Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Λυκάων μυθικός ο γεννάρχης των Αρκαδικών πόλεων



Σύμφωνα με τις αρχαίες παραδόσεις ο Λυκάωνας είναι γιος του Πελασγού και υπήρξε ο γεννάρχης των αρκαδικών πόλεων και αποικιών. Έγινε βασιλιάς των Αρκάδων με έδρα του την Αρχαία Λυκόσουρα και από πολλές γυναίκες γέννησε πενήντα παιδιά και μία θυγατέρα την Καλλιστώ, που ακολουθούσε τη θεά  Αρτεμη.

"Παις Λυκάων εγένετο, ος βασιλεύων Αρκάδων εκ πολλών γυναικών πεντήκοντα παίδας εγέννησε". (Απολλοδώρου Μυθολογία ΙΙΙ ΄96). 

Από την Καλλιστώ και τον Δία γεννήθηκε ο Αρκάς, που βασίλεψε στην περιοχή και έδωσε το όνομά του στην Αρκαδία και τους Αρκάδες. Ο Παυσανίας αναφέρει:

"Εκτός από όλη αυτή τη γενιά των αρσενικών παιδιών ο Λυκάων είχε και μια κόρη την Καλλιστώ, όπου την ερωτεύτηκε ο Δίας και κοιμήθηκε μαζί της. Η Ήρα όμως το ανακάλυψε, μεταμόρφωσε την Καλλιστώ σε αρκούδα, κι η Aρτεμις για το χατήρι της Ήρας την σκότωσε με το τόξο. Ο Δίας έστειλε τον Ερμή με διαταγή να σώση το παιδί που η Καλλιστώ είχε στην κοιλιά. Την ίδια την Καλλιστώ την μεταμόρφωσε σε αστερισμό, τη γνωστή Μεγάλη ’ρκτο.Μετά τον θάνατο του Νυκτίμου την εξουσία την πήρε ο Αρκάς, ο γιός της Καλλιστούς. Αυτός έφερε την καλλιέργια του ήμερου καρπού και δίδαξε τους ανθρώπους να κάνουν ψωμί, και να υφαίνουν ρούχα. Από τον βασιλιά αυτόν η χώρα πήρε το όνομα Αρκαδία αντί Πελασγία και οι κάτοικοί της Αρκάδες αντί Πελασγοί."

Ο μύθος δένει άρρηκτα τον Λυκάονα με το Λύκαιο όρος. Ο Λυκάων έμελλε να γίνει ο αναμορφωτής της Αρκαδίας. Ίδρυσε την πρώτη πόλη Λυκόσουρα και καθιέρωσε τα Λύκαια και τη λατρεία του Λυκαίου Διός. Όπως αναφέρει και ο Παυσανίας:

"τοσάδε εύρεν ή ο πατήρ οι σοφώτερα. Λυκόσουραν τε γαρ πόλιν ώκησεν εν τω όρει τω Λυκαίω και Δία ονόμασε Λύκαιον και αγώνα έθηκε Λύκαια. Ουκέτι δε τα παρ' Αθηναίοις Παναθήναια τεθήναι πρότερα αποφαίνομαι. Τούτω γαρ τω αγώνι Αθήναια όνομα ήν. Παναθήναια δε κληθήναι φασίν επί Θησέως, ότι υπό Αθηναίων ετέθη συνειλεγμένων ες μίαν απάντων πόλιν" (Παυσ.Η΄2,1-2)

("τόσα πολλά εφεύρε παρά ο πατέρας του σοφότερα, διότι και την Λυκόσουρα πόλη ίδρυσε - εγκατέστησε κατοίκους - στο όρος το Λύκαιο και το Δία ονόμασε Λύκαιο και αγώνες καθιέρωσε τα Λύκαια. Καθόλου δε τα Παναθήναια των Αθηναίων, ότι καθιερώθηκαν πρώτα, αποφαίνομαι, διότι αυτοί οι αγώνες είχαν το όνομα Αθήναια, Παναθήναια δεν κλήθηκαν λέγουν επί Θησέως, διότι από τους Αθηναίους καθιερώθηκαν όταν συγκεντρώθηκαν σε μία πόλη άπαντες...")




Οι γιοι του Λυκάονα μιμήθηκαν το παράδειγμα του κτίζοντας ο καθένας και από μία πόλη. Έτσι φέρονται ως ιδρυτές και επώνυμοι ήρωες πολλών πόλεων. Ο Αίμων φέρεται ότι έκτισε τις Αιμονίες, ο ’κακος το Ακακήσιο, ο Αλίφηρος την Αλίφηρα, ο Ασεάτας την Aσέα, ο Βουκολίων τη Βουκολιώνα, ο Δασεάτας τη Δασέα, ο Ελίσσων τον Ελισσώντα, ο Ηραιεύς έδωσε το όνομά του στην περιοχή Ηραία, ο Θυραιός ίδρυσε το Θυραίον, ο Θώκνος τη Θωκνία, ο Κρώμος τους Κρώμους, ο Λύκιος τη Λυκόα, ο Μαίναλος το Μαίναλο, ο Μακαρεύς τη Μακαρία, ο Μαντινεύς έδωσε το όνομά του στην περιοχή Μαντινεία, ο Ορεσθεύς το Ορεσθάσιο, ο Ορχομενός τον Ορχομενό, ο Πάλλας το Παλλάντιο, ο Τεγεάτης έδωσε το όνομά του στην περιοχή της Τεγέας, ο Τραπεζούς έκτισε την Τραπεζούντα, ο Τροκολώνος τους Τρικολώνους, ο Υψούς την Υψούντα, ο Φίγαλος την Φιγαλία κ.λ.π. 

Μερικοί από τους γιους του Λυκάονα έφυγαν σε άλλους τόπους και εκεί ίδρυσαν πόλεις. Ο Θεσπρωτός πήγε στην Ήπειρο όπου έγινε γενάρχης των Θεσπρωτών και έδωσε το όνομά του στην περιοχή. Ο Μακένδος πήγε ακόμα πιο βόρεια και ίδρυσε το έθνος των Μακεδόνων. Ο Φθίος τη Φθιότιδα κ.ο.κ.



Οι αρχαίοι Αρκάδες φαίνεται ότι από σύγχυση μεταξύ των λέξεων "Λυκάων" και "λύκος", παραποίησαν τους αρχικούς μύθους πλάθοντας άλλον, σύμφωνα με τον οποίο ο βασιλιάς Λυκάων μεταμορφώθηκε σε λύκο. Σύμφωνα με το μύθο αυτόν ο βασιλιάς Λυκάων και τα παιδιά του ήταν γνωστός για τη σκληρότητα και την ασέβειά του. Ο Ζευς λοιπόν, ακούγοντας ότι θυσίασε ένα μωρό στο βωμό του, θέλησε να τον δοκιμάσει παρουσιαζόμενος σε αυτόν με τη μορφή ανθρώπου. Ο Λυκάων τότε έσφαξε με τους γιούς του ένα μικρό παιδί και προσέφερε στο Δία τα έντερά του αναμεμιγμένα με άλλα σφάγια. Ο Δίας εξοργισμένος μεταμόρφωσε σε λύκο. ’λλος πάλι μύθος αναφέρει ότι τον σκότωσε μαζί μαζί με τους γιους του.



O Πλάτων αναφέρεται στο μύθο γύρω από τον Λυκάονα. Λέγει ότι κατά τις εορτές στο Λύκαιο όρος γινόντουσαν θυσίες ζώων αλλά και ανθρωποθυσίες. και περιγράφει τον μύθο όπου ό Λυκάων θυσίασε ένα βρέφος και με το αίμα του έκανε σπονδή πάνω στον βωμό και στη συνέχεια μεταμορφώθηκε σε λύκο.



"...ός περί το έν Aρκαδία το του Διός του Λυκαίου ιερόν λέγεται... Ώς άρα ο γευσάμενος του ανθρωπίνου σπλάχνου, έν άλλοις άλλων ιερέων ενός εγκατατετμημένου, ανάγκη δη τούτω λύκω γενέσθαι." 


Ο Παυσανίας που επισκεύτηκε την περιοχή τον 2ο αιώνα μ.X., υπαινίσεται ότι ο ίδιος τύπος των θυσιών διατηρήθηκε μέχρι και τις ημέρες του από τους ποιμένες ("Eχέτω δε ως έχει και ως έσχεν εξ αρχής"). Ο περιηγητής επίσης αναφέρει: 


"Δοκώ δε έγωγε Κέκροπι ηλικίαν τω βασιλεεύσαντι Αθηναίων και Λυκάονι είναι την αυτήν, σοφίαν δε ουχ ομοία σφάς ες το θείον χρήσασθαι...". (Παυσ.Η΄2,1-2)



("Εγώ πιστεύω ότι ο βασιλιάς των Αθηναίων Κέκροψ και ο Λυκάων έζησαν την ίδια εποχή, δεν έδειξαν όμως την ίδια σύνεση απέναντι στό θείον. Γιατί ο Κέκροψ ονόμασε πρώτος τον Δία Ύπατο θεό και απο όλλα τα ζωντανά πλάσματα κανένα δεν έκρινε σωστό να θυσιάση παρά πρόσφερε πάνω στον βωμό εγχώρια γλυκίσματα, ενώ ο Λυκάων έφερε στον βωμό του Λυκαίου Διός ένα βρέφος ανθρώπου και το θυσίασε και έκανε με το αίμα του σπονδή πάνω στον βωμό και αμέσως μετά την θυσία έγινε από άνθρωπος λύκος.")



Ο μύθος αναφέρει ότι εξαιτίας της ασέβειας που είχε δείξει ο Λυκάων και το παιδιά του, ο Ζεύς οργίστηκε και θέλησε να εξαφανίσει το ανθρώπινο γένος. Έκανε λοιπόν τον κατακλυσμό από τον οποίο σώθηκαν μόνο ο Δευκαλίων και η Πύρρα, οι οπίοι αργότερα γέννησαν τον Έλληνα, γεννάρχη των σημερινών Ελλήνων. 






Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Ο Θησέας η Αριάδνη και ο Μινώταυρος





Η ύπαρξη της Ποτνίας του Λαβυρίνθου, της Κυράς του Λαβύρινθου, προϋποθέτει ότι έχουμε να κάνουμε με ιερό. Η κρατούσα άποψη της μυθολογίας τον θεωρεί φυλακή του Μινώταυρου (κι αργότερα του Δαίδαλου και του Ίκαρου). Η λέξη «ποτνία» αποδίδει την έννοια της οικοδέσποινας, δέσποινας, βασίλισσας. Σημαίνει τον σεβασμό των πιστών στη συγκεκριμένη θεότητα.

Στη μυκηναϊκή εποχή, όπως αποκαλύφθηκε σε επιγραφές της «γραμμικής Β», χαρακτήριζε την θεά Αθηνά (a-ta-na po-ti-ni-ja), την θεά του σταριού (si-to po-ti-ni-ja), την θεά των αλόγων (ποτνία Ιππεία, po-ti-ni-ja i-qe-ja) και την, Αριάδνη, οικοδέσποινα θεά του Λαβύρινθου (po-ti-ni-ja da-pu-ri-to-jo), το όνομα της οποίας βρέθηκε σε τέσσερις πινακίδες της Κνωσού. Μια από τις πινακίδες, αναφέρει ότι της προσφέρθηκαν μέλι και υφάσματα. Μια άλλη σημειώνει την προσφορά λαδιού στο ιερό του Δαίδαλου (da-da-re-jo-de). Και ιερό του Δαίδαλου, απ’ όσα ξέρουμε, δεν είναι άλλο από τον Λαβύρινθο. Που μεταφράζεται σε «τόπο του διπλού πέλεκυ». 

«Η Αριάδνη – αρχικά Αριάγνη – σήμαινε την ‘’ιερή’’ και την ‘’αγνή’’, που ήταν προσωνύμιο της θεάς του κάτω κόσμου στον υψηλότερο βαθμό. Η θεά με αυτό το όνομα λατρευόταν σε πολλά νησιά», σημειώνει ο Κ. Κερενύι. Ήταν η χθόνια θεά, η Μητέρα Γη, η προελληνική θεότητα που πέθαινε κι αναγεννιόταν, προσωποποίηση της φύσης. Στην Κρήτη, αντικαταστάθηκε, όπως κι άλλες αλλού, από την ελληνική Δήμητρα (Δη-{Γη}-μήτηρ) κι εξέπεσε σε ηρωίδα, εγγονή του Δία, ως κόρη του Μίνωα, και του Ήλιου, ως κόρη της Πασιφάης (του φεγγαριού).

Το ιερό της, ο Λαβύρινθος, μετατράπηκε σε φυλακή του Μινώταυρου. Αιώνες αργότερα, στην Οδύσσεια, ο Όμηρος την θεωρεί τρόφιμο του Άδη, όπου την είδε ο Οδυσσέας (λ, 322 κ.ε.). Αποδεικνύεται έτσι ότι, στην ομηρική εποχή, η ποτνία του Λαβυρίνθου έχει ήδη μεταπέσει σε ηρωίδα βοηθό του Θησέα στη δολοφονία του αδελφού της, Μινώταυρου. Μερικές δεκαετίες μετά τον Όμηρο, η Αριάδνη εξυψώνεται σε σύζυγο του θεού Διονύσου (Ησιόδου, Θεογονία, 947): «Κι ο χρυσομάλλης Διόνυσος την ξανθή Αριάδνη, του Μίνωα την κόρη, πήρε ανθόκορμη γυναίκα». Στην εξελληνισμένη μυθολογία, η Αριάδνη υποχωρεί κι όλα περιστρέφονται γύρω από τον Μίνωα και τον Ταύρο, έτσι κι αλλιώς ιερό ζώο και στην Κρήτη. 


Η φήμη ότι ο Θησέας αποφάσισε να συγκρουστεί με τον Μινώταυρο, ξεπέρασε την Αθήνα. Ο πατέρας του, Αιγέας, όμως, είχε αντιρρήσεις. Καιρό περίμενε να αποκτήσει διάδοχο. Δεν σκόπευε να τον χάσει τόσο γρήγορα. Ο Θησέας επέμενε κι ο λαός πίεζε: Ήδη ο ήρωας είχε αποδείξει την ικανότητά του, απαλλάσσοντας τον τόπο από το αγριογούρουνο αλλά και τον ταύρο του Μαραθώνα, τον, όπως πολλοί πίστευαν, πατέρα του Μινώταυρου από την Πασιφάη. Ο Αιγέας αναγκάστηκε να δεχτεί. Ο Θησέας έσπευσε στο μαντείο των Δελφών για συμβουλές. Η Πυθία του είπε, πριν να φύγουν για την Κρήτη, να θυσιάσει στην Αφροδίτη.

Ο Μίνωας κατέφθασε στην Αθήνα να εποπτεύσει την κλήρωση. Έγινε με όλους τους τύπους στο Πρυτανείο. Κι ανάμεσα στα κορίτσια κληρώθηκε και η όμορφη Περίβοια, εγγονή του Πέλοπα και κόρη του βασιλιά των Μεγάρων. Και δυο από τα υπόλοιπα κορίτσια που κληρώθηκαν, αντικαταστάθηκαν κρυφά από αγόρια που δέχτηκαν να ακολουθήσουν τον Θησέα και ντύθηκαν κοριτσίστικα, κρύβοντας όπλα κάτω από τα ρούχα τους.

Όλος ο λαός κατέβηκε στο Φάληρο να ξεπροβοδίσει την ομάδα των δεκατεσσάρων νέων. Ο Θησέας θυσίασε μια κατσίκα στην Αφροδίτη. Έγινε τράγος. Το πλοίο που θα τους μετέφερε, είχε έρθει από την Σαλαμίνα. Για την περίσταση, έφερε μαύρα πανιά. Ο Αιγέας έδωσε στον καπετάνιο άσπρα, να αντικαταστάσει με αυτά τα μαύρα στην επιστροφή, αν όλα πήγαιναν καλά.

Στο πλοίο, μπήκε και ο Μίνωας. Είχε κιαλάρει την όμορφη Περίβοια. Όταν το πλοίο βρέθηκε στ’ ανοιχτά, την πλησίασε. Ο ποιητής Βακχυλίδης (5ος π.Χ. αιώνας) μας διηγείται, τι έγινε. Ο Μίνωας άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το μάγουλό της. Η Περίβοια έβαλε τις φωνές. Μπήκε στη μέση ο Θησέας, σκοτεινιασμένος, και είπε στον μονάρχη:

«Γιε του Δία, οι σκοποί και οι σκέψεις σου δεν είναι αυτοί που ταιριάζουν. Προφυλάξου από την βία. Ό,τι η παντοδύναμη Μοίρα και η δίκαιη Δίκη έχουν αποφασίσει για μας, αυτόν τον κλήρο τον εκπληρώνουμε. Συ όμως πρέπει να συγκρατηθείς. Όπως εσένα σε γέννησε η σοφή Ευρώπη με τον Δία κάτω από την κορφή της Ίδης, σαν τον δυνατότερο ανάμεσα στους ανθρώπους, έτσι γέννησε και μένα η Αίθρα από τον Ποσειδώνα, τον θεό της θάλασσας. Οι Νηρηίδες με τα μενεξεδένια μαλλιά της χάρισαν τον νυφικό πέπλο. Γι’ αυτό σου λέω, στρατηλάτη της Κνωσού, παράτησε τις οδυνηρές προσβολές. Πριν να επιτεθείς σε κάποιον από την ομάδα τω νέων, θα σου δείξω την δύναμη του χεριού μου. Τι θα συμβεί μετά, θα το αποφασίσει το πεπρωμένο».

Οι ναύτες τα έχασαν με το θάρρος του Θησέα αλλά ο Μίνωας θύμωσε. Προσευχήθηκε στον Δία και του ζήτησε ένα σημάδι. Μετά, έβγαλε και πέταξε στη θάλασσα το δαχτυλίδι του. Στην ομήγυρη, είπε:

«Αν είμαι γιος του Δία, ο πατέρας μου θα ρίξει μια αστραπή. Αν είναι γιος του Ποσειδώνα αυτός, να ζητήσει από τον πατέρα του να μου φέρει πίσω το δαχτυλίδι».

Ο ουρανός άστραψε καθώς ο Δίας αναγνώρισε τον γιο του. Ήταν σειρά του Θησέα. Ορθώθηκε αυτός στην κουπαστή και βούτηξε στη θάλασσα. Ο Μίνωας θαύμασε αλλά έδωσε εντολή να συνεχιστεί το ταξίδι, ελπίζοντας ότι γλίτωσε από τον αντίπαλο. Φυσούσε ευνοϊκός βοριάς και το πλοίο επιτάχυνε, ενώ τ’ αγόρια και τα κορίτσια έβαλαν τα κλάματα. Σίγουρα θα γίνονταν τροφή του Μινώταυρου.


Στα παγωμένα νερά, δελφίνια έσπευσαν και πήραν τον Θησέα και τον πήγαν στον βυθό. Ο Τρίτωνας υποδέχτηκε τον αδελφό του στην είσοδο του παλατιού. Ο Ποσειδώνας και η γυναίκα του, Αμφιτρίτη, τον δέχτηκαν καθιστοί στους θρόνους τους. Άστραφτε ο τόπος όλος από τα χρυσά διαδήματα των Νηρηίδων. Η Αμφιτρίτη φόρεσε στον Θησέα πορφυρό μανδύα κι έβαλε στα μαλλιά του το τριανταφυλλένιο στεφάνι που της είχε χαρίσει στον γάμο της η θεά Αφροδίτη. Ο Θησέας αναδύθηκε πλάι στο πλοίο με την νέα του φορεσιά, ανέβηκε καθόλου βρεγμένος και έδωσε στον Μίνωα το δαχτυλίδι του. 

Τ’ αγόρια και τα κορίτσια αναθάρρησαν. Ο Μίνωας τρόμαξε για τα καλά. Αργότερα, η Περίβοια έμελλε να παντρευτεί τον Τελαμώνα στην Σαλαμίνα και να του κάνει γιο τον Αίαντα.

Στην παραλία της Κνωσού, τον Μίνωα περίμενε η κόρη του η Αριάδνη. Η φήμη ότι ερχόταν και ο Θησέας να αναμετρηθεί με τον Μινώταυρο, τον αδελφό της, είχε προηγηθεί. Η κόρη καιγόταν να δει τον όμορφο ήρωα. Ο πορφυρός μανδύας και το τριανταφυλλένιο στεφάνι βοήθησαν στη δημιουργία των εντυπώσεων. Τιμημένη στο Φάληρο με τη θυσία της κατσίκας που έγινε τράγος, η Αφροδίτη ενέβαλε τον έρωτα στην καρδιά της παρθένας: Η Αριάδνη δεν επρόκειτο να αφήσει τον Θησέα να χαθεί.

Το πώς κατάφεραν οι δυο νέοι να συναντηθούν, δεν είναι γνωστό. Ο Θησέας υποσχέθηκε στην Αριάδνη αιώνια πίστη και εκείνη τον συμβούλεψε, τι να κάνει. Και να σκότωνε το τέρας ο Θησέας, δε θα μπορούσε να ξαναβγεί από εκεί μέσα. Με συμβουλή του σοφού αρχιτέκτονα Δαίδαλου, έδωσε στον καλό της ένα κουβάρι να το δέσει στην είσοδο του Λαβύρινθου και να το ξετυλίγει καθώς θα προχωρά. Αν τα κατάφερνε να απαλλαγεί από τον Μινώταυρο, δεν είχε παρά να τυλίγει πάλι το κουβάρι περπατώντας, ώσπου να ξαναβγεί. Έργο του Δαίδαλου, ο Λαβύρινθος ταυτίζεται με τα περίπλοκα υπόγεια του ανακτόρου στην Κνωσό.

Ο Θησέας μπήκε στον Λαβύρινθο μάλλον μόνος. Τα υπόλοιπα έξι αγόρια και επτά κορίτσια, όπως τουλάχιστον τα νόμιζαν, χωρίστηκαν σε δυο ομάδες, αλλού τα αγόρια αλλού τα κορίτσια, με πάνοπλους φρουρούς να τα προσέχουν. Ο Θησέας έδεσε την άκρη του κουβαριού στην είσοδο κι άρχισε να το ξετυλίγει προχωρώντας.

Οι βρυχηθμοί του τέρατος τον οδηγούσαν. Κάποτε, ήρθαν φάτσα με φάτσα. Η πάλη τους ήταν τρομερή, όμως, ο Μινώταυρος, σύμβολο της παρακμής των εχθρών της Αθήνας, έμελλε να νικηθεί. Αφού τον σκότωσε, ο Θησέας ξεκίνησε για την έξοδο. Ήταν εύκολο ακολουθώντας το νήμα. Από «τότε», όταν κάτι οδηγεί στο ξεμπλέξιμο από μια περίπλοκη κατάσταση, το ονομάζουν «μίτο (=νήμα) της Αριάδνης».

Με το που είδαν τον Θησέα να βγαίνει από τον Λαβύρινθο, τα έξι αγόρια ρίχτηκαν στους δικούς τους φρουρούς και τους ξέκαναν. Το ίδιο έγινε και με τα δυο αγόρια που, ντυμένα σαν κορίτσια, βρίσκονταν σ’ εκείνων την ομάδα. Κι ο Θησέας δεν έμεινε αργός. Ξεπάτωσε τα πλοία του Μίνωα να μην μπορούν να πλεύσουν στην θάλασσα. Πήρε μαζί του την Αριάδνη, μπήκαν όλοι στο πλοίο τους και νύχτα ξανοίχτηκαν στη θάλασσα. Ξημερώματα, έπιασαν στην Νάξο.
Βγήκαν στη στεριά αλλά την Αριάδνη την πήρε ο ύπνος στην ακρογιαλιά. 


Όταν κάποια στιγμή ξύπνησε, διαπίστωσε πως ο καλός της είχε φύγει εγκαταλείποντάς την στο νησί. Αυτοκτόνησε ή σκοτώθηκε από βέλος της Άρτεμης. Όμως κάποιοι άλλοι μύθοι τα λένε αλλιώς: Την είχε δει ο θεός Διόνυσος, την ερωτεύτηκε και ζήτησε από τον Θησέα να του την αφήσει και να φύγει. Ο Θησέας υπάκουσε στη θεϊκή εντολή. Ο θεός, λένε, αφού κατέκτησε την βασιλοπούλα την πήρε μαζί του και την ανέβασε στον Όλυμπο.

Οι κακές γλώσσες πάντως είπαν πως όλα αυτά με τον Διόνυσο ήταν κατοπινές επινοήσεις των Αθηναίων, για να ξεπλύνουν τη μνήμη του ήρωά τους. Υπήρχαν και κάποιες διαδόσεις που έλεγαν ότι δεν την πόθησε ο Διόνυσος αλλά ο Ώναρος, ιερέας του θεού. Κι ότι ο Θησέας δεν είχε κανένα πρόβλημα να του την αφήσει.

Επόμενο λιμάνι που έπιασε το πλοίο, ήταν η Δήλος. Ο Θησέας έκανε τελετές, θυσίασε στους θεούς, οργάνωσε αγώνες και απέπλευσε.

Με όλα αυτά, κανένας δεν είχε σκεφτεί να αντικαταστήσει τα μαύρα με άσπρα πανιά. Ο Αιγέας όμως ξημεροβραδιαζόταν στην άκρη του βράχου, στο Σούνιο, κι όλη μέρα αγνάντευε το πέλαγος περιμένοντας με αγωνία να δει το χρώμα των πανιών του πλοίου. Κι όταν αυτό ξεμύτισε στην άκρη του ορίζοντα, έπιασε απελπισία τον βασιλιά. Τα πανιά ήταν μαύρα. Που σήμαινε ότι ο γιος του είχε χαθεί. Ρίχτηκε στο κενό. Πνίγηκε στη θάλασσα που από «τότε» ονομάστηκε Αιγαίο πέλαγος.

Ο θάνατος του Μινώταυρου σήμανε και το τέλος της μινωικής κυριαρχίας στην Αττική. Καθετί παλιό είχε πια εκλείψει. Ο Θησέας θυσίασε στους θεούς αμέσως μόλις βγήκε στο Φάληρο. Οι Αθηναίοι, που έκλαιγαν τον θάνατο του Αιγέα και τον, όπως νόμιζαν, χαμό των παιδιών τους, μετέτρεψαν το πένθος σε γιορτή, όταν στην πόλη έφτασε ο απεσταλμένος του Θησέα για να αναγγείλει τον ερχομό τους. Ο ίδιος ο ήρωας πολύ λυπήθηκε όταν έμαθε τον θάνατο του Αιγέα αλλά έμεινε μοναδικός βασιλιάς και παρηγορήθηκε μ’ αυτό.

Για τον αποσυμβολισμό του μύθου εδώ

Η οικογένεια κάθε νέου ή νέας που σώθηκε, ορίστηκε να καταβάλει ένα ετήσιο ποσό για να γίνονται τελετές και θυσίες, γιορτές για την επιστροφή, την οργάνωση των οποίων ανέλαβαν οι Φυταλίδες, οι ίδιοι εκείνοι που είχαν εξαγνίσει τον Θησέα από τους φόνους των ληστών, όταν από την Τροιζήνα ερχόταν στην Αθήνα. Κι εκείνο το πλοίο που τους πήγε στην Κρήτη και τους έφερε από εκεί, φρόντισαν να διατηρηθεί στους επόμενους αιώνες. Ήταν η Σαλαμινία το ένα από τα δυο ιερά πλοία (το άλλο ήταν η Πάραλος) που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν σε δημόσιες αποστολές. Στα χρόνια του Δημητρίου του Φαληρέα (350 – 283 π.Χ.) υπήρχε ακόμα.



Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Το Κυνόσαργες

 
Το Κυνόσαργες ήταν περιοχή της αρχαίας Αθήνας και διέθετε μάλιστα ένα από τα τρία μεγαλύτερα και σημαντικότερα γυμνάσια της Αθήνας στην αρχαιότητα (μαζί με την Ακαδημία Πλάτωνος και το Λύκειο):

Το Κυνόσαργες βρισκόταν εκτός των τειχών της πόλης προς νότο του Ναού του Ολυμπίου Διός, στην αριστερή όχθη του Ιλισού ποταμού όπου και η σημερινή συνοικία του Κυνοσάργους. Στην περιοχή αυτή γίνονταν τα Ηράκλεια εν Κυνοσάργει.

Ονομάσθηκε έτσι διότι κάποια φορά που οι Αθηναίοι πρόσφεραν θυσία στον Ηρακλή, ένας σκύλος πήγε και άρπαξε τους μηρούς του θυσίου ζώου και καταδιωκόμενος στη συνέχεια φτάνοντας στο σημείο αυτό (στο «κυνός άργος», δηλαδή «εκεί που σταμάτησε, στάθμευσε, βράδυνε ο σκύλος») τα εγκατέλειψε.

Οι Αθηναίοι μπροστά σ΄ αυτό το απρόσμενο συμβάν έσπευσαν να συμβουλευτούν το Μαντείο των Δελφών με ποιον τρόπο έπρεπε να «εξιλεώσουν» τον ήρωα Ηρακλή. Τότε έλαβαν το χρησμό να ιδρύσουν «ιερό» εκεί που ο σκύλος μετέφερε τους μηρούς από το θυσίασμα. Έτσι οι Αθηναίοι ίδρυσαν πράγματι «ιερό» και το ονόμασαν εκ του κυνός αργού Κυνόσαργες.

Ήταν λοιπόν «ιερό» και γυμνάσιο για τους μη γνησίους (από πατέρα και μητέρα) Αθηναίων παίδες γι αυτό και ήταν «καθ-ιερωμένο» στον νόθο και αυτόν Ηρακλή. Εκεί γυμναζόταν και ο Θεμιστοκλής, νόθος ων, Αθηναίος, (λόγω μητέρας του αλλοδαπής). Λέγεται ότι ο Θεμιστοκλής κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να πείσει τους γνήσιους παίδες Αθηναίους να τον ακολουθήσουν στο Κυνόσαργες για να εξαλειφθεί αυτή η διάκριση. Τούτο όμως δεν φαίνεται να το κατόρθωσε αφού στα χρόνια του Πλουτάρχου υπήρχε ακόμη η διάκριση αυτή.

Φημισμένο ήταν και το άλσος που περιέβαλλε το Γυμνάσιο αυτό. Το γυμνάσιο του Κυνοσάργους χρησίμευε και ως κτήριο διδασκαλίας του μαθητή του Σωκράτη, Αντισθένη που υπήρξε ιδρυτής της φιλοσοφικής σχολής των κυνικών.

Ευρήματα που ενισχύουν την ύπαρξη του Κυνοσάργους στο σημερινό Νέο Κόσμο, βρέθηκαν κατά τη διάρκεια εργασιών σε οικόπεδο πίσω από τον Άγιο Παντελεήμονα Ιλισού.
 

Ο Κολοσσός του APPENINO

Αυτός ο επικός κολοσσός, μισός άνθρωπος και μισό βουνό, κατασκευάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1500 από τον διάσημο Ιταλό γλύπτη Τζιαμπολόνια ως σύμβολο στα απόκρημνα βουνά των Απεννίνων της Ιταλίας. Ονομάστηκε από τον ίδιο Appennino και δεσπόζει 13 μέτρα πάνω από τοέδαφος της Villa di Pratolino στην Τοσκάνη.

perierga.gr - Παράξενο άγαλμα με κρυφά δωμάτια!

Το άγαλμα κρύβει ένα υπέροχο μυστικό – το εσωτερικό του έχει πολλές αίθουσες με διαφορετικές λειτουργίες που στην ουσία του έδιναν ζωή. Από το αριστερό του χέρι τρέχει νερό που έρχεται από υπόγεια ρεύματα ενώ στο κεφάλι του υπάρχει ειδικός χώρος για φωτιά που όταν ανάψει βγαίνει καπνός από τα ρουθούνια του. Το εσωτερικό του είναι κούφιο και υπάρχουν μυστικοί διάδρομοι. Το άγαλμα μπορούν να δουν οι επισκέπτες που επιθυμούν, αφού η Villa di Pratolino είναι ανοιχτή στο κοινό.

 perierga.gr - Παράξενο άγαλμα με κρυφά δωμάτια!

 perierga.gr - Παράξενο άγαλμα με κρυφά δωμάτια!

 perierga.gr - Παράξενο άγαλμα με κρυφά δωμάτια!
 perierga.gr - Παράξενο άγαλμα με κρυφά δωμάτια!
perierga.gr - Παράξενο άγαλμα με κρυφά δωμάτια!

 Αναδημοσίευση από εδω 

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Η Ολυμπιάδα και οι Κλώδωνες του Παγγαίου




Κλώδωνες! Μια λέξη που ακούγεται πολύ το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την ανασκαφή στον τύμβο του λόφου Καστά στην Αμφίπολη, όπου και αποκαλύφθηκαν τα δύο αγάλματα – Καρυάτιδες, που τόσο σχολιάστηκαν από τον αρχαιολογικό κόσμο. Τα δύο αυτά αγάλματα είναι «Καρυάτιδες» ή «Κλώδωνες»; Ένα ερώτημα που προέκυψε μετά την τοποθέτηση του Βρετανού αρχαιολόγου Andrew Chugg, ο οποίος υποστήριξε ότι το ταφικό αυτό μνημείο, μπορεί να είναι ο τάφος της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Όμως τι είναι οι Κλώδωνες; Σύμφωνα με το «Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης», των Henry G.Liddell και Robert Scott, «Κλώδωνες» είναι το προσωνύμιο των Μαινάδων στη Μακεδονία. Αναφέρει μάλιστα ότι ονομάζονται επίσης και «Μιμαλλόνες».

Σημειώνεται ότι στην ελληνική μυθολογία οι Μαινάδες, ήταν αρχικά νύμφες που παρουσιάζονται ως συντρόφισσες και συνοδοί του θεού Διονύσου, που περιπλανιούνταν στο ιερό βουνό του, το Παγγαίο. Αργότερα Μαινάδες ονομάστηκαν οι γυναίκες που συμμετείχαν στους διονυσιακούς θιάσους, λατρεύοντας τον Διόνυσο. Κυριότερο χαρακτηριστικό των Μαινάδων ήταν η εκστατική μανία, η υπερκινητική και βίαιη συμπεριφορά. 

Οι Μαινάδες φορούσαν στεφάνια από κισσό, σμίλακα και νεβρίδες (ελαφριά φορέματα από δέρμα νεβρού, δηλαδή ελαφιού). Διέτρεχαν τα βουνά και μπορούσαν να συναναστρέφονται με τα άγρια ζώα, τα οποία έπαιρναν στα χέρια τους και τα θήλαζαν. Λάτρευαν τον Διόνυσο με τραγούδια, με «μανικούς» χορούς και με κραυγές. Πάνω στον ενθουσιασμό τους μπορούσαν να ξεριζώσουν δέντρα και να σκοτώσουν άγρια θηρία. Κυνηγούσαν εξάλλου ζώα και έτρωγαν το κρέας τους ωμό.

Την καλύτερη περιγραφή των Μαινάδων τη συναντάμε στην τραγωδία «Βάκχες» του Ευριπίδη.

Με λίγα λόγια «Κλώδωνες» και «Μιμμαλόνες», ονομάζονται οι μυημένες γυναίκες στα Ορφικά και Διονυσιακά μυστήρια, που τελούνταν κατά κόρον στο Παγγαίο και φυσικά στην Αμφίπολη, που βρίσκεται στους πρόποδες του.

Η Ιέρεια Ολυμπιάδα

Με τα μυστήρια που τελούνταν στην περιοχή είχε ιδιαίτερη σχέση η βασίλισσα Ολυμπιάδα, σύζυγος του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β’, και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η Ολυμπιάδα ήταν η δευτερότοκη κόρη του Νεοπτόλεμου Β’, βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου, και γεννήθηκε το 373 π.Χ.. Το όνομα της, σύμφωνα με τον ιστορικό W. Heckel, ήταν Πολυξένη όταν ήταν παιδί, Μυρτάλη όταν παντρεύτηκε, και αργότερα μετονομάστηκε Ολυμπιάδα. Το όνομα Ολυμπιάδα της δόθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από την νίκη του Φίλιππου στους Ολυμπιακούς αγώνες του 356 π.Χ.. Η Μυρτάλη – Ολυμπιάδα από τα παιδικά της χρόνια έτυχε ιδιαίτερης μόρφωσης πέρα από απλή μάθηση και γραφή. Νωρίς διακρίθηκε για το ανήσυχο και ανικανοποίητο πνεύμα της, τις μεταφυσικές της ανησυχίες και τη δίψα να μάθει περισσότερα για τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου. Έμαθε τα ιερατικά μυστικά στο Μαντείο της Δωδώνης, το οποίο και υπηρέτησε για χρόνια, ενώ ήταν μυημένη και στα Ορφικά και Διονυσιακά Μυστήρια. Ήταν ιέρεια των Καβειρίων Μυστηρίων της Σαμοθράκης, όπου και γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Φίλιππο Β”.

Μπορεί η Ολυμπιάδα να παρουσιάζεται πολλές φορές ως κακότροπη και ζηλιάρα, να εμφανίζεται με εξημερωμένα φίδια, και η ίδια να ομολόγησε στο σύζυγό της ότι ο Αλέξανδρος δεν ήταν γιος του, αλλά ότι τον είχε συλλάβει από ένα φίδι που εμφανίστηκε στον ύπνο της, το οποίο ήταν ενσάρκωση του Δία, ωστόσο είχε πολλές αρετές, αρκετές από τις οποίες μετέδωσε στο γιο της, τον Αλέξανδρο. Ως αφοσιωμένη μητέρα, είχε ένα μοναδικό σκοπό και τον υπηρετούσε με πάθος: πώς θα εξασφάλιζε για το γιο της τη διαδοχή του θρόνου της Μακεδονίας μέσα στη δίνη των μηχανορραφιών και δολοπλοκιών στην αυλή της Πέλλας, κάτι που τελικά πέτυχε.

Η σχέση της Ολυμπιάδας με τις Κλώδωνες του Παγγαίου

Πληροφορίες  για τη σχέση της Ολυμπιάδας με τις Κλώδωνες του Παγγαίου, δίνει ο Πλούταρχος, στο έργο του «Παράλληλοι Βίοι: Αλέξανδρος-Καίσαρ». Σε αυτό, ο συγγραφέας του 1ου μ.Χ. αιώνα, συνδέει ξεκάθαρα την Ολυμπιάδα, όχι μόνο με τις Κλώδωνες, αλλά και με την Αμφίπολη και το Παγγαίο.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά : «Πάσαι μεν αι τήδε γυναίκες ένοχοι τοις Ορφικοίς ούσαι και τοις περί τον Διόνυσον οργιασμοίς εκ του πάνυ παλαιού, Κλώδωνές τε και Μιμαλλόνες επωνυμίαν έχουσαι, πολλά ταις Ηδωνίσι και ταις περί τον Αίμον Θρήσσαις όμοια δρώσιν· αφ’ ων  δοκεί και το θρησκεύειν όνομα ταις κατακόροις γένεσθαι και περιέργοις ιερουργίαις·  η δ’ Ολυμπιάς μάλλον ετέρων ζηλώσασα τας κατοχάς και τους ενθουσιασμούς εξάγουσα βαρβαρικώτερον, όφεις μεγάλους χειροήθεις εφείλκετο τοις θιάσοις, οι πολλάκις εκ του κιττού και των μυστικών λίκνων παραναδυόμενοι και περιελιττόμενοι τοις θύρσοις των γυναικών και τοις στεφάνοις, εξέπληττον τους άνδρας».

Δηλαδή: «Όλες οι γυναίκες οι μυημένες στα Ορφικά και στις οργιαστικές τελετές του Διονύσου από τα παλιά χρόνια, που επονομάζονται Κλώδωνες και Μιμαλλόνες, κάνουν πολλά όμοια με τις γυναίκες της Ηδωνίδας (όλη η γύρω περιοχή με κέντρο το Παγγαίο) και τις Θράκισσες γύρω από τον Αίμο. Από αυτές πιστεύεται ότι προήλθε η λέξη θρησκεύω, λόγω των υπερβολικών και παράξενων ιεροπραξιών. Και η Ολυμπιάδα, με περισσότερο ζήλο στη μύηση από τις άλλες γυναίκες και εκφράζοντας με αγριότερο τρόπο τη (θεϊκή της) έκσταση, παρουσίαζε στις συναθροίσεις μεγάλα ήρεμα φίδια, τα οποία ξεπροβάλλοντας από τον κισσό και τα καλάθια των μυστηριακών τελετών και τυλιγόμενα στους θύρσους και τα στεφάνια των γυναικών, καταφόβιζαν τους άντρες».

Πρόκειται ουσιαστικά για μια γραπτή μαρτυρία που περιγράφει τη σχέση της Ολυμπιάδας με τα μυστήρια του Παγγαίου, με τις Κλώδωνες – Μαινάδες και τη λατρεία του Διονύσου.

Πάνω σε αυτό το χωρίο στηρίχθηκε και η τοποθέτηση του Βρετανού αρχαιολόγου, την οποία όμως διέψευσαν Έλληνες αρχαιολόγοι, λέγοντας πως οι Μαινάδες ήταν συνήθως γυναίκες μεγαλύτερες σε ηλικία, κάτι που πιστοποιείται εμμέσως από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη. Αντιθέτως, όμως, οι Καρυάτιδες ήταν νεαρές κοπέλες, οι οποίες στήριζαν τον οίκο, και η μορφή τους εξέφραζε ευγένεια και προσήνεια, κάτι που δεν χαρακτήριζε τις Κλώδωνες – Μαινάδες. Επίσης οι Κλώδωνες, αντίθετα από τις Καρυάτιδες, δεν έφεραν στο κεφάλι τους τον χαρακτηριστικό καλαθίσκο ή πόλο, που βλέπουμε στον τύμβο της Αμφίπολης.


Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Ο Θεός Πάνας και η Πιάνα Αρκαδίας





Αφορμής δοθείσης  επίσκεψης μου στο όμορφο χωριό Πιάνα Αρκαδίας, όπου και επισκέφτηκα τη  σπηλιά του Πανός.Το χωριό  Πιάνα Αρκαδίας, βρίσκεται 20 χλµ. Ν∆ της Τρίπολης, και χρωστάει το όνομα του, στο  Θεό Πάνα! Ο τοπικός μύθος θέλει τον τραγοπόδαρο Θεό Πάνα να κατοικεί στη σπηλιά αυτή και με τη φλογέρα του να πλημμυρίζει με ήχους την πανέμορφη χαράδρα των πηγών του Ελισσώνα.  (Μονοπάτι οδηγεί στο σπήλαιο του Πάνα, στην πλαγιά του βουνού).


Στην παρούσα ανάρτηση θα περιοριστώ σε στοιχεία σχετικά με τον Πάνα από την σελίδα arcadia.ceid.upatras.gr, όπως όμως υποσχέθηκα στον φίλο  Γιώργο πρώην αντιδήμαρχο από την Πιάνα, σύντομα σε δικό μου άρθο στη "Μυσταγωγία" θα αναφερθώ στις «συμβολικές εσωτερικές  ιδιότητες» του θεού Πανός, ο οποίος είναι ένας εξαιρετικά σημαίνων Θεός, καθώς  σηματοδοτεί όχι μόνο την παλαιότερη και αναπόσπαστη σχέση  του ανθρώπου με την φύση, πόσο μάλλον δε,  την έξοδο του ανθρώπου από τις σπηλιές, τα δάση και τον πολιτισμό….  

Η Αρκαδία δεν είναι τυχαίο μέρος.Et arcadia ego…Για τους αναζητητές, το αρκαδικό ιδεώδες ο τόπος του  Πανός   είναι ένας κόσμος Δύναμης και Γνώσης. Et arcadia ego, αναγραμματίζουμε, και διαβάσουμε :I TENGO ARCANA DEI…«Κρατώ Τα Μυστικά Του Θεού»… Περισσότερα στην  "Μυσταγωγία"



Η εμφάνιση του Πάνα στην Ελληνική Μυθολογία ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ.. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας ως ποιμενικός και δευτερεύων θεός, εξού και παλαιότερα η Αρκαδία λεγόταν Πανία. Στο Λύκαιο υπήρχε ο αρχαιότερος ναός αφιερωμένος στον Πάνα και τη Σελήνη. Αργότερα στη Λυκόσουρα δημιουργήθηκε σημαντικός ναός του Πανός στον οποίο ασκούσαν, όπως σημειώνει ο Παυσανίας, και μαντική. Επίσης στη θέση Μέλπεια εκτός από τον ναό του Πανός βρέθηκαν πολυάριθμα πήλινα και χάλκινα εδώλια του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., μάλλον υπό μορφή ταμάτων.

 Σταδιακά ο Παν λατρευόμενος και από τους αλιείς, εξ ου και η προσωνυμία "Παν ο Ακτιος" ή "Πάν Άκτιος", δημιουργήθηκαν παράλια ιερά κυρίως σε αλιευτικά καταφύγια της αρχαιότητας.


Η θρησκεία στην Αρκαδία, είχε τις ρίζες της στη γη της και ήταν πάντοτε δεμένη με τις αρχαίες φυλές του ελληνικού κόσμου. Η σύνδεση αυτή αποτελεί και μια εξήγηση του ιδιόρρυθμου και ευλαβικού χαρακτήρα αυτής της θρησκείας. Και οι πρώιμοι Έλληνες, οι Αρκάδες, διατήρησαν πιστότερα από όλους τους άλλους Έλληνες, τον πρωτογονικό συμβολισμό, τους θρησκευτικούς θρύλους και τις απλές λαϊκές παραδόσεις. Η εμφανής ευσέβεια τους, η οποία έγινε αντικείμενο αναφοράς από τους ιστορικούς (Πολύβιος «η προς το θείο ευσέβεια), εκφράστηκε με τελετές και εορτές μυστικιστικού τύπου (πχ. Λύκαια Μυστήρια), γνωστά για την λαμπρότητά τους σε όλον τον αρχαϊκό ελληνικό και μη κόσμο.

Η θεότητα που χαρακτήρισε την αρχαία αρκαδική θεολογία και αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί σύμβολό της, είναι ο Πάνας. Αποδίδεται ως ο Αρκαδικός δαίμων. Η λέξη «δαίμων» προέρχεται από τη αρχαία ελληνική λέξη «δαίω», (μοιράζω, αποδίδω σε κάποιον αυτό που το αξίζει) και αποδόθηκε στους θεούς, ως φορείς της διανομής τύχης και της δικαιοσύνης του καθενός, ασχέτως αν αργότερα έγινε συνώνυμο του διαβόλου και των έκπτωτων ταγμάτων του.

Ο ομηρικός ύμνος παρουσιάζει τον Πάνα ως «υιό του Ερμή» με τραγοπόδαρα και δύο κέρατα, ο οποίος αρεσκόταν σε θορυβώδεις χορούς και έτρεχε μαζί με τις Νύμφες στα λιβάδια και στα σύδεντρα, στα ρυάκια και στις πυκνές λόχμες με την υπέροχη ατημέλητη κώμη του. Ο Πάνας είναι η χορευτική θεότητα των ερημιών και των βουνών και ανάμεσα τους οι νύμφες, οι Ορειάδες, αόρατοι μουσουργοί, τραγουδάνε από τα βάθη των σπηλαίων, υφαίνοντας αραχνοΰφαντα υφάσματα που κατά τον θρύλο κανένας θνητός δε μπορούσε να δει.


Ο τραγοπόδαρος θεός δεν είναι μόνο επιδέξιος χορευτής αλλά και εξαίρετος μουσικός. Ο ήχος της φλογέρας του, αποτελεί την αφορμή για το ξεκίνημα του χορού στον οποίο συμμετέχουν οι Νύμφες, οι Χάριτες και οι Ώρες, συνεπαρμένες από το γλυκό ήχο της καλαμένιας φλογέρας του Πανός.

Και ο μύθος αναφέρει τον Πάνα, γονυπετή να εξομολογείται τον έρωτα του, στην Σύριγγα. Αυτή όμως τρομαγμένη από την σωματική δυσμορφία του Πάνα, καταφεύγει στις όχθες του θεού Λάδωνα, ικετεύοντάς τον να την σώσει από τον Πάνα. Και αίφνης, ο Λάδωνας, εισακούγοντας την παράκλησή της, την μεταμορφώνει σε καλάμι, με αποτέλεσμα, ο Πάνας, απλώνοντας το χέρι του για να την πιάσει, αντί για την αγαπημένη του, βρίσκει στο χέρι του, ένα καλάμι. Εκφράζοντας την απογοήτευσή του ο Πάνας, κόβει καλάμια, με διαφορετικό μήκος μεταξύ τους, και, ενώνοντάς τα με κερί, δημιουργεί τον αυλό, την Σύριγγα, το μουσικό όργανο των βοσκών. Και η «πολύμηλος» Αρκαδία (δηλ. γεμάτη πρόβατα) αποκτά το ποιμενικό της σύμβολο, την τοπική της θεότητα.

Σε γλυπτές απεικονίσεις ο Πάνας παρουσιάζεται να παίζει φλογέρα πλάι στον Απόλλωνα, ως ισάξια θεότητα του δωδεκαθέου. Κατά τον Διονύσιο από την Αλικαρνασσό, ο Πάνας είναι «Αρκάδι δε Αρχαιότατος και τιμιότατος». Η αρκαδική αυτή θεότητα, που θεωρείται ως ο αρχαιότερος θεός του Πανθέου της πατρώας θρησκείας, λατρεύτηκε από άκρη σε άκρη των Αρκαδικών βουνών (Μαίναλο, Κυλλήνη, Παρθένιο, Λύκαιο, Νόμιο, Ερύμανθος) και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κάθε αρκαδικός ορεινός όγκος πλημμυριζόταν από την Πανική θεότητα «Υψηλών ορέων έφοροι, κεραοί χοροπαίκται Πάνες, βουχίλου κράντορες Αρκαδίης».

Κατά τον Παυσανία, το ιερό βουνό του Πανός, είναι το Μαίναλο, όπου οι πλησίον του βουνού κάτοικοι, ισχυρίζονταν ότι είχαν ακούσει τον ήχο της σύριγγάς του.

«Το δε όρος το Μαινάλιον ιερόν μάλιστα είναι Πανός νομίζουσι, ώστε οι περί αυτό και επακροάσθαι συρίζοντος του Πανός , λέγουσι».

Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης ότι στο Λύκαιο όρος λάμβαναν χώρα τα «Διάπανα», αγώνες προς τιμήν του Πάνα, ταυτόχρονα με τα Λύκαια (που τελούνταν προς τιμή του Δία), με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η πεποίθηση ότι επρόκειτο, για θεότητα διπλής υπόστασης, τον Διοπάνα.

Ο περιηγητής, συνεχίζοντας την αφήγησή του για τον Πάνα, αναφέρει ότι:
 
«Στα δεξιά της Λυκοσούρας, υπάρχουν τα Νόμια όρη, όπου υπήρχε και το ιερό του Νομίου Πανός και το χωριό το ονομάζουν Μέλπεια, από τη σύριγγα του Πάνα που βρέθηκε εκεί. Είναι εύκολο να θεωρήσει κανείς ότι τα όρη, ονομάστηκαν Νόμια, από τα βοσκοτόπια (που υπήρχαν εκεί), ενώ κατά τους Αρκάδες, (ονομάστηκαν έτσι) από το όνομα κάποιας Νύμφης».


Στο όρος Παρθένιο, όπου υπήρχαν χελώνες οι οποίες ήταν αντικείμενο ευλάβειας από τους κατοίκους ως ιερές του Πάνα - αν και το όστρακό τους ήταν κατάλληλο για την κατασκευή λύρας -, λέγεται, ότι ο Πάνας παρουσιάστηκε στο δρομέα Φειδιππίδη (που είχε αποσταλεί εκ μέρους των Αθηναίων προκειμένου να ζητήσει τη συνδρομή των Σπαρτιατών εν όψει της περσικής επίθεσης) και του παραπονέθηκε ότι δεν του πρόσφεραν τις δέουσες τιμές, ενώ αυτός, θα ήταν χρήσιμος στον αγώνα τους κατά των Περσών.

«Απωτέρω δε ολίγον Πανός εστί , ένθα Φειδιππίδη φανήναι τον Πάνα και ειπείν ά προς αυτόν Αθηναίοι τε και κατά ταύτα Τεγεάται λέγουσι» (Παυσανίας, Αρκαδικά).

Μετά την νίκη στο Μαραθώνα, οι Αθηναίοι δεν ξέχασαν τον Αρκάδα θεό και ανέγειραν στην Ακρόπολη ιερό αφιερωμένο σε αυτόν, ενώ σε άγαλμα του γλύπτη Σιμωνίδη, αναγράφεται «Τον τραγόπουν εμέ Πάνα, τον Αρκάδα, τον κατά Μήδων, τον μετ΄ Αθηναίων, στήσατο Μιλτιάδης». Αργότερα, τελούνταν εκεί εορτές προς τιμήν του Πανός, τρεις φορές τον χρόνο.

Ο Πάνας θεωρείτο ότι κατείχε το χάρισμα της προφητείας. Λέγεται μάλιστα, ότι ο Απόλλωνας διδάχθηκε τη μαντική από τον Πάνα και αργότερα έφτασε στους Δελφούς, κατόπιν χρησμού της Θέμιδος. Από την αρχαία Αρκαδική πόλη Ακακήσιο, όπου έκαιγε «άσβεστο πυρ», ο Πάνας έδινε τους χρησμούς του, με την ιέρειά του, την νύμφη Ερατώ, γυναίκα του μετέπειτα βασιλιά της Αρκαδίας.

«Λέγεται δε ως προς τα έτι παλαιότερα και μαντεύοιτο ούτος ο θεός, προφήτιν δε Ερατώ Νύμφην αυτώ γενέσθαι ή Αρκάδι της Καλλιστούς συνώκησε».

Πέραν της συνηθισμένης εικόνας που η ιστοριογραφία έχει καταγράψει για τον Πάνα παρουσιάζοντά τον σαν τον εύθυμο, ανέμελο, ερωτύλο θεό, που η μόνη του ασχολία είναι η μουσική και η καλοπέραση, ο Πάνας αποτελούσε τιμωρητική οντότητα, θεότητα που μπορούσε να προκαλέσει τρόμο και φόβο στους ανθρώπους, σε περίπτωση που διαταρασσόταν η ηρεμία και ο ύπνος του.

Στις εκφάνσεις οργής του Πανός, οι οποίες περιελάμβαναν ορμητικούς χείμαρρους, ηλίαση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς λιποθυμία ή συγκοπή (Ευριπίδης-Μήδεια) αποδόθηκε και η ερμηνεία της λέξης Πανικός, που χρησιμοποιείται ως τις μέρες μας, δηλαδή το «πανικόν δείμα», με αποτέλεσμα οι Αρκάδες ποιμένες να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ως προς τη διατήρηση της ηρεμίας της φύσεως, τις ώρες που αυτή ησυχάζει.

 Πηγή


Επεξεργασία, επιμέλεια  αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος