«Στον ίσκιο του σπιτιού, στον ήλιο της ακροποταμιάς κοντά στις βάρκες, στον ίσκιο του δάσους με τις ιτιές, στον ίσκιο της συκιάς μεγάλωνε ο Σιντάρτα, ο όμορφος γιος του βραχμάνου, το νεαρό γεράκι, μαζί με τον Γκοντίβα, το φίλο του, το γιο του βραχμάνου. Ο ήλιος μαύριζε τους λεπτούς ώμους του στην ακροποταμιά, την ώρα που κολυμπούσε, στους ιερούς καθαρμούς, στις ιερές θυσίες. Μια σκιά περνούσε στα μαύρα του μάτια-μες στο άλσος με τα μάνγκο, στα παιγνίδια των αγοριών, στο τραγούδι της μητέρας, στις ιερές θυσίες, στις διδαχές του πολύμαθου πατέρα του, στη συζήτηση με τους άλλους σοφούς?»
«…Ο Γκοβίντα
είπε: “Αγαπάς πάντα την ειρωνεία, μου φαίνεται, Σιντάρτα. Σε πιστεύω και ξέρω
πως δεν ακολούθησες κανένα δάσκαλο. Αλλά δεν έχεις ανακαλύψει εσύ ο ίδιος, αν
όχι μια διδαχή, μερικές γνώσεις, μερικές εμπειρίες, που σου ανήκουν και σε
βοηθούν να ζεις; Αν ήθελες να μου πεις κάτι γι’ αυτές, θα μου ‘δινες μεγάλη
χαρά”.
Ο Σιντάτρα
είπε: “Ναι, είχα σκέψεις και βιώματα που και που. Ένιωσα κάποτε, για μια ώρα ή
μια μέρα, τη γνώση μέσα μου όπως νιώθει κανείς τη ζωή μέσα στην καρδιά του.
Ήταν μερικές σκέψεις, μα μου είναι δύσκολο να τις μοιραστώ μαζί σου. Δες
Γκοβίντα μου, αυτή είναι μια από τις σκέψεις που ανακάλυψα: η σοφία δεν
μεταδίδεται. Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα”.
“Αστειεύεσαι;”
ρώτησε ο Γκοβίντα.
“Δεν
αστειεύομαι. Λέω αυτό που ανακάλυψα. Μπορεί να μεταδώσει κανείς τη γνώση, αλλά
όχι τη σοφία. Τη σοφία μπορεί κανείς να τη βρει, μπορεί να τη ζήσει, μπορεί να
ενισχυθεί απ’ αυτήν, να κάνει μ’ αυτή θαύματα, αλλά δεν μπορεί να την πει και
να τη διδάξει. Αυτό ήταν που υποψιαζόμουν καμιά φορά όταν ήμουν νέος, αυτό
ήταν που με τράβηξε μακριά από τους δασκάλους. Έχω ανακαλύψει μια σκέψη,
Γκοβίντα, που θα σου φανεί πάλι σαν αστείο ή σαν τρέλα, αλλά είναι η καλύτερή
μου σκέψη. Άκουσε τη: το αντίθετο κάθε αλήθειας είναι εξίσου αληθινό!
Δηλαδή: μια
αλήθεια που μπορεί να διατυπωθεί και περιβληθεί με λόγια είναι πάντα
μονόπλευρη. Μονόπλευρα είνα όλα όσα μπορεί κανείς να συλλογιστεί με σκέψεις και
να πει με λέξεις, όλα μονόπλευρα, μισά όλα, αποκομμένα από την ολότητα, από τον
κύκλο, από την ενότητα. Όταν ο Φωτισμένος Βούδας μιλούσε διδάσκοντας για τον
κόσμο, ήταν αναγκασμένος να τον διαιρέσει σε σανσάρα και Νιρβάνα, σε πλάνη και
αλήθεια, σε οδύνη και σε λύτρωση. Δεν μπορεί κανείς να κάνει αλλιώς, δεν
υπάρχει άλλος δρόμος γι’ αυτόν που θέλει να διδάξει.
Ο κόσμος όμως,
όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, δεν είναι ποτέ μονόπλευρος. Ποτέ ένας
άνθρωπος ή μια πράξη δεν είναι μόνο σανσάρα ή μόνο Νιρβάνα, ποτέ δεν είναι ένας
άνθρωπος ολότελα άγιος ή εντελώς αμαρτωλός. Κι αν φαίνεται έτσι, είναι γιατί
είμαστε υποταγμένοι στην πλάνη πως ο χρόνος είναι κάτι πραγματικό. Ο χρόνος δεν
είναι πραγματικός, Γκοβίντα, το διδάχτηκα πολλές φορές αυτό. Κι αν ο χρόνος δεν
είναι πραγματικός, τότε είναι πλάνη και η διαχωριστική γραμμή που φαίνεται πως
υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο και την αιωνιότητα, ανάμεσα στην οδύνη και τη
μακαριότητα, ανάμεσα στο καλό και το κακό”.
“Πως αυτό;”
ρώτησε φοβισμένα ο Γκοβίντα.
“Άκουσε καλά,
αγαπημένε, άκουσε καλά! Ο αμαρτωλός που είμαι και που είσαι κι εσύ, είναι
αμαρτωλός, αλλά θα γίνει κάποτε πάλι Βράχμαν, θα κατακτήσει τη Νιρβάνα, θα
γίνει Βούδας – και δες τώρα: αυτό το “κάποτε” είναι πλάνη, είναι μόνο ένα
σύμβολο! Ο αμαρτωλός δεν βρίσκεται στο δρόμο που οδηγεί στο Βούδα, δεν
υπόκειται σε εξέλιξη, παρόλο που η σκέψη μας δεν μπορεί να συλλάβει αλλιώς τα
πράγματα. Όχι, μέσα στον αμαρτωλό υπάρχει, βρίσκεται τώρα κιόλας, σήμερα, ο
μελλοντικός Βούδας, το μέλλον του είναι ήδη παρόν, πρέπει να τιμάς σ’ αυτόν, σ’
εσένα, στον καθένα, τον δημιουργούμενο, τον πιθανό, τον κρυμμένο Βούδα.
Ο κόσμος; φίλε
Γκοβίντα, δεν είναι ατελής, ούτε πρέπει να τον βλέπουμε σ’ έναν αργό δρόμο προς
την τελειότητα: όχι, είναι σε κάθε στιγμή τέλειος, κάθε αμαρτία φέρνει μέσα της
τη χάρη, όλα τα μικρά παιδιά έχουν μέσα τους το γέρο, όλα τα νήπια το θάνατο,
όλοι οι ετοιμοθάνατοι την αιώνια ζωή. Δεν είναι δυνατό για κανέναν να δει πόσο
έχει προχωρήσει στο δρόμο του ο άλλος. Ο Βούδας περιμένει μέσα στο ληστή και
στον παίκτη των ζαριών, μέσα στο βραχμάνο προσμένει ο ληστής.
Η βαθιά
συγκέντρωση χαρίζει τη δυνατότητα να σταματήσει κανείς το χρόνο, να δει
συγχρόνως, όλη την περασμένη, την τωρινή και τη μελλοντική ζωή, και τότε είναι
όλα καλά, όλα τέλεια, είναι όλα Βράχμαν. Γι’ αυτό μου φαίνονται καλά όλα όσα
υπάρχουν, ο θάνατος μου φαίνεται σαν ζωή, η αμαρτία σαν αγιότητα, η εξυπνάδα
σαν ανοησία. Όλα πρέπει να είναι έτσι, όλα χρειάζονται μόνο την επιδοκιμασία
μου, μόνο την προθυμία μου, τη γεμάτη αγάπη κατανόησή μου.
Όλα είναι καλά
έτσι για μένα, τίποτα δεν μπορεί να με βλάψει. Έμαθα από το κορμί κι από την
ψυχή μου πως χρειαζόμουν πολύ την αμαρτία, χρειαζόμουν τη φιληδονία, την
προσπάθεια να αποκτήσω πράγματα, τη ματαιοδοξία, όπως χρειαζόμουν τη βαθιά
απελπισία, για να μάθω να εγκαταλείψω την αντίσταση, για να μάθω ν’ αγαπάω τον
κόσμο, για να μάθω να μην τον συγκρίνω πια μ’ οποιονδήποτε από τους κόσμους που
είχα επιθυμήσει ή που είχα φανταστεί, μ’ ένα είδος τελειότητας που είχα σκεφτεί
εγώ, αλλά να τον αφήνω όπως είναι, και να τον αγαπάω και να του ανήκω με
ευχαρίστηση. Αυτές, Γκοβίντα, είναι μερικές από τις σκέψεις, που μου ήρθαν στο
νου”.
Ο Σιντάρτα
έσκυψε, σήκωσε μια πέτρα από το έδαφος και τη ζύγισε στο χέρι. “Αυτό εδώ”, είπε
παίζοντας, “είναι μια πέτρα, και μπορεί να γίνει σε μια ορισμένη στιγμή γη, κι
από γη θα γίνει φυτό ή ζώο ή άνθρωπος. Παλιότερα θα έλεγα: Αυτή η πέτρα είναι
μόνο πέτρα, δεν έχει αξία, ανήκει στον κόσμο της μάγια: αλλά επειδή μπορεί να
γίνει στον κύκλο των μεταμορφώσεων και πνεύμα, γι’ αυτό της δίνω κι αυτής αξία.
Ίσως να σκεφτόμουνα έτσι παλιότερα.
Σήμερα όμως
σκέφτομαι: Αυτή η πέτρα είναι και ζώο, είναι και Θεός, είναι και Βούδας, την
αγαπώ και την τιμώ όχι επειδή θα μπορούσε να γίνει κάποτε τούτο ή εκείνο, αλλά
επειδή είναι από καιρό και για πάντα όλα – κι ακριβώς γι’ αυτό, επειδή είναι
πέτρα, επειδή μου φαίνεται σαν πέτρα τώρα και σήμερα, γι’ αυτό την αγαπώ και
βλέπω αξία και νόημα σε κάθε φλέβα της, σε κάθε της κοίλωμα, στο κίτρινο, στο
γκρίζο, στη σκληρότητα, στον ήχο που βγάζει όταν τη χτυπάω, στην ξηρότητα ή την
υγρασία της επιφάνειάς της.
Υπάρχουν
πέτρες που μοιάζουν σαν λάδι ή σαν σαπούνι, κι άλλες σαν φύλλα, άλλες σαν
άμμος, και καθεμιά είναι ξεχωριστή και προσεύχεται το Ομ με το δικό της τρόπο,
καθεμιά είναι Βράχμαν, είναι όμως ταυτόχρονα κι εξίσου πέτρα, είναι σαν λάδι,
σαν σαπούνι, κι αυτό ακριβώς μου αρέσει, μου φαίνεται υπέροχο και άξιο
λατρείας. Αλλά ας μην πω περισσότερα γι’ αυτό. Οι λέξεις δεν κάνουν καλό στη
μυστική σημασία, όλα γίνονται κάπως διαφορετικά όταν μιλήσει κανείς γι’ αυτά,
όλα παραπονιούνται λίγο, φαίνονται λίγο τρελά – ναι, ακόμα κι αυτό ειναι πολύ
καλό και μου αρέσει πολύ, συμφωνώ να ηχεί πάντα στον άλλο σαν τρέλα αυτό που
είναι ο θησαυρός και η σοφία ενός ανθρώπου”.
Ο Γκοβίντα
άκουγε σιωπηλά.
“Γιατί μου το
είπες αυτό για την πέτρα;” ρώτησε διστακτικά, ύστερα από μια παύση.
“Έγινε χωρίς
πρόθεση. Ή μάλλον εννοούσα ότι αγαπάω την πέτρα και τον ποταμό, κι όλα αυτά τα
πράγματα που βλέπουμε και μπορούμε να διδαχτούμε απ’ αυτά. Μπορώ ν’ αγαπήσω μια
πέτρα Γκοβίντα, κι ένα δέντρο ή ένα κομμάτι φλοιού. Είναι πράγματα αυτά
Γκοβίντα, και τα πράγματα μπορεί κανείς να τ’ αγαπήσει.
Τις λέξεις
όμως δεν μπορώ να τις αγαπήσω. Γι’ αυτό δεν έχουν καμία αξία για μένα οι
διδαχές. Δεν έχουν ούτε σκληρότητα, ούτε μαλακότητα, ούτε χρώματα, ούτε κόχες,
ούτε μυρωδιά, ούτε γεύση, δεν έχουν παρά μόνο λέξεις. Ίσως αυτό είναι που σε
εμποδίζει να βρεις τη γαλήνη, ίσως να είναι οι πολλές λέξεις. Γιατί ακόμα κι η
λύτρωση και η αρετή, ακόμα και η σανσάρα και η Νιρβάνα είναι μόνο λέξεις,
Γκοβίντα. Δεν υπάρχει κανένα πράγμα που θα μπορούσε να είναι Νιρβάνα. Υπάρχει
μόνο η λέξη Νιρβάνα”.
Ο Γκοβίντα
είπε: “Δεν είναι μόνο η λέξη Νιρβάνα, φίλε. Είναι μια σκέψη”.
Ο Σιντάρτα
συνέχισε: “Μια σκέψη, ας είναι κι έτσι. Πρέπει να σου το ομολογήσω, αγαπημένε:
δεν βρίσκω μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις σκέψεις και τις λέξεις. Για να μιλήσω
ανοιχτά, δεν έχω μεγάλη υπόληψη ούτε στις σκέψεις. Εχω περισσότερη υπόληψη στα
πράγματα.
“Εδώ π.χ., σ’
αυτό το πέραμα, ένας άνθρωπος ήταν προκάτοχος και δάσκαλός μου. Ένας άγιος
άνθρωπος, που πίστευε μερικά χρόνια μόνο στον ποταμό, σε τίποτ’ άλλο: είχε
καταλάβει πως η φωνή του ποταμού του μιλούσε, μάθαινε απ’ αυτή, εκείνη τον
εκπαίδευε και τον δίδασκε, ο ποταμός του φαινόταν Θεός. Πολλά χρόνια πέρασαν
χωρίς να μάθει ότι κάθε άνεμος, κάθε σύννεφο, κάθε πουλί, κάθε χρυσοκάνθαρος
είναι εξίσου θεϊκός κι ότι ξέρει και μπορεί να διδάξει τόσα πολλά όσα και ο
λατρεμένος του ποταμός. Όταν όμως πήγε στα δάση αυτός ο άγιος, τα ήξερε όλα,
ήξερε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι ΕΣΥ κι εγώ, χωρίς δασκάλους, χωρίς βιβλία, μόνο
γιατί είχε πιστέψει στον ποταμό”.
Ο Γκοβίντα
είπε: “Είναι όμως κάτι πραγματικό αυτό που ονομάζεις “πράγμα”, είναι κάτι
υπαρκτό; Δεν είναι μόνο δόλος της μάγια, μόνο εικόνα και φαινόμενο; Η πέτρα
σου, το δέντρο, ο ποταμός σου- είναι πραγματικότητα όλ’ αυτά;”
“Ούτε αυτό δεν
με σκοτίζει πολύ”, είπε ο Σιντάρτα. “Αν τα πράγματα είναι απλώς φαινόμενα, τότε
είμαι κι εγώ φαινόμενο, κι έτσι είναι όμοιά μου. Αυτό είναι που τα κάνει τόσο
αγαπητά και αξιοσέβαστα για μένα, το ότι είναι όμοιά μου. Γι’ αυτό μπορώ να τ’
αγαπήσω.
Κι αυτή είναι
μια διδαχή που θα σε κάνει να γελάσεις: μου φαίνεται, Γκοβίντα, ότι το
σπουδαιότερο απ’ όλα είναι η αγάπη. Μπορεί να είναι αποστολή των μεγάλων
στοχαστών να παρατηρούν τον κόσμο, να τον εξηγούν ή και να τον περιφρονούν.
Αλλά το μόνο που έχω να κάνω εγώ είναι να μπορώ ν’ αγαπάω τον κόσμο, να μην τον
περιφρονώ, να μην τον μισώ ούτε κείνον ούτε τον εαυτό μου, να μπορώ να βλέπω
τον κόσμο, τον εαυτό μου κι όλα τα πλάσματα με θαυμασμό και δέος”.
“Το
καταλαβαίνω αυτό”, είπε ο Γκοβίντα. “Αλλά αυτό ακριβώς ονόμασε απάτη εκείνος, ο
Φωτισμένος. Επιτρέπει την ευμένεια, την επιείκεια, τον οίκτο, την υπομονή, αλλά
όχι την αγάπη. Μας έχει απαγορέψει να δένουμε την καρδιά μας στην αγάπη των
επιγείων”.
“Το ξέρω”,
είπε ο Σιντάρτα. Το χαμόγελό του ακτινοβολούσε σαν χρυσάφι. “Το ξέρω Γκοβίντα.
Αλλά δες, βρισκόμαστε ακριβώς στη μέση του δάσους των απόψεων, της διαμάχης των
λέξεων. Γιατί δεν μπορώ να το αρνηθώ, τα λόγια μου για την αγάπη έρχονται σε
αντίθεση, σε φαινομενική αντίθεση με τα λόγια του Γκοτάμα. Γι’ αυτό ακριβώς έχω
τόσο μεγάλη δυσπιστία για τις λέξεις, επειδή ξέρω ότι αυτή η αντίθεση είναι
πλάνη. Ξέρω πως συμφωνώ με τον Γκοτάμα. Πως θα μπορούσε Εκείνος να μη γνωρίζει
την αγάπη;
Εκείνος, που
είδε την ανθρώπινη ύπαρξη σ’ όλη της την παροδικότητα, σ’ όλη τη μηδαμινότητά
της, αγάπησε τόσο πολύ τους ανθρώπους, που αφιέρωσε μια ολόκληρη, μακριά,
επίμονη ζωή για να τους βοηθήσει, για να τους διδάξει! Και σ’ εκείνον, σ’
εκείνον το μεγάλο δάσκαλο, τα πράγματα έχουν για μένα μεγαλύτερη αξία από τις
λέξεις, οι πράξεις κι η ζωή του από τους λόγους του, οι κινήσεις τους χεριού
του μου φαίνονταν σημαντικότερες από τις απόψεις. Δεν βλέπω το μεγαλείο του σε
λόγους και σε σκέψεις, το μεγαλείο του το βρίσκω μόνο στην πράξη και στη ζωή”.
Οι δύο
ηλικιωμένοι άντρες έμειναν πολλή ώρα σιωπηλοί.
«…Γιατί θά
’πρεπε να φοβηθώ ένα σαμάνο, έναν ανόητο σαμάνο από το δάσος που έρχεται από τα
τσακάλια, και δεν ξέρει τι είναι οι γυναίκες;»
«Ω, είναι
δυνατός ο σαμάνος και δεν φοβάται τίποτα. Θα μπορούσε να σε βιάσει, όμορφο
κορίτσι. Θα μπορούσε να σε ληστέψει. Θα μπορούσε να σου κάνει κακό!»
«Όχι σαμάνε,
δε φοβάμαι γι’ αυτό. Φοβήθηκε ποτέ ένας σαμάνος ή ένας βραχμάνος πως θα
μπορούσε νά ’ρθει κάποιος και να του κλέψει την σοφία, την ευσέβεια και τη
σοβαρότητά του; Όχι, αφού του ανήκουν, και δίνει απ’ αυτά μόνον ό,τι θέλει να
δώσει και όταν θέλει. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την Καμάλα και τις χάρες
της αγάπης. Το στόμα της Καμάλα είναι κόκκινο και όμορφο, αλλά δοκίμασε να το
φιλήσεις χωρίς τη θέλησή της και δε θά ’χεις ούτε σταγόνα! Είσαι διψασμένος για
μάθηση, Σιντάρτα. Μάθε λοιπόν αυτό: την αγάπη μπορεί κανείς να τη ζητιανέψει,
να την αγοράσει, να την πάρει δώρο, να τη βρεί στο δρόμο, αλλά να την κλέψει
δεν μπορεί. Σκέφτηκες λάθος δρόμο. Όχι, θά ’ταν κρίμα ν’ αρχίσει έτσι ένας τόσο
όμορφος νέος σαν κι εσένα». (…)
«…Του μάθαινε
ότι οι εραστές δεν πρέπει να χωρίζονται μετά τη φωτιά της αγάπης χωρίς να
θαυμάσουν ο ένας τον άλλο, χωρίς να νιώσουν τόσο νικημένοι όσο και νικητές, για
να μη νιώσει κανείς από του δυό χορτασμένος ή ανικανοποίητος, και να μη
γεννηθεί σε κανέναν το άσχημο αίσθημα πως χρησιμοποιήθηκε ή χρησιμοποίησε τον
άλλο.(…)
«…Ο Σιντάρτα
είπε: «Τί μπορώ να σου πω εγώ, σεβάσμιε; Μήπως πως αναζητάς υπερβολικά; Πως η
αναζήτηση σ’ εμποδίζει να βρεις;»
«Μα πώς;»
ρώτησε ο Γκοβίντα.
«Όταν κάποιος
ζητάει», είπε ο Σιντάρτα, «συμβαίνει να συχνά να μη βλέπουν τα μάτια του παρά
μόνο το πράγμα που ζητάει, συμβαίνει να μην είναι ικανός να βρει τίποτα, επειδή
σκέφτεται πάντα μόνο αυτό που ζητάει, επειδή έχει ένα σκοπό, επειδή κατέχεται
από τον σκοπό. Ζητάω θα πει: έχω ένα σκοπό. Βρίσκω όμως σημαίνει: είμαι
ελεύθερος, στέκομαι ανοιχτός, δεν έχω κανένα σκοπό. Εσύ, σεβάσμιε, είσαι κατά
πάσα πιθανότητα πραγματικά ένας αναζητητής, αφού, επιδιώκοντας το σκοπό σου,
δεν βλέπεις μερικά πράγματα που είναι ’μπρός στα μάτια σου».(…)
«…Κάποτε
πέρασαν από την πόλη του Σιντάρτα σαμάνοι, περιπλανώμενοι ασκητές, τρεις
λεπτοί, σβησμένοι άντρες, ούτε γέροι ούτε νέοι, με σκονισμένους και ματωμένους
ώμους, σχεδόν γυμνοί, καμένοι από τον ήλιο, τυλιγμένοι στη μοναξιά, ξένοι και
εχθρικοί για τον κόσμο, απόμακρα κι αδύνατα τσακάλια στο βασίλειο των ανθρώπων.
Γύρω τους φυσούσε ένας ζεστός άνεμος σιωπηλής οδύνης, απομονωτικού καθήκοντος,
άπονης άρνησης του εγώ.
«Σιντάρτα»
είπε, «τι περιμένεις;»
«Ξέρεις τι».
«Θα στέκεσαι
πάντα έτσι και θα περιμένεις, ώσπου να έρθει η μέρα, το μεσημέρι, το βράδυ;»
«Θα στέκομαι
και θα περιμένω».
«Θα κουραστείς
Σιντάρτα».
«Θα κουραστώ».
«Θα αποκοιμηθείς
Σιντάρτα».
«Δεν θα
αποκοιμηθώ».
«Θα πεθάνεις
Σιντάρτα».
«Θα πεθάνω».
«Και προτιμάς
να πεθάνεις παρά να υπακούσεις τον πατέρα σου;»
«Ο Σιντάρτα
υπάκουε πάντα τον πατέρα του».
«Ώστε θα
παραιτηθείς από την επιθυμία σου;»
«Ο Σιντάρτα θα
κάνει ότι του πει ο πατέρας του».
Ένας μοναδικός
σκοπός υπήρχε για τον Σιντάρτα: ν’ αδειάσει, να μείνει άδειος από δίψα, άδειος
από επιθυμία, άδειος από όνειρα, άδειος από χαρά, από λύπη. Να σκοτώσει τον
εαυτό του, να μην είναι πια Εγώ, να βρει την ηρεμία της αδειανής καρδιάς, να
γνωρίσει την καθαρή σκέψη, αυτός ήταν ο σκοπός του. Όταν κατακτιόταν και
πέθαινε όλος ο εαυτός, όταν σώπαινε κάθε αναζήτηση και κάθε λαχτάρα μέσα στην
καρδιά, τότε έπρεπε να ξυπνήσει το τελευταίο, το βάθος της ύπαρξης, που δεν
είναι πια Εγώ, το μεγάλο μυστικό.
Ένας ερωδιός
πετούσε πάνω από το δάσος των μπαμπού- κι ο Σιντάρτα έκλεινε τον ερωδιό στην
ψυχή του, πετούσε πάνω από δάση και οροσειρές, γινόταν ερωδιός, έτρωγε ψάρια,
πεινούσε την πείνα των ερωδιών, μιλούσε με το κρώξιμό τους, πέθαινε το θάνατο
των ερωδιών. (…)
«…Κι ο
Σιντάρτα είπε σιγανά, σαν να μιλούσε μόνος του: «Τι είναι η συγκέντρωση; Τι
είναι η εγκατάλειψη του κορμιού; Τι είναι η νηστεία; Τι είναι το κράτημα της
αναπνοής; Είναι φυγή από το Εγώ, είναι μια σύντομη απόδραση από την οδύνη της
ύπαρξης, είναι σύντομη νάρκωση μπρος τον πόνο και την ανυπαρξία νοήματος στη
ζωή. Ο ζευγολάτης βρίσκει στο πανδοχείο την ίδια φυγή, την ίδια σύντομη
νάρκωση, πίνοντας μερικά ποτήρια κρασιού από ρύζι ή γάλα από καρύδα. Δεν
νοιώθει πια το Εγώ του, δεν αισθάνεται πια άλλο τους πόνους της ζωής, βρίσκει
μια σύντομη νάρκωση. Βρίσκει, σκυμμένος πάνω στο ποτήρι του με το κρασί, αυτό
το ίδιο που βρίσκουν ο Σιντάρτα και ο Γκοβίντα όταν ξεφεύγουν με ατέλειωτες
ασκήσεις από το κορμί τους και γλιστράνε στην ανυπαρξία. Έτσι είναι, Γκοβίντα».
«…Σκεφτόταν
βαθιά, σαν νερό κατέβαινε ως τις ρίζες αυτής της σκέψης, ως εκεί που βρίσκονται
οι αιτίες, γιατί σκέψη σημαίνει να γνωρίζεις τις αιτίες, έτσι του φαινόταν, και
μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο οι σκέψεις γίνονται γνώσεις και δεν πάνε χαμένες, αλλά
αποκτάνε σημασία και ακτινοβολούν το περιεχόμενο τους.»
«…Πραγματικά
κανένα πράγμα στον κόσμο δεν απασχόλησε τόσο πολύ τη σκέψη μου, όσο αυτό το
Εγώ, αυτό το αίνιγμα ότι είμαι ζωντανός, ότι είμαι ένας, χωρισμένος και
διαφορετικός από τους άλλους, ότι είμαι ο Σιντάρτα! Κι όμως, για κανένα πράγμα
στον κόσμο δεν ξέρω λιγότερα απ’ ότι για μένα, για τον Σιντάρτα!»
«…Κοίταξε
Καμάλα: όταν ρίχνεις μια πέτρα στο νερό, βιάζεται να βρει το συντομότερο δρόμο
για το βυθό. Έτσι γίνεται και όταν ο Σιντάρτα έχει ένα σκοπό, μια πρόθεση. Ο
Σιντάρτα δεν κάνει τίποτα, περιμένει, σκέφτεται, νηστεύει, αλλά περνάει μέσα
από τα πράγματα του κόσμου όπως η πέτρα από το νερό, χωρίς να κάνει τίποτα,
χωρίς να κινηθεί, κάτι τον τραβάει, αφήνεται να πέσει. Ο σκοπός του τον
τραβάει, γιατί δεν αφήνει να μπει στην ψυχή τουτίποτα αντίθετο στο στόχο του.
Αυτό έμαθε ο Σιντάρτα από τους σαμάνους. Αυτό οι ανόητοι το ονομάζουν θαύμα και
πιστεύουν πως προκαλείται από τους δαίμονες. Τίποτα δεν προέρχεται από τους
δαίμονες, δεν υπάρχουν δαίμονες. Ο καθένας μπορεί να κάνει θαύματα, καθένας
μπορεί να πετύχει το σκοπό του, αν ξέρει να σκέφτεται, να περιμένει και να
νηστεύει».
«Σιντάρτα»
Ένα ινδικό παραμύθι, του Hermann Hesse
Το βιβλίο
Το «Σιντάρτα»
γράφτηκε το 1922 αφού ο συγγραφέας είχε επιστρέψει από ταξίδι στην Ινδία. Τη
δεκαετία του 1960 γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ειδικά στην Αμερική. Γυρίστηκε σε
ταινία στην Αμερική και στην Ισπανία, διασκευάστηκε σε μιούζικαλ και επηρέασε
μουσικά συγκροτήματα όπως τους Radiohead που στο άλμπουμ Amnesiac εμπνεύσθηκαν
στίχους από το μυθιστόρημα.
Το
"Σιντάρτα" διαδραματίζεται στην αρχαία Ινδία γύρω στον 6ο αιώνα π.χ.
Είναι η καταγραφή της πορείας ενός ανθρώπου που ψάχνει να βρει τον εαυτό του
και τη βαθύτερη αλήθεια της ζωής, γραμμένη με βιβλική σχεδόν απλότητα και
ομορφιά, που καταλήγει σ' έναν παθιασμένο ύμνο της ατομικότητας και της
πνευματικής ανεξαρτησίας.
Ο συγγραφέας
Γεννημένος στη Γερμανία το 1877, ο Έρμαν Έσσε ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως βιβλιοπώλης στο Τύμπιγκεν, όπου άρχισε να γράφει και να δημοσιεύει ποιήματα σε ηλικία είκοσι ενός χρόνων. Πενήντα χρόνια αργότερα, γνώρισε τη πρώτη μεγάλη του επιτυχία σε μυθιστορήματα που μιλούσαν για τα προβλήματα των νέων. Αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελβετία, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον γερμανικό μιλιταρισμό, και αναγνωρίστηκε ως μια από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές φυσιογνωμίας του γερμανόφωνου κόσμου. Η ανθρωπιά και η φιλοσοφία του αναπτύχθηκαν σε μυθιστορήματα όπως «Ο λύκος της στέπας», ενώ τα ποιήματα και τα δοκίμιά του του εξασφάλισαν κορυφαία θέση ανάμεσα στους σύγχρονους στοχαστές. Ο ναζισμός απαγόρευσε τα βιβλία του Έσσε, αλλά η Ελβετία τον τίμησε, ανακηρύσσοντάς τον επίτιμο διδάκτορα της φιλοσοφίας. Το 1946 πήρε το Βραβείο Νόμπελ και πέθανε το 1962, ογδόντα πέντε ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου