Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Οι Νηρηίδες στην Ελληνική μυθολογία



Οι Νηρηίδες κατά την ελληνική μυθολογία ήταν νύμφες, κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας. Ως εγγονές του Ωκεανού, έδιναν ανθρώπινη μορφή σε καταστάσεις και χαρακτηριστικά της θάλασσας. Οι Νηρηΐδες σύμφωνα με τη μεταφορά της μυθολογίας ήταν πενήντα, μολονότι κάποιες απόψεις τις θέλουν να φτάνουν τις εκατό. 

Ζούσαν στο βυθό της θάλασσας, στο παλάτι του πατέρα τους. Είχαν τη δύναμη να αγριεύουν τη θάλασσα αλλά και να την γαληνεύουν όποτε ήθελαν. Περιχαρείς για την αθανασία τους, συνόδευαν τά άρματα των ενάλιων θεών. Οι Νηρηίδες δεν επέτρεπαν στις θνητές να τις συναγωνίζονται στην ομορφιά και τη γοητεία. Οι παραδόσεις τις θέλουν να περνούν το χρόνο τους χορεύοντας και κολυμπώντας παρέα με δελφίνια. Άλλοτε πάλι, τις παρουσιάζουν ανακαθισμένες σε θρόνους ή βράχους να τραγουδούν, να υφαίνουν ή να περιποιούνται τα μακριά μαλλιά τους.
Οι πιο ξακουστές Νηρηίδες είναι η Αμφιτρίτη, γυναίκα του Ποσειδώνα και μητέρα του Τρίτωνα, η Θέτιδα μητέρα του θρυλικού Αχιλλέα, η Ψαμάθη γυναίκα του Αιακού και η Γαλάτεια, που ήταν γυναίκα του κύκλωπα Πολύφημου.
.
Τα ονόματα των Νηρηΐδων που συναντιούνται στη Θεογονία του Ησίοδου αναφέρονται στις διάφορες ιδιότητες και καταστάσεις της θάλασσας. Απεικονίζουν τα ευεργετήματα της θάλασσας, τα πλούτη που δίνει στον άνθρωπο και την ευκολία που παρέχει στο εμπόριο. 



Σύμφωνα με τον Ησίοδο, τα ονόματα των 50 Νηρηίδων ήταν τα εξής: 

Αγαύη, Ακταία, Αλία, Αλιμήδη, Αμφιτρίτη, Αυτονόη, Γαλάτεια, Γαλήνη, Γλαύκη, Γλαυκονόμη, Δυναμήνη, Δωτώ, Ερατώ, Ευαγόρη, Ευάρνη, Ευδώρη, Ευκράτη, Ευλιμένη, Ευνίκη, Ευπόμπη, Ηιόνη, Θεμιστώ, Θέτις, Θόη, Ιπποθόη, Ιππονόη, Κλυμένη, Κυματολήγη, Κυμοδόκη, Κυμοθόη, Κυμώ, Λαομέδεια, Λειαγόρη, Λυσιάνασσα, Μελίτη, Μενίππη, Νημερτής, Νησαία, Νησώ, Πανόπη, Πασιθέα, Πολυνόη, Ποντοπόρεια, Προνόη, Πρωτομέδεια, Πρωτώ, Σαώ, Σπειώ, Φέρουσα, Ψαμάθη.
 .
Οι Νηρηΐδες υπάρχουν μέχρι και σήμερα στις παραδόσεις του τόπου με μικρή παραφθορά του ονόματος ως νύμφες “Νεράιδες”. Νηρηΐδες ήταν ο τύπος του ονόματος όπως τον χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα ο Όμηρος, ο Ησίοδος κ.α. Άλλωστε οι δύο αυτές λέξεις, “Νεράιδα” και “Νηρηΐδα”, ανάγονται στον όρο Nerti, που σημαίνει «βυθίζω». 


Η παρετυμολογία του ονόματος, σύμφωνα με την οποία το “Νεράϊδα” προέρχεται από τη λέξη “νερά”, αποδίδει επίσης τη στενή σχέση των Νηρηίδων με το νερό. Οι νεράϊδες των Ελληνικών παραμυθιών φαντάζουν πλασμένες απ' το υγρό στοιχείο, υδάτινες. Ζουν όπως και οι νύμφες στα βουνά, στα δάση, στα ποτάμια, σε πηγές, σε συντριβάνια, σε σπηλιές, σε όλη τη φύση, και αποκαλούνται με πολλά ονόματα: ανεράδες, ανεραγόδες, νεράισσες, ξεραμένες, αβραγίδες κτλ. 

Οι δοξασίες τις θέλουν να κινούνται σε χώρους κυκλικούς όπως αλώνια, συντριβάνια, λίμνες ή στέρνες, όπως κυκλικές είναι και οι κινήσεις τους στον χορό τους που αφήνει κυκλικά χνάρια, ή στο γνέσιμο. Είναι κατά παράδοση όμορφες, με μακριά ξανθά συνήθως μαλλιά και πράσινα μάτια, φορούν λευκά φουστάνια με λευκό μαντήλι και τις βλέπουν μονάχα οι σαββατογεννημένοι και οι αλαφροΐσκιωτοι.

Αναδημοσίευση από έδω

Επεξεργασία, επιμέλεια  αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Ο Μέμος και ο Δράκος



Κάποτε υπήρχε ένα χωριό ψηλά σ’ ένα βουνό, με λιγοστούς κατοίκους, γύρω στις εκατό οικογένειες. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν πολύ αρμονικά και ευτυχισμένα μεταξύ τους. Ποτέ δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, ήταν πάντα γελαστοί και αισιόδοξοι.

Μια μέρα, εμφανίστηκε στο χωριό ένας δράκος. Κατέβηκε από τα βουνά και εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά πάνω από τα σπίτια τους. Κάθε τόσο κατέβαινε στο χωριό και έτρωγε από έναν χωρικό — άντρα, γυναίκα, παιδί, δεν έκανε διακρίσεις. Οι χωρικοί είχαν πανικοβληθεί, δεν ήξεραν πώς να τον αντιμετωπίσουν. Ο ένας μετά τον άλλον οι πιο γενναίοι άντρες του χωριού οπλίζονταν και πήγαιναν να παλέψουν μαζί του. Όμως ο δράκος πάντα νικούσε και τους σκότωνε.

Οργάνωσαν μια ομάδα επίθεσης από δέκα άντρες, οπλισμένους με μαχαίρια και κάθε λογής όπλα και του επιτέθηκαν στη φωλιά του. Ο δράκος, με μια ανάσα-φωτιά, τους έκαψε όλους μονομιάς. Όταν πια είχαν απελπιστεί, μάζεψαν τα υπάρχοντα τους και μετακόμισαν σε ένα γειτονικό χωριό εκεί κοντά. Ο δράκος όμως τους ακολούθησε και εξακολουθούσε να τους επιτίθεται και να τους σκοτώνει έναν-έναν.

Τότε, εμφανίστηκε στο χωριό ένας άντρας νέος, κοντούλης και αδύνατος και τους είπε: “Εγώ θα σκοτώσω το δράκο”.

Όλοι γέλασαν μαζί του και τον κορόιδεψαν έμοιαζε στη δύναμη με μικρό παιδί!

“Θα σε κάνει μια χαψιά”, του έλεγαν. Εκείνος όμως —Μέμος ήταν τ’ όνομα του— πήρε ένα μικρό μαχαίρι, ένα μπουκάλι νερό και ένα κομμάτι ψωμί και ξεκίνησε για τη φωλιά του δράκου.

Πλησίασε αργά και αθόρυβα, για να μην τον πάρει χαμπάρι, και του έστησε καραούλι. Περίμενε μέχρι να νυχτώσει για τα καλά και, όταν ο δράκος αποκοιμήθηκε και άρχισε να ροχαλίζει, πήδηξε γρήγορα γρήγορα μέσα στο στόμα του και κατέβηκε στην κοιλιά του. Εκεί κάθισε ήσυχα σε μια γωνιά, έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του και άρχισε να κόβει την κοιλιά του δράκου από μέσα. Κάθε μέρα που περνούσε έκοβε κι από ένα μικρό κομματάκι.


Ο δράκος, που ήταν τεράστιος, στην αρχή δεν καταλάβαίνε τίποτε. Ύστερα από λίγες μέρες, άρχισε να έχει αφόρητους πόνους και να μην μπορεί πια να φάει. Ο Μέμος, με υπομονή και επιμονή, έκοβε κάθε μέρα και λίγο περισσότερο από την κοιλιά του. Ακόμα κι όταν σώθηκε το νερό και το ψωμί που είχε πάρει μαζί του, εκείνος, εξαντλημένος και πεινασμένος, συνέχιζε να κόβει.

Οι χωρικοί πίστεψαν ότι ο Μέμος είχε πεθάνει, ότι τον είχε φάει ο δράκος, όπως τους υπόλοιπους. Έλεγαν μάλιστα ότι ήταν τόσο ανόητος αυτός, που πήγε και μπήκε μόνος του στο στόμα του δράκου! Καθώς περνούσαν οι μέρες και ο δράκος δεν έκανε πια επιθέσεις, παραξενεύτηκαν.

Μετά από ένα μήνα, μαζεύτηκαν όλοι έξω από τη σπηλιά του δράκου και τον παρακολουθούσαν να σφαδάζει από τους πόνους, να χτυπιέται, να βγάζει φωτιές, αλλά χωρίς να μπορεί να σηκωθεί.

Και ξαφνικά, ο δράκος ξεψύχησε μ’ ένα εκκωφαντικό αγκομαχητό. Άνοιξε τότε η κοιλιά του και βγήκε από μέσα ο Μέμος! Οι χωρικοί έμειναν άφωνοι για λίγο και ύστερα άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν τον ήρωα τους. Τον σήκωσαν στα χέρια και τον οδήγησαν στην πλατεία του χωριού για να του αποδώσουν τις τιμές που του έπρεπαν.

Αφού του έδωσαν να πιει νερό και να φάει καλά, τον ρώτησαν πώς τα κατάφερε, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, να σκοτώσει το δράκο, κάτι που δεν είχαν καταφέρει δέκα δυνατοί άντρες μαζί. Και ο Μέμος τους είπε: “Το μυστικό είναι να μπεις μέσα στο θεριό, πριν προλάβει εκείνο να σε φάει. Να μπεις με τη θέληση σου, καλά προετοιμασμένος και να έχεις υπομονή κι επιμονή. Θα σου πάρει καιρό, αλλά τελικά θα καταφέρεις να το σκοτώσεις. Όταν είσαι μέσα του ζωντανός, δεν μπορεί να σε πολεμήσει. Ο χρόνος είναι ο σύμμαχος σου. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα μικρό μαχαίρι”».


Η Μαρίνα έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά του είπε:

«Υπέροχη ιστορία, Αλέκο μου, πραγματικά. Δε νομίζω όμως πως καταλαβαίνω τι θες να μου πεις».

«Ο δράκος, Μαρίνα, είναι η θλίψη, το πένθος. Μπορεί να παρουσιαστεί στη ζωή σου εντελώς ξαφνικά και αν δεν ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις, θα σε φάει. Αν προσπαθήσεις να το αγνοήσεις, είσαι σίγουρα χαμένος. Αν πάλι πας να το πολεμήσεις βιαστικά και να το χτυπήσεις ενώ είσαι απ’ έξω, θα σε νικήσει. Ο μόνος τρόπος να το νικήσεις είναι να μπεις μέσα του και να το πολεμήσεις μεθοδικά. Κάθε μέρα κι από λίγο. Με υπομονή και επιμονή. Το μαχαίρι του Μέμου είναι η δύναμη της θέλησης που έχει ο καθένας μας. Και ο χρόνος ο σύμμαχος μας. Καταλαβαίνεις τώρα;»


Απόσπασμα από το βιβλίο “Το παιδί της αγάπης” , της Μαρίας Τζιριτά ,  εκδόσεις Ψυχογιός

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Ο Άγγελος και η Νεράιδα...




Μια φορά και έναν καιρό μια μικρή νεράιδα αποφάσισε να αλλάξει την οπτική της για τον κόσμο. Ο σκοπός της ζωής της ήταν πια να ανακαλύψει τι σημαίνει πραγματικά να ζεις.

Ξεκίνησε λοιπόν ένα ταξίδι μακρινό και πολλά υποσχόμενο, προχωρώντας σε δρόμους επικίνδυνους. Μα δεν την ένοιαζε ήταν αποφασισμένη να τα καταφέρει. Πέρασε από βουνά και μίλησε με δέντρα, σταμάτησε σε πεδιάδες και συνομίλησε με ρυάκια, λουλούδια, μέλισσες , διέσχισε θάλασσες και ρώτησε τα ψάρια όμως κανείς δεν της έδινε μια απάντηση που να την κάλυπτε.

Στα αλήθεια δεν ξέρω αν ήταν το θέμα ότι οι απαντήσεις δεν την κάλυπταν ή ότι απογοητευόταν σιγά – σιγά γιατί δεν έβρισκε αυτό που ζητούσε. Όπως και να έχει κάθε φορά που έσκυβε το κεφάλι σε μια απάντηση, έλεγε ξανά μέσα της την ερώτηση, σήκωνε το κεφάλι και προχώραγε γιατί δεν θα την σταμάταγε τίποτα από το να μάθει στα αλήθεια τι σημαίνει να ζεις.

Η Νεράιδα με τον καιρό μεγάλωνε. Άλλαζε εξωτερικά και εσωτερικά μα πάντα ένα πράγμα ήταν ίδιο. Η ανάγκη της να μάθει το νόημα της ζωής. Το θέμα είναι ότι αυτό το ταξίδι το έκανε μόνη της. Ήθελε αυτή την μάχη να την δώσει και να την κερδίσει μόνη. Κι όσο να ‘ναι υπήρξαν στιγμές που ήθελε κάποιος να καταλάβει αυτό που ένιωθε και να σταθεί δίπλα της σε αυτό το δρόμο που διάλεξε να πάρει. Πόσες φορές όμως αποκτάς εύκολα αυτό που θες; Συγκεντρώθηκε λοιπόν στον σκοπό της.

Μια μέρα ο φύλακας άγγελος της που την κοιτούσε όλη την ώρα από εκεί ψηλά και παρατηρούσε κάθε της κίνηση, άκουσε πόσο θλιμμένα τραγουδούσε και κατέβηκε στην Γη, δεν άντεξε άλλο να την παρακολουθεί μη κάνοντας τίποτα. «Γεια σου, γιατί τραγουδάς τόσο θλιμμένα μικρή Νεράιδα;» την ρώτησε . Εκείνη δεν αποκρίθηκε, κοίταξε τον άγγελο με ένα βλέμμα που ουσιαστικά του έλεγε «Δεν θα καταλάβεις φύγε».

Ο Άγγελος έκατσε δίπλα της για πολύ ώρα χωρίς να της μιλά. Κοίταζαν και οι δυο μπροστά, τον ορίζοντα που ανοίγονταν μπροστά τους. Η Νεράιδα αναρωτιόταν αν εκεί, τόσο μακριά μπορεί επιτέλους να βρει αυτό που ζητάει και ο άγγελος προσπαθούσε να σκεφτεί τι να της πει. « Ξέρεις…» της είπε ο άγγελος με στόμφο, «η σιωπή ενθαρρύνει τις σκέψεις όμως δεν δίνει λύσεις». Αυτό ήταν, η Νεράιδα δεν είχε διάθεση να μιλήσει σε κάποιον που δεν ήξερε οπότε σηκώθηκε και άρχισε να περπατά.


 «Περίεργο, μια Νεράιδα να περπατά και να μην πετά. Το επόμενο βήμα ποιο θα είναι ένα φίδι να περπατά και να μην σέρνεται ;» είπε ο άγγελος πολύ ειρωνικά. «Άτοπο το επιχείρημα σου» αποκρίθηκε εκείνη, «εκτός από φτερά έχω και πόδια. Αυτό που δεν έχω είναι διάθεση να μιλήσω μαζί σου. Πρέπει να συνεχίσω το ταξίδι μου. Καλή σου τύχη.»

Ο Άγγελος την ακολούθησε ήταν αποφασισμένος να μην την αφήσει μόνη. Σε κάθε στάση της μιλούσε και προσπαθούσε να την κάνει να καταλάβει. Εκείνη όμως ήταν πολύ πληγωμένη για να δεχτεί πράγματα που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Ήθελε ξεκάθαρες καταστάσεις πλέον και ήταν προετοιμασμένη να μην συμβιβαστεί όποιο κόστος και αν έπαιρνε με αυτή της η απόφαση.

Αποφάσισε πως ήθελε να συνεχίσει μόνη το ταξίδι της δεν είχε ανάγκη της υποδείξεις κανενός, ήθελε να ανακαλύψει η ίδια τα μυστικά της ύπαρξης της. Έτσι έδιωξε τον άγγελο λέγοντας του «θέλω να φύγεις, θα συνεχίσω μόνη μου. Εμένα μου αρέσει η μοναξιά, είναι για δυνατούς. Και είναι όμορφη γι αυτούς που την αντέχουν» και συνέχισε να περπατά σε αυτούς τους δρόμους που την τρόμαζαν μα έπρεπε να ακολουθήσει για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα της.

Έτσι και έγινε ο άγγελος ανέβηκε ξανά στον παράδεισο του φοβούμενος για το τι θα γίνει η μικρή νεράιδα. Όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Αποφάσισε αυτή και για τους δύο.

Ένα βράδυ εκείνη κοίταζε το Φεγγάρι και του ζητούσε με παράπονο να της πει τι είναι στα αλήθεια η ζωή. Γιατί δεν άντεχε άλλο να βαδίζει στο σκοτάδι αναζητώντας κάτι που δεν ήξερε πως μοιάζει. Κουράστηκε του φώναζε δυνατά και δεν άντεχε αλήθεια, δεν άντεχε άλλο. Κοίταζε τα φτερά της που δεν ήταν πλέον όμορφα και χρωματιστά. Ήταν ξεφτισμένα και τρύπια και δεν άντεχε να τα βλέπει έτσι. Της θύμιζαν τα όνειρα της. Της θύμιζαν πολλά που ήθελε να ξεχάσει.

Βασικά δεν άντεχε άλλο να υπάρχει μόνη της σε έναν κόσμο που δεν ήξερε κανείς τι σημαίνει ζωή. Ήθελε να φωνάξει να τους πει « Ε, εσύ ξέρεις τι σημαίνει ζωή; Κι αν όχι γιατί δεν ρώτησες ποτέ να μάθεις;». Δεν καταλάβαινε , όχι όσο κι αν προσπαθούσε δεν καταλάβαινε τι είχαν οι άλλοι που τους αρκούσε. Έτσι λοιπόν θυμήθηκε πως είχε έναν φίλο εκεί ψηλά και έτσι δεν ήταν πλέον υποχρεωμένη να ανεχτεί αυτήν την άγνοια του κόσμου. Έκοψε τα φτερά της και έπεσε για ύπνο…
Όταν άνοιξε τα μάτια της ξανά, ήταν σε ένα κρεβάτι. Σηκώθηκε και κοίταξε από το παράθυρο για να καταλάβει που βρίσκεται. 


Όλα ήταν όμορφα και γαλήνια, μα ακόμα και το πιο ωραίο δάσος που είχε δει δεν συγκρίνονταν με αυτή την ομορφιά. Σε μια γωνιά ο φύλακας άγγελος της την κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει τα συναισθήματα του. Ένιωθε ανακούφιση που πλέον εκείνη δεν θα υπέφερε ή ένιωθε απογοήτευση που δεν κατάφερε να την βοηθήσει; Τελικά της έκανε απλά μια ερώτηση. «Νόμιζα πως σου αρέσει η μοναξιά τι κάνεις εδώ;». «Σου είπα πως η μοναξιά είναι για τους δυνατούς, για εκείνους που μπορούν να την αντέξουν. Δεν άντεξα άλλο» αυτά είπε η Νεράιδα και έσκυψε το κεφάλι νιώθοντας ντροπή.

«Τώρα θα είσαι καλά» της είπε ο άγγελος και τα λόγια του την γέμισαν με ηρεμία, ένιωσε την παρηγοριά που δεν ζήτησε όμως είχε τόσο ανάγκη. «Ξέρεις είναι ειρωνικό» του είπε εκείνη με το βλέμμα κολλημένο συνέχεια έξω από το παράθυρο και έχοντας ένα μειδίαμα στα χείλη. «Είναι ειρωνικό που ενώ έμαθα τι είναι ο θάνατος ποτέ δεν κατάλαβα ουσιαστικά τι είναι η ζωή. Κατάλαβα μόνο πως το να υπάρχεις δεν είναι αρκετό». «Κι αν είχες μια δεύτερη ευκαιρία» της είπε ο άγγελος, «τότε τι θα έκανες; Θα αγαπούσες την ζωή;». « Θα αγαπούσα την ανάγκη μου για ζωή» είπε η Νεράιδα χαμογελώντας.

Το επόμενο πρωί η μέρα είχε ξημερώσει με έναν υπέροχο λαμπερό ήλιο να φωτίζει τα πάντα. Σαν να φώναζε η ζωή «ξυπνήστε, μοιράζονται ευκαιρίες». Η Νεράιδα ξύπνησε και καμάρωσε τα υπέροχα, λαμπερά, πολύχρωμα φτερά της. Ήταν έκπληκτη μα δεν κάθισε να σκεφτεί τι συνέβη. Όλα ήταν ένα κακό όνειρο σκέφτηκε. Χαμογέλασε. Στηρίχθηκε στα χέρια της και σηκώθηκε. Ξεκίνησε να προχωρά, ήρθε η ώρα να ζήσει…

 Αλιευθέν από εδώ

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Που δεν είναι ο Θεός ;




Ένας αρχαίος μύθος αφηγείται την ιστορία ενός αγοριού που ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό. Αυτό το αγόρι είχε τις αρετές ενός Άβαταρ (ενσάρκωση θεϊκών οντοτήτων στη Γη σε ανθρώπινη μορφή). 

Οι άνθρωποι θεραπεύονταν μόνο και μόνο ευρισκόμενοι κοντά του. Πολλοί χωρικοί μιλούσαν για την ικανότητά του να μπορεί να βρεθεί σε δύο διαφορετικά μέρη ακριβώς την ίδια στιγμή. Η έκφρασή του ήταν γαλήνια και εξέπεμπε ηρεμία. Οι γηραιότεροι της φυλής εκλιπαρούσαν αυτό το νέο Άβαταρ να τους πει τα μυστικά του Θεού και του σύμπαντος. 

Ένας από αυτούς τον ικέτεψε: «Θα σου δώσω ένα πορτοκάλι αν μου πεις που είναι ο Θεός». 

Ο νεαρός απάντησε χωρίς να διστάσει: «Θα σου δώσω δύο πορτοκάλια εδώ και τώρα αν μου πεις που δεν είναι ο Θεός !»