Κατά τη διάρκεια
της Οθωμανικής κυριαρχίας έως την απελευθέρωση στην αρχιτεκτονική εικόνα της Αθήνας, κυριαρχούσαν κτίρια με τους
φοίνικες ως σήμα κατατεθέν, και ο οθωμανικός
τύπος αστικής κατοικίας κτίρια της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής με τα σαχνισιά
και τα καφασωτά, με τις χουρμαδιές στην αυλή και... αρκετές καμήλες..
Με την ανεξαρτησία
της Ελλάδας το 1834 πρωτεύουσα του
ελληνικού κράτους ανακηρύσσεται η Αθήνα, μια επαρχιακή πόλη με 10.000 περίπου
κατοίκους και κατεστραμμένα κτίρια, η οποία δεν έχασε όμως ποτέ την αίγλη της
στα μάτια των φιλελλήνων της Ευρώπης, που με ιδεαλιστικό ενθουσιασμό θέλησαν να
την αναστήσουν με ένα παρόν αντάξιο του παρελθόντος της. Ανάμεσα σ' αυτούς
είναι και ο Λουδοβίκος ο Α' της Βαυαρίας, του οποίου ο γιος, ο Όθωνας, θα
αναλάβει τη διακυβέρνηση του νέου βασιλείου. Στην αρχιτεκτονική, στην οποία το καθεστώς του
Όθωνα έριξε το μεγαλύτερο βάρος, τα νέα κτίρια, αντλούν τη μορφολογία τους από τις
αρχιτεκτονικές δημιουργίες του Νεοκλασικισμού, που κυριαρχούσε στην Ευρώπη.
Ειδικά
στην Ελλάδα,η αρχαία τέχνη,
με τη νεοκλασική της μορφή που της αποδόθηκε από τους Γερμανούς, δε συνέδεε
μόνο το παρόν με το παρελθόν, έδινε κύρος και αίγλη στο πολιτικό καθεστώς του
νέου ελληνικού κράτους. Τα κλασικά πρότυπα εξαλου βρίσκονται παντού ως αρχάία
ερείπια, λίγα μόνο βήματα μακριά από το χώρο όπου χτίζονται τα νέα κτίρια..
Οι περιγραφές
όμως είναι πράγματι αποκαρδιωτικές όταν μιλούν για την Αθήνα μετά τις
περιπέτειες του απελευθερωτικού πολέμου• αναφωνεί τον Αύγουστο του 1832 ο
Λουδοβίκος Ρος: «Αυτό δεν είναι αι ιοστεφείς και περίφημοι Αθήναι. Αυτό είναι
μονάχα ένας θεόρατος σωρός ερείπια, μια άμορφη [...] γκριζωπή μάζα στάχτης και
σκόνης, απ’ όπου ξεπροβάλλουν μια δωδεκάδα φοίνικες και κυπαρίσσια, τα μόνα που
αντιστέκονται στην καθολική ερήμωση». Την ίδια περίπου εποχή (1832-1833)
επισκέπτεται την Αθήνα και ο αποσπασμένος στο εκστρατευτικό σώμα του Στρατηγού Maison, J.L. Lacour: «Η καρδιά σφίγγεται φτάνοντας στην
Αθήνα. Νέα ερείπια καλύπτουν τα αρχαία, τα καταχωνιασμένα μέσα στη γη. [...]
Στενά, σκοτεινά, λασπώδη, ακανόνιστα δρομάκια.
Βρώμικα, καπνισμένα και δυσώδη μαγαζιά, με πραμάτειες που θα τις περιφρονούσαν ως και οι πλανόδιοι πωλητές στα χωριάτικα πανηγύρια μας, κι όλα αυτά περικυκλωμένα από ένα χονδροειδές τοιχίο, να τι έχει αντικαταστήσει το Ωδείο του Περικλέους, το Ελευσίνιο, το Λύκειο, τους Κήπους και τον Ναό της Αφροδίτης, τις Πύλες του Ερμού, [...] και τα λοιπά μνημεία, των οποίων μόνον τα ονόματα έχουν απομείνει». Ο εκ των Αντιβασιλέων Georg Maurer, που έφθασε στην Αθήνα το 1833 κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Όθωνα, σημειώνει: «Η Αθήνα που πριν απ’ τον Απελευθερωτικό Πόλεμο αριθμούσε 3.000 περίπου σπίτια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μεταβληθεί σ’ έναν άμορφο σωρό από πέτρες». Ενώ ο Thomas Abbet-Grasset παρατηρεί τον Οκτώβριο του 1834: «Δεν υπάρχουσιν όμως πλέον Αθήναι. Εις τον τόπον της ωραίας δημοκρατίας απλούται σήμερον πενιχρά πολίχνη, μαύρη εκ των καπνών, σιωπηλή ως φύλαξ των νεκρών μνημείων, με στενούς και ασύμμετρους δρομίσκους»
Τον Νοέμβριο του
1831 οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaubert, μαθητές του
σημαντικότερου ίσως Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel, εγκαθίστανται
στην Αθήνα, όπου βάζουν μπρος το έργο της συστηματικής τοπογράφησης της πόλης
και στη συνέχεια συντάσσουν την πολεοδομική τους πρόταση, εν όψει της πιθανής
εγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας του νεοπαγούς κράτους. Πράγματι, τον Μάιο του
1832, η μετακαποδιστριακή Προσωρινή Κυβέρνηση τους αναθέτει την εκπόνηση του
Νέου Σχεδίου της Πόλεως των Αθηνών, ανεξαρτήτως του εάν θα γίνει ή όχι
πρωτεύουσα. Το σχέδιο συντάσσεται και υποβάλλεται τον Δεκέμβριο του 1832 και
στις 29 Ιουνίου 1833 εγκρίνεται από την Αντιβασιλεία, που είχε εν τω μεταξύ
αναλάβει τα ηνία του Κράτους, και επικυρώνεται με Βασιλικό Διάταγμα στις 6
Ιουλίου του ιδίου έτους.
Πριν από την
απελευθέρωση και την πολεοδομική συγκρότηση της Αθήνας, οι περισσότεροι από
τους δρόμους της πόλης δεν έφεραν βεβαίως ιδιαίτερα ονόματα, όπως τουλάχιστον
τα εννοούμε σήμερα. Τα κτίρια προσδιορίζονταν με βάση το όνομα του ιδιοκτήτη ή
του κατοίκου και την ενορία εντός των ορίων της οποίας βρίσκονταν. Τα πρώτα
ονόματα των οδών δόθηκαν από τους Κλεάνθη και Schaubert, όταν διαμόρφωναν την πολεοδομική τους πρόταση
για την Αθήνα, το έτος 1832. Όπως ήταν επόμενο, τα αρχαιοελληνικής έμπνευσης
ονόματα κυριάρχησαν εξ ολοκλήρου στις επιλογές τους, με μοναδικές ίσως
εξαιρέσεις τα Βουλεβάρια και τις πλατείες Ανακτορίων, Βόρσας και Θεάτρου.
Σύνθεση, κύρια πηγή από εδώ
Eπιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια
δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου