Η Ηώς
(αρχ. Έως ή Αύως), στην Ελληνική Μυθολογία ήταν η
θεότητα-προσωποποίηση της αυγής, κόρη του Τιτάνα Υπερίωνα και της Τιτανίδας Θείας,
και επομένως αδελφή του Ήλιου, του οποίου προηγείται κάθε μέρα στο ουράνιο
ταξίδι του, και της Σελήνης.
Κατ΄ άλλη παράδοση ήταν κόρη της Ευρυφάεσσας
(χαρακτηριστικό επίθετο της Ηούς) ή του Ηλίου (γενόμενος πατέρας εξ αδελφού)
και της Ευφροσύνης (άλλο όνομα της Νύκτας).
Με τον Αστραίο (προσωποποίηση του έναστρου ουρανού) απέκτησε τους πολυάριθμους αστέρες, τον Εωσφόρο (Αυγερινό) και τους τέσσερις κύριους ανέμους Αργέστη, Βορέα, Ζέφυρο και Νότο (προσωποποιήσεις κυρίων διευθύνσεων), και μία κόρη την Δίκη.
Ο Τιθωνός, γιος του Λαομέδοντα, τον οποίο απήγαγε
η Ηώς στα ανάκτορά της στις όχθες του Ωκεανού αφού πέτυχε από τον Δία την αθανασία του, χωρίς να ζητήσει την αιώνια νεότητά του, με αποτέλεσμα
τα μαλλιά του άρχισαν να λευκαίνουν, ρυτίδες να αυλακώνουν το πρόσωπό του ,
διατήρησε μόνο τη γλυκειά φωνή του, και η Ηώς ζήτησε από τον Δία και τον
μετέτρεψε σε τέττιγα (τζιτζίκι).
Άλλος ερωτικός σύντροφος της Ηούς ήταν ο κυνηγός Ωρίωνας
τον οποίον απήγαγε αυτή από την Τανάγρα τον οποίο όμως στερήθηκε πολύ γρήγορα. Μεταδίδοντάς του
το αθεράπευτο ερωτικό της πάθος βλήθηκε από τα βέλη της θεάς Άρτεμης στη νήσο Ορτυγία,
είτε διότι τόλμησε να προκαλέσει αυτήν σε αγώνα δισκοβολίας, είτε εξ αγνοίας
της θεάς ενώ αυτός κολυμπούσε, σε παρακίνηση του Απόλλωνα (επειδή έφερε βαρέως
τον ερωτικό δεσμό αυτού με την αδελφή του), είτε για άλλη αιτία. Κατ' άλλη
εκδοχή η Ηώς ερωτεύθηκε τον τυφλωμένο Ωρίωνα όταν αυτός έφθασε στα όρια του
Ωκεανού (ιδεατή αντίληψη του ορίζοντα, σημερινή έκφραση «στα πέρατα του
κόσμου») αναζητώντας θεραπεία και ικέτευσε τον αδελφό της να του αποκαταστήσει
την όραση με τις ακτίνες του.
Φορούσε στεφάνια με άνθη που τα στόλιζαν πουλιά και με ένα πολύπτυχο πέπλο ανέβαινε στο τέθριππο άρμα της ρίχνοντας άνθη και με υδρίες σκορπούσε ροδόσταμο στη Γη («πρωινή δρόσος»), της οποίας οι σταγόνες άστραπταν σαν διαμάντια στις πρώτες ακτίνες του Ήλιου .
Αυτό ήταν το καθημερινό έργο της Ηούς, που εξύμνησαν αρχαίοι Έλληνες ποιητές που με θαυμασμό περιέγραψαν τα ροδόχροα δάκτυλά της, τον χιονόλευκο λαιμό της, τους θαυμαστούς οφθαλμούς της, το απαστράπτοντα πέπλο της (εικόνα λυκαυγούς) συνοδεύοντας το όνομά της με πλήθος θαυμαστικών επιθέτων ή επιφωνημάτων, όπως φάενναν, βοώπιν, ευπλόκαμον, κροκόπεπλον, λευκόπτερον, ροδόπηχυν,
ροδοστεφή, ροδόσφυρον, ροδοδάκτυλον,χρυσήνιον, χρυσόθρονον, χρυσοπέδιλον
κ.ά..
Το όνομά της ως «ηριγένεια θεά» , αυτή που είναι γεννημένη το πρωί , απόγονη του Υπερίονα, εκείνου που πορεύεται πάνω από τη Γη, και της «Ευρυφάεσσας» η διαχέουσα τη λάμψη της μακριά), ή της «Θείας» η τρέχουσα στον ουρανό και οι συγγένειές της με τον Ήλιο, τη Σελήνη, τον Φαέθοντα, τον αρχαίο Εωσφόρο που ως πτερωτός «δαίμων» προηγείται του άρματος του Ηλίου, αλλά και τα επίθετά της, ομολογούν την ταύτισή της με την ανθρωπόμορφη ιδεατή αντίληψη της αυγής. «Ροδοδάκτυλος» και «χρυσοδάκτυλος» είναι οι πρώτες ακτίνες του Ηλιου, χρυσόθρονος, χρυσήνιος, κροκόπεπλος, τα πρώτα χρώματα του ουρανού λίγο πριν τη ανατολή του Ήλιου.
Η Ηώς εικονίζεται στην τέχνη ως μία ωραία νέα, άλλοτε με φτερά και άλλοτε πάνω σε χρυσό άρμα που το σέρνουν άσπρα άλογα, να ραίνει τη γη με δροσιά. Στις παραστάσεις που σώζονται σε αγγεία κυρίως, εμφανίζεται να έχει φτερά.
Ο αστεροειδής 221 Ηώς , που ανακαλύφθηκε το 1882, πήρε το όνομά του από το
πρόσωπο αυτό της ελληνικής μυθολογίας.
Ερμηνεία
Όπως διαφαίνεται σε κάθε
καλοπροαίρετο ερευνητή της Ελληνικής Μυθολογίας, όλοι οι ελληνικοί μύθοι είναι
αλληγορική και εκλαϊκευμένη αναφορά σε πρώιμες παρατηρήσεις. Και εν προκειμένω
οι μύθοι της Ηούς το επιβεβαιώνουν. Το όνομά της ως «ηριγένεια θεά» (γεννημένη
το πρωί) έχει την ίδια ετυμολογία με την λατινική Aurora, απόγονη του Υπερίονα, (=εκείνου που πορεύεται πάνω από
τη Γη), και της «Ευρυφάεσσας» (= η διαχέουσα τη λάμψη της μακριά), ή της
«Θείας» (= η τρέχουσα στον ουρανό) και οι συγγένειές της με τον Ήλιο, τη
Σελήνη, τον Φαέθοντα, τον αρχαίο Εωσφόρο που ως πτερωτός «δαίμων» προηγείται
του άρματος του Ηλίου, αλλά και τα επίθετά της, ομολογούν την ταύτισή της με την
ανθρωπόμορφη ιδεατή αντίληψη της αυγής.
«Ροδοδάκτυλος» και «χρυσοδάκτυλος»
είναι οι πρώτες ακτίνες του Ηλιου, χρυσόθρονος, χρυσήνιος, κροκόπεπλος, τα
πρώτα χρώματα του ουρανού λίγο πριν τη ανατολή του Ήλιου. Αλλά και το
«ερωτόληπτον» των μύθων της σε συνδυασμό με τη βραχεία απόλαυση παντός ωραίου
τον οποίον αγάπησε δεν ξεφεύγει της πραγματικότητας. Οι ήρωες και οι κυνηγοί
που φεύγουν από τα «άγρια χαράματα», που θα λέγαμε σήμερα, στους μύθους
φαίνονται να απάγονται από τη θεά και να ερωτοτροπούν μ΄ αυτή!
Ενώ εκείνη
συνεχίζει μέχρι σήμερα να σκορπά γύρω της την παρατηρούμενη πρωινή δρόσο και θα
συνεχίζει.
Επεξεργασία, επιμέλεια
αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου