φλόγα, Τριών Βασιλείων Άρχουσα, σε Τρεις φορές το Δέκα, ΒοΌφθαλμε, ΤαυρόΚερε, Γεννήτωρα Θεών και Ανθρώπων,
Φύση, Μάτερ Παντός,
Που πατάς του Ολύμπου τις πλάτες, Και την άπειρη την άβυσσο διαβαίνεις...
Αρχή και Τέλος ΕΙ Εσύ, των όλων Κυβερνώσα,
Όλα από σε πηγάζουνε, σε σε τελειώνουν όλα,
Χάους εσύ ΠαντΆνασσα, και Χαλασμός του Χάρου».
ΡΑΜΣΗΣ: Σε παρακολουθώ, γιατί σωπαίνεις;
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Για να ξαναβρώ την σειρά των αναμνήσεών μου... Σου έλεγα λοιπόν... Για τα σύμβολα που έβλεπα μπροστά μου να συμπληρώνουν την παράξενη εικόνα. Την κοιτούσα ολότελα αφηρημένος, και είδα στην βάση της δέματα στάχυα, να συγχέονται με κάτι αντικείμενα, που θα τα ονόμαζα φαλλούς, αλλά και εκείνους τους θεώρησα άθελά μου σύμβολα κάποιας άλλης γενέσεως και ήλθε μάλιστα αμέσως στο μυαλό μου οτι η σκέψη, η παραγωγική αυτή δύναμη, συμβολίζεται όχι σπάνια απο τον ιθύφαλλο Ερμή.
Έτσι λοιπόν ο θερισμένος «στάχυς» έγινε μέσα στο μυαλό μου «ο μέγας και θαυμαστός και τελειότατος φωστήρας» που με οδηγούσε να καταργήσω την ιδέα της ατομικής, σχηματίζοντας την ιδέα της ενιαίας ζωής. Να φανταστώ την επικοινωνία της Ψυχής με την Ανθρωπότητα, με το Σύμπαν, με τον Θεό. Να ανακαλύψω την στενή συγγένεια των Άπειρων Όντων, που όλα τους κατάγονται απο το «Αρχέτυπον», θα λέγαμε, της Παγκόσμιας Ψυχής, του «Αιωνίου Άρρενος» και του «Αιωνίου Θήλεος», προς τα οποία επιστρέφουν επειτά απο τις πολλές μεταμορφώσεις τους.
Με αυτές τις σκέψεις κατέληξα στην ιδέα οτι ο Φαλλός δεν είναι τίποτε άλλο απο τον ζωοποιό «Λόγο», τον δημιουργημένο απο τον «Νου» και την «Ψυχή», αυτός που προκαλεί την εσωτέρα γονιμοποίηση και την πνευματική γένεση. Έτσι η φυσική ζωή, η καλλιέργεια της γης έδωσαν τον συμβολισμό των Ελευσινίων Μυστηρίων.
ΡΑΜΣΗΣ: Αυτοί οι συμβολισμοί αγαπητέ μου, δεν μου είναι διόλου ακατανόητοι. Εάν άνοιγες τας Ιεράς Βίβλους μας, θα διάβαζες ότι όταν η Ψυχή αφήνει την επίγεια ζωή και ξεκινά το μακρύ ταξίδι της, το οποίο θα την φέρει στην Ευδαιμονία, περνά μία Έρημο στεγνή, στην οποία θα πέθαινε από πείνα και δίψα, εάν κάποιος Θεός δεν την βοηθούσε, δίνοντάς της να πιεί ένα Ποτό που την ξεδιψά και την δυναμώνει. Και έπειτα θα έβλεπες οτι μετά τις πρώτες δοκιμασίες που περνά, φτάνει τελικά στα Ηλύσια Πεδία, όπου σπέρνει στα σπλάχνα της Γης τον σπόρο που έφερνε μαζί της και θερίζει αργότερα τον πλούσιο Καρπό που θα την προφυλάξει απο όλες τις παγίδες, και θα την προστατέψει κατά την Κρίση που έχει να υποστεί ενώπιον του μεγάλου δικαστηρίου του Οσίριδος, πριν περάσει τον τελευταίο Βαθμό που την χωρίζει απο την Μακαριότητα. Τα Σύμβολά μας, ως βλέπεις, μοιάζουν. Διαισθάνομαι παντού την σημασία τους, κάτω απο το ελληνικό τους ένδυμα, που άλλωστε δεν μου είναι πλέον τόσο ξένο. Μα ομολογώ οτι δεν μπορώ να παρακολουθήσω ανάμεσά τους ξεκαθαρίζοντας την φιλοσοφική τους έννοια σε όλη την γραμμή τους.
ΔIAΓΟΡΑΣ: Θα προσπαθήσω, όμως δεν γνωρίζω εάν θα μπορέσω να σου προσφέρω αυτό που ζητάς. Άλλωστε δεν πρόκειται, όπως ίσως κατάλαβες, για ορισμένη διδασκαλία. Η ερμηνεία των Συμβόλων είναι ζήτημα υποκειμενικό. Κρύβουν την Αλήθεια την οποία αναζητούμε, αλλά καθένας μας μπορεί να δημιουργήσει διαφορετική Ιδέα για αυτή την Αλήθεια. Πάραυτα εγώ θα σου πω εκείνο που εγώ διακρίνω περίπου, μέσα απο αυτά τα σκοτάδια των Μυστηρίων.
Στην αρχή ο Νους ήταν ελεύθερος, ευτυχής, τέλειος. Ζούσε μέσα στον Νοητό Κόσμο, ενωμένος με την Αιώνια Νόηση, της οποίας αποτελούσε μέρος. Ο Νους αυτός έφθασε κάποτε κοντύτερα προς τον Ορατό Κόσμο. Και έπειτα, διαβαίνοντας τους Φωτεινούς Κύκλους των διαφόρων Άστρων και τέλος της Σελήνης, πλησίασε τόσο προς την υγρή και σκοτεινή ατμόσφαιρα της Γης, ώστε βρέθηκε πάνω στην ίδια την Γη. Κατά την περιοδεία του αυτή, την κάθοδό του θα λέγαμε, προσέλαβε πολλά στοιχεία ξένα για την πρωταρχική του φύση, την Ψυχή και το Σώμα.
Περνώντας απο τον Αιθέρα προσέλαβε κάποιο στοιχείο Φωτεινό: το Πνεύμα του Νοός (ή της Ψυχής, ή το Φωτεινό Πνεύμα ως το λένε), την δύναμη εκείνη που όταν σχηματιστεί το ανθρώπινο Σώμα, θα μεταδίδει από τον εγκέφαλο μέσω των νεύρων, και απο άκρη σε άκρη του σώματος, τις διαταγές του Νοός.
Στον Σεληνιακό Κύκλο προσέλαβε το Πνεύμα της Ζωής, που μετέπειτα θα μεταφέρει απο την καρδιά με τις αρτηρίες σε όλη την ανθρώπινη σύνθεση την ζωική θερμότητα και την Ζωή.
Τέλος, όταν φθάσει στον Κύκλο που βρίσκεται κάτω από την Σελήνη, στον κύκλο με άλλα λόγια της Γενέσεως, τότε υφίσταται μεταβολή ριζική. Το Όχημα το οποίο τον μετέφερε, και που αποτελείτο από Φως και λεπτοφυή Πνεύματα, γίνεται ολοένα και υλικότερο, λαμβάνοντας το σχήμα του ανθρώπινου Σώματος, ενώ πριν είχε Σφαιρικό σχήμα. Αυτό είναι το αίτιο που η Σφαίρα ή το Αυγό συμβολίζει την Ψυχή, ως είδαμε, το σύνολο των Πνευμάτων εκείνων τα οποία περιβάλλουν τον Νου. Επί της Γαίας λοιπόν η Ψυχή εισέρχεται σε σώματα γεννημένα από την Γαία.
Ο άνθρωπος λοιπόν αποτελείται από Νου, Ψυχή και Σώμα. Ο Νους βρίσκεται μέσα στην Ψυχή, και η Ψυχή μέσα στο Σώμα.
Όσο η Ψυχή είναι εγκλωβισμένη μέσα στο Σώμα, και όσο ο Νους είναι ενωμένος με την Ψυχή αυτή, ο άνθρωπος υπόκειται στα πάθη και στις λύπες.
Ομοιάζει με γουρούνι βυθισμένο στις λάσπες,
με στρείδι κολλημένο σε βράχο,
με πτώμα κλεισμένο σε τάφο,
με ένοχο που τιμωρείται για τα σφάλματά του,
με φυλακισμένο, δέσμιο στα βάθη σκοτεινού σπηλαίου,
με εξόριστο που ζει μακράν της αληθούς πατρίδας του.
Ο Θάνατος θα τον λυτρώσει. Και απελευθερωμένος, αργά ή γρήγορα από τις ολέθριες επιδράσεις, καθαρισμένος από τους ρύπους, που τον μολύνουν εδώ κάτω, ανεβαίνει εκ νέου σε υψηλότερες Σφαίρες.
Αρχικά φαίνεται κάθε στοιχείο να επιστρέφει στην παλιά του θέση. Το Σώμα στην Γη, η Ψυχή στον έναστρο Ουρανό, ο Νους στον Νοητό κόσμο.
Μα ο Νους, ο Σεβάσμιος Απόλλων, ο Θεός αυτός ο εξορισμένος από τον Ουρανό, όπως λέει ο Αισχύλος, δεν κατήλθε άσκοπα στον Ψυχικό μα και Σωματικό κόσμο. Κατήλθε ώστε να τους φωτίσει και να τους τελειοποιήσει. Ώστε όχι μόνον θα υψωθεί εκ νέου, μα και θα παρασύρει μαζί του σιγά σιγά την Ψυχή και το Σώμα προς τα Ύψη της Τελειότητας.
Λοιπόν, τα Μυστήρια έχουν Σκοπό να προετοιμάσουν και να βοηθήσουν την έλευση αυτής της «Τελειότητος», και για αυτό η Μύηση μοιάζει με τον Θάνατο.
«Μυούμαι» σημαίνει «μαθαίνω να πεθαίνω», ή «πεθαίνω Συμβολικά». Σημαίνει, «μαθαίνω να ανεβαίνω προς την κατάσταση της απολύτου Αγνότητος, Γνώσεως και Ελευθερίας».
Η Ψυχή λοιπόν είναι εξόριστη στον κόσμο. Ταξιδεύει εδώ κάτω, μέσα στην Ύλη, υπακούουσα σε Θείους Νόμους. Και σταδιακά σμίγει με το Σώμα, και παραμένει ενωμένη μαζί του σαν ένα στρείδι, ως είπαμε, κολλημένο σε βράχο που το δέρνουν τα κύματα, διότι δεν θυμάται πλέον και δεν γνωρίζει «από ποια Τιμή και ποιο μέγεθος Ευδαιμονίας» έχει πέσει εδώ κάτω.
Για αυτό οι αδικίες, οι υπερβάσεις, οι θυμοί, οι λύπες, οι φόβοι, όλα αυτά τα πάθη, είναι κινήσεις ενός όντος που απομακρύνεται απο την φύση του. Και έτσι, η ηθική τώρα διδασκαλία η πηγάζουσα εκ των Μυστηρίων -μέσω των οποίων επαν-αντικρίζουμε την Θεία Ουσία που ενυπάρχει στον Άνθρωπο- είναι η χαλιναγώγηση και κατάπνιξη των παθών, αυτών των τρομερών και ολέθριων παθών, των φλογερών πόθων και των αμέτρων ηδονών και των σπαραχτικών λυπών, που προέρχονται απο θεούς χαμηλότερους, ενώ η Θεία Ουσία της Ψυχής προέρχεται απο τον Δημιουργό, τον Πατέρα των Θεών και των Όντων, τον ορφικό «Πατέρα Θεών και Ανθρώπων, που μας έδωσε τον Νου μέσα στην Ψυχή και την Ψυχή μέσα στο αθώο Σώμα».
Ο Θάνατός μας λοιπόν, ο κοινός Θάνατος, είναι ο βίαιος αποχωρισμός της Ψυχής απο το Σώμα. Υπάρχει όμως και Δεύτερος Θάνατος, ο Θάνατος της Περσεφόνης. Όχι βίαιος αυτή τη φορά, αλλά αργός και απαλός, και αυτός αποτελεί τον χωρισμό του Νοός από την Ψυχή.
ΡΑΜΣΗΣ: Η Γέννηση είναι λοιπόν Κάθοδος, και ο Θάνατος είναι Άνοδος.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Ακριβώς. Ο Τάφος, δηλαδή, περιέχει τα πιο ευτελή και χονδροειδή μέρη του ανθρώπου. Ο ουσιαστικός Άνθρωπος έχει φύγει ολόκληρος, αφήνοντας ουδέν στην Γη. Παραμένει λίγο ακόμη καιρό εδώ πάνω, για να καθαρθεί και να αποτινάξει τα ελαττώματα και τους ρύπους της επιγείου ζωής, και ακολούθως πετά προς τα Ύψη, και ενώνεται πάλιν μετα της Μεγάλης Μητρός του.
ΡΑΜΣΗΣ: Μα, θα σε ρωτήσω, για ποια αιτία, για ποιο λόγο άραγε, η Ψυχή, ή καλύτερα, ο Νους, η Ψυχή της Ψυχής, θα λέγαμε, κατήλθε στην Γη; Για να τιμωρηθεί μέσα στο Σώμα, ή για να τελειοποιήσει τον Κόσμο;
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Νομίζω ότι το ανέφερα νωρίτερα. Ωστόσο ο Πάτων παραδέχεται τον Μύθο του Σφάλματος και της Τιμωρίας, καταλήγοντας ότι οι ορφικοί είναι σωστοί αποκαλώντας το Σώμα «Ψυχής Δεσμωτήριον». Μα και εάν παραδεχτούμε αυτό, πάλι στον ίδιο τελικό σκοπό θα καταλήξουμε. Ο Νους οπωσδήποτε θα επιτύχει σταδιακά την τελειοποίηση της Ψυχής και του Σώματος και με αυτόν τον τρόπο θα οδηγήσει και στην τελειοποίηση του Κόσμου. Μα, από την άλλη πλευρά, όσο ο Νους παραμένει στην Γη, όσο τον βαραίνει και τον ρυπαίνει το ατελέστατο Σώμα, όσο βρίσκεται σε κατώτερη από την πρωταρχική του κατάσταση, βασανίζεται βεβαίως κλεισμένος μέσα στην φυλακή του, σαν να τιμωρείται για το σφάλμα το οποίο έκανε, να κατέλθει στην Γη, αφήνοντας την Θεία Περιοχή που ζούσε. Και ολοένα προσπαθεί να λυτρωθεί και να εξυψωθεί εκ νέου.
ΡΑΜΣΗΣ: Μα θα κατορθώσει ο Νους να τελειοποιήσει την Ψυχή και το Σώμα, και να παραμείνει τότε ενωμένος πάντοτε μαζί τους σε μία Θεία Τριάδα; O Tέλειος Νους μέσα σε Τέλεια Ψυχή και Τέλειο Σώμα; ...
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Παραδέχομαι ότι δεν μπορώ, με όλη την Μύησή μου, να συλλάβω την Θεία αυτή ένωση, αυτή την επαναγέννηση. Η φαντασία μου σταματά έως εδώ. Ίσως, εάν μπορέσω να φτάσω σε Aνώτερους Bαθμούς να ξεκαθαρίσουν και αυτά στο μυαλό μου.
ΡΑΜΣΗΣ: Καλώς, αναγνωρίζω οτι πηγαίνουμε πολύ μακριά. Λησμονούμε οτι βαραίνουν τον Νου μας τα δεσμά της Ύλης. Μα επέτρεψε μου τώρα να συγκεντρώσω στιγμιαία όσα άκουσα, να συνθέσω ιδέες και εικόνες...
Έτσι λοιπόν, με την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα και την απαγωγή της μέσα στον Άδη, βλέπω την Ψυχή να εισέρχεται στον Κύκλο των Γεννήσεων...
Οι Μύθοι σας και οι Μύθοι μας δεν αλλάζουν πολύ. Σχεδόν μόνο τα ονόματα αλλάζουν.
Με την κατατεμάχιση του Διονύσου απο τους Τιτάνες, που καταβροχθίζουν τα κομμάτια του, φαντάζομαι την Ψυχή να κομματιάζεται και να εισέρχεται σε χίλια δύο σώματα.
Ο Προμηθεύς, που δένεται στον βράχο, μου αναπαριστά την Ψυχή δεμένη σε ένα Σώμα, που είναι και αυτό αχώριστα ενωμένο με την Γη.
Ακολούθως, όπως ο Ηρακλής στους άθλους του, βλέπω την Ψυχή να προετοιμάζει την λύτρωσή της.
Τέλος,
ο Απόλλων, η Ανώτερη εκείνη Δύναμη που πηγάζει από εντός μας και μας εξαγνίζει από τα πάθη,
και η Σώτειρα Αθηνά, το Πνεύμα που πηγάζει από τον Νου, για να φωτίσει το κατώτερο μέρος της Ψυχής, της επιτρέπουν να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της με την βοήθεια της καθαρής φιλοσοφίας,
έως η Δήμητρα να την επαναφέρει στην πρώτη Θεία κατάστασή της.
Αυτά μου λένε οι Μύθοι και οι Θεοί σας, με την βοήθεια των δικών μας και των δικών σας Μυστηρίων.
ΔΙΑΓΟΡΑΣ: Ουδεμία λέξη έχω να προσθέσω. Επέτρεψε μου μόνο να θαυμάσω το σοφό σύστημα διαπαιδαγώγησης, που φαντάστηκα ν να εξάγουν οι Μεγάλοι μας Μύστες μέσα από την ίδια την Θρησκεία μας, με την βαθύτερη ερμηνεία της, που σχεδόν την καταργεί...
Έτσι, ως είδες, ο Μυούμενος υποχρεούται να αποβάλει σταδιακά κάθε πλάνη και κάθε πρόληψη, προκειμένου να μπορέσει, πραγματικός πλέον Μύστης, να αντιμετωπίσει τα ηθικά, τα κοινωνικά, τα φυσικά και τα λογικά προβλήματα, και να υψωθεί τελικά, ως Επόπτης, στην θεώρηση και κατανόηση του Κόσμου των Ιδεών, δηλαδή του Μόνου Αληθούς Κόσμου.
Η βαθμιαία αυτή ανάβαση προς το Φως, προς την Αλήθεια, προς την Θεία Ευδαιμονία, φυσικά δεν σταματά στην Εποπτεία. Μα όποιος δεν περάσει από τους τρεις πρώτους Βαθμούς, δεν ανέρχεται στους Ανώτερους. Δεν μπορεί με άλλα λόγια να γίνει ικανός να μεταδώσει και σε άλλους τα Φώτα του και να φτάσει έως την Υψηλότερη Βαθμίδα: την Εξομοίωση με τον Θεό. Είθε τα Μυστήρια μας να μας βοηθήσουν να ανέλθουμε μία ημέρα έως εκεί.
ΡΑΜΣΗΣ: Και για να μιλήσω πάλι με παραβολές, ας ευχηθούμε να πεθάνει ο κόκκος σιταριού που έσπειραν εντός μας τα Ιερά μας Μυστήρια, προκειμένου να φέρει τον πολύ καρπό τους.
Συγγραφέας: Αγνωστος ,Εκδότης: Ιδεοθέατρον
Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος - Μυσταγωγία- Μυθαγωγία
ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ.ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ...
ΑπάντησηΔιαγραφή