Σειρά Αρκαδικός κύκλος
Μία από τις μεγαλύτερες μορφές της Αρχαιότητας που
συνδέεται με το Αρκαδικό κίνημα είναι ο Βιργίλιος. Ο μεγάλος αυτός Ρωμαίος
ποιητής γεννήθηκε το 70 π.χ. σε ένα
αγρόκτημα κοντά στη Μάντοβα. Λέγεται ότι πιθανόν στις φλέβες του έρρεε
Κελτικό αίμα, καθώς η περιοχή είχε κατοικηθεί για πολύ καιρό από Γαλάτες. Ο
πατέρας του ήταν αρκετά εύπορος σαν δικαστικός γραμματέας και έτσι μπόρεσε να
του προσφέρει κάποια ευτυχισμένα παιδικά χρόνια στην ηρεμία της εξοχής. Σε
ηλικία δώδεκα ετών ο Βιργίλιος πήγε στην Κρεμόνα για να σπουδάσει. Ύστερα,
βρέθηκε για δύο χρόνια στο Μιλάνο και τελικά σε ηλικία δέκα έξη ετών στη Ρώμη.
Εκεί σπούδασε ρητορική και λέγεται ότι παρακολούθησε και τα μαθήματα του Σίρωνα
του Επικούρειου στη Νάπολη.
Το 41 π.χ. οι Οκταβιανός και Αντώνιος, καθώς η
περιοχή είχε ευνοήσει τους πολιτικούς τους αντιπάλους, δήμευσαν το αγρόκτημα
του και ο Βιργίλιος αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αυλή του Ασίνιου Πολλίωνα,
κυβερνήτη της εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας. Στα επόμενα χρόνια εκδόθηκαν οι «Εκλογές» που έτυχαν αμέσως ενθουσιώδους
υποδοχής. Τα ποιήματα ήταν ποιμενικές σκηνές. Σε αυτά η Αρκαδία
παρουσιάζεται όχι σαν μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή αλλά σαν Αρχετυπικός
τόπος Ειρήνης, Ευτυχίας, Αιώνιας νεότητας και απέραντης Αγάπης. Πρόκειται για
μια χώρα Μαγική, γεμάτη δάση, μικρές κοιλάδες και ποτάμια όπου η ζωή βρίσκει το
πραγματικό της νόημα.
Ο Μαικήνας, ένας πλούσιος αριστοκράτης, κάλεσε τον Βιργίλιο στη Ρώμη και τον
μεταχειρίστηκε με γενναιοδωρία. Έπεισε τον Οκταβιανό να του επιστρέψει το
αγρόκτημα και υπέδειξε στον ποιητή να συνθέσει στίχους που θα εξυμνούσαν την
αγροτική ζωή. Αυτή η πρόταση δεν ήταν τυχαία. Απέκρυβε πολιτικές σκοπιμότητες
καθώς ο Οκταβιανός είχε την πρόθεση να διαλύσει το μεγαλύτερο μέρος του στρατού
και να εγκαταστήσει τους παλαίμαχους στη γη. Ο Βιργίλιος αποσύρθηκε στη Νάπολη
και μετά από επτά χρόνια παρουσίασε τα «Γεωργικά»
που από πολλούς θεωρείται η τελειότερη από τις ποιητικές του συλλογές.
Στο
βιβλίο αυτό ο Βιργίλιος δανείζεται ιδέες από τον Ησίοδο, τον Άρατο, τον Κάτωνα
και τον Ουάρρωνα, δηλώνοντας ότι η καλλιέργεια της γης είναι η πιο ευγενική
από τις τέχνες καθώς είναι αυτή που γεννάει ζωή. Μιλάει για τους
διάφορους κλάδους όπως την περιποίηση του εδάφους, τις εποχές για σπορά και
θερισμό, την καλλιέργεια της ελιάς και του αμπελιού, την κτηνοτροφία και τη
μελισσοκομία. Αυτό όμως που είναι πιο σημαντικό είναι ότι υφαίνει με τους
στίχους του την ηθική της υπαίθρου, τονίζοντας με σαφήνεια ότι ο ισχυρός
χαρακτήρας και η αξιοπρέπεια αναπτύσσονται μέσα από το μόχθο και την καθημερινή
επαφή με τη Φύση.
«Κανένας Ρωμαίος» λέει ο Βιργίλιος, «δεν πρέπει
να ντρέπεται να σέρνει το άροτρο καθώς η σπορά, η καλλιέργεια, το βοτάνισμα και
η συγκομιδή έχουν αντίκτυπο στην ανάπτυξη της ψυχής». «Εκτός όμως από δύναμη
και απλότητα η Φύση διδάσκει και ευαισθησία, θρησκευτική διαίσθηση,
ταπεινοφροσύνη και ευλάβεια. Παρακολουθώντας το θαύμα της ανάπτυξης των φυτών ο
καλλιεργητής βιώνει το μυστήριο της ύπαρξης και τη σοφία όλων των πραγμάτων.
Παράλληλα, έρχεται σε επαφή με τις μυστικές δυνάμεις που δημιουργούν τη ζωή.
- Όλες οι αρχαίες αρετές που ανέδειξαν τη Ρώμη αναπτύχθηκαν στους αγρούς Γι
αυτό», όπως λέει στους στίχους του, «Ευτυχισμένος είναι εκείνος που γνωρίζει
τις αγροτικές θεότητες: Την Άρτεμη, τον Πάνα, τον γέροντα Σιλβανό και τις
αδελφές Νύμφες».
Αυτή η λογική ακολουθείται και στο κλασσικό ρωμαϊκό
έργο περί γεωργίας (De Re Rustica) του Ιουνίου
Κολουμέλλα. «Η ζωή κοντά στη Φύση γίνεται η βάση ηθικής εκπαίδευσης και
σφυρηλάτησης του χαρακτήρα» γράφει ο Κολουμέλλα, «Οι ελεύθεροι άνθρωποι
εκφυλίζονται μέσα στις πόλεις, ενώ όφειλαν να δυναμώνουν καλλιεργώντας τη γη.
Χρησιμοποιούμε τα χέρια για να χειροκροτούμε στα θέατρα και τους ιπποδρόμους,
παρά για τους αμπελώνες και τους αγρούς. Η γεωργία είναι εξ αίματος συγγενής με
τη σοφία» (consanguinea sapientiae).
Εκτός όμως από τις ηθικές αξίες ο Βιργίλιος
επεκτείνει τα οφέλη της καλλιέργειας στις καλές τέχνες και στον πολιτισμό
καθώς, όπως λέει, οι προσπάθειες να εξευμενίσουμε τις φυσικές δυνάμεις με
θυσίες, οδηγούν σε εκδηλώσεις και γιορτές, δημιουργώντας τις βάσεις για το
θέατρο, το χορό, την ποίηση και τη μουσική. Συνδέει δηλαδή με αυτό τον τρόπο
την ηθική διαπαιδαγώγηση και την ενδυνάμωση του χαρακτήρα με μια αγροτική
κοινωνία που παράγει τέχνες, πολιτισμό και μια θρησκευτική λατρεία
επικεντρωμένη στην επαφή με τα πνεύματα της Φύσης.
Μετά από τα Γεωργικά, και με επιθυμία του
αυτοκράτορα Αυγούστου, ο Βιργίλιος αφιέρωσε τα επόμενα δέκα χρόνια για να
γράψει την «Αινειάδα», ένα επικό
ποίημα που αφορούσε την ίδρυση της Ρώμης. Το έπος δεν ολοκληρώθηκε καθώς το 19
π.χ. ο Βιργίλιος επισκέφθηκε την Ελλάδα, προσβλήθηκε από ηλίαση στα Μέγαρα και
πέθανε στην επιστροφή του, στο Μπρίντιζι. - Η Αινειάδα διηγείται τη φυγή των
Τρώων μετά την καταστροφή της πόλης τους, τον έρωτα ανάμεσα στον Αινεία και τη
Διδώ, βασίλισσα της Καρχηδόνας, την άφιξη των Τρώων στην Ιταλία και τις
περιπέτειες τους που καταλήγουν στην ίδρυση της Ρώμης. Το μύθο της διήγησης
κινούν τα πεπρωμένα της Αιώνιας Πόλης όμως ο ποιητής δεν παραλείπει να
μνημονεύσει και να περιγράψει τις αγροτικές λατρείες. Εξυμνεί και πάλι το
ιδεώδες της υπαίθρου και τη φυσική ζωή και εύχεται όπως οι άνθρωποι
ξαναποκτήσουν σεβασμό και αγάπη για τους γονείς και την πατρίδα, όπως κάποτε
πρόσταζε η αρχαία ευλάβεια και πίστη.
Φίλος του Βιργιλίου και προστατευόμενος του Μαικήνα
ήταν και ο ποιητής Οράτιος. Γεννήθηκε το 65 π.χ. σε μια μικρή πόλη της
Απουλίας, σπούδασε ρητορική στη Ρώμη και φιλοσοφία στην Αθήνα. Για ένα διάστημα
είχε καταταγεί στο στρατό του Βρούτου έχοντας τη διοίκηση μιας λεγεώνας. Όταν
όμως γνώρισε τη φρίκη του πολέμου, εγκατέλειψε το στρατό κι έγινε ποιητής. Στα
34 π.χ. ο Μαικήνας του παραχώρησε μια αγρέπαυλη και ο Οράτιος, ελεύθερος πλέον
από τα προβλήματα της καθημερινότητας, γράφει δυο ποιητικά πεζογραφήματα, στα
οποία σατιρίζει τον «καπνό», τον «πλούτο» και το «θόρυβο» της Ρώμης. Στις
σάτιρες αυτές, καθώς και στις «Επωδές» που ακολουθούν, περιγράφει τον αμαθή και
κακόβουλο όχλο της μεγαλούπολης, νοσταλγεί τη ζωή στη αγροτική του έπαυλη και
εκφράζει την πικρία του για την παρακμή της ζωής μακριά από τη Φύση.
Με τον Οράτιο η Αρκαδία, συνυφασμένη με την έννοια
της ευδαιμονίας, μιας ευδαιμονίας που προϋποθέτει ευαισθησία, αθωότητα και χαρά
της ζωής, παύει να είναι όνειρο και γίνεται ένας δρόμος ζωής. «Το ρυάκι μου
με το καθαρό νερό, τα λίγα στρέμματα του δάσους, η ασφαλής πεποίθηση για μια
συγκομιδή σταριού μου παρέχουν περισσότερη ευτυχία», γράφει, «από τα
άπειρα εισοδήματα του μεγαλοϊδιοκτήτη της γόνιμης Αφρικής». - Επηρεασμένος
από τον Επίκουρο, ο Οράτιος περιγράφει τις απολαύσεις της φιλίας, του φαγητού,
της διασκέδασης και του έρωτα.
«Γιατί να ασχολούμεθα με τη Ρωμαϊκή πολιτική και
τους μακρινούς πολέμους;» αναρωτιέται. «Γιατί να σχεδιάζουμε με τόση
επιμέλεια ένα μέλλον του οποίου η μορφή θα αποδείξει τη γελοιότητα των
σχεδιασμών μας; Η νιότη και η ομορφιά περνούν και χάνονται. Ας τις απολαύσουμε
τώρα, ξαπλωμένοι κάτω απ’ τα πεύκα με τα μαλλιά στολισμένα με τριαντάφυλλα.
Ακόμα και τώρα που μιλάμε, ο ζηλόφθονος χρόνος μας προσπερνά. Ας ζήσουμε τη
στιγμή» (Carpe diem).
Παρόμοιους προβληματισμούς εκφράζει και ο Άλβιος
Τίβουλλος (54-19) που όπως ο Βιργίλιος έχασε τα πατρικά του κτήματα κατά τη
διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. Ο Τίβουλλος κατέφυγε στη Ρώμη όπου συνέθεσε
ελεγειακούς στίχους περιπαίζοντας τους στρατοκράτες, που αναζητούσαν μάχες και
εξυμνούσαν το θάνατο. Νοσταλγεί τη Χρυσή Εποχή του Κρόνου που όπως γράφει: «Δεν
υπήρχαν στρατοί, ούτε μίσος, ούτε πόλεμος. Δώστε μου μόνο έρωτα κι αφήστε τους
άλλους να τρέχουν σε θλιβερές και άχρηστες ανθρωποσφαγές. Ήρωας είναι εκείνος
που, αφού έχει γεννήσει τα παιδιά του, γερνά στο φτωχικό του σπίτι
καλλιεργώντας τον κήπο και συνοδεύοντας το κοπάδι, ενώ η σύζυγος ζεσταίνει νερό
για τα κουρασμένα του μέλη. Με τέτοιο τρόπο αφήστε με να ζήσω μέχρι να
ασπρίσουν τα μαλλιά μου και να διηγούμαι για τις όμορφες μέρες που πέρασαν».
Αλλά και ο Σέξτος Προπέρτιος (49-15), μέλος του
κύκλου που είχε συγκεντρωθεί γύρω από το Μαικήνα, έψαλλε με τρυφερότητα το
ειδύλλιο της ειρήνης και του φτερωτού Θεού. «Για πιο λόγο», έγραφε στην
ερωμένη του Σύνθια, «να ανατρέφω γιους για Παρθικούς θριάμβους; Κανένα δικό
μας παιδί δεν πρόκειται να γίνει στρατιώτης. Ολόκληρη η στρατιωτική δόξα του
κόσμου δεν αξίζει μια δική μας νύχτα έρωτα.»
Πάνω στην ίδια λογική κινείται και ο Οβίδιος. Ο Πόπλιος
Οβίδιος Νάσων, όπως είναι το πλήρες όνομα του γεννήθηκε σε μια μικρή κοιλάδα
των Απεννίνων το 43 π.χ. Σπούδασε δίκαιο, ταξίδεψε στην Αθήνα, Σικελία και Μέση
Ανατολή και μετά την επιστροφή του στη Ρώμη, κατέλαβε θέση δικαστή στα Πραιτορικά δικαστήρια.
Αποφεύγοντας, παρόλες τις συμβουλές του πατέρα του, μια καριέρα που θα μπορούσε
να τον κάνει συγκλητικό, ο Οβίδιος αφιερώθηκε στην ποίηση εξυμνώντας τον
Έρωτα. Η πρώτη συλλογή, με τίτλο «Αmores», αφιερωμένη σε μια ωραία εταίρα με όνομα Κορίννα
(14 π.χ.), θεμελιώνει τη ρομαντική παράδοση που θα συνεχίσουν οι τροβαδούροι
χίλια χρόνια αργότερα. Λίγο μετά τον τρίτο γάμο του ο Οβίδιος εκδίδει ένα
εγχειρίδιο ερωτικής κατάκτησης, με τίτλο «Ars amatoria» (2 π.χ.) αλλά και μια πραγματεία, την «Remedia amoris», που αφορούσε τη θεραπεία του έρωτα.
«Το καλύτερο
πράγμα», λέει, «για μια ραγισμένη καρδιά είναι η έντονη εργασία, κατόπιν το
κυνήγι και τρίτον η απουσία». Ακολουθούν οι «Ηρωίδες»,
ένα βιβλίο που περιλαμβάνει τη ζωή διασήμων γυναικών, όπως η Σαπφώ, η Πηνελόπη,
η Ελένη, η Φαίδρα, η Ηρώ και η Αριάδνη και γύρω στο 7 μ.χ. ο ποιητής δημοσιεύει
το μεγαλύτερο έργο του, τις «Μεταμορφώσεις».
Στο δεκαπεντάτομο αυτό βιβλίο ο Οβίδιος αφηγείται τις περίφημες μεταμορφώσεις
ζώων, θνητών, αντικειμένων και θεών που αναφέρονται στην Ελληνική και τη
Ρωμαϊκή μυθολογία. Αυτοί οι μύθοι έγιναν πηγή έμπνευσης για εκατοντάδες
καλλιτέχνες, ζωγράφους, ποιητές, γλύπτες και συγγραφείς. Ο Βοκκάκιος, ο Τάσσος,
ο Σπένσερ, ο Σώσερ και οι ζωγράφοι της Αναγέννησης άντλησαν από αυτούς τα
θέματα τους.
Τα τελευταία χρόνια του ο Οβίδιος τα πέρασε στην
εξορία. Το 8 μ.χ. και με διαταγή του Αυτοκράτορα μετατοπίστηκε στον Εύξεινο
Πόντο όπου και έγραψε την ποιητική συλλογή του «Tristia», (Θλίψεις) αλλά και επιστολές προς τους φίλους του «Ex Ponto». Εννέα χρόνια
αργότερα πέθανε και τα οστά του, σύμφωνα με τη παράκληση του, μεταφέρθηκαν στην
Ιταλία και θάφτηκαν κοντά στην πρωτεύουσα. Όμως, το έργο του παρέμεινε αθάνατο
δημιουργώντας μια γέφυρα ανάμεσα στην Ελληνιστική Ρώμη και τον κόσμο που
αναδύθηκε ξανά, γύρω στον 15ο αιώνα, μαζί με το ρεύμα του Αλφειού.
Από τα προλεγόμενα γίνεται κατανοητό ότι ήδη από
τη Ρωμαϊκή εποχή ο Αρκαδισμός παρουσιάζεται σαν βιωματικό επίπεδο, σαν τρόπος
ζωής, και σαν κοινωνικοπολιτικό όραμα. Η σύνδεση αυτών των τριών εννοιών
δεν είναι φυσικά καινούργια. Έχει μια οικουμενική διάσταση και βαθιές ρίζες
στην ιστορία. Ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης (203-120 π.χ.) περιγράφει το
χαρακτήρα των ιστορικών Αρκάδων σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον και το κλίμα.
Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αγωνιστικότητα, η πίστη στις ηθικές αξίες, η
ευσέβεια προς τους θεούς, η υπακοή στους νόμους και ο ενάρετος χαρακτήρας τους
συνδέονταν με τη λιτή ζωή, την επίπονη καθημερινότητα και τα η στενή επαφή τους
με τη Γη. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι ο Αρκαδισμός, σαν ιδεώδης τόπος
συνάντησης ανθρώπου και Φύσης, γεννήθηκε στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.
Παρόμοια και οι Ρωμαίοι, στην εποχή της δημοκρατίας, είχαν βασίσει τη ζωή τους
στη σχέση τους με τη Γαία, «Μητέρα και Τροφό όλων των πραγμάτων». Είχαν χτίσει
τις πρώτες τους πόλεις στους τόπους συνάντησης των γεωργών και η καθημερινότητα
ανάμεσα στην αγροτική εργασία και τις στρατιωτικές ασχολίες τους διατηρούσε
υγιείς και ρωμαλέους.
Στη Ρωμαϊκή εποχή οι ιδανικές αυτές συνθήκες είχαν
φυσικά καταργηθεί. Η λιτότητα, η ευσέβεια, το ανεπτυγμένο αίσθημα δικαιοσύνης
και κοινωνικής συνοχής, είχαν αντικατασταθεί από την απληστία, το φόβο και τη
διάβρωση της συνείδησης από μια οικονομίστικη λογική. - Οι διορθωτικές
προσπάθειες που έγιναν προσέκρουαν πάντα σε μια παγιωμένη κατάσταση ηθικής
σήψης, σε μια αρρωστημένη κοινωνία που σχεδόν πάντα αντιδρούσε βίαια για να
εξασφαλίσει τα συμφέροντα της. Έτσι, αν εξετάσουμε την κοινωνική κατάσταση των
γεωργών παρατηρούμε ότι την εποχή της Ρωμαϊκής δημοκρατίας, μέρος της Γης
ήταν «ager publicus», δημόσιο κτήμα, που εθεωρείτο ιδιοκτησία του
κράτους. Το υπόλοιπο ανήκε στις οικογένειες των καλλιεργητών, σαν ιδιωτική
περιουσία. Οι πόλεμοι άλλαξαν αυτή την εικόνα. Πολλοί από τους γεωργούς
φονεύθηκαν στις μάχες, είτε κατέφυγαν στις πόλεις και δεν ξαναγύρισαν στους
αγρούς.
Άλλοι βρήκαν τα κτήματα τους κατεστραμμένα από τα στρατεύματα ή
παραμελημένα σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν είχαν το θάρρος να αρχίσουν πάλι από την
αρχή. Ένας μεγάλος αριθμός είχε αναγκαστεί να πάρει δάνεια και είχε συντριβεί
από τα αλλεπάλληλα χρέη. Μετά τον πόλεμο συχνά ήταν υποχρεωμένοι να πουλήσουν
την περιουσία τους σε εξευτελιστική τιμή στους διάφορους αριστοκράτες ή
πλούσιους κτηματίες, οι οποίοι ένωναν τους μικρούς αυτούς κλήρους σχηματίζοντας
«latifundia»
δηλαδή μεγάλους αγρούς.
Οι κτηματίες χρησιμοποιούσαν δούλους και μετέτρεπαν
τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις σε βοσκοτόπια ή ελαιώνες, καθώς η κτηνοτροφία
εθεωρείτο πιο αποδοτική. Ο Σενέκας περιέγραψε τεράστια κτήματα που τα
καλλιεργούσαν αλυσοδεμένοι δούλοι ενώ ο Πλίνιος απήγγειλε ένα
πρόωρο επιτάφιο: “latifundia perdidere Italiam” (Τα μεγάλα κτήματα κατέστρεψαν την Ιταλία).
Αυτή η κατάσταση δεν αφορά φυσικά μόνο τη Ρώμη. Σε
όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες, ο πόλεμος ήταν παιχνίδι των εμπόρων και
των χρηματιστών για να κερδίζουν σε φτηνή τιμή τη γη. Στο παιχνίδι συμμετέχουν
φυσικά και οι εκπρόσωποι της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Το βασικό
πρόβλημα της γεωργικής τάξης είναι πως από τη φύση της είναι ευάλωτη στον
πόλεμο, καθώς αυτός διεξάγεται κατά μεγάλο μέρος στον τόπο του μόχθου της. Τα
στρατεύματα διατρέχουν την ύπαιθρο, λεηλατούν ή καταστρέφουν καλλιέργειες,
καίνε δάση και λιβάδια, αντιμετωπίζουν με εχθρότητα τους χωρικούς.
Συχνά, η
ερήμωση της υπαίθρου είναι μέρος στρατηγικής που επιθυμεί να δημιουργήσει πίεση
στους αστικούς πληθυσμούς μέσω της πείνας. Αντίθετα χρηματιστές και έμποροι
κερδίζουν, σχεδόν πάντοτε, από τον πόλεμο. Πουλάνε όπλα κι εξυπηρετήσεις στα
στρατεύματα, δανείζουν μεγάλα ποσά στους ηγέτες, ενώ συγχρόνως μεταφέρουν τον
δικό τους πλούτο σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τον τόπο σύγκρουσης. Το
τέλος κάθε αναμέτρησης βρίσκει τους χωρικούς εξαθλιωμένους και αναγκασμένους να
πουλήσουν σε φτηνή τιμή τα αγροκτήματα και τα χωράφια τους σε αυτούς που έχουν
τη δύναμη να την αγοράσουν.
Αυτή η απλή στρατηγική της χυδαιότητας και της
απληστίας επαναλαμβάνεται διαρκώς εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ακολουθώντας ένα
προκατασκευασμένο σενάριο, με τον ήχο ταμπούρλων και ακολουθώντας σημαίες, οι
χωρικοί κατατάσσονται, έστω και χωρίς τη θέληση τους. Το φυσικό περιβάλλον
καταστρέφεται και οι μεγαλέμποροι, ο κλήρος, οι χρηματιστές και μέρος της
αριστοκρατίας μοιράζεται τη γη που οι δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις αναγκάστηκαν
να εγκαταλείψουν. - Ουσιαστικά, μέσω του πολέμου και της σύγκρουσης, τα
νομίσματα και αργότερα τα χρωματιστά χαρτιά, που αποτελούν μια εικονική μορφή
πλούτου, εξαγοράζουν τη γη που είναι η πραγματική πηγή αφθονίας για ολόκληρο το
λαό. Αυτά είναι τα εθνικιστικά παιχνίδια, με βασιλιάδες, πάπες και πολέμαρχους,
που έχει εξυμνήσει η ιστορία.
Εκτός όμως από την κοινωνική διάσταση και της
σχέσης του με τη Φύση και με τη Γη, το Αρκαδικό Ιδεώδες έχει και δύο άλλες
παραμέτρους. Τον ολοκληρωτικό και δίχως όρια Έρωτα και την αναζήτηση της
Ομορφιάς στην τέχνη. Όσον αφορά την πρώτη, ήδη από το Θεόκριτο, η Βουκολική
ποίηση παρουσιάζει την κοσμογονική αυτή θεότητα που έλκει τους ανθρώπους, σαν
το βιωματικό κέντρο της ύπαρξης. Αυτή η βασική αρχή, ριζωμένη στη φιλοσοφία της
Διοτίμας, είναι ο κινητήριος μοχλός για να κατανοήσουμε το όραμα της
Αρκαδίας. Ο Έρωτας εναρμονίζει τον άνθρωπο με τον κόσμο και η ανάγκη που έχουμε
για να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, είναι η ανάμνηση του μονοπατιού που μας
ενώνει με τη μαγική αυτή χώρα.
Οι περιπέτειες των βουκόλων μεταξύ τους αλλά και
με τις νύμφες, εκφράζουν ουσιαστικά τον πρώτο ανάβαθμο του Πλατωνικού
Συμποσίου, την ερωτική προσήλωση σε ένα πρόσωπο, το οποίο αυθόρμητα και φυσικά
επιλέξαμε και με το οποίο είμαστε ερωτευμένοι. Μέσα από αυτή την
εμπειρία αναγνωρίζουμε σιγά-σιγά την ανθρώπινη φύση. Τις ανασφάλειες, τους
πόθους, τα ιδανικά, την τρυφερότητα, το πάθος. Αυτό μας βοηθάει να ωριμάσουμε
και να εκτιμήσουμε την ψυχική ομορφιά που βρίσκεται κρυμμένη βαθιά στον κάθε
άνθρωπο. Έτσι περνάμε στο δεύτερο επίπεδο, στον έρωτα για όλα τα ωραία πρόσωπα
που είναι αδελφωμένα από την κατοχή του «Κάλλους».
Στο τρίτο στάδιο ο μύστης της Αρκαδικής παράδοσης
νοιώθει τον Έρωτα για κάθε τι ωραίο που υπάρχει, για τους ηθικούς κανόνες, τις
αξίες του πολιτισμού, τις επιστήμες και τις τέχνες. Από την αισθητή
πραγματικότητα επεκτείνεται σε μια αδέσμευτη σύλληψη του «καλού και αγαθού» σε
όλα τα επίπεδα του Κόσμου. Τέλος ο τέταρτος και τελευταίος ανάβαθμος
αντιπροσωπεύει την ίδια την ουσία της Αρκαδίας, την αποκαλυπτική εμπειρία στην
οποία περιέρχεται η ψυχή όταν ταυτίζεται με την εκτυφλωτική έκλαμψη του Ωραίου.
Από αυτό το τελευταίο γίνεται εύκολα κατανοητό ότι,
όσον αφορά την Τέχνη, το Αρκαδικό ιδεώδες ταυτίζεται με το γενικότερο
πλαίσιο της Ελληνικής αισθητικής. Αναζητά το ιδεώδες Κάλλος πραγματοποιώντας
μια σύνθεση ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα, δηλαδή το Κάλλος των μορφών με την
καλοσύνη της ψυχής. Το ιδεώδες της Καλοκαγαθίας εκφράζεται με τη συμμετρία της
όψης, την ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο στη στάση και στην έκφραση.
Από την άλλη πλευρά, σε αντίθεση με τη σημερινή νοοτροπία του «Υποκειμενισμού»,
η Αρχαιοελληνική Τέχνη στηρίζεται στο αξίωμα ότι υπάρχουν κάποιες αδιασάλευτες
αντικειμενικές αξίες τις οποίες ο καλλιτέχνης οφείλει να ανακαλύψει και να
εκφράσει μέσα από την τέχνη του. Δεν την ενδιαφέρει δηλαδή το υποκειμενικό
συναίσθημα του εφήμερου ανθρώπου αλλά ο τρόπος με τον οποίο η ίδια η Ένθεα Φύση
εκφράζεται και σχηματοποιείται γύρω μας.
Οι καλλιτέχνες της Κλασσικής Αρχαιότητας θεωρούσαν
ότι η ζωγραφική, η γλυπτική, η ποίηση ή η αρχιτεκτονική δεν είναι σύνολο
προσωπικών εκφράσεων ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας καλλιτεχνών αλλά ότι πράγματι
υπάρχει μια αντικειμενική, κρυμμένη ομορφιά στις δομές της Φύσης, Η ομορφιά αυτή είναι οι Σωστές
Αναλογίες, το Μέτρο και η Αρμονικότητα ανάμεσα στα διακριτά μέρη ενός ενιαίου
όλου, με άλλα λόγια οι Παγκόσμιοι Μαθηματικοί νόμοι της Αρμονίας που διέπουν το
Σύμπαν. -Ο Σωκράτης, στην Πολιτεία του Πλάτωνα, λέει ότι: Η γεωμετρία και τα ιερά μαθηματικά
αποκαλύπτουν τον τρόπο που η Φύση αποτυπώνει τις δικές της αρχιτεκτονικές δομές
αναγκάζοντας την ψυχή να αντικρίσει την ουσία των όντων. Τα γεωμετρικά σχήματα,
οι ιεροί μαθηματικοί λόγοι και οι αναλογίες που ιστορικά αποτυπώθηκαν στην
αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και τη μουσική, έλκουν την ψυχή προς την αλήθεια
και αναπτύσσουν το φιλοσοφικό εκείνο πνεύμα που εξυψώνει το βλέμμα μας προς τη
γνώση του αιώνιου (αεί) όντος και όχι του ευμετάβλητου και διαρκώς
εναλλασσόμενου.
Σύμφωνα με την Πλατωνική άποψη, ο αισθητός,
«αντικειμενικός» κόσμος είναι το ατελές αντίγραφο του κόσμου των Ιδεών. Οι
Ιδέες παραμένουν άφθαρτες, αμετάβλητες και αιώνιες, ελεύθερες από τη ροή του
αδιάκοπου γίγνεσθαι της θνητής μας πραγματικότητας. Στόχος του καλλιτέχνη είναι
λοιπόν να κατανοήσει και εν συνεχεία να παραστήσει όσο το δυνατόν πληρέστερα
την αόρατη αρμονία των ιδεών και το εσωτερικό Μαθηματικό Κάλλος που εκφράζεται
με τη Χρυσή Τομή, τα Πυθαγόρεια Συστήματα των Ορθών Λόγων, την κρυφή σύνδεση
των Αναλογιών ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και το ανθρώπινο σώμα κ.ο.κ.
Η θέση αυτή δεν είναι απλά καλλιτεχνική. Είναι μια
θέση Θρησκευτική. Σήμερα, στη χριστιανική Δύση, ο θεός νοείται σαν μεταφυσική
Αρχή που βρίσκεται πέρα από τη Φύση, προϋπάρχει αυτής και δεν συνταυτίζεται
μαζί της. Για το λόγο αυτό φιλοσοφία, επιστήμη και Τέχνη είναι ξεκομμένες από
την θεολογία. Ανήκουν σε μια άλλη σφαίρα, τη σφαίρα όχι του προαιώνιου και
τέλειου Δημιουργού αλλά στη σφαίρα του ατελούς και εφήμερου δημιουργήματος.
Αντίθετα στην Αρχαία Ελλάδα, και κατά συνέπεια και στην Αρκαδία, Θεοί και Φύση
είναι ένα και το αυτό. Συνταυτίζονται. Αυτό σημαίνει ότι από την στιγμή που το
Θείο βρίσκεται μέσα στον Κόσμο ο καλλιτέχνης, ο επιστήμονας αλλά και ο
φιλόσοφος ερευνώντας την Φύση και τους Νόμους της, ερευνούν τις ιδιότητες του
Θείου, τον τρόπο δηλαδή που οι Θεότητες εμφανίζονται και εκφράζονται στην
καθημερινή μας εμπειρία.
Κάτω από
αυτή τη λογική, η Φιλοσοφία είναι ερεύνα του Θείου. Η επιστήμη είναι έρευνα του
Θείου. Η Τέχνη είναι έρευνα του Θείου. Για αυτό ακριβώς το λόγο στην Αρχαία
Ελλάδα, η Τέχνη, δεν μπορεί να περιοριστεί στην έκφραση του υποκειμενικού
συναισθήματος. Αντίθετα, επικεντρώνεται στη μίμηση της Αρμονίας, της Ισορροπίας
και της Λογικής μέσα από την οποία εμφανίζονται στον κόσμο των αισθήσεων οι
Θείοι Φυσικοί Νόμοι και τα Φαινόμενα.
Ουσιαστικά, ο Καλλιτέχνης ο Επιστήμονας και ο
Φιλόσοφος μέσα από την διανόηση, την έρευνα και την καλλιτεχνική απόδοση
προσπαθούν να μιμηθούν και εν συνεχεία να συνταυτιστούν με τους Θεούς τους. Όχι
απλά να τους αναπαραστήσουν συμβολικά αλλά να τους ανακαλύψουν και να τους
εκφράσουν μέσα από τη μίμηση των ιδιοτήτων τους. Η τέχνη λοιπόν, όπως και η
φιλοσοφία, όπως και η επιστημονική έρευνα ήταν, στην Αρχαία Ελλάδα, πριν από
όλα, μια θρησκευτική πράξη.
Αυτή η λογική μεταφέρθηκε και στη Ρώμη όπου την
εποχή του Αυγούστου, η τέχνη ήταν κυρίως Ελληνική. Μέσα από τη Σικελία, την
Νότια Ιταλία, την Αλεξάνδρεια, την κυρίως Ελλάδα και την Ελληνιστική Ανατολή οι
αισθητικές μορφές, οι μέθοδοι και τα ιδεώδη του κλασικισμού είχαν διαποτίσει
την Αιώνια Πόλη. Όταν οι ρωμαϊκές στρατιές κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος του
τότε γνωστού κόσμου, Έλληνες καλλιτέχνες συνέρευσαν στο νέο κέντρο του πλούτου
και της εξουσίας κατασκευάζοντας αναρίθμητα αντίγραφα των ελληνικών
αριστουργημάτων για την αγορά, τους δρόμους, τα ανάκτορα, τα δημόσια κτίρια,
τις στοές και τις πλατείες. - Από την άλλη πλευρά, κάθε κατακτητής ή ανώτερος
αξιωματούχος, λεηλατούσε τα Ελληνικά ιερά και μετέφερε στη Ρώμη αναθήματα,
αγάλματα, διακοσμητικά αντικείμενα και άλλου είδους καλλιτεχνικούς θησαυρούς,
μετατρέποντας σταδιακά ολόκληρη την Ιταλία σε μουσείο αγαλμάτων και εικόνων που
είχαν αγοραστεί ή είχαν κλαπεί από τις ελληνικές πόλεις.
Σε επίπεδο λοιπόν καλλιτεχνικής έκφρασης, ο
Αρκαδισμός εξακολουθούσε να υπάρχει στην Αιώνια Πόλη καθώς, αν εξαιρέσουμε τους
αρχιτέκτονες, οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες ήταν Έλληνες δούλοι ή
απελεύθεροι ή μισθωτοί. - Από την άλλη πλευρά, σε κοινωνικό επίπεδο, γύρω από
τη Ρώμη υπήρχαν ακόμα λαοί που η κοινωνική τους οργάνωση ήταν επικεντρωμένη
γύρω από την κοινότητα. Πέρα από τα όρια του αυτοαποκαλούμενου «πολιτισμένου» κόσμου,
η γη ήταν ακόμα ελεύθερη και δοσμένη στους ελεύθερους καλλιεργητές, η αγάπη και
η επαφή με τη φύση καθόριζε την καθημερινότητα.
Οι λαοί αυτοί δεν είχαν την εκλεπτυσμένη παιδεία
και τέχνη του Ελληνισμού, διατηρούσαν όμως αναλλοίωτη την αγάπη για την ελευθερία,
την απλότητα στον τρόπο ζωής και την επαφή με τη Φύση και πολιτικούς θεσμούς
επικεντρωμένους γύρω από την κοινότητα.
Το επόμενο κύμα μετά από τη Ρώμη έμελλε να τα
καταστρέψει όλα αυτά. -
Επιλογές,
επεξεργασία, επιμέλεια