Γράφει ο δαμ-
ων
Σε πολλούς
κήπους την άνοιξη ανθεί ένα εντυπωσιακό λουλούδι, η αμαρυλλίδα. Είναι σαν
μεγάλος κρίνος. Την συναντάμε σε διάφορα χρώματα, με επικρατέστερο το κόκκινο. Το
λουλούδι αυτό οι αρχαίοι Έλληνες το συνέδεσαν με έναν μύθο, τον μύθο της
Αμαρυλλίδας και του Αλταίονα.
Σύμφωνα με την
παράδοσή μας η Αμαρυλλίδα ήταν μια πολύ όμορφη, αλλά συνάμα και ντροπαλή
βοσκοπούλα. Η καρδιά της σκίρτησε μόλις είδε τον Αλταίονα. Ο Αλταίονας ήταν
ένας βοσκός, που είχε άδεια καρδιά για έρωτα.
Ήταν το ίδιο όμορφος με τον Απόλλωνα και δυνατός σαν τον Ηρακλή. Ήταν φυσικό ένας τέτοιος άντρας να κάνει την καρδιά της ωραίας Αμαρυλλίδας να χτυπήσει από έρωτα. Του κάκου όμως, όσο όμορφη κι αν ήταν. Η άδεια καρδιά του Αλταίονα δεν έπαιρνε εμπρός. Έτσι κανένα ενδιαφέρον δεν έδειχνε για την ερωτευμένη κόρη. Ο παγωμένος για έρωτα βοσκός καθόλου δεν συγκινήθηκε από τη γοητεία της βοσκοπούλας. Το μόνο που παρακάλαγε ήταν να του προσφέρουν ένα τόσο όμορφο λουλούδι, που όμοιό του να μην υπήρχε σε ολάκαιρη τη γη.
Ήταν το ίδιο όμορφος με τον Απόλλωνα και δυνατός σαν τον Ηρακλή. Ήταν φυσικό ένας τέτοιος άντρας να κάνει την καρδιά της ωραίας Αμαρυλλίδας να χτυπήσει από έρωτα. Του κάκου όμως, όσο όμορφη κι αν ήταν. Η άδεια καρδιά του Αλταίονα δεν έπαιρνε εμπρός. Έτσι κανένα ενδιαφέρον δεν έδειχνε για την ερωτευμένη κόρη. Ο παγωμένος για έρωτα βοσκός καθόλου δεν συγκινήθηκε από τη γοητεία της βοσκοπούλας. Το μόνο που παρακάλαγε ήταν να του προσφέρουν ένα τόσο όμορφο λουλούδι, που όμοιό του να μην υπήρχε σε ολάκαιρη τη γη.
Η άτυχη νέα,
που μέρα με τη μέρα κυριευόταν από μεγαλύτερο έρωτα για τον ασυγκίνητο
Αλταίονα, δεν είχε άλλη λύση, από το συμβουλευτεί τον Φοίβο. Πήρε, λοιπόν, το
δρόμο για το μαντείο των Δελφών, όπου ρώτησε με ποιο τρόπο θα έκανε τον ψυχρό
Αλταίονα να την προσέξει και ν’ ανταποκριθεί στον έρωτά της. Το μήνυμα που πήρε
από το θεό της μαντικής ήταν κάπως παράξενο. Της είπαν πως πρέπει να φορέσει
ένα κάτασπρο φόρεμα και να σταθεί για τριάντα νύχτες στην πόρτα του όμορφου
βοσκού. Μ’ ένα αγκάθι από τριαντάφυλλο να τρυπάει το δέρμα της πάνω από το μέρος της καρδιάς και με το αίμα
της να γράφει το όνομά της στην πόρτα του νέου που αγαπούσε παράφορα.
Έτσι κι έκανε.
Κι αφού πότισε με το αίμα της η ερωτευμένη κόρη τριάντα νύχτες τη γη μπροστά
από την πόρτα του σπιτιού του Ακταίονα, από την ποτισμένη γη φύτρωσε ένα φυτό,
που έκανε ένα πανέμορφο λουλούδι. Έτσι, ένα πρωινό, που άνοιξε την πόρτα του ο
νέος, είδε το ωραιότατο λουλούδι με τα βαθυκόκκινα άνθη, τα καμωμένα από το
αίμα της ερωτευμένης βοσκοπούλας, και η καρδιά του γέμισε από αγάπη για την
Αμαρυλλίδα. Με αυτή τη θυσία η Αμαρυλλίδα κέρδισε την αγάπη του Αλταίονα κι
έζησαν από τότε ευτυχισμένοι μέχρι τα βαθειά τους γεράματα.
Αυτός ο
σύντομος μύθος είναι η αιτία να κάνουμε κάποιες σκέψεις προσπαθώντας να τον
αποσυμβολίσουμε. Στο μύθο έχουμε την περίπτωση μιας ερωτευμένης νέας, που
επιθυμεί να κερδίσει τον έρωτα του νέου, που αγαπά. Αφού τα φυσικά της προσόντα
δεν ήσαν αρκετά να διεγείρουν το ενδιαφέρον του, κατέφυγε στο μαντείο των
Δελφών. Εκεί πήρε χρησμό για τη θυσία, στην οποία έπρεπε να υποβληθεί, για να
τον κερδίσει. Ήταν τόση μεγάλη η αγάπη της Αμαρυλλίδας για τον Αλταίονα, που
δεν δίστασε να προχωρήσει σ’ αυτή την αιματηρή θυσία! Καθημερινά τρυπούσε το
κορμί της για να χυθεί το αίμα της, που πότιζε τη γη μπροστά στη θύρα του
αγαπημένου της. Ο συγγραφέας Πάολο Κοέλιο στο βιβλίο του “Ο Αλχημιστής” γράφει:
«Όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις». Και το
σύμπαν συνωμότησε για να γίνει πραγματικό το όνειρο της κόρης. Να κερδίσει τον
έρωτα του Αλταίονα, κάτι που στο τέλος κατάφερε με την επιμονή της. Γιατί
όποιος επιμένει, στο τέλος είναι ο νικητής.
Ο Κοέλιο στο
ίδιο βιβλίο γράφει: «Η αγάπη δε θα πει να μένεις ακίνητος όπως η έρημος, ούτε
να διασχίζεις τον κόσμο όπως ο άνεμος, ούτε να τα βλέπεις όλα από μακριά όπως o
ήλιος. Η αγάπη είναι η δύναμη που μεταμορφώνει και καλυτερεύει την Ψυχή του
Κόσμου. Όταν μπήκα μέσα της πρώτη φορά τη βρήκα τέλεια. Μετά, όμως διαπίστωσα
ότι ήταν μια αντανάκλαση όλων των υπάρξεων και ότι είχε τους πολέμους και τα
πάθη μας.»
Η αγάπη στο
τέλος μεταμόρφωσε την καρδιά του Αλταίονα. Και επιπλέον καλυτέρεψε την Ψυχή του
Κόσμου, γιατί η ωραία εμπειρία απ’ αυτή την αγάπη προστέθηκε σαν παγκόσμια
εμπειρία στην Παγκόσμια Ψυχή.
Οι πρόγονοί
μας θεοποίησαν τον Έρωτα. Τον παρίσταναν σαν ένα παιδάκι με φτερά στους ώμους. Ο
Λόγγος στο βιβλίο “Τα κατά Δάφνιν και Χλόην” περιγράφει τον Έρωτα σαν ένα
πειραχτήρι, που αναστάτωνε τον κήπο ενός βοσκού, του Φιλητά. Στο κείμενο που
ακολουθεί, έχουμε τη διήγηση του Φιλητά σχετικά με την εμφάνιση του Έρωτα στον
κήπο και όσα ο ίδιος ο θεός του δίδαξε για την φύση του και την δύναμή του:
[[ Τότε έσκασε
στα γέλια κι είπε με μια φωνή, που μήτε χελιδόνι βγάζει μήτ᾽ αηδόνι, μήτε και κύκνος φτασμένος στα δικά μου χρόνια:
"Καθόλου δε με πειράζει να με φιλήσεις, Φιλητά, γιατί μ᾽ αρέσει να με φιλάνε πιο πολύ κι απ᾽ ό,τι
θα σου άρεσε εσένα να ξανανιώσεις. Σκέψου ωστόσο, αν ταιριάζει τέτοιο δώρο στα
χρόνια σου - γιατί όσο γέρος κι αν είσαι, άμα με φιλήσεις μια φορά δε θα πάψεις
να με κυνηγάς. Κι εμένα δε με πιάνει ούτε γεράκι, ούτε αετός, ούτε και πουλί
πιο γοργόφτερο κι από κείνα, αν υπάρχει. Γιατί εγώ παιδί δεν είμαι, κι ας
μοιάζω για παιδί. Είμαι πιο γέρος κι από τον Κρόνο,2 κι από τον ίδιο τον αιώνιο
Χρόνο. Σε ξέρω από τότε που ήσουν νέο παλικάρι κι έβοσκες το κοπάδι σου
σκορπισμένο σ᾽ εκείνα τα βαλτολίβαδα. Στο πλάι σου
ήμουν όταν καθόσουν σ᾽ εκείνες τις βελανιδιές κι έπαιζες
φλογέρα, τον καιρό που ήσουν ερωτευμένος με την Αμαρυλλίδα3 -όμως εσύ δε μ᾽ έβλεπες, κι ας στεκόμουνα πολύ κοντά στο κορίτσι. Να που σου την
έδωσα γυναίκα, και σου ᾽κανε παιδιά που γίνανε καλοί ζευγάδες
και γελαδάρηδες. Τώρα φροντίζω σα βοσκός τον Δάφνη και τη Χλόη, κι ευθύς ως
τους φέρω τον ένα κοντά στον άλλον, τα ξημερώματα, έρχομαι στον κήπο σου όπου
χαίρομαι τα λουλούδια και τα δέντρα και λούζομαι σε τούτες τις πηγές. Να γιατί
είν᾽ όμορφα τα λουλούδια και τα δέντρα
-γιατί ποτίζονται με το νερό που με λούζει. Κοίτα να δεις αν έσπασε κανένα από
τα δέντρα σου, αν λείπει καρπός, αν πατήθηκε ρίζα από λουλούδι, αν θόλωσε καμιά
πηγή! Και να χαίρεσαι, γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος που του δόθηκε στα γεράματα
να δει τούτο το παιδί!"
Μ᾽ αυτά τα λόγια πήδηξε σαν αηδονάκι πάνω στις μυρτιές, και
σκαρφαλώνοντας από κλαρί σε κλαρί μέσα από τα φύλλα ανέβηκε στην κορφή. Είδα
πως είχε και φτερά στους ώμους, κι ανάμεσα στους ώμους και στα φτερά μικρό
δοξάρι -κι ύστερα χάθηκαν κι αυτά κι ο ίδιος. Κι εξόν αν του κάκου έχουν
ασπρίσει τα μαλλιά μου, ή αν λιγόστεψαν τα λογικά μου με τα χρόνια, στον Έρωτα
είστε αφιερωμένοι, παιδιά μου, κι ο Έρωτας σας φροντίζει». (Λόγγος, βιβλ. ΙΙ,
5, 1-5 και 6, 1-2)
Αυτή η διήγηση
του γεροβοσκού Φιλητά προς τον Δάφνη και τη Χλόη κέντρισαν την περιέργεια των
νέων και ζήτησαν να μάθουν περισσότερα για τον φτερωτό θεό. Συνεχίζει ο
συγγραφέας:
[[ Τα παιδιά
καταδιασκέδασαν, λες κι άκουγαν παραμύθι κι όχι σοβαρή κουβέντα, και γύρεψαν να
μάθουν τι λογής πλάσμα είν᾽ ο Έρωτας, παιδί ή πουλί, και ποια η
δύναμή του. Πάλι λοιπόν μίλησεν ο Φιλητάς: «Θεός είν᾽ ο Έρωτας, παιδιά μου, νέος κι όμορφος και φτερωτός. Γι᾽ αυτό και χαίρεται τα νιάτα, κυνηγάει την ομορφιά και φτερώνει τις
ψυχές. Η δύναμή του είναι πιο τρανή κι από του Δία: κυβερνάει τα στοιχεία,
κυβερνάει τ᾽ άστρα, κυβερνάει και τους άλλους
θεούς. Ούτε και σεις δεν έχετε τόσην εξουσία πάνω στα γιδοπρόβατά σας. Όλα τα
λουλούδια είναι φτιαγμένα από τον Έρωτα, δικό του έργο είναι τούτα τα δέντρα. Αυτός
κάνει τα ποτάμια να κυλάνε, τους ανέμους να φυσάνε. Έχω δει ταύρο να ερωτεύεται
και να μουγκρίζει σαν να τον τσίμπησε αλογόμυγα -και τράγο ν᾽ αγαπάει γίδα και να την ακολουθάει παντού. Αλλά κι εγώ ο ίδιος
ήμουν κάποτε νέος κι ερωτεύθηκα την Αμαρυλλίδα, και μήτε φαγί σκεφτόμουν μήτε
ποτό άγγιζα μήτε ύπνο έβρισκα. Πονούσε η ψυχή μου, χτυπούσε η καρδιά μου, μ᾽ έπιανε σύγκρυο στο κορμί. Φώναζα σα να με χτυπούσαν, σώπαινα σα
νεκρός, βουτούσα στα ποτάμια σα να καιγόμουν. Γύρευα βοήθεια από τον Πάνα, μιας
κι ο ίδιος είχε αγαπήσει την Κουκουναριά. Μου άρεσε η Ηχώ, γιατί επαναλάβαινε τ᾽ όνομα της Αμαρυλλίδας ύστερα από μένα. Έκανα κομμάτια τις φλογέρες,
που γήτευαν τις αγελάδες αλλά δεν μου φέρναν την Αμαρυλλίδα. Για τον έρωτα δεν
υπάρχει φάρμακο που να πίνεται, μήτε που να τρώγεται, μήτε που ν᾽ απαγγέλνεται με ξόρκια - παρά μόνο το φιλί και τ᾽ αγκάλιασμα και το πλάγιασμα κοντά κοντά με τα κορμιά γυμνά». ». (Λόγγος,
βιβλ. ΙΙ, 7, 1-7)
Η Αμαρυλλίδα
που αναφέρει ο γεροβοσκός δεν είναι η βοσκοπούλα του μύθου μας. Είναι η δικιά
του αγαπημένη, που έτυχε να έχει το ίδιο όνομα με τη δική μας ηρωίδα. Είναι
ηρωίδα η Αμαρυλλίδα του μύθου μας, γιατί θέλει ηρωική καρδιά το τόλμημά της να
κερδίσει τον έρωτα του Αλταίονα. Από τη μια κάνει ένα μακρινό ταξίδι μέχρι το
μαντείο των Δελφών, για να την βοηθήσει ο Απόλλωνας υποδεικνύοντας τον τρόπο
για να κερδίσει την αγάπη του ανθρώπου, που είχε συνεπάρει την καρδιά του. Κι
από την άλλη δίνει κάτι πολύτιμο για εκείνην, το αίμα της, ώστε να πετύχει τον
στόχο της. Γιατί είναι νόμος της φύσης, πως τίποτα δεν κερδίζεται αν δεν
πληρώσεις το αντίτιμό του! Και ο έρωτας θέλει θυσίες και πόνο! Κερδίζεις την
ευτυχία, αλλά την πληρώνεις με πολύ πόνο.
Είναι πολλά τα παραδείγματα- και μας έχει δώσει θαυμάσια δείγματα η παγκόσμια λογοτεχνία για μεγάλους έρωτες κι ερωτικά δράματα- όπου ο ερωτοχτυπημένος άνθρωπος- ο άνθρωπος που τον συνεπαίρνει το ερωτικό πάθος- ανεβαίνει στα ουράνια και την ίδια στιγμή βυθίζεται στην κατάθλιψη. Εκτός από έντονο συναίσθημα, η λέξη “πάθος” σημαίνει κατ’ ουσίαν ταλαιπωρία και πόνο. Επί αιώνες, τα πάθη- με τον έρωτα να δεσπόζει- θεωρούνταν αδυναμίες αντίθετες προς τη λογική. Κι όμως, πρόκειται για ένα καταπληκτικό σχέδιο, καλά δουλεμένο από τη μητέρα φύση, η οποία επινόησε και εξέλιξε το τέχνασμα του ερωτικού πάθους για να αναταράξει τα συναισθήματα και τη λογική, τα οποία δεν αφήνει να τελματώσουν, αλλά και για βοηθήσει στην αναπαραγωγή του είδους μας.
Είναι πολλά τα παραδείγματα- και μας έχει δώσει θαυμάσια δείγματα η παγκόσμια λογοτεχνία για μεγάλους έρωτες κι ερωτικά δράματα- όπου ο ερωτοχτυπημένος άνθρωπος- ο άνθρωπος που τον συνεπαίρνει το ερωτικό πάθος- ανεβαίνει στα ουράνια και την ίδια στιγμή βυθίζεται στην κατάθλιψη. Εκτός από έντονο συναίσθημα, η λέξη “πάθος” σημαίνει κατ’ ουσίαν ταλαιπωρία και πόνο. Επί αιώνες, τα πάθη- με τον έρωτα να δεσπόζει- θεωρούνταν αδυναμίες αντίθετες προς τη λογική. Κι όμως, πρόκειται για ένα καταπληκτικό σχέδιο, καλά δουλεμένο από τη μητέρα φύση, η οποία επινόησε και εξέλιξε το τέχνασμα του ερωτικού πάθους για να αναταράξει τα συναισθήματα και τη λογική, τα οποία δεν αφήνει να τελματώσουν, αλλά και για βοηθήσει στην αναπαραγωγή του είδους μας.
Η Αμαρυλλίδα,
λοιπόν, είναι η νέα με τα αγνά αισθήματα, που κατέχεται από το πείσμα να
κερδίσει τον έρωτα του ανθρώπου, προς τον οποίο την έστρεψε η φύση. Στα πρώτα
εμπόδια, στις πρώτες δυσκολίες, δεν τα παράτησε. Δεν είπε πως ήταν μια αδύναμη
γυναίκα, κι ως εκ τούτου ήταν αναγκασμένη να υποκύψει στη μοίρα της. Αντίθετα
πείσμωσε. Θωρακίστηκε με επιμονή και υπομονή. Γιατί επιθυμούσε σφοδρά να βρει
ανταπόκριση στον έρωτά της. Διεκδίκησε, έκανε θυσίες. Και στο τέλος είχε το
αποτέλεσμα που ονειρευόταν. Το αποτέλεσμα που ευχόταν με όλη την ψυχή της. Το
αποτέλεσμα που τόσο πολύ επιθυμούσε. Και ο στόχος επιτεύχθηκε. Στο τέλος
βρέθηκε στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Έτσι, έχουμε ακόμη ένα παράδειγμα πως
αν επιθυμούμε κάτι έντονα και επιμείνουμε, τελικά θα γευτούμε τους καρπούς του.
Για μια τέτοια αγάπη έγραψε η Σώτια Τσώτου τους υπέροχους στίχους:
«Δεν ξέρει η
αγάπη μοιρολόι, αρχή και τέλος
δε γνωρίζει.
Χτυπάει τ’
αόρατο ρολόι κι η γη
γυρίζει κι η γη γυρίζει.
Η αγάπη όλα τα
υπομένει, η αγάπη όλα τα
ελπίζει.
Δίνει ζωή στην
οικουμένη κι η γη
γυρίζει κι η γη γυρίζει.»
Ας δώσουμε
τώρα τη μεταφυσική διάσταση του μύθου.(*) Η Αμαρυλλίδα συμβολίζει την ψυχή και ο
Αλταίονας τον Ανώτερο Εαυτό. Η Αμαρυλλίδα, η συνεσταλμένη κόρη, δηλαδή η αγνή
ψυχή, ερωτεύτηκε τον Αλταίονα, το υψηλά ιστάμενο μέρος της ανθρώπινης
οντότητας, το πνευματικό μέρος της. Μέσα από το πάθος αυτού του έρωτα,
Αμαρυλλίδα- ψυχή έρχεται σε επαφή με τον Αλταίονα- Ανώτερο Εαυτό και ενώνεται
μ’ αυτόν, οδηγούμενη να γίνει από το «κατ’ εικόνα» στο καθ’ ομοίωσιν». Σε αυτό
θα παίξει σημαντικό ρόλο η ερχομός της νέας στο ιερό των Δελφών, όπου δεσπόζουν
οι Δελφικές προτροπές: «Γνώθι σαυτόν» και «Μηδέν άγαν».
Ο Παυσανίας
στο βιβλίο του “Φωκικά” γράφει: «Εν δέ τω προνάω τά εν Δελφοίς γεγραμμένα,
εστίν ωφελήματα ανθρώποις». Αυτά τα πρώτα ωφελήματα πήρε η Αμαρυλλίδα μόλις
μπήκε στον χώρο του ιερού. Στον πρόναο του Ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς,
αναγράφονταν τα δύο περίφημα Δελφικά παραγγέλματα, «Γνώθι σαυτόν» και «Μηδέν
άγαν», εκατέρωθεν του ιερού γράμματος Ε. Το γράμμα “ Έψιλον” (Ε) σαν σύμβολο
σχετίζεται άμεσα με την Δελφική Ηλιακή μυσταγωγία, την μύηση του ανθρώπου στο
φως.
Η τοποθέτησή του στο αέτωμα του Δελφικού Ναού του Απόλλωνα (θεού του Φωτός - Ηλιακή λατρεία) δηλώνει την αέναη σχέση του με το φως. Την τελείωση του ανθρώπου και την μετατόπισή του από την ύλη στο πνεύμα. Το γράμμα Ε είναι σαν σχήμα η έκφανση της θείας τριαδικότητας. Επίσης το γράμμα Ε ως αριθμός συμβολίζεται με τον αριθμό 5, που είναι τα 4 κοσμογονικά στοιχεία- της Γής, του Αέρα, του Νερού και του Πυρός- με την πεμπτουσία του Ουράνιου Αιθέρα. Όλα αυτά συνθέτουν τον άνθρωπο. Επίσης γνωρίζουμε ότι το ιερό πεντάγραμμο (πεντάλφα) συμβολίζει τον άνθρωπο και παράλληλα τα 5 στοιχεία που τον αποτελούν κατά τους Πυθαγόρειους μύστες όπου το είχαν σαν ιερό σύμβολο.
Η τοποθέτησή του στο αέτωμα του Δελφικού Ναού του Απόλλωνα (θεού του Φωτός - Ηλιακή λατρεία) δηλώνει την αέναη σχέση του με το φως. Την τελείωση του ανθρώπου και την μετατόπισή του από την ύλη στο πνεύμα. Το γράμμα Ε είναι σαν σχήμα η έκφανση της θείας τριαδικότητας. Επίσης το γράμμα Ε ως αριθμός συμβολίζεται με τον αριθμό 5, που είναι τα 4 κοσμογονικά στοιχεία- της Γής, του Αέρα, του Νερού και του Πυρός- με την πεμπτουσία του Ουράνιου Αιθέρα. Όλα αυτά συνθέτουν τον άνθρωπο. Επίσης γνωρίζουμε ότι το ιερό πεντάγραμμο (πεντάλφα) συμβολίζει τον άνθρωπο και παράλληλα τα 5 στοιχεία που τον αποτελούν κατά τους Πυθαγόρειους μύστες όπου το είχαν σαν ιερό σύμβολο.
Τρείς φορές
τοποθετήθηκε το Ε (Έψιλον) στην κορυφή τού αετώματος τού ναού τού Απόλλωνα
στους Δελφούς, κατάντικρυ σε όποιον πλησίαζε την κεντρική, ανατολική πύλη του,
πάντοτε συνοδευόμενο από το «Γνώθι σαυτόν» στην κάτω αριστερή γωνία και το
«Μηδέν άγαν» στην κάτω δεξιά τού ιδίου αετώματος. Το Ε δηλώνει, τον ενωτικό
χαρακτήρα τού τρισυπόστατου θείου και γι’ αυτό αφιερώθηκε, μαζί με τα ''Γνώθι
σαυτόν'' καί το ''Μηδέν Άγαν'', που είναι επίσης ενωτικά παραγγέλματα - αφού
δεν νοείται ένωση χωρίς την βαθιά, νοητική γνώση τού Εγώ, αλλά ούτε και
προσέγγιση της με παριθλαστικές λειτουργίες υπερβολής- στον θεό τού φωτός και
της αρμονίας.
Το «γνώθι
σαυτόν» από τους σοφούς και θιασώτες των μυστηρίων καθοριζόταν σαν ο
πρωταρχικός όρος της αυτοενδοσκόπησης, της αυτοκάθαρσης, της προσπάθειας για
πνευματική άνοδο και της ηθικής τελειοποίησης. Όπως αυτός που πήγαινε κατά την
παλιά εποχή στους Δελφούς για μαντεία αναγκαζόταν να αναγνώσει πάνω στο
προπύλαιο το ρητό τούτο, κατά τον ίδιο τρόπο και εκείνος που επιθυμεί την
καλυτέρευση της προσωπικότητάς του οφείλει να αρχίζει από την αυτογνωσία. Έλεγε
τότε συμβολικά ο Απόλλωνας στους προσκυνητές του: άνθρωπε, πριν εισέλθεις στο
άδυτο και ζητήσεις απάντηση στο ερώτημά σου, γνώρισε πρώτα τον εαυτό σου,
μελέτησέ τον, προσπάθησε να αποκαλύψεις τα προτερήματά σου και μειονεκτήματά
σου, τις τάσεις, τις ορμές, τις κλίσεις, τις έλξεις, τις επιθυμίες, τις
δυνατότητες. Γνώρισε το Είναι σου.
Τότε μόνο θα
σε ωφελήσει ο χρησμός μας. Κατά τον ίδιο τρόπο, για να ωφεληθεί η ψυχή, θα
πρέπει ο άνθρωπος να γνωρίσει σε βάθος της προσωπικότητά του. Να αφαιρέσει τα
περιττά και να κρατήσει τα ωφέλιμα. Να αυτοκαθαρθεί και να αυτοβελτιωθεί.
Το «Μηδέν
άγαν» έχει την έννοια: μακριά από κάθε υπερβολή». Επειδή οι υπερβολές βλάπτουν
την ψυχή του ανθρώπου στην άνοδό της, επειδή καθετί πέραν του μέτρου ζημιώνει
και δεν ωφελεί. Επομένως τα πάντα με μέτρο, για να έρθουμε και σε ένα ακόμη
δελφικό παράγγελμα, το «παν μέτρον άριστον»! Αυτά τα σπουδαία μαθήματα πήρε η
Αμαρυλλίδα- ψυχή στο ιερό των Δελφών.
Η ψυχή κατά
τον Πλάτωνα διαιρείται σε τρία μέρη. Το πρώτο και κατώτερο ονομάζεται
«επιθυμητικό» και είναι η έδρα των ηδονών και των όλων των επιθυμιών,
οποιασδήποτε φύσης. Το δεύτερο ονομάζεται «θυμοειδές» και είναι η έδρα του
πάθους. Και το τρίτο είναι το αθάνατο μέρος της ψυχής μας, το «λογιστικό», που
στεγάζει το λογικό και την ορθή κρίση. Τρεις βασικές αρετές, η σωφροσύνη, η
ανδρεία και η σοφία, αντιστοιχούν στα τρία μέρη της ψυχής, και χαρακτηρίζουν
τον ενάρετο βίο. Σε αυτές πρέπει να προστεθεί και μια τέταρτη, η δικαιοσύνη,
που αντιστοιχεί στην ισορροπία του συνόλου. Τις αρετές αυτές τις είχε
καλλιεργήσει η Αμαρυλλίδα, οπότε είχε μια εξυψωμένη ψυχή. Στο ναό των Δελφών
γνώρισε τον τρόπο για να κάνει τον Αλταίονα- Ανώτερο Εαυτό να ξεφύγει από την
αδρανειακή κατάσταση. Να πάψει να είναι ένας παθητικός θεατής και να
ανταποκριθεί στον έρωτα της ψυχής, γιατί πλέον η ψυχή αφυπνίστηκε. Άξιζε να
εκδηλώσει το ενδιαφέρον ο Ανώτερος Εαυτός. Η ψυχή ξέφυγε από τις υλικές
επιθυμίες κι αναζήτησε το Απολλώνιο φως!
Ο Απόλλωνας
ήταν ένας πανέμορφος θεός, πανύψηλος, με καταπληκτική κορμοστασιά, γαλάζια
μάτια και κατάξανθες μακριές μπούκλες. Ο Ιωαν. Σταματάκος στο “λεξικό της
αρχαίας ελληνικής γλώσσης” γράφει ότι το όνομα Απόλλων συνδέεται με το θέμα
απλ- (= είμαι δυνατός), οπότε η λέξη Απλων (=είμαι δυνατός, ο βοηθών)
σχετίζεται με το Απέλλων. Ο τύπος Απόλλων προήλθε από την κλητική του
Άπολλον< Άπελλον. Όλες αυτές οι λέξεις ανάγονται στη ριζική βάση apel (=
διεγείρειν, κινείν, προκαλείν), οπότε Απόλλων (= ο δημιουργός, ο προκαλών, ο
διεγείρων), οπότε ο θεός αυτός διεγείρει την ψυχή και από την υλική της
προσκόλληση, την κάνει να αναζητήσει την ένωσή της με το πνεύμα. Να γίνει η
ίδια πνεύμα! Από ψυχή να γίνει Ψυχή.
Αναγνωρίζοντας
τη σύνδεση του θεού με το φως, ο μύστης Πλούταρχος μας λέει: «Ακούμε από τους
θεολόγους, άλλοτε σε ποιητικό και άλλοτε σε πεζό λόγο, να υμνούν και να λεν ότι
ο θεός είναι εκ φύσεως άφθαρτος και αιώνιος, υφίσταται όμως μεταβολές του
εαυτού του εξαιτίας ενός σχεδίου και μιας εντολής από τη μοίρα. Άλλοτε, λοιπόν,
καίει τη φύση του στη φωτιά, εξομοιώνοντας τα πάντα με τα πάντα, άλλοτε όμως,
υφιστάμενος κάθε είδους διαφοροποιήσεις στη μορφή, τα πάθη και τις δυνάμεις
του, όπως γίνεται και τώρα, αποκαλείται κόσμος, σύμφωνα με το γνωστό του όνομα.
Οι πιο σοφοί, όμως, θέλοντας να κρύψουν την αλήθεια απ’ το πλήθος, ονομάζουν τη
μεταβολή του θεού σε φωτιά “Απόλλωνα” εξαιτίας της μοναδικότητάς του, και
“Φοίβο” εξαιτίας της καθαρότητας και της αγνότητάς του.» (Πλούταρχος, “Περί του
Ει του εν Δελφοίς”, 388F- 389A)
Ο μύθος μας
αναφέρει ότι ο Αλταίονας ήταν το ίδιο όμορφος με το θεό Απόλλωνα. Επομένως ο
Ανώτερος Εαυτός μας είναι θείος. Απλά περιμένει την υπέρβαση της ψυχής για να
ανταποκριθεί στο κάλεσμά της και να ενδώσει στο ερωτικό της κάλεσμα. Όσο η ψυχή
ενδιαφέρεται μόνο για τις γήινες απολαύσεις, για την πεζή ζωή, τη ζωή χωρίς
πνευματικές αναζητήσεις, ο Αλταίονας- Ανώτερος Εαυτός είναι άδειος κι αδιάφορος
για τα γήινα. Κατέχεται όμως από την επιθυμία ν’ ανθίσει το λουλούδι της ψυχής
και να του προσφερθεί!
Ο Απόλλωνας
αντιπροσωπεύει ένα ιδιαίτερο μέρος συμπαντικών δυνάμεων που αποβλέπουν στην
κοσμική εξέλιξη. Ο Πρόκλος λέει: «Γιατί ο Δίας και η Ήρα και ο Απόλλωνας και η
Αθηνά, μετά το υπερουράνιο μερίδιό τους, έχουν προόδους και συμπαρατάξεις
κοινές με τους εγκόσμιους θεούς• γιατί και από όλους τους ανεξάρτητους από τον
κόσμο θεούς κατεβαίνουν στο σύμπαν δυνάμεις που συμπληρώνουν ακόμα και την
τελευταία βαθμίδα των θεών.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ς΄,
103)
Η κοσμική
εξέλιξη γίνεται σταδιακά, χωρίς να βιάζεται η φύση, που παρέχει όλα όσα
χρειάζεται η ψυχή για να ανέλθει από τα κατώτερα στα ανώτερα και να φτάσει στη
θεία πατρίδα, σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε ουράνια βασιλεία.
Ο Πλωτίνος
περιγράφει τις διάφορες περιπτώσεις ανθρώπων που συναντάμε γύρω μας με βάση τον
βαθμό εξέλιξης:
«Όλοι οι άνθρωποι, από την αρχή που γεννιούνται, χρησιμοποιούν την αίσθηση πριν από τον νου και, κατ’ ανάγκη, τα αισθητά είναι τα πρώτα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι• κάποιοι έμειναν εδώ και έζησαν τη ζωή τους, νομίζοντάς την πρώτη και τελευταία, και, αφού θεώρησαν πως ό,τι είναι γι’ αυτούς δυσάρεστο και ευχάριστο είναι κακό και καλό αντιστοίχως, έκριναν πως αρκεί αυτό και πέρασαν τη ζωή τους επιδιώκοντας το ένα και προσπαθώντας ν’ αποφύγουν το άλλο. Όσοι διεκδικούν λογική σκέψη, το έκαναν αυτό φιλοσοφία τους, όπως τα βαριά πουλιά, που πήραν πολλά πράγματα από τη γη, βάρυναν και δεν μπορούν να πετάξουν ψηλά, παρ’ ότι η φύση τους έδωσε φτερά. Άλλοι σηκώνονται λίγο από τα κάτω πράγματα, διότι το ανώτερο μέρος της ψυχής τους κίνησε από το ευχάριστο προς το ωραιότερο, ανήμποροι, όμως, όπως ήταν να δουν το επάνω, καθώς δεν είχαν πού αλλού να σταθούν, ήρθαν προς τα κάτω, μαζί με το όνομα της αρετής, σε πράξεις και “επιλογές” της κάτω περιοχής, απ’ όπου στην αρχή προσπάθησαν να σηκωθούν. Υπάρχει, τέλος, ένα τρίτο γένος θεϊκών ανθρώπων, που με τη μεγαλύτερη δύναμή τους και με την οξύτητα των οφθαλμών τους είδε, με ξεχωριστή, θα ‘λεγε κανείς, οξυδέρκεια, την επάνω δόξα και υψώθηκε εκεί, σαν πάνω από τα σύννεφα και από την καταχνιά του εδώ κόσμου, κι έμεινε εκεί, παραβλέποντας όλα τα πράγματα του εδώ κόσμου και αντλώντας ευχαρίστηση στην αληθινή περιοχή, που είναι δική τους, σαν τον άνθρωπο που, ύστερα από μεγάλη περιπλάνηση, φτάνει στην ευνομούμενη πατρίδα του.» (Πλωτίνος, “Εννεάδες”, εννεάς πέμπτη, 9, ο νους, οι ιδέες και το ον, 1)
«Όλοι οι άνθρωποι, από την αρχή που γεννιούνται, χρησιμοποιούν την αίσθηση πριν από τον νου και, κατ’ ανάγκη, τα αισθητά είναι τα πρώτα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι• κάποιοι έμειναν εδώ και έζησαν τη ζωή τους, νομίζοντάς την πρώτη και τελευταία, και, αφού θεώρησαν πως ό,τι είναι γι’ αυτούς δυσάρεστο και ευχάριστο είναι κακό και καλό αντιστοίχως, έκριναν πως αρκεί αυτό και πέρασαν τη ζωή τους επιδιώκοντας το ένα και προσπαθώντας ν’ αποφύγουν το άλλο. Όσοι διεκδικούν λογική σκέψη, το έκαναν αυτό φιλοσοφία τους, όπως τα βαριά πουλιά, που πήραν πολλά πράγματα από τη γη, βάρυναν και δεν μπορούν να πετάξουν ψηλά, παρ’ ότι η φύση τους έδωσε φτερά. Άλλοι σηκώνονται λίγο από τα κάτω πράγματα, διότι το ανώτερο μέρος της ψυχής τους κίνησε από το ευχάριστο προς το ωραιότερο, ανήμποροι, όμως, όπως ήταν να δουν το επάνω, καθώς δεν είχαν πού αλλού να σταθούν, ήρθαν προς τα κάτω, μαζί με το όνομα της αρετής, σε πράξεις και “επιλογές” της κάτω περιοχής, απ’ όπου στην αρχή προσπάθησαν να σηκωθούν. Υπάρχει, τέλος, ένα τρίτο γένος θεϊκών ανθρώπων, που με τη μεγαλύτερη δύναμή τους και με την οξύτητα των οφθαλμών τους είδε, με ξεχωριστή, θα ‘λεγε κανείς, οξυδέρκεια, την επάνω δόξα και υψώθηκε εκεί, σαν πάνω από τα σύννεφα και από την καταχνιά του εδώ κόσμου, κι έμεινε εκεί, παραβλέποντας όλα τα πράγματα του εδώ κόσμου και αντλώντας ευχαρίστηση στην αληθινή περιοχή, που είναι δική τους, σαν τον άνθρωπο που, ύστερα από μεγάλη περιπλάνηση, φτάνει στην ευνομούμενη πατρίδα του.» (Πλωτίνος, “Εννεάδες”, εννεάς πέμπτη, 9, ο νους, οι ιδέες και το ον, 1)
Και αμέσως
αναρωτιέται ο συγγραφέας των Εννεάδων: «Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός ο τόπος; Και
πώς θα μπορούσε κάποιος να φτάσει εκεί;»
Ο ουράνιος
τόπος υπάρχει. Η ψυχή τον γνωρίζει. Μέσα της υπάρχει η σπίθα που θα την
φλογίσει για την επιστροφή. Μέσα της είναι ενσωματωμένο και το σχέδιο ή ο
τρόπος για να πετύχει την επιστροφή. Η Αμαρυλλίδα γνώρισε, ήταν βέβαιη, πως θα
πλησιάσει τον αγαπημένο της με το χρησμό του μαντείου. Ουσιαστικά αποτραβήχτηκε
από τις βιοτικές της μέριμνες- τη βοσκή του κοπαδιού- κι αποσύρθηκε στο ιερό
μέσα της. Μέσα της ήταν το ιερό, γιατί ο Θεός είναι πανταχού πληρών. Υπάρχει
στο καθετί, είτε είναι σημαντικό, είτε είναι ασήμαντο. Ενοικεί στον άγιο- όπου
μεγαλουργεί με συμβουλές προς τους φλογισμένους με πίστη ή τους ευρισκόμενους
σε απόγνωση συνανθρώπους του, με διδαχές και θαύματα- αλλά και στον τελευταίο
άθρησκο- όπου περιμένει με υπομονή να ανάψει η ένθεη σπίθα. Ο Θεός ενοικεί στον
άνθρωπο, στα ζώα, στα φυτά, σε ολόκληρη την πλάση. Ακόμη και μια πέτρα να σχίσουμε,
μέσα της θα βρούμε τη θεότητα!
Ο Φρειδερίκος
Νίτσε στο βιβλίο του “Η γέννηση της Τραγωδίας” αναφέρει:
«Αλλά ο
Απόλλων μας φαίνεται στο εξής σαν η θεοποίηση της αρχής της εξατομίκευσης, της
μόνης που εκπροσωπεί τον αιώνια πραγματοποιούμενο σκοπό της πρωταρχικής
Ενότητας: Τη δικαίωσή της με τη φαινομενικότητα. Μας δείχνει με μια υπέροχη
χειρονομία πως ο κόσμος του πόνου είναι ολότελα αναγκαίος για να μπορέσει το
άτομο, ωθούμενο απ’ αυτόν, να γεννήσει το όραμα που το αποζημιώνει και,
βυθισμένο σ’ αυτή την ενατένιση, να μείνει ήρεμο μέσα στη θαλασσοδαρμένη βάρκα
του…Ο Απόλλων,
ηθική θεότητα, απαιτεί από τους πιστούς του να τηρούν το μέτρο, δηλαδή ν’
αρχίσουν απ’ τη γνώση του εαυτού τους. Μ’ αυτό τον τρόπο, εκτός από την ηθική
αναγκαιότητα του ωραίου, αναγνωρίζει κανείς και τις επιταγές του «Γνώθι
σαυτόν!» και «Μηδέν άγαν!» ενώ η υπερβολική υπερηφάνεια και η έλλειψη μέτρου
θεωρούνται σαν οι κατ’ εξοχήν εχθρικοί δαίμονες, που προέρχονται από τη μη απολλώνια
σφαίρα, σαν ιδιότητες που ανήκουν στη μη απολλώνια εποχή, την εποχή των
τιτάνων, και στον μη απολλώνιο κόσμο, δηλαδή στους βαρβάρους.»
Εδώ να
τονίσουμε ότι το περίφημο «Γνώθι σαυτόν» ουσιαστικά αντιπροσώπευε το «άνθρωπε,
γνώρισε τον θεό που υπάρχει μέσα σου», δηλαδή συνειδητοποίησε ότι είσαι πολύ
περισσότερο από αυτό που νομίζεις ότι είσαι. Είσαι υιός Θεού! και πρέπει με την
προσπάθειά σου να γίνεις Υιός Θεού! Η προτροπή δόθηκε από τον Ιησού: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν.» (Ματθαίος, ε΄, 48)
Η Αμαρυλλίδα
ζώντας στον κόσμο του πόνου είχε την κατάλληλη ώθηση να δημιουργήσει μέσα της
το όραμα να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Αλταίονα. Γνώρισε σε βάθος τον εαυτό
της, διέγνωσε την μεγάλη ανάγκη της να δοθεί στον αγαπημένο της ψυχή τε και
σώματι, και έκανε τη μεγάλη θυσία. Έσταζε σταγόνες αίματος για να γεννηθεί το
λουλούδι, που θα γινόταν ο συνδετικός κρίκος ψυχής- Ανώτερου Εαυτού! Έτσι
φύτρωσε το λουλούδι που πρόσφερε η Αμαρυλλίδα- ψυχή στον Αλταίονα- Ανώτερο
εαυτό. Τριάντα νύχτες έμεινε η νέα έξω από την θύρα του αγαπημένου της. Δεν
ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις. Οι τριάντα μέρες μας φανερώνουν πως απαιτείται
μεγάλη χρονική περίοδος- ίσως να υπονοούνται και πολλές ενσαρκώσεις- για να
έχουμε το ποθούμενο.
Με το που
γεννήθηκε ο Απόλλωνας, μας λέει η παράδοσή μας, η μάνα του η Λητώ δεν πρόλαβε
να του προσφέρει το στήθος της για να βυζάξει καθόλου το νεογέννητο θεό. Αμέσως
τον πήρε η Θέμιδα κι έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ και λίγη
αμβροσία. Και όποιος θνητός νοερά γευθεί το θείο νέκταρ, η ψυχή του
διαπερνιέται από την ωραιότητα της δημιουργίας, και διαμέσου του Απόλλωνα
θεάται το θείον, όπως μας αναφέρει ο Πλωτίνος:
«Αυτοί που δεν
βλέπουν το όλον αναγνωρίζουν μόνο την εξωτερική εντύπωση, εκείνοι όμως που, θα
λέγαμε, μέθυσαν και γέμισαν τελείως από το νέκταρ, μιας και η ωραιότητα τους
διαπέρασε σε όλη τους την ψυχή, δεν μένουν απλοί θεατές. Διότι δεν είναι πια
ένα πράγμα έξω από ένα άλλο πάλι έξω που το θεάται, αλλά αυτό που βλέπει με
οξύτητα εμπεριέχει το αντικείμενο της όρασης και, μολονότι το έχει, αγνοεί ως
επί το πολύ ότι το έχει, και το κοιτάζει σαν να επρόκειτο για κάτι εξωτερικό,
διότι το κοιτάζει όπως ένα αντικείμενο όρασης και διότι θέλει να το βλέπει. Καθετί,
όμως, που βλέπει κάποιος ως αντικείμενο θέασης το βλέπει εξωτερικά. Αλλά πρέπει
κανείς να μεταφέρει μέσα του αυτό που βλέπει, να το βλέπει ως ένα και ως αυτός
ο ίδιος, όπως κάποιος που κατέχεται από το θεό, κυριευμένος από τον Απόλλωνα ή
κάποια Μούσα, μπορεί να εισαγάγει μέσα του τη θέα του θεού, αν διαθέτει την
εσωτερική δύναμη να βλέπει τον θεό.» (Πλωτίνος, “Εννεάδες”, εννεάς πέμπτη, 8,
το νοητό κάλλος, 10)
Η Αμαρυλλίδα
ανήκε σε εκείνη την σπάνια κατηγορία ανθρώπων που νοερά γεύτηκε το θείο νέκταρ.
Γι’ αυτό η ωραιότητα διαπέρασε την ψυχή της και επιζήτησε τον έρωτα του
Αλταίονα. Του Αλταίονα που είχε την ωραιότητα του Απόλλωνα, το φως και τον
ενθουσιασμό του (ενθουσιασμός = εν- θεού- ουσία). Επομένως ο έρωτας της κόρης
προς τον όμορφο βοσκό δεν ήταν γήινος. Ήταν ουράνιος, επειδή είχε τη δύναμη να
την υψώσει, να την φτάσει μέχρι τη θέωση.
Ο Αλταίονας,
κατά τον μύθο, είχε και τη δύναμη του Ηρακλή. Η λέξη Ηρακλής (= Ήρα+ κλέος)
σημαίνει το κλέος της Ήρας, δηλαδή τη δόξα της Ήρας. Ο Ηρακλής ήταν ο καρπός
του έρωτα του Δία- Νου και της θνητής Αλκμήνης- ύλης.
Η μυθολογία
μας αναφέρει πως ο Δίας παρέδωσε στον Ερμή τον Ηρακλή, μόλις γεννήθηκε, με την
εντολή να θηλάσει από το στήθος της Ήρας την ώρα που αυτή κοιμόταν. Όταν η θεά
ξύπνησε , οργισμένη πέταξε μακριά το βρέφος κι από την ορμή το γάλα της χύθηκε
στα πέρατα του ουρανού και δημιουργήθηκε έτσι ο Γαλαξίας. Η Ήρα θήλασε έστω και
ακούσια το μωρό Ηρακλή και η ψυχή του πήρε τις θείες ιδιότητες. Η σωματική του
ρώμη δείχνει το ψυχικό του σθένος. Γόνος του Δία και της θνητής Αλκμήνης είναι
αυτός που συνδέει το αθάνατο στοιχείο με το θνητό και εφόσον ο Ζεύς κληροδοτεί
σε αυτόν την εν δυνάμει κατάσταση της νοημοσύνης και των συλλογισμών θα πρέπει
και τα θνητά όντα να μετέχουν εν δυνάμει και της θείας Ψυχής της Ήρας.
Ο Ηρακλής
είναι ένας ημίθεος. Ανήκει στην τάξη των ηρώων για τους οποίους ο Πρόκλος
γράφει: «Φαίνεται ότι τα τελευταία σημεία του πρότερου κόσμου συνάπτονται
γενικά με τα πρώτα του δεύτερου κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, ο κύριός μας Ερμής,
όντας αρχαγγελική μονάδα, εξυμνείται ως θεός• ο Πλάτων, μάλιστα, όλη τη μεταξύ
θεών και ανθρώπων έκταση την ονομάζει δαίμονες.
Εκείνοι μεν είναι τέτοιοι από τη φύση τους, οι εδώ όμως μνημονευόμενοι από “το χρυσό γένος δαίμονες” και οι ημίθεοι ήρωες δεν είναι από τη φύση τους ήρωες και δαίμονες (δεν έρχονται δηλαδή πάντα μετά τους θεούς), αλλά κατά σχέση, ως ψυχές που παραδίδονται κατά φύση στη γένεση, όπως ήταν ο μεγάλος Ηρακλής και οι παρόμοιοι. Χαρακτηριστικό μάλιστα των ηρωικών τούτων ψυχών ήταν η επιτέλεση σπουδαίων έργων, η υπεροχή και η μεγαλοπρέπεια, και τους τέτοιου είδους ήρωες πρέπει να τους τιμάμε και να τους σεβόμαστε σύμφωνα με τα παραγγέλματα του “Αθηναίου ξένου”• πράγματι λέει ότι: “μετά τους θεούς, ο ευσεβής άνθρωπος θα αποδώσει τιμές στους δαίμονες και εν συνεχεία στους ήρωες”. Τούτο λοιπόν το ηρωικό γένος των ψυχών δεν έρχεται πάντοτε μετά τους θεούς, είναι αγνό και με περισσότερο νοητικό χαρακτήρα σε σχέση με τις άλλες ψυχές και, ενώ κατέρχεται για νε ευεργετήσει τη ζωή των ανθρώπων, ως συμμέτοχο και στο βαρύ στοιχείο της κάτω περιοχής, έχει ωστόσο έντονα αναγωγικό προς τα άνω χαρακτήρα και εύκολα αποχωριζόμενο την ύλη.» (Πρόκλος, “Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος”, 117)
Εκείνοι μεν είναι τέτοιοι από τη φύση τους, οι εδώ όμως μνημονευόμενοι από “το χρυσό γένος δαίμονες” και οι ημίθεοι ήρωες δεν είναι από τη φύση τους ήρωες και δαίμονες (δεν έρχονται δηλαδή πάντα μετά τους θεούς), αλλά κατά σχέση, ως ψυχές που παραδίδονται κατά φύση στη γένεση, όπως ήταν ο μεγάλος Ηρακλής και οι παρόμοιοι. Χαρακτηριστικό μάλιστα των ηρωικών τούτων ψυχών ήταν η επιτέλεση σπουδαίων έργων, η υπεροχή και η μεγαλοπρέπεια, και τους τέτοιου είδους ήρωες πρέπει να τους τιμάμε και να τους σεβόμαστε σύμφωνα με τα παραγγέλματα του “Αθηναίου ξένου”• πράγματι λέει ότι: “μετά τους θεούς, ο ευσεβής άνθρωπος θα αποδώσει τιμές στους δαίμονες και εν συνεχεία στους ήρωες”. Τούτο λοιπόν το ηρωικό γένος των ψυχών δεν έρχεται πάντοτε μετά τους θεούς, είναι αγνό και με περισσότερο νοητικό χαρακτήρα σε σχέση με τις άλλες ψυχές και, ενώ κατέρχεται για νε ευεργετήσει τη ζωή των ανθρώπων, ως συμμέτοχο και στο βαρύ στοιχείο της κάτω περιοχής, έχει ωστόσο έντονα αναγωγικό προς τα άνω χαρακτήρα και εύκολα αποχωριζόμενο την ύλη.» (Πρόκλος, “Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος”, 117)
Ο Δίας είναι ο
Νους και Ήρα η καθολική ψυχή του κόσμου … «Ψυχοτρόφους αύρας θνητοίς παρέχουσα
προσηνείς…. Χωρίς γαρ σέθεν ουδέν όλως ζωής φύσιν έγνω…» λέει ο ορφικός ύμνος
και μας παραπέμπει στην Ήρα– ψυχή από την οποία προήλθαν τα πάντα, αφού είναι η
ψυχή του κάθε μικροκοσμικού και μακροκοσμικού όντος. Δίας και Ήρα συγκροτούν
τον ιερό γάμο τον των δύο Αρχών σε μία και μοναδική Ουσία, μέσα στον κόσμο,
μέσα στη φύση, σε όλα τα όντα, σε ολόκληρο το Σύμπαν, όπου τα πάντα υπήρχαν,
υπάρχουν και θα υπάρχουν.
Αυτή τη θεία
ουσία είχε μέσα του ο Ηρακλής. Την ίδια ουσία είχε και ο Αλταίονας. Επομένως
την ίδια δύναμη έχει και ο Ανώτερος Εαυτός μας. Ο Εαυτός μας που προήλθε από
τον Ουράνιο Όλυμπο και σε αυτόν έχει οριστεί να επιστρέψει, όπου θα γίνει ένας
ουράνιος γάμος και θα εγκατασταθεί εκεί μόνιμα. Ας δούμε το γιατί.
Από το γάμο
της Ήρας και του Δία γεννήθηκαν ο Άρης ,η Ήβη και η Ειλείθυια. H Ήβη, κόρη του
ιερού ζευγαριού είναι το σύμβολο της νιότης, της ζωντάνιας, της ορμής και της
ομορφιάς. Είχε αναλάβει να προσφέρει στους θεούς νέκταρ και αμβροσία. Η
αμβροσία ήταν η τροφή που τους διατηρούσε πάντα νέους και τους προφύλαγε από τη
φθορά του χρόνου.
Η Ήβη, που
προκύπτει από τον γάμο Ψυχής και Νου, είναι η προσωποποίηση της αιώνιας
νεότητας, της αιώνιας άνοιξης- που ανανεώνει τα πάντα. Είναι η αιώνια νεότητα
που συνοδεύει την ψυχή, η οποία επάξια έφερε σε αρμονική λειτουργία τον
συναισθηματικό της κόσμο με τον νοητό. Η Ήβη αποτέλεσε την επισφράγιση της
συμφιλίωσης της Ήρας και του Ηρακλή. Αυτήν την θεά πήρε σαν σύζυγο ο Ηρακλής.
Έτσι η σύνδεση του κόσμου των αθάνατων θεών με τους θνητούς επιτεύχθηκε με τον
γάμο της Ήβης με τον εκπρόσωπο της θνητής ανθρωπότητας Ηρακλή. Με το γάμο αυτόν
ο Ηρακλής έμεινε για πάντα νέος, μακριά από κάθε κακό, χάρη στην αμβροσία που
του εξασφάλιζε η γυναίκα του. Και ο Ανώτερος Εαυτός μας είναι εσαεί νέος! Ο
Ηρακλής σαν πρότυπο της ανθρωπότητας μεταφέρει την θεία τροφή σε αυτήν.
Ο
νεοπλατωνιστής Πρόκλος μας λέει: «Ο θεϊκός Ιάμβλιχος θεωρεί ότι ο Δίας είναι ο
τελειοποιητής ολόκληρου του κόσμου του γίγνεσθαι, η Ήρα η αιτία της ζωής των
πάντων, και οι αδελφοί τους είναι αυτοί οι οποίοι μοιράζονται μαζί τους τη
γενεσιουργό δημιουργία και είναι και οι νόες και συμπληρώνονται με την ίδια
τελειότητα και δύναμη με την οποία συμπληρώνονται και εκείνοι.
Ο Θόδωρος,
αφού διαίρεσε και πάλι στα τρία την εν σχέσει ζωή που εμψυχώνει τον υλικό
τομέα, όπως συνηθίζει να σχηματίζει παντού τριάδες, αποκαλεί Δία τη ζωή που
διοικεί τον ανώτερο τομέα μέχρι τον αέρα, Ήρα τη ζωή που έλαβε σαν κλήρο της
τον τομέα του αέρα, και αδερφούς τους αυτούς που έλαβαν τους υπόλοιπους τομείς•
γιατί ο Δίας είναι το ουσιώδες στοιχείο της εν σχέσει ψυχής του υλικού τομέα,
επειδή τίποτα δεν είναι πιο ζωτικό από την ουσία, η Ήρα είναι το νοητικό της
στοιχείο, επειδή με τους λόγους που προέρχονται από τον αέρα διοικούνται τα
επίγεια, ενώ ο υπόλοιπος αριθμός είναι το ψυχικό στοιχείο που έχει διαιρεθεί
στα επιμέρους άτομα. (Πρόκλος, Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος, Ε΄, 190)
Και συνεχίζει:
«… ο Δίας δημιουργεί τα ορατά από τα αόρατα, η Ήρα τα εξελίσσει με τις κάθε
λογής μεταβολές των ορατών… ο Δίας διακοσμεί τα αισθητά με καθολικό τρόπο κατά
μίμηση του Ουρανού και η Ήρα κινεί τα πάντα και τα γεμίζει με δυνάμεις και τα
εξελίσσει σύμφωνα με κάθε πρόοδο…» (Πρόκλος, Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος, Ε΄, 192
και 194)
Όλα αυτά τα
στοιχεία συγκεντρώνει μέσα του ο Ηρακλής. Επομένως όλα αυτά τα θεία στοιχεία
αντιπροσωπεύει ο Αλταίονας και δίκαια η Αμαρυλλίδα κατέχεται από έρωτα γι’
αυτόν. Δίκαια, λοιπόν, η ψυχή κατέχεται από θείο πόθο για τον Ανώτερο Εαυτό! Ο
Ηρακλής→ Αλταίονας→ Ανώτερος Εαυτός είναι ο συνδετικός
κρίκος του θείου κόσμου- συνδέοντας το πάνω με το κάτω- και του ανθρώπου-
συνδέοντας το κάτω με το επάνω- και γι’ αυτό ο άνθρωπος «άνω θρώσκει». Ο Ερμής
ο Τρισμέγιστος μας είχε πει: «ως εν τοις άνω, ούτω κι εν τοις κάτω, ως εν τοις
κάτω, ούτω κι εν τοις πάνω». Αυτός που συνδέει τον μεγάκοσμο με τον μικρόκοσμο
είναι ο άνθρωπος. Ένεκα αυτού του γεγονότος η τελική θέση του ανθρώπου, όταν
τελειωθεί, θα είναι ανώτερη των αγγέλων!
Ο Ηρακλής πριν
αναλάβει τους μεγάλους άθλους του βρέθηκε στο σταυροδρόμι, όπου αντιμετώπισε το
μεγάλο δίλημμα: να ακολουθήσει το δρόμο της αρετής- με τις μεγάλες δυσκολίες
και τον πολύ πόνο- ή της κακίας- με την τριφηλή κι άνετη ζωή. Ο πρώτος δρόμος,
αν και είναι γεμάτος βάσανα και προσωπικές θυσίες, μπορεί να σε οδηγήσει στον
ουράνιο Όλυμπο. Ο δεύτερος, που είναι γεμάτος ηδονή κι απολαύσεις, σε κρατάει
δέσμιο στη γη. Διαλέγοντας τον δύσκολο δρόμο,
έθεσε- αυτός,
ο δυνατός και γιός του Δία- τον εαυτό του στην υπηρεσία των αδυνάτων. Τους
υπηρέτησε επιτελώντας τους άθλους του, κερδίζοντας την αιώνια εκτίμηση και
δόξα, αλλά και μια θέση δίπλα στους θεούς. Έγινε ισόθεος! Ανασηκώνοντας το
κεφάλι μας προς του ουρανό, αυτός θα μας θυμίσει την καταγωγή μας και το χρέος
μας να επιστρέψουμε εκεί. Να πούμε «Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος,
αυτάρ εμοί γένος ουράνιον» και η ψυχή μας, σαν την Αμαρυλλίδα, να νιώσει έρωτα
για τον Αλταίονα, που στο πρόσωπό του συνένωνε όλες τις θείες ιδιότητες του
Ηρακλή και του Απόλλωνα.
Αυτά κρύβουν
οι μύθοι, κάνοντας τον Πρόκλο να πει: «Τέτοια λένε και οι μύθοι των Ελλήνων,
χαρακτηρίζοντας την Ήρα αιτία μανίας και τον Δία αιτία σύνεσης, την Ήρα αιτία
των άθλων μέσα στον κόσμο της γένεσης και τον Δία αιτία ανύψωσης• γιατί εκείνη
παρακινεί σε πρόοδο, τα πολλαπλασιάζει και τα κάνει γόνιμα με τις εκλάμψεις
της.» (Πρόκλος, “Εις Τίμαιον Πλάτωνος”, βιβλ. Ε΄, 251) Η ψυχή- Αμαρυλλίδα
παρακινήθηκε σε άθλο και εξυψώθηκε διαμέσου του έρωτά της.
Οι πρόγονοί μας
έδιναν ιδιαίτερη σημασία στον έρωτα. Είχαν τη θεά του κάλλους και του έρωτα,
την Αφροδίτη, της οποίας γιος ήταν ο Έρωτας. Ο Ελληνικός πολιτισμός στηρίχθηκε
στον Έρωτα. Ο Κ. Γεωργούλης στην “Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας” γράφει: «
Εις την ελληνικήν μυθικήν σκέψιν ο Έρως κατέχει την θέσιν την οποίαν κατέχει
εις την Γένεσιν ο Λόγος του Θεού». Η έννοια του έρωτα ακολουθεί μια κλίμακα
στην σκέψη και τη συνείδηση του ανθρώπου. Ξεκινά ως έρωτας των σωμάτων. Μετασχηματίζεται
σε έρωτα των ψυχών και των πνευμάτων. Εξελίσσεται σε έρωτα των αξιών και της
αλήθειας. Πλαταίνει σε έρωτα της πατρίδας και παίρνει άπειρες διαστάσεις ως
θείος έρωτας.
Ο Έρωτας
ενέχει το στοιχείο της αναζήτησης. Της αναζήτησης του ερώμενου, του ωραίου, του
αρμονικού, του επωφελούς, του ικανοποιούντος την ψυχή και την ανάταση αυτής,
της αλήθειας, της γνώσης. Είναι το στοιχείο της εξέλιξης της ψυχής. Το όχημα
που θα μας επαναφέρει στον χαμένο “οίκο”, στο ουράνιο βασίλειο. Επομένως όλα
«εποιήθησαν καλά λίαν ». Χωρίς τον έρωτα, τις συγκρούσεις και τις αναστατώσεις
του, χωρίς την ωστική του δύναμη δεν μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στο “καθ’
ομοίωσιν”. Όσοι προτρέπουν στην αποχή από τον έρωτα αντιμάχονται την εξέλιξη
του ανθρώπου. Βάζουν εμπόδια στο να αναχθεί από “κατ’ εικόνα” στο “καθ’
ομοίωσιν”.
Ο άνθρωπος που
έχει εντοπίσει, έχει ελέγξει και χαλιναγωγήσει τις κατώτερες πλευρές του εαυτού
του, αυτός που φλέγεται για την δικαιοσύνη και την αρετή, έχει ανοίξει τον
δρόμο για την επικοινωνία του αθάνατου μέρους της ψυχής του με τις Ιδέες. Στη
δύσκολη αυτή διαδρομή θα αναζητήσει τη βοήθεια ενός φωτισμένου δασκάλου, μιας
σχολής φιλοσοφίας, ενός μυητικού- μυστικιστικού τάγματος. Θα αντλήσει όμως
δύναμη και από έναν ανέλπιστο εσωτερικό σύμμαχο. Πρόκειται για τον έρωτα, την
πιο ισχυρή και πιο πολύπλοκη από όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες. Η ερωτική έλξη
ξεκινά ως άλογο πάθος, έχει όμως τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα είδος
θεϊκής μανίας, που ωθεί τον άνθρωπο προς την ένωση με τις Ιδέες. Για τον
Πλάτωνα ο έρωτας έχει κάτι το φιλοσοφικό, γιατί όπως ο φιλόσοφος βρίσκεται
ανάμεσα στη σοφία και στην άγνοια έτσι και ο έρωτας, που είναι εξ ορισμού
ανικανοποίητος, είναι ένας δαίμων που παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και στην
πλήρωση, στην ασχήμια και στην ωραιότητα, στη θνητότητα και στην αθανασία: «Η
σοφία ανήκει στα ωραιότερα πράγματα, ο Έρωτας είναι έρωτας προς το ωραίο, άρα
κατ᾽ ανάγκην ο Έρωτας είναι φιλόσοφος. Και
ως φιλόσοφος που είναι, βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια» (Συμπόσιον
204b).
Στο Συμπόσιο,
τον ωραιότερό του ίσως διάλογο, ο Πλάτωνας σκιαγραφεί μια κλίμακα ερωτικής
ανάβασης που διαδοχικά καλύπτει την έλξη προς τα ωραία σώματα, την έλξη προς
τις ωραίες ψυχές, την έλξη προς τις ωραίες δημιουργίες και μαθήσεις, για να
καταλήξει στην αποκάλυψη ότι το πραγματικό κίνητρο του έρωτα είναι η ταύτισή
του με το ιδεατό Ωραίο, με την Ιδέα της ωραιότητας. Η έλξη της Αμαρυλλίδας προς
τον Αλταίονα δεν ήταν μόνο σαρκική. Είχε μέσα της το κίνητρο να ταυτιστεί με
τον κόσμο των Ιδεών, με το νοητό κόσμο, ξεφεύγοντας από τον αισθητό κόσμο. Ο
έρωτάς της ήταν εξυψωτικός. Ήταν ο έρωτας που ενώνει την ψυχή με τον Ανώτερο
Εαυτό. Που κάνει την ψυχή να καταλάβει ότι δεν είναι αυτού του κόσμου. Πως ο
κόσμος της ύλης είναι τα σκαλοπάτια, πάνω στα οποία θα πατήσει για να πάρει τη
γνώση του αισθητού κόσμου, η οποία θα την φέρει σε επαφή με το νοητό κόσμο. Η
ερωτευμένη Αμαρυλλίδα δεν κέρδισε μόνο τον έρωτα του Αλταίονα. Κέρδισε μια θέση
στον Ουρανό!
Βλέποντας,
λοιπόν, στον κήπο μας τις αμαρυλλίδες ν’ ανθίζουν σε λίγο καιρό, ας θυμηθούμε
τον μύθο της βοσκοπούλας κι ας οπλιστούμε με υπομονή κι επιμονή σε κάθε μας
σωστή και με σωφροσύνη διεκδίκηση. Κυρίως, να μη ξεχνάμε το «ο επιμένων νικά».
Ο μύθος δεν
πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια ευχάριστη διήγηση. Είναι σαν το στρείδι, που
έχει μέσα του πολύτιμο μαργαριτάρι. Σ’ εμάς εναπόκειται να πάρουμε το μύθο-
στρείδι και με την αιχμηρή σκέψη μας να αποκαλύψουμε το μαργαριταρι...
* Το 2012 δημοσίευσα στην Μυσταγωγία ένα αντίστοιχο αλλά πολύ πιο σύντομο αποσυμβολισμό του μύθου ο σύνδεσμος εδώ.
Επεξεργασία, επιμέλεια
αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου