Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Χρόνος ολετήρ ( ο καταστροφέας)


«Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, χτυπάει πισώπλατα ο χρόνος/ δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, φταίει η ζωή, που είναι μικρή».

              Οι παραπάνω στίχοι του γνωστού τραγουδιού αποτυπώνουν με ενάργεια το άγχος του ανθρώπου απέναντι στη βέβαιη προοπτική πως ο χρόνος που απομένει να ζήσουμε είναι μικρότερος από αυτόν που ζήσαμε.

            Το άγχος και η αγωνία επιτείνεται κάθε φορά που συνειδητοποιούμε πως η πρωτογενής αιτία της γήρανσής μας είναι κάτι που δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η επιστήμη δεν μπόρεσε ακόμη να ορίσει με βεβαιότητα τη φύση και το περιεχόμενό του. Ο χρόνος ως έννοια και περιεχόμενο γεννά προβληματισμό στους ειδικούς και ερωτήματα στους απλούς ανθρώπους.

            Όσο κι αν ο Αϊνστάιν προσπάθησε να τον ορίσει με τη θεωρία της «σχετικότητας», αυτός – ο χρόνος – βρίσκει τρόπους να ξεγλιστρά, γιατί θέλει να είναι ο πρωταγωνιστής σε όλες τις αλλαγές που συμβαίνουν. Μόνον μέσα από την κίνηση, τη μεταβολή και την αλλαγή τον αντιλαμβάνεται ο ανθρώπινος νους.

            Συχνά ο καθένας διερωτάται αν ο Χρόνος υφίσταται αντικειμενικά ή συνιστά μια θεωρητική διάσταση, ένα νοητικό κατασκεύασμα, μια μύχια σύλληψη που αποκρυπτογραφεί την αβεβαιότητα και περατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

            Ο ίδιος ο Καντ αναγκάστηκε να ομολογήσει μπροστά στην αδυναμία να ορίσει ακριβώς την έννοια του χρόνου: «Ο χρόνος δεν είναι κάτι αντικειμενικό. Δεν είναι ούτε ουσία, ούτε τυχαίο, ούτε σχέση, αλλά μια υποκειμενική συνθήκη που οφείλεται αναγκαστικά στη φύση του ανθρώπινου μυαλού».

            Η ημέρα και η νύχτα ήταν τα πρώτα στοιχεία που κίνησαν την περιέργεια του πρωτόγονου ανθρώπου για να δώσει μια μυθική ή λογική αργότερα ερμηνεία του χρόνου. Ύστερα οι εναλλαγές των εποχών αλλά και η συνειδητοποίηση πως ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει. Όλα αυτά τροφοδότησαν ως στοιχεία τόσο τη Μυθολογία όσο και την Επιστήμη.

            Οι αρχαίοι Έλληνες στο πρόσωπο του Κρόνου < ρέω διείδαν την έννοια του Χρόνου που αναδύθηκε μέσα από το Χάος (απουσία χρόνου). Δίπλα σε αυτόν πλάστηκαν θεοί και θεότητες που αντανακλούν την αγωνία των ανθρώπων να δώσουν μια απάντηση στο ερώτημα: Γιατί πεθαίνουμε;

            Στο σημείο αυτό, εμβόλιμα, βρήκε ευκαιρία και αναπτύχθηκε η φιλοσοφία που διεύρυνε τον προβληματισμό και πολλαπλασίασε τα ερωτήματα, χωρίς να δίνει πειστικές απαντήσεις. Εξάλλου αποτελεί αξίωμα, πως «Η φιλοσοφία δεν αποδεικνύει, δεν δίνει απαντήσεις, αλλά ανακινεί ερωτήματα».

            Αλλά ούτε και ο διαφωτισμός με τον ορθολογισμό και τη γέννηση της επιστήμης μπόρεσε να πείσει τον άνθρωπο να μη φοβάται το χρόνο, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει ως οντότητα, όπως ο χώρος. Ο χωροχρόνος του Αϊνστάιν φώτισε κάπως το πρόσωπο του χρόνου, αλλά ακόμη η μορφή του είναι θολή, ενώ τα έργα του απτά και αντικειμενικά.

            Ο θάνατος βιώνεται ως το τέλος της ζωής και του χρόνου. Ο άνθρωπος, αιώνες τώρα παλεύει, για την αθανασία του. Η σκέψη και μόνο πως μια μέρα θα χαθούμε για πάντα, μας συγκλονίζει και χαρακώνει με αίμα το μυαλό μας. Γι’ αυτό ερμηνεύει την ελπίδα για αθανασία ως μια υπέρβαση του χρόνου ή ως μια νίκη ενάντια στο χρόνο. Όσες θεωρίες κι αν αναπτύχθηκαν, όσες ερμηνείες ή διδαχές κι αν δόθηκαν ο άνθρωπος δεν κατόρθωσε να νικήσει το χρόνο και να απαλλαγεί από το υπαρξιακό του άγχος. Φανερά ή υπόρρητα επιδιώκει την αθανασία ή την αιωνιότητα.

            Από τον κανόνα δεν ξέφυγε ούτε ο Θουκυδίδης που με έναν τόνο εξομολογητικό τόνισε: «κτήμα τε ες αιεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν ξύγκειται». Η προφητική αυτή ομολογία φανερώνει τη μύχια επιθυμία του ανθρώπου να αφήσει το αποτύπωμά του έξω και πάνω από το χρόνο με το έργο του (υλικό – πνευματικό).

            Αλλά και ο Ηρόδοτος από μία άλλη οπτική γωνία στόχευε στην υπέρβαση του χρόνου με το έργο του «ως μήτε τα γενόμενα εξ ανθρώπων τω χρόνω εξίτηλα γένηται».

              Η έννοια του χρόνου είναι παρούσα και στους δυο ιστορικούς που καθαρά διέβλεπαν πως η μνήμη των ανθρώπων αδυνατίζει με την πάροδο του χρόνου και διαβρώνεται η συνείδησή τους. Ασυνείδητα, δηλαδή, τριχοτόμησαν το σώμα του χρόνου σε: Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον τονίζοντας τον καταλυτικό του ρόλο στην πορεία του ανθρώπου και του πολιτισμού (αιεί – παραχρήμα – χρόνω).

            Το φόβο απέναντι στο θάνατο – ως το τέλος του χρόνου – έμμεσα εξέφρασε και ο Ιησούς τη μεγάλη εκείνη στιγμή στον κήπο της Γεσθημανής με το εμβληματικό «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Όταν ο θάνατος έγινε συνείδηση από το Χριστό, θέλησε να τον αποφεύγει, να ζήσει. Κι ενώ γνώριζε πως είναι ή θα είναι αιώνια ζωντανός, το βάρος του θανάτου τον λυπεί βαθύτατα. Ωστόσο, «αν ο Χριστός ζούσε μια ίδια ζωή χωρίς το θάνατο που δέχθηκε, θα ήταν ένας ακόμη απλός προφήτης. Ένας από τους πολλούς». (Φοίβος Καρακίτσος «Η αρχή της αντίθεσης»). 

            Ανεξάρτητα από τις μυθολογικές περιγραφές, τις επιστημονικές αποδείξεις και τις φιλοσοφικές θεωρήσεις ο χρόνος «ως σώμα» παραμένει ασύλληπτος και ακανόνιστος. Δεν έχει  αρχή και τέλος, όσο κι αν προσπάθησε ο άνθρωπος με τις υποδιαιρέσεις και τα χρονόμετρα να τον εγκλωβίσει (Κλεψύδρα, αμμόμετρο, ηλιακό ρολόι, αστρολάβος…). Ο χρόνος είναι ενιαίος και η τριχοτόμησή του απέβλεπε μόνο στο να δώσει ο άνθρωπος μια ταυτότητα στη ζωή του. Ο χρόνος δεν έχει αρχή ούτε τέλος. Τα γεγονότα και ο άνθρωπος έχουν αρχή και τέλος. 

            Ο χρόνος κυλάει, τρέχει, φεύγει, μένει ανέπαφος από τις υποκειμενικές μας εμπειρίες. Ο χρόνος κυλά για κάθε άνθρωπο διαφορετικά ανάλογα με τις ανάγκες, τα συναισθήματα, τα κίνητρα και τις σκέψεις του. Άλλοι βλέπουν το χρόνο ως φίλο κι άλλοι ως εχθρό. Άλλοτε ευχόμαστε να μην τρέχει κι άλλοτε παρακαλούμε να περάσει γρήγορα. Κι ενώ ο χρόνος είναι «άμετρος» από πολλούς εκφράζεται το παράπονο πως «δεν έχω χρόνο» ή «μου λείπει χρόνος» ή «θέλω το χρόνο μου».

            Ίσως ο χρόνος να είναι από τα λίγα στοιχεία – αν όχι το μοναδικό – που αποκαλύπτουν τη γύμνια του ανθρώπου. Από το φως μπορούμε να προφυλαχτούμε ή να κατασκευάσουμε πηγές φωτός. Από το χρόνο πώς να ξεφύγουμε;

            Εξάλλου το «βέλος του χρόνου» έχει κατεύθυνση προς το μέλλον και πως δεν γυρίζει πίσω (άσχετα αν η σύγχρονη φυσική δεν διακρίνει την κατεύθυνση προς το μέλλον). Τελικά βρισκόμαστε σε μια διανοητική πλάνη ή σε μια ή σε μια ψυχολογική σύγχυση; Για τον Αυστριακό φυσικό Μπόλτζμαν το βέλος του χρόνου (παρελθόν μέλλον) είναι μια ανθρώπινη επινόηση αναγκαία για να εξηγήσει τη διαδικασία της βιολογικής μας γήρανσης. Για κάποιους άλλους το γήρας δεν προκαλείται από τη φθορά του χρόνου αλλά είναι προγραμματισμένο στο DNA μας.

            «Δεν υπάρχει ανάστημα στο ανθρώπινο γένος που να μην το συνέτριψε ο χρόνος και ο φθόνος» (Απολλόδωρος).

            Η διαπίστωση αυτή μας προκαλεί να ανιχνεύσουμε αν κάτι στον κόσμο αυτό διασώθηκε από τη φθορά του Χρόνου. Αξίες, ιδέες, αλήθειες, δημιουργήματα και άλλα πολλά μπόρεσαν να αντέξουν την επέλαση του Χρόνου. Για πολλούς μόνο οι μαθηματικές αλήθειες είναι διαχρονικές.

            Στην πάλη του ανθρώπου με το Χρόνο το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο. Και αφού η ελπίδα μας να βρούμε τη μηχανή του χρόνου δεν τελεσφόρησε, το μόνο που μας μένει είναι να ζήσουμε, όσο πιο έντονα μπορούμε, το μόνο χρόνο που γνωρίζουμε, το παρόν (αν και γι’ αυτό οι φυσικοί αμφιβάλλουν, αφού η κάθε παροντική στιγμή αυτόματα γίνεται παρελθόν).   

            «Carpe diem, quam minimum credula postero» (Άδραξε τη μέρα και μην εμπιστεύεσαι το μέλλον) (Οράτιος, Ωδή Ι.ΧΙ 8) κι αυτό γιατί «dum loquimur, Fugerit invida aetas» (ενώ μιλάμε ο ζηλιάρης χρόνος έχει ήδη πετάξει).

             Αν, όμως, στο σύμπαν υπάρχουν μόνο άτομα και μόρια που κινούνται στο κενό και όλα υπόκεινται στη φθοροποιό εξουσία του χρόνου, τότε δεν υπάρχει ελπίδα, ούτε ευθύνη, ούτε βούληση, άρα ούτε και ελευθερία. Άρα ούτε και άνθρωπος με τη ριζική έννοια του όρου (άνω – θρώσκω).

             Αν όλα τα παραπάνω είναι η μόνη πραγματικότητα και χρησιμοποιώντας την επαγωγική μέθοδο ως εργαλείο, τότε νομοτελειακά οδηγούμαστε σε μια απαισιόδοξη στάση ζωής, ακόμη και στις ώρες που ο χρόνος αλλάζει. Γιατί αυτός είναι φθονερός και άτεγκτος. Δεν συμπονά, δεν συμπάσχει. Τρέχει, κυλάει και μας προσπερνά. Γι’ αυτό είναι και πολύτιμος και ιδιαίτερα για τους ώριμους.


            «Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος από ό,τι έχω ζήσει έως τώρα…. Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται καταστατικά, νόρμες…. Γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά… Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες… Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται…. Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα… που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους…. Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια…. Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει…..» (Mario de Andrade, «Ο πολύτιμος χρόνος των ώριμων ανθρώπων»).

 Του συνεργάτη της Μυσταγωγίας – Μυθαγωγίας, Ηλία Γιαννακόπουλου, Φιλόλογου. E-mail: iliasgia53@gmail.com  
Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος



"Μυσταγωγία και Μυθαγωγία"


Στις δράσεις της «Μυσταγωγίας και Μυθαγωγίας», επιχειρούμε ανάμεσα στα άλλα, μία διαφορετική ανάγνωση της ιστορίας του παρελθόντος υπό το πρίσμα της μυθολογίας. Για αυτό τον λόγο προσεγγίζουμε την μυθολογία, όχι ως ένα σύνολο ευφάνταστων ανούσιων και παράλογων αφηγημάτων μυθοπλασίας, αλλά ως μία «αλληγορική» κωδικοποίηση του παρελθόντος. 

Ο Πλούταρχος (45-120 μ.χ) εξηγεί σχετικά (περί Ίσιδος και Οσίριδος 20F):

 «Οι ποιητές και οι λογογράφοι όπως οι αράχνες τον ιστό υφαίνουν από την αρχή δίχως βάση και τον επεκτείνουν, έτσι και αυτά (τα συμβολικά λόγια) περιέχουν μερικές ιστορίες και διηγήσεις αληθινές. Όπως οι μαθηματικοί λένε πως το ουράνιο τόξο είναι εικόνα του ήλιου και η χρωματική ποικιλομορφία του προκαλείται από την αντανάκλαση επάνω σε κάποιο νέφος, έτσι και ο μύθος/σύμβολο είναι εικόνα κάποιου άλλου λόγου ο οποίος ανακαλεί στην διάνοια μας συγκεκριμένα νοήματα.»

Αρκεί κάποιος να κατέχει τις κλείδες αποσυμβολισμού, ώστε να του αποκαλυφθεί, μία «άλλη» ιστορικά και μεταφυσικά πραγματικότητα, πίσω από το πέπλο της φαντασίας και του συλλογικού ασυνείδητου. Ο Carl Jung ορίζει το «Συλλογικό ασυνείδητο» ως την περιοχή της ψυχής που είναι άπειρα αρχαιότερη από την προσωπική ζωή του ατόμου.

Το συλλογικό ασυνείδητο, θα μπορούσαμε να το ορίσουμε με σύγχρονους όρους, ως μια «βάση δεδομένων», η οποία χρειάστηκε αιώνες για να συγκροτηθεί και συνοδεύει την ανθρώπινη ύπαρξη. Στο συλλογικό ασυνείδητο έχουν αποκρυσταλλωθεί πανανθρώπινα και διαχρονικά πρότυπα ψυχονοητικής συμπεριφοράς τα οποία ονομάζονται «αρχέτυπα».

Τα αρχέτυπα οποία αφορούν την κοινή πνευματική κληρονομιά της ανθρωπότητας και χρησιμοποιούν ως όχημα τα σύμβολα, καθώς η δύναμη της εικόνας και των συμβόλων είναι ισχυρότερη του λόγου. Ο όρος αρχέτυπο σημαίνει αρχικός τύπος, ό,τι δηλαδή θα χρησιμεύσει ως υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλο.

Το σύμβολο είναι «η τέχνη του σκέπτεσθαι με εικόνες». Μέσα από ένα μεγάλο αριθμό συμβόλων με τα οποία ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή, υπάρχει μία σχετικά μικρή, αλλά ιδιαίτερα σημαντική κατηγορία που παίζει καθοριστικό ρόλο στην ζωή της ανθρωπότητας, όπως ο κύκλος, ο ζωδιακός, το σπήλαιο, το δέντρο της ζωής, ο θυσιασμένος θεός, οι δύο στήλες , η Παρθένα, ο αμνός, το φεγγάρι, ο ήλιος, το ξίφος, το κέρας, το φίδι, ο δράκος, το περιστέρι κ.λ.π.

Η λέξη σύμβολο βγαίνει από το συμβάλω, βάζω μαζί, σε αντίθεση με το διαβάλω. Συμβάλω, βάζω μαζί, τις επιμέρους προσωπικές εμπειρίες του καθενός έτσι ώστε να μπορούμε να συντονιζόμαστε, να συνεννοούμαστε να νοούμε το ίδιο πράγμα. Τα σύμβολα είναι για το πνεύμα ότι τα εργαλεία για τα χέρια, μεγιστοποιούν τις δυνατότητες αντίληψης.

Στον σύγχρονο κόσμο όπου επικρατεί ο ορθολογισμός δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί η μυθολογία με λογικούς όρους. Η μυθολογία δεν εκλογικεύεται, ερμηνεύεται όμως χρησιμοποιώντας μεθόδους τις οποίες μας άφησαν παρακαταθήκη ο Πλάτωνας, οι Στωικοί, οι Νέο Πλατωνικοί, αλλά και πιο σύγχρονοι ερευνητές, όπως ο Carl Jung και ο Joseph Campell. (*)

Για τον Jung, η ικανότητα της ορθής ανάγνωσης των συμβολικών εκπορεύσεων του ασυνείδητου απαιτεί, εκτός από τη γνώση των μυθολογικών μοτίβων, μια κατανόηση της διφορούμενης φύσης των συμβόλων και τη δυνατότητα να ερμηνευθούν ως αντισταθμιστικοί παράγοντες του «εγώ».

Μυθολογικά θέματα, σύμβολα ριζωμένα στην παγκόσμια ιστορία της ανθρωπότητας ή ψυχικές αντιδράσεις εξαιρετικής σφοδρότητας, υποδεικνύουν τη συμμετοχή βαθύτερων ψυχικών στρωμάτων, και εκδηλώνονται συνήθως στο υλικό που παρέχουν τα όνειρα, οι φαντασιώσεις και τα οράματα, υπερβαίνοντας την προσωπική σφαίρα και εμπλέκοντας τα περιεχόμενα του συλλογικού ασυνείδητου.

Αυτά τα κεντρικά θέματα και σύμβολα, ασκούν σύμφωνα με την άποψη του Carl Jung καθοριστική επιρροή στην ψυχική ζωή ως σύνολο, ελέγχοντας τον ανθρώπινο κύκλο ζωής. Καθώς ωριμάζουμε ως υπάρξεις τα αρχέτυπα ξεδιπλώνονται μέσω μιας προγραμματισμένης ακολουθίας, την οποία ο Carl Jung αποκάλεσε στάδια της ζωής. Κάθε στάδιο της ζωής εκπροσωπείται από ένα νέο σύνολο αρχετυπικών εικόνων που αναζητούν την εκπλήρωσή τους στη δράση.

Στα στάδια περιλαμβάνεται η παιδική ηλικία, η ερωτοτροπία, ο γάμος, óπως και η προετοιμασία για το θάνατο. Η προέλευση της έννοιας αρχέτυπο φθάνει χρονολογικά πίσω ως τον Πλάτωνα. Ο ίδιος ο Jung, σύγκρινε τα αρχέτυπα με τις Πλατωνικές ιδέες.

Οι ιδέες του Πλάτωνα ήταν αιώνιες, διανοητικές μορφές που αποτυπώνονταν στην ψυχή πριν να γεννηθεί στον κόσμο. Ήταν συλλογικές, υπό την έννοια ότι ενσωμάτωσαν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος, παρά τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητές του. Για αυτό τον λόγο ο Jung υποστήριζε πως :

«Ο μύθος είναι μια ζωντανή διδασκαλία για την ανθρωπότητα από την αυγή της ύπαρξής της και εμπεριέχει όλη τη βιωμένη της εμπειρία».

Στην μυθολογία λοιπόν, βρίσκονται οι απαρχές της φιλοσοφικής και όχι μόνο, σκέψης. Θα μπορούσαμε να πούμε πως στους μύθους και τα παραμύθια, η ψυχή διηγείται την ιστορία της. Η επαφή μας με τον μύθο, είναι η επαφή με την υπέρ-συνείδηση, την συλλογική μνήμη. Αντιστοίχως τα παραμύθια σύμφωνα με τον Carl Jung, ήταν μέρος και απόδειξη του «συλλογικού ασυνείδητου», τις αρχετυπικές δηλ, ιδέες που έχουν αποτυπωθεί από γενιά σε γενιά, και τις οποίες κουβαλάμε όλοι μέσα μας, ανεξάρτητα από την κοινωνία στην οποία ερχόμαστε. Όπως χαρακτηριστικά υποστήριζε:

« Η αξία τους είναι αναμφισβήτητα παιδευτική και διδακτική».

Ιδέες όπως η τροφοδότης μητέρα-φύση, ο κύκλος της ζωής, το σκοτεινό και μαύρο άγνωστο ή το νερό ως έκφραση αναγέννησης, είναι μονάχα μερικές από τις κοινές αρχετυπικές ιδέες που υπάρχουν στις ιστορίες όλων των πολιτισμών.

Εμείς ως Έλληνες, είμαστε ευτυχείς, καθώς οι πρόγονοι μας, μας κληροδότησαν ίσως την πλουσιότερη, και σημαντικότερη μυθολογική παρακαταθήκη του δυτικού πολιτισμού.

Εάν κάποιος ασχοληθεί με αγάπη με την αρχαία Ελληνική μυθολογία, τότε τα αρχετυπικά μηνύματα που αυτή εντός της «κυοφορεί», μπορούν να γονιμοποιήσουν συνειδητά, και ασυνείδητα πρότυπα συμπεριφοράς, που αν και δεν αποτελούν σήμερα τα κυρίαρχα, είναι όμως ικανά να ενεργοποιήσουν τον δρόμο της ψυχής και του νου, σε ένα ταξίδι που οδηγεί στην Ιθάκη.

Μία Ιθάκη η οποία συμβολίζει μία χώρα όπου αποθεώνονται πανανθρώπινες άυλες αξίες, πρότυπα ηρωισμού, αρετής και ανθρωπισμού, στην πιο αυθεντική μορφή τους.

Ας ανιχνεύσουμε όμως σύμφωνα με τις πηγές τις απαρχές της αλληγορικές ερμηνείας. Σύμφωνα με τον Πορφύριο, πρώτος ο ραψωδός Θεαγένης από το Ρήγιο της κάτω Ιταλίας στο τέλος του 6ου αιώνα, παράλληλα με τα συνήθη σχόλια στον Όμηρο, ασχολήθηκε και με την αλληγορική ερμηνεία, η όποια, θα πρέπει να αφορούσε τόσο την παρουσίαση των Θεών, όσο και μεμονωμένες μυθολογικές αφηγήσεις.

Επίσης υπάρχουν μαρτυρίες για έναν μαθητή από την σχολή του Αναξαγόρα, τον 5ο π.χ αι., τον Μητρόδωρο τον Λαμψακηνό, ο οποίος εξήγησε κάποια αμφιλεγόμενα χωρία των Ομηρικών επών, με τρόπο παρόμοιο με αυτόν του Θεαγένη, δηλαδή είτε ως φυσικά φαινόμενα είτε ως ηθικά διδάγματα, χρησιμοποιώντας τις κοσμολογικές αρχές του Αναξαγόρα.

Από πολλούς άλλους πρώιμους εξηγητές του Ομήρου, όπως ο Διογένης από την Απολλωνία ο Δημόκριτος ή ο Πρόδικος, γνωρίζουμε σήμερα μόνο τα ονόματα τους, με την βοήθεια μεταγενεστέρων και εν μέρει αβέβαιων μαρτυριών μπορούμε να έχουμε μόνο μία ασαφή εικόνα της δικής τους αλληγορικής ερμηνείας.

Σε κάθε περίπτωση ακολουθώντας την αλληγορική ατραπό που ξεκινάει με τον Πλάτωνα, και φτάνει έως τους Νεοπλατωνικούς για τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως οι μύθοι είναι ένας οδηγός συμβολισμού, μυσταγωγίας και μυθαγωγίας. Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσονται και μέρος των δράσεων της «Μυσταγωγίας και Μυθαγωγίας».

Ας αφήσουμε όμως τους αρχαίους να μας αποκαλύψουν οι ίδιοι την σπουδαιότητα, την αλληγορική διάσταση, αλλά και τον λόγο απόκρυψης των αρχετυπικών μηνυμάτων των μυθολογικών αναφορών. Σύμφωνα με τον Πλωτίνο τα σύμβολα, συχνά μετατρέπονται σε αντικείμενα άσκησης διαλογισμού, των οποίων το νόημα μπορεί να «αποκαλυφθεί», μόνο μέσω της εντατικής διαδικασίας συγκέντρωσης, και αυτοστοχασμού. Το νόημα τους μπορεί να αποκαλυφθεί, μέσω τη διεύρυνσης του ίδιου μας του εαυτού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει:

«Η ακριβής γνώση οποιουδήποτε πράγματος ισοδυναμεί με τη γνώση του εαυτού μας..Όταν ο άνθρωπος στρέφεται προς τον εσωτερικό του εαυτό, τότε δια μέσου του εαυτού επέρχεται η ενόραση.»

Και καταλήγει :

«Ο δρόμος προς τη Σοφία και την απελευθέρωση από την ύλη βρίσκεται μέσα στην συμβολική αντίληψη – την ανάπτυξη της ενεργητικής φαντασίας που «μεταφράζει» τα σύμβολα σε Γνώση. Η εστίαση της προσοχής, η συγκέντρωση, ο έλεγχος των σκέψεων, καθώς και η απορρόφηση στο αντικείμενο εν τη παρουσία του οποίου τελεί ο νους, όλα αυτά βρίσκονται σε επίπεδο εξάσκησης σε αυτό το στάδιο»..

Ο μαθητής του Πορφύριος, ορίζει την άσκηση αυτή, ως μία σταδιακή διαδικασία εσωτερικής μεταμόρφωσης, κατά την οποία η δύναμη της επίγνωσης προσδιορίζεται, εξαγνίζεται και εστιάζεται, έτσι ώστε να καλλιεργηθεί η σοφία που ενυπάρχει σε αυτή….! Ο Πρόκλος αναφέρει :

«Οι άνθρωποι της εποχής μας κατεξοχήν συνηθίζουν να επικρίνουν τους Παλαιούς Μύθους ότι ευθύνονται, υποτίθεται, για τη μεγάλη, αφ’ ενός, θρασύτητα στις περί Θεών δοξασίες και, αφ’ ετέρου, για τις πολλές, άτοπες και πλημμελείς φανταστικές εικόνες, και ότι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να οδηγούν τους πολλούς ανθρώπους στη τωρινή φοβερή και ανώμαλη καταπάτηση των ιερών θεσμών.

Από πλευρά μας δεν θα χρειαστούμε πολλά λόγια για να απαντήσουμε σε αυτούς που ενοχοποιούν την παραδοχή των Μύθων για την αδιαφορία προς το Θείο∙ πρώτον, ότι εκείνοι που παραμέλησαν τη θεραπεία (=λατρεία) των κρειττόνων (=ανωτέρων) από εμάς λόγω των φαινομενικών πλασμάτων των Μύθων, αγνοώντας και το σκοπό της μυθοποιίας και τη δύναμή της, συνέβη να σωριαστούν στην αλόγιστη και Γιγαντική ανοσιότητα.

Διότι, αν οι μύθοι προέταξαν το φανερό τους περιεχόμενο στο σύνολό του αντί για την αλήθεια που είναι εγκαθιδρυμένη στην απόρρητη περιοχή και χρησιμοποιούν για τα αφανή και άγνωστα στους πολλούς διανοήματα [και το κατεξοχήν ιδιαίτερο αγαθό τους είναι το ότι δεν αποκαλύπτουν κανένα στοιχείο της Αλήθειας στου βέβηλους, αλλά φανερώνουν μόνο κάποια ίχνη της όλης Μυσταγωγίας τους σε εκείνους που από της φύση τους έχουν την ικανότητα να περιδιαβούν την απροσπέλαστη για πολλούς θεωρία (=θέαση)], και αν οι άλλοι, αντί να αναζητούν την Αλήθεια που βρίσκεται κρυμμένη μέσα στους Μύθους, ασχολούνται μόνο με την εξωτερική προσχηματική μορφή των μυθικών πλασμάτων και, αντί για την κάθαρση του νου, ακολουθούν τις φανταστικές και μορφοποιητικές εικόνες, τότε ποιο τέχνασμα μπορεί να βρεθεί ώστε να κατηγορηθούν οι Μύθοι για κάποια δική τους παρανομία και όχι εκείνοι που κάνουν κακή χρήση των Μύθων για τη δική τους αδιαφορία;

Έπειτα, μπορούμε να απαντήσουμε ότι βλέπουμε πως οι πολλοί βλάπτονται και από όλα τα άλλα, όσα φαίνονται εξαιρετικά σεμνά και τίμια, εγκαθιδρυμένα στους Θεούς και δημιουργημένα από Εκείνους, χωρίς όμως για το λόγο αυτό να μεμφόμαστε τη γένεση εκείνων αλλά τη ανόητη έξη της ψυχής που έχουν τούτοι.

Πράγματι, ποιος δεν θα συμφωνούσε ότι τα Μυστήρια και οι Τελετές ανυψώνουν τις ψυχές από την ένυλη και θνητή ζωή και τις συνάπτουν με τους Θεούς, ότι αφανίζουν όλη την ταραχή της αλογίας με τις νοερές ελλάμψεις τους, και ότι με το Φως των Θεών απομακρύνουν τον αόριστο και σκοτεινό χαρακτήρα των τελούμενων;……

Εξάλλου το ότι οι μύθοι επιδρούν και στους πολλούς το δείχνουν οι τελετές. Αυτές πράγματι, χρησιμοποιώντας τους μύθους, με σκοπό να κλείσουν μέσα τους την απόρρητη αλήθεια σχετικά με τους θεούς, αποβαίνουν για τις ψυχές αιτίες της ταύτισης αισθημάτων με τα δρώμενα κατά τρόπο άγνωστο σε εμάς και θεϊκό.

Έτσι άλλοι από αυτούς που μετέχουν στις ιερές τελετές καταπλήσσονται κυριευμένοι από το θεϊκό δέος , ενώ άλλοι που προσαρμόζουν την διάθεση τους προς τα ιερά σύμβολα και εξέρχονται από τον εαυτό τους, τοποθετούνται στην περιοχή των θεών και ευφορούνται από το πνεύμα τους. Και σε κάθε περίπτωση, τα επόμενα αυτών γένη, που είναι ανώτερα από εμάς, βάσει της εναρμόνισης και οικειότητας τους προς τα τέτοιου είδους σύμβολα, μας υψώνουν δια της συμπαθείας μέσω αυτών στους θεούς»,  και αλλού :

…«Αυτοί που μιλούν για τα θεϊκά πράγματα μέσω ενδείξεων (δι᾽ ἐνδείξεως) μιλούν είτε συμβολικά και μυθικά, είτε μέσω εικόνων, ενώ από όσους φανερώνουν τις σκέψεις τους χωρίς προκάλυμμα (ἀπαρακαλύπτως) , άλλοι εκφράζονται επιστημονικά (κατ᾽ ἐπιστήμην) και άλλοι σύμφωνα με την έμπνευση που στέλνουν οι θεοί (κατὰ τὴν ἐκ θεῶν ἐπίνοιαν).

Ο πρώτος τρόπος, αυτός που προτίθεται να ανακοινώσει τα θεία μέσω συμβόλων), ανήκει στον Ορφέα και είναι γενικότερα ταιριαστός σε αυτούς που γράφουν τους μύθους των θεών, ενώ ο τρόπος των εικόνων ανήκει στον Πυθαγόρα γιατί και τα μαθηματικά οι πυθαγόρειοι τα ανακάλυψαν για να τους υπενθυμίζουν τα θεία και προσπαθούσαν μέσω αυτών ως εικόνων να μεταβαίνουν σ’ εκείνα. […]

Από την άλλη μεριά, ο ένθεος τρόπος (ἐνθεαστικῶς), που εκφαίνει την ίδια την αλήθεια των θεών αυτή καθ᾽ εαυτή, εμφανίζεται κατ᾽ εξοχήν στους πιο τέλειους θεουργούς (παρὰ τοῖς ἀκροτάτοις τῶν τελεστῶν) – γιατί αυτοί δεν θεωρούν σωστό να παρουσιάζουν στους μαθητές τους τις θεϊκές τάξεις ή τις ιδιότητες των θεών μέσω κάποιων παραπετασμάτων (διὰ δή τινων παραπετασμάτων) αλλά εξαγγέλλουν τόσο τις δυνάμεις όσο και τις σειρές των θεών εμπνεόμενοι από τους ίδιους τους θεούς.

Ο τρόπος, τέλος, ο επιστημονικός (κατ᾽ ἐπιστήμην) βρίσκει το αποκορύφωμά του στη φιλοσοφία του Πλάτωνα».

Ο Σαλλούστιος εξηγεί για ποιο λόγο οι Μύθοι είναι Θεϊκοί :

«..Ότι οι μύθοι είναι θεϊκοί φαίνεται από εκείνους που τους χρησιμοποίησαν. Τους μύθους χρησιμοποίησαν θεόληπτοι ποιητές, οι καλύτεροι των φιλοσόφων, όσοι θέσπισαν μυστήρια και οι ίδιοι οι Θεοί στους χρησμούς. Το γιατί όμως οι μύθοι είναι θεϊκοί πρέπει να το ερευνήσει η Φιλοσοφία.

Επειδή κάθε όν χαίρεται με ό,τι είναι όμοιό του και αποστρέφεται τα ανόμοιά του, πρέπει και οι ιστορίες για τους Θεούς να είναι όμοιες με τους Θεούς, ώστε να γίνουν άξιες της θεϊκής ουσίας και να γίνουν οι Θεοί ευμενείς προς εκείνους που τις διηγούνται: τούτο θα επιτευχθεί μόνο με τους μύθους.

Οι μύθοι παρουσιάζουν τους ίδιους και την αγαθότητα των Θεών -σύμφωνα πάντα με τον διαχωρισμό ανάμεσα στο ρητό και το άρρητο, το αφανές και το φανερό, το σαφές και το κρυφό. Εφόσον, όπως ακριβώς οι Θεοί έχουν κάνει κοινά για όλους τα αγαθά των αισθήσεων, τα αγαθά όμως της νόησης τα έχουν δώσει μόνο στους σοφούς, έτσι και οι μύθοι λένε σε όλους ότι υπάρχουν οι Θεοί, αλλά ποιοί είναι αυτοί και ποιές οι δυνάμεις τους το φανερώνουν μόνο σε εκείνους που μπορούν να το κατανοήσουν.

Παρουσιάζουν επίσης και τις ενέργειες των Θεών. Διότι μπορούμε να ονομάσουμε και τον Κόσμο Μύθο, όπου σώματα και πράγματα είναι ορατά, αλλά ψυχές και νόες είναι κρυφοί. Επιπλέον, αν θέλεις να διδάξεις σε όλους την αλήθεια για τους Θεούς, από τη μια οι ανόητοι θα την περιφρονήσουν επειδή δεν είναι σε θέση να την κατανοήσουν, από την άλλη οι καλοί θα την βαρεθούν. Ενώ αν κρύψεις την αλήθεια με τους μύθους, αποτρέπεις την περιφρόνηση των ανοήτων και αναγκάζεις τους καλούς να ασκήσουν Φιλοσοφία».

Τέλος ο Ιουλιανός αναφέρει :

«Σχετικά με τους κλάδους της φιλοσοφίας ούτε στη λογική ούτε στα μαθηματικά ταιριάζει η μυθογραφία. Ταιριάζει μόνο στην ηθική που αφορά το άτομο και στο τμήμα εκείνο της θεολογίας που εξετάζει την μύηση στα μυστήρια. Διότι η «φύση αγαπά να κρύβεται» και δεν ανέχεται να φτάνουν στα αυτιά των ασεβών λόγια ξεκάθαρα πάνω στην απόκρυφη ουσία των θεών.

Για αυτό και πρέπει να μεταχειριζόμαστε την απόρρητη και άγνωστη φύση των ιερών συμβόλων. Τούτο ικανοποιεί όχι μόνο την ψυχή αλλά και το σώμα και μας αποκαλύπτει την παρουσία των θεών. Νομίζω πως και οι μύθοι φέρνουν πολλές φορές το ίδιο αποτέλεσμα, ανακατωμένοι δηλαδή με αινίγματα και με μυθική σκηνοθεσία, αποκαλύπτουν τις θείες αλήθειες σε όσους είναι ανίκανοι να τις δεχτούν αυτές καθαυτές.

Συνεπώς όχι μόνο πρέπει να προσεγγίζουμε τους μύθους με την προσμονή και την εστίαση του νου για την αποκρυπτογράφηση των εννοιών που κρύβονται μέσα τους, αλλά και ως σύμβολα τα οποία μέσω της συμπαθείας θα αποκαταστήσουν την επαφή της ψυχής μας με τον θείο κόσμο.»

Ο μύθος ποτέ δεν πέθανε, απλώς επιβιώνει μέσα από την σύγχρονη έβδομη τέχνη, και την λογοτεχνία. Δεν είναι τυχαίο πως οι μεγαλύτερες κινηματογραφικές επιτυχίες των τελευταίων ετών όπως, ο πόλεμος των άστρων, το Άβαταρ, ο άρχοντας των δαχτυλιδιών, ο Harry potter, αποτελούν σύγχρονες μυθολογικές αφηγήσεις βασισμένες σε διαχρονικά αρχετυπικά μοτίβα.

Ο George Lucas δημιουργός του πολέμου των άστρων, παραδέχεται πως ο πόλεμος των άστρων αποτελεί ένα κλασσικό έπος, σε ένα φουτουριστικό περιβάλλον. Αλλά τι είναι ένα κλασικό έπος; Ο Γερμανός ανθρωπολόγος Adolph Bastian, πρότεινε για πρώτη φορά την ιδέα ότι οι μύθοι από όλο τον κόσμο φαίνεται να κατασκευάζονται από τις ίδιες «βασικές ιδέες». Αυτές οι βασικές ιδέες είναι που ο Carl Jung ονόμασε «αρχέτυπα», τα οποία ο ίδιος πίστευε ότι είναι τα δομικά στοιχεία όχι μόνο του ασυνείδητου νου, αλλά ενός συλλογικού ασυνειδήτου.

Το 1949 ο Joseph Campbell ξεκίνησε μια επανάσταση στην ανθρωπολογία (τη μελέτη των ανθρώπων και του πολιτισμού) με το βιβλίο του «Ο ήρωας με τα χίλια πρόσωπα». Πάνω σε αυτό το βιβλίο βασίστηκε κυρίως η ιστορία του πολέμου των άστρων από τον George Lucas. Βασικό γνώρισμα όλων των μυθολογικών ηρώων, είναι να ξεχωρίσουν από το καθημερινό συνηθισμένο άνθρωπο, και να θυσιαστούν προς χάριν του κοινωνικού συνόλου.

Η ατραπός τους ξεκινά με ένα «εσωτερικό ταξίδι», το οποίο αντιστοιχεί, και μετουσιώνεται στην αναζήτηση της εξισορρόπησης του συνηθισμένου κόσμου, μέσα από συμβολικά ταξίδια και άθλους.

Το ταξίδι αυτό έχει ως σκοπό να μας υποδείξει, πως η ατραπός της αυτό-ανακάλυψης δεν σημαίνει να ψάχνεις μόνο για καινούργια μέρη, και να ξεπερνάς τα εμπόδια και τις αντιξοότητες, αλλά κυρίως αυτό: Nα έχεις «καινούργια μάτια», ώστε να βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά!.Όπως λέει ο Πλωτίνος :

.. «Μία ψυχή δεν μπορεί να δει το ωραίο αν δεν είναι ωραία αυτή η ίδια…(...)... Κλειστείτε στον εαυτό σας και κοιτάξτε. Κι αν δε βρίσκετε τον εαυτό σας όμορφο, πράξτε όπως ο δημιουργός ενός αγάλματος που πρέπει να γίνει όμορφο ... κόβει από δω, λειαίνει από κει, κάνει αυτή τη γραμμή πιο ανάλαφρη, εκείνη πιο καθαρή, μέχρι που θα εμφανιστεί ένα όμορφο πρόσωπο...»

Συνοψίζοντας, η μυθολογία αποτελεί την πρωτότοκη αδελφή της ιστορίας, εφόσον είναι φορέας της συσσωρευμένης εμπειρίας του παρελθόντος. Ταυτόχρονα όμως ποιεί ήθος , και αποτελεί μία πανάρχαια ατραπό αυτογνωσίας. Την ατραπό αυτή ακολουθούμε, και αναδεικνύουμε..!

* Παραπομπή:

Σύμφωνα με την «εσωτερική» παράδοση, η ανθρωπότητα στο απώτατο παρελθόν, τόσο υλικά (σωματικά) όσο και πνευματικά, ήταν διαφοροποιημένη σε σχέση με το παρόν, αλλά και το αρχαίο (σε σχέση με εμάς) παρελθόν. Και αυτό διότι σύμφωνα με τον νόμο της αναλογίας/ αντιστοιχίας, κατά τα νηπιακά στάδια της ανθρωπότητας τα πάντα ήταν διαφορετικά τόσο στο φυσικό περιβάλλον, όσο και στον ψυχισμό του ανθρώπου, όπως ακριβώς συμβαίνει στα νήπια/βρέφη, και σήμερα σε σχέση με τους ενήλικες.

Στο απώτατο παρελθόν ο άνθρωπος ζούσε ανάμεσα σε πνευματικές οντότητες . Κατά τον ίδιο τρόπο για εμάς σήμερα, δεν χρειάζεται να μας αποδείξει κάποιος την υλική πραγματικότητα την οποία αντιλαμβανόμαστε δια μέσω των αισθήσεων μας, έτσι σε εκείνες τις αρχέγονες εποχές, δεν χρειαζόταν μαρτυρίες ή αποδείξεις για να πειστεί κάποιος για την ύπαρξη των πνευματικών όντων ή για το έμψυχο της φύσης (ανιμισμός).

Τα αισθητήρια όργανα μπορούσαν να συντονιστούν, και να αντιληφθούν άλλες διαστάσεις και συχνότητες. Η ψυχή και το πνεύμα, μεταλλάχτηκαν σταδιακά συν το χρόνω, σκλήρυναν, και έτσι, οι άνθρωποι έχασαν την «φυσική» επαφή με τον ενσυνείδητο θείο σύμπαν.

Οι παγκόσμιοι αρχετυπικοί μύθοι, είναι θραύσματα/απομεινάρια, της συλλογικής αυτής μνήμης, από εκείνη την εποχή. Συν το χρόνω όμως αυτό άλλαξε, οι άνθρωποι «μονώθηκαν τρόπο τινά από την φύση», η «συνέργεια’ μαζί της σταδιακά όλο και μειωνόταν, παρόλα αυτά τα απίστευτα τεχνολογικά τους επιτεύγματα, στέκουν ακόμη μάρτυρες αυτής της σύμπραξης τους με την φύση, και τις φυσικές δυνάμεις.

Η άμεση επίγνωση του πνευματικού κόσμου, γινόταν πλέον από λίγους οι οποίοι είχαν ακόμη μία ασαφή, αλλά ικανή συνείδηση αυτού του κόσμου. Αυτοί ήταν οι ιεροφάντες, οι οποίοι ανέλαβαν να αναπτύξουν στους υποψήφιους μυημένους την εσωτερική φύση της ψυχής και του πνεύματος μέσω ορισμένων αγνώστων σε εμάς μεθόδων, ώστε να έχουν μία αμυδρή εικόνα του υπερβατικού αυτού κόσμου. Για αυτό τον λόγο όποιος «μυήται», δεν έχει παρά ένα όργανο να τελειοποιήσει τον ίδιο του εαυτό. Για αυτό τον λόγο και υπάρχουν μαρτυρίες πως κατά την μύηση τους στα Ελευσίνια οι υποψήφιοι, περισσότερο «πάθαιναν’ (βίωναν), παρά «μάθαιναν», κατά τις τελετουργίες, και τα δρώμενα..




Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Η Αθηνά, ο Ποσειδώνας, και η πόλη των Αθηνών

«Η αιωνιότητα που αφορά τα ανθρώπινα, δεν είναι τόπος ή χρόνος, αλλά... τρόπος»!


Αφορμής δοθείσης του επιχρωματισμού της σύνθεσης της Αθηνάς και του Ποσειδώνα, από τον φίλο μου Αίαντα Aias Zigogiannis. Στην πόλη της θεάς Αθηνάς, την Αθήνα, δεν υπάρχει σήμερα πουθενά ένα σιντριβάνι ή μία σύνθεση αγαλμάτων που να θυμίζει στους κατοίκους, αλλά και στους τουρίστες, την μυθιστορία της πόλης. Εξοβελίσαμε την Αθηνά και την Γλαύκα της τόσο από την πόλη, όσο και τα βιβλία μας, πλην των Βαυαρών (στην νεοσύστατη τότε πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους), και του Βάσου Φαληρέα (πεδίον του Άρεως ) οι οποίοι κατασκεύασαν τα μόνα σύγχρονα αγάλματα της Αθηνάς στην Αθήνα που υπάρχουν έως και σήμερα …!

Κατά την αρχαιότητα η πόλη που σήμερα ονομάζεται Αθήνα, ονομαζόταν τότε Κεκροπία. Στην Κεκροπία βασίλευε ο Κέκροπας, ο οποίος από τη μέση και πάνω ήταν άνθρωπος, και από τη μέση και κάτω φίδι (χθόνιο σύμβολο, αλλά και δηλωτικό αυτοχθονίας των κατοίκων).

Τις ομορφιές της πόλης, ζήλεψαν δυο Θεοί του Ολύμπου. Η Αθηνά και ο Ποσειδώνας, για αυτό και ο καθένας εξ αυτών, ήθελε αυτή η φημισμένη πόλη, να αποκτήσει το όνομα του. Κανένας από τους δύο δεν υποχωρούσε, για αυτό και ο Δίας εκνευρισμένος από τους καυγάδες τους, τους έστειλε στον Κέκροπα ώστε να βρει αυτός τη λύση. Ο Κέκροπας, που ήταν δίκαιος και συνετός, είπε:

«Δώρα στην πόλη μας οι θεοί ας χαρίσουν και οι ντόπιοι άρχοντες ας αποφασίσουν ποιο απ’ τα δώρα την πόλη μας θα ωφελήσει κι όποιος το πρόσφερε τη νίκη θα κερδίσει».

Οι δύο θεοί κατέβηκαν από τον Όλυμπο και ανέβηκαν με μεγαλοπρέπεια πάνω στο βράχο της Ακρόπολης. Από κάτω οι κάτοικοι της Κεκροπίας, αλλά και οι υπόλοιποι Θεοί από τον Όλυμπο, περίμεναν με ανυπομονησία να αντικρίσουν τα θεϊκά δώρα. Ο Ποσειδώνας χτύπησε το βράχο της Ακροπόλεως με τη τρίαινά του, και αμέσως αναπήδησε από εκεί ένα άσπρο, περήφανο, πολεμικό άλογο. Ξαναχτυπάει και δεύτερη φορά και από το γκρίζο πέτρωμα του βράχου άρχισε να αναβλύζει πεντακάθαρο γάργαρο νερό.

- Αυτά είναι τα δώρα μου, είπε ο Ποσειδώνας. Νερό για την πόλη, και γερά άλογα να πολεμάτε τους εχθρούς σας...

Όταν όμως δοκίμασαν το νερό οι άρχοντες διαπίστωσαν πως ήταν αλμυρό, γιατί ήταν θαλασσινό. Η Αθηνά πλησίασε ήρεμη, περήφανη και πάνοπλη και κάρφωσε το κοντάρι της στο βράχο της Ακρόπολης. Αμέσως φύτρωσε ένα χαμηλό δέντρο με ασημοπράσινα φύλλα, και μικρούς μαύρους καρπούς.

- Αυτό είναι το δώρο μου, είπε. Όταν πεινάτε θα τρώτε αυτόν τον καρπό, αλλά και θα τον λιώνεται, ώστε να ’χετε λάδι στο φαγητό σας. Το χειμώνα θα μπορείτε να κόβετε τα κλαδιά του, ώστε να ζεσταίνεστε στη φωτιά!

Ο Κέκροπας και οι άλλοι τοπικοί άρχοντες έκριναν πως το δώρο της Αθηνάς ήταν πιο χρήσιμο, και της χάρισαν τη νίκη. Άλλαξαν μάλιστα το όνομα της πόλης τους, και από Κεκροπία την ονόμασαν Αθήνα.

Η θεά έγινε από τότε προστάτης της πόλεως, και την έκανε γνωστή σε όλο τον κόσμο για τη φιλοσοφία, τις τέχνες και τον πολιτισμό της. Αργότερα με τα κλαδιά της ελιάς έφτιαχναν στεφάνι για τους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων, και το κλαδί της ελιάς στο ράμφος ενός περιστεριού έγινε σύμβολο της ειρήνης...!





Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Η αγάπη στην Αρχαία Ελληνική σκέψη







- «Να ανταποδίδης την Αγάπη με Αγάπη.»
Ησίοδος 

  - «Να διαφυλάττεις την Αγάπη».
Δελφικό παράγγελμα

 -  «Ο ανώτερος άνθρωπος, περισσότερο από κάθε τι, αφιερώνεται στη Σοφία και την Αγάπη. Το πρώτο είναι θνητό αγαθό ενώ το δεύτερο είναι αθάνατο...[..].. Από όλα τα δώρα που η θεία πρόνοια μας χαρίζει για να κάνει τη ζωή μας πλήρη και χαρούμενη, η Αγάπη / φιλία είναι το ομορφότερο….[…]…Η Αγάπη προς τον άνθρωπο μας προστάζει να βοηθάμε τους ξένους.»
Επίκουρος

 - «Αφετηρία των αρετών είναι η ευσέβεια, και κορυφαίο όριό τους η Αγάπη.»
Πυθαγόρας ο Σάμιος

 - «Η Αγάπη προς τους ανθρώπους είναι καθήκον, αφού είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου θεού...[...]..Να αγαπάτε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τη φυλή η την θρησκεία στην οποία ανήκουν.»
Επίκτητος

 - «Φιλότητα αντί διαφοράς εθέλειν.» Να θέλετε Αγάπη αντί της έχθρας.»
 Ανδοκίδης

 - «Αγαπάσθαι και οικείν ευδαιμόνως.» Να αγαπιέσθε και να κατοικείτε με ευδαιμονία (μεταξύ σας).
 Πλάτων (Πολιτεία)

 - «Η ψυχή κλείνει μέσα της δύναμη Αγάπης καθώς επλάστηκε για να αισθάνεται, να σκέπτεται και να θυμάται, έτσι επλάστηκε και για ν’αγαπά....[...]...να αγαπάς τους ανθρώπους και να τους συμπεριφέρεσαι με δικαιοσύνη, όσους τυχαίνει να έχεις σχέσεις.»    Πλούταρχος (Σόλων,7,3,1-4Ηθ, 88c)

 - «Να αγαπάτε αλλήλους» (ο ένας τον άλλον).
Πλάτων (Νομ. 738 D/ , Ξενοφών Κυρ. Αναβ.4.5,34).

 - «Γεννήθηκα για ν’ αγαπώ, όχι για να μισώ..»
Σοφοκλής (Αντιγόνη)

 - «Τίποτε δεν είναι σπουδαιότερο ούτε ίσο με την Αγάπη».
 Μένανδρος

 - «Να θέλετε Αγάπη αντί της έχθρας». 
Ανδοκίδης,

 - «Γεννήθηκα για ν’ αγαπώ, όχι για να μισώ».
Σοφοκλής (Αντιγόνη)

 - «Τίποτε δεν είναι σπουδαιότερο ούτε ίσο με την Αγάπη».
Μένανδρος

 - «Είναι καλό να θεωρούμε όλη τη γη πατρίδα μας και όλους τους ανθρώπους αδερφούς μας και φίλους μας, γιατί είναι όλοι παιδιά του θεού».
Απολλώνιος Τυανεύς

 - «Η Αγάπη…έγκειται περισσότερο στο να αγαπούμε παρά στο να μας αγαπούν. Απόδειξη, το γεγονός ότι οι μητέρες ευχαριστώνται να αγαπούν (τα παιδιά τους)…και δεν ζητούν ανταπόδοση της αγάπης (από τα παιδιά τους)».
Αριστοτέλης

 - «Από όλο το βάρος και τον πόνο της ζωής, μια λέξη μας ελευθερώνει: Αγάπη.»
Σοφοκλής

 - «Να είσαι διαλλακτικός ακόμα κι όταν αδικείσαι».
Σόλων


 Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Η Ειρεσιώνη, το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο, και τα δώρα..


Δεν είναι δύσκολο να ανιχνεύσουμε το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου ιστορικά. Η προέλευσή του ανήκει αναμφίβολα στην  αρχαιότητα, καθώς όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί τιμούσαν πάντοτε τα δέντρα.

Ως πράσινα φυτά και σύμβολα της αθάνατης βλάστησης, ήταν ιερά για τους θεούς της φύσης όπως τον Πάνα, τον Διόνυσο, τις νύμφες κ.λ.π. Σύμφωνα με την αρχαία Ελληνική παράδοση, το πεύκο γεννήθηκε από το σώμα της νύμφης που λεγόταν Πίτυς, που ήταν η αγαπημένη των θεών Πάνα και Βορέα.

Η Ειρεσιώνη (από το είρος = έριον, μαλλίον) είναι κλάδος αγριελιάς (κότινος) στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π., εκτός του μήλου και του αχλαδιού). Ήταν έκφραση ευχαριστίας για την γονιμότητα του λήξαντος έτους, και παράκληση συνεχίσεως της γονιμότητας και ευφορίας και κατά το επόμενο έτος Ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).

Την εβδόμη ημέρα του μηνός Πυανεψιώνος (22 Σεπτεμβρίου - 20 Οκτωβρίου), τα παιδιά, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας τις καλένδες (κάλαντα) από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημα τους , ενώ όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους. Τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνος.

Οι αρχαίοι βόρειοι λαοί της Ευρώπης τιμούσαν το πεύκο και το έλατο γενικά, και τα χρησιμοποιούσαν στις ποικίλες γιορτές τους. Είναι γνωστό ότι οι παγανιστές ιερείς της αρχαίας Γερμανίας, όταν εόρταζαν το πρώτο στάδιο της στροφής του ήλιου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, κρατούσαν στα χέρια τους στολισμένα κλαδιά πεύκων. Κατά τις χειμερινές γιορτές προς τιμή των μεγάλων θεαινών της Φύσης, τα έλατα μεταφέρονταν στους ναούς. Αυτές οι συνήθειες της φωταγώγησης του χριστουγεννιάτικου δέντρου, πιθανότατα, είναι ο απόηχος του παγανιστικού εθίμου που θεωρεί το πεύκο ένα σύμβολο της ηλιακής εορτής, τον πρόδρομο της γέννησης του Ήλιου.

Το έθιμο της Ειρεσιώνης απαγορεύτηκε ως ειδωλολατρικό κατά το Βυζάντιο. Αιώνες αργότερα το ίδιο έθιμο επανήλθε με την μορφή Χριστουγεννιάτικου και Πρωτοχρονιάτικου δένδρου από τους Βαυαρούς που συνόδεψαν τον Όθωνα στην Ελλάδα, ως δικό τους Χριστουγεννιάτικο έθιμο.

Χρόνια Πολλά, Καλές εορτές !



Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Η «επιστροφή στη θρησκεία»

    


«Ο αχώρητος παντί πως εχωρήθη εν γαστρί»; Ο ψαλμωδός των Χριστουγέννων διερωτάται για τη Γέννηση του Χριστού προκαλώντας έτσι πολλούς προβληματισμούς για την ικανότητα του ανθρώπινου Λόγου να συλλάβει – κατανοήσει το «άρρητο». Κοντά στον ύμνο του ψαλμωδού και τα ερωτήματα – «απορία» που τίθενται βρίσκονται και τα γνωστά «ο Λόγος σαρξ εγένετο» και «άσαρκος γαρ ων, ενσαρκώθη εκών» που θέτουν σε δοκιμασία την ανθρώπινη λογική και την επιστημονική σκέψη. Βέβαια πολλοί αντιτείνουν πως τα θρησκευτικά θέσφατα – δόγματα γίνονται αποδεκτά ως αξιώματα και καλό θα είναι να έχουμε ως εργαλείο της σκέψης μας το «credo quia absurdurm» (το πιστεύω επειδή είναι παράλογο).

            Ο Διαφωτισμός προσπάθησε να υπερβεί τις παραπάνω αντιφάσεις και στη θέση του «παράλογου» τοποθέτησε τον Ορθό Λόγο που συνιστά το βασικό γνώρισμα της επιστημονικής σκέψης. Πνευματικοί απόγονοι των προσωκρατικών φιλοσόφων και των Σοφιστών οι Γάλλοι στοχαστές, όπως ο Diderot, ο La Metrie, ο Helvetius, ο Holbach και άλλοι προσπάθησαν να αμφισβητήσουν τα θρησκευτικά δόγματα και να αποδομήσουν την ηγεμονία της θρησκείας στον καθορισμό της συμπεριφοράς των ανθρώπων. Ο ορθός λόγος έτεινε την αντικατάσταση του Θεού ως εργαλείου σκέψης και ερμηνείας της πραγματικότητας. Από τον ορθολογισμό προέκυψαν οι διάφορες ιδεολογίες (που γρήγορα μετασχηματίστηκαν σε νέες θρησκείες), οι επιστήμες και η τεχνολογική επανάσταση. Παρατηρείται μια θεοποίηση του Εγώ και μια ανάδειξη της επιστήμης σε ανώτερη αξία, γιατί με τη βοήθειά της ο άνθρωπος απέκτησε μεγάλη δύναμη.

            Φιλόσοφοι και επιστήμονες προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το  φαινόμενο της θρησκείας κάτω από τα νέα ευρήματα της επιστημονικής γνώσης. Για πολλούς το θρησκευτικό συναίσθημα λειτουργεί ως εργαλείο δόμησης της προσωπικής αλλά και της συλλογικής ταυτότητας. Κι αυτό το είδος ταυτότητας συνδέεται άρρηκτα με την ανάγκη για ασφάλεια και προσωπική αξία και επιβεβαίωση. Το θρησκευτικό συναίσθημα, λοιπόν, έχει καθαρά ένα ψυχολογικό υπόβαθρο και αποτυπώνει με ενάργεια την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου για τη δόμηση ή απώλεια της ταυτότητάς του.

            Χρονολογικά πρώτος ο Μαρξ αποπειράθηκε να θεμελιώσει τις θεωρίες του για τη θρησκεία και το ρόλο της στην πνευματική και κοινωνική διαδρομή του ανθρώπου και των κοινωνιών. Στο έργο του «εισαγωγή στην κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ» διακήρυξε το περίφημο «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Ειδικότερα, στο συγκεκριμένο έργο τόνιζε «….Η βάση της αντιθρησκευτικής αγωγής είναι: ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο. Βέβαια η θρησκεία είναι η αυτοσυνείδηση και η αυτοσυναίσθηση του ανθρώπου που ακόμη δεν έχει βρει τον εαυτό του…. Η θρησκευτική αθλιότητα είναι ταυτόχρονα η έκφραση της πραγματικής αθλιότητας…. Η θρησκεία είναι στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού».   

            Η παραπάνω θέση του Μαρξ υποδηλώνει το ρόλο της θρησκείας στον αποπροσανατολισμό του ανθρώπου και στη νάρκωση του πνεύματός του. Με άλλα λόγια, η θρησκεία επιτάσσοντας την πίστη εθίζει το άτομο σε ανορθολογικές εμπειρίες της πραγματικότητας. Επιπρόσθετα, η θρησκεία, σύμφωνα πάντα με τη θέση του Μαρξ – προϊόν της ανασφάλειας του ανθρώπου, λειτουργεί ως θεραπευτική ουσία σε εκείνους που βιώνουν κατά δραματικό τρόπο τη σύγχυση, την αβεβαιότητα, τη ρευστότητα. Η θρησκεία, δηλαδή, στομώνει την κρίση, αδυνατίζει τη σκέψη και γενικότερα διαβρώνει κάθε μηχανισμό ορθολογισμού.

            Παραπλήσιες απόψεις για τη θεωρία εκφράστηκαν κι από τους αναρχικούς κι ιδιαίτερα από το Μπακούνιν «Δεν ισχυριζόμαστε ότι αρνούμαστε στην ιστορική αναγκαιότητα της θρησκείας, ούτε βεβαιώνουμε ότι υπήρξε ένα απόλυτο κακό στην ιστορία… Η θρησκεία είναι η πρώτη αφύπνιση της ανθρώπινης λογικής κάτω από τη μορφή του θεϊκού παραλογισμού. Είναι η πρώτη λάμψη της ανθρώπινης αλήθειας μέσα από το θεϊκό πέπλο της απάτης…. Με τη θρησκεία, το ανθρώπινο θηρίο καθώς βγαίνει από την κτηνωδία, κάνει το πρώτο βήμα προς τον ανθρωπισμό…. Κάθε θρησκεία καταδικάζει σε παραλογισμό».

            Ο Μαρξισμός και οι ιδεολογικές του παραφυάδες ερμήνευσαν το φαινόμενο της θρησκείας κάτω από την ανάγκη μιας επιστημονικής ερμηνείας της κοινωνικής πραγματικότητας με στόχο την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά του καπιταλιστικού συστήματος. Σε παράλληλη πορεία κινήθηκε και η ψυχανάλυση με προεξάρχοντα το Φρόιντ αλλά με διαφορετικά εφόδια. Η ψυχανάλυση, δηλαδή, προσπάθησε να ερμηνεύσει λογικά την ψυχική ζωή των ανθρώπων με στόχο την απελευθέρωσή του από τα δεσμά του «ασυνειδήτου», από τις ορμές, τις πιέσεις που έρχονται από τα βάθη της ψυχής και δεν ελέγχονται από τη λογική του ανθρώπου.

            Ειδικότερα, ο Φρόιντ επισημαίνει «Ένας μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων επιχειρεί μαζικά να διασφαλίσει την ευτυχία και να αποφύγει τον πόνο με ψευδαισθητική αναδιαμόρφωση της πραγματικότητας. Σαν τέτοια μαζική αυταπάτη πρέπει να χαρακτηρίσουμε τις θρησκείες της ανθρωπότητας. Την αυταπάτη δεν την αναγνωρίζει φυσικά κανένας, εφόσον είναι δέσμιός της» (Πολιτισμός πηγή δυστυχίας). Τις βασικές του θέσεις για την πηγή – αιτία του θρησκευτικού συναισθήματος (μαζική αυταπάτη) συμπλήρωσε το έργο του «Το Μέλλον μιας αυταπάτης» όπου τονίζεται πως τα θρησκευτικά δόγματα είναι νευρωτικά κατάλοιπα προϊόν της πάλης – απεξάρτησης του παιδιού από τον πατέρα – φορέα αυθεντίας και εξουσίας.

            Ειδικότερα, επισημαίνει: «Οι θεοί πρέπει να εξορκίσουν τα φοβερά στοιχεία της φύσης, πρέπει να συμφιλιώσουν τους ανθρώπους με τη σκληρότητα της Μοίρας, ιδιαίτερα όμως εμφανίζεται στο θάνατο…..» κι αλλού γράφει «οι θρησκευτικές ανάγκες φαίνεται αναμφισβήτητα πως πηγάζουν από τη αδυναμία του βρέφους και τη λαχτάρα του πατέρα… Δεν μπορώ  να σκεφθώ οποιαδήποτε ανάγκη στην παιδική ηλικία τόσο δυνατή όσο αυτή για την προστασία του πατέρα». Όλες, λοιπόν, οι επισημάνσεις του Φρόιντ κατατείνουν στην παραδοχή πως η θρησκεία μπορεί να θεωρηθεί ως «παγκόσμια ψυχαναγκαστική νεύρωση».

            Ωστόσο, ο Φρόιντ αναγνώρισε την αναγκαιότητα της θρησκείας και τη δυσκολία υπέρβασής της «είναι ανόητο να θέλουμε με μιας να καταργήσουμε βίαια τη θρησκεία. Κυρίως γιατί είναι απραγματοποίητο. Ο πιστός δεν αφήνει να του πάρουν την πίστη του ούτε με επιχειρήματα ούτε με απαγορεύσεις…. Όποιος για δεκαετίες παίρνει υπνωτικό δεν μπορεί φυσικά να κοιμηθεί αν του αφαιρέσουν το μέσο».

            Τη σκυτάλη της κριτικής – αμφισβήτησης της θρησκείας πήρε ο Νίτσε διακηρύσσοντας με περισσή οίηση πως «Ο θεός απέθανε». Ο Γερμανός φιλόσοφος διέβλεψε στη Γέννηση του Χριστού την εκδίκηση των αδυνάτων κατά των ισχυρών, αποδομώντας έτσι το μυστήριο της Χριστογένεσης.

            Βέβαια στους παραπάνω αρνητές της θρησκείας (Διαφωτιστές, Μαρξ, Φρόιντ, Νίτσε…) μπορούν να προστεθούν κι άλλοι που θεωρούν τη θρησκεία στοιχείο του ανθρώπινου ανορθολογισμού «Όταν ένας άνθρωπος υποφέρει από μια αυταπάτη, αυτό ονομάζεται παράνοια. Όταν πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από μια αυταπάτη, αυτό ονομάζεται θρησκεία» (DAWKINS). Και δεν είναι λίγοι αυτοί που διαχρονικά εκμεταλλεύονται αυτό το πηγαίο κι ανθρώπινο συναίσθημα προς ίδιον όφελος. Σχετικά ο Λατίνος Σενέκας γράφει: «Η θρησκεία είναι για τους κοινούς ανθρώπους αλήθεια˙ για τους σοφούς ψεύδος˙ και για τους ιθύνοντες χρήσιμη».

            Όσο, όμως, κι αν αμφισβητήθηκε η θρησκεία δεν έπαψε να κυριαρχεί και να ασκεί ένα ηγεμονικό ρόλο στον ψυχισμό του ανθρώπου και στην πορεία των κοινωνιών. Οι άνθρωποι φαίνεται πως χρειάζονται μια θρησκεία, για τον ίδιο λόγο που χρειάζονται μια ουτοπία. Για πολλούς πιστούς ο Θεός εξακολουθεί να θεωρείται το «ποιητικό αίτιο της Ιστορίας» ανεξάρτητα από τις επιστημονικές ανακαλύψεις (σωματίδιο του Θεού, βαρυτικά κύματα, θεωρία των πάντων…). Μπορεί για κάποιους η αποδέσμευση από τη θρησκεία να φάνηκε για μια στιγμή ότι θα ήταν απελευθέρωση του ανθρώπου  από την άγνοια και την αυταπάτη – καταπίεση˙ ωστόσο αυτή η απελευθέρωση συμπορεύτηκε, κατά ειρωνικό τρόπο με μορφές ακόμη μεγαλύτερης βαρβαρότητας, αδικίας και απροκάλυπτης βίας. Η ίδια η τεχνολογική πρόοδος στον καλπασμό της διαλύει τρόπους ζωής, ήθη, συνήθειες και σταθερά σημεία αναφοράς χωρίς να προλάβουν στη θέση τους να δημιουργηθούν άλλα. Το κενό αυτό καλύπτει πάντα η θρησκεία.

            Η «επιστροφή στη θρησκεία», λοιπόν, εκφράζει την κρίση νοήματος της σημερινής εποχής, αφού οι κοσμικές παραδοσιακές ιδεολογίες διαψεύστηκαν. Το μέλλον φαντάζει αβέβαιο μέσα από μια παγκόσμια αταξία που γεννά ένα νέο χαοτικό τοπίο. Σε αυτό το τοπίο της γενικευμένης ανασφάλειας και αβεβαιότητας, η θρησκεία επιστρέφει ως μια αναγκαιότητα «καθολικής» αποδοχής. Ο τελικός σκοπός απουσιάζει και γι’ αυτό η θρησκεία χτίζει το νέο βασίλειό της πάνω στα ερείπια του «ορθολογισμού» του διαφωτισμού.

            Μπορεί ο Προμηθέας να διακήρυξε υπερήφανα «Με ένα λόγο είμαι εχθρός των Θεών», ωστόσο τα πλήθη δεν τον ακολούθησαν αλλά αποδέχτηκαν τη θέση του Φρόιντ:


«Όποιος έχει τέχνη κι επιστήμη, έχει και θρησκεία˙ όποιος τις δυο εκείνες δεν τις έχει έχει θρησκεία!»


Του συνεργάτη της Μυσταγωγίας – Μυθαγωγίας, Ηλία Γιαννακόπουλου, Φιλόλογου. E-mail: iliasgia53@gmail.com  
Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος