Το έβδομο
βιβλίο της πλατωνικής Πολιτείας ξεκινά με μια εικόνα που, σύμφωνα με τα
λεγόμενα του Σωκράτη, αναπαριστά την ανθρώπινη φύση σχετικά με την παιδεία και
την απαιδευσία.
Πρόκειται για το μύθο του σπηλαίου, αφήγηση την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως "περιπέτεια ψυχής", καθώς δραματοποιεί αυτό που ο Freud ορίζει ως παλινδρόμηση κατά την ψυχαναλυτική διαδικασία.
Πρόκειται για το μύθο του σπηλαίου, αφήγηση την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως "περιπέτεια ψυχής", καθώς δραματοποιεί αυτό που ο Freud ορίζει ως παλινδρόμηση κατά την ψυχαναλυτική διαδικασία.
Διαβάζοντάς τον, γινόμαστε θεατές μιας επώδυνης πορείας, που με την αποπεράτωσή
της μας οδηγεί ενώπιον μιας αποκάλυψης.
Αποκάλυψη που επιβεβαιώνει την πεποίθηση του πατέρα της ψυχανάλυσης ότι :
" ο ποιητής και ο φιλόσοφος ήταν πάντοτε πρόδρομοι της επιστήμης και της επιστημονικής ψυχολογίας, γιατί στρέφουν την προσοχή τους στο ασυνείδητο, παρακολουθούν άγρυπνα τις εξελίξεις του και προσφέρουν σ΄αυτές καλλιτεχνική έκφραση".
Αποκάλυψη που επιβεβαιώνει την πεποίθηση του πατέρα της ψυχανάλυσης ότι :
" ο ποιητής και ο φιλόσοφος ήταν πάντοτε πρόδρομοι της επιστήμης και της επιστημονικής ψυχολογίας, γιατί στρέφουν την προσοχή τους στο ασυνείδητο, παρακολουθούν άγρυπνα τις εξελίξεις του και προσφέρουν σ΄αυτές καλλιτεχνική έκφραση".
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν τον μύθο:
Σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, που έχει την είσοδό της ανοιγμένη στο φως, ζουν από παιδιά άνθρωποι αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο.
Πίσω τους, ψηλά και σε απόσταση, υπάρχει φωτιά αναμμένη και στο ενδιάμεσο ένας δρόμος, κατά μήκος του οποίου βρίσκεται ένας μικρός τοίχος, όπως τα παραπετάσματα των θαυματοποιών. Πίσω απ΄ τον τοίχο περνούν άνθρωποι μεταφέροντας πάνω από το ύψος του κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και ομοιώματα ανθρώπων και ζώων. Οι σκιές τους προβάλλονται χάρη στο φως της φωτιάς στο βάθος του σπηλαίου, το μοναδικό οπτικό πεδίο των δεσμωτών. Ανήμποροι να κινηθούν και περιοριζόμενοι στη φυσική τους όραση οι έγκλειστοι νομίζουν πως οι σκιές είναι τα ίδια τα αντικείμενα και ο αντίλλαλος από τις ομιλίες εκείνων που κινούνται πίσω από το τοιχίο, η φωνή των σκιών.
Ο κόσμος του σπηλαίου και όσα διαδραματίζονται εντός του είναι τόσο δεδομένος, ώστε να μη γεννά την παραμικρή αμφιβολία για το αν είναι αληθινός.
Καθηλωμένοι στην ίδια θέση οι έγκλειστοι βλέπουν μόνο σκιές και, ελλείψει άλλων ερεθισμάτων, θεωρούν αυτονόητη την αυθεντικότητά τους. Τα δεσμά τούς στερούν κάθε δυνατότητα κίνησης, αυτενέργειας και διεύρυνσης του οπτικού τους πεδίου. Προσωπική δράση δεν υφίσταται. Υπάρχει μόνον όρασης αλλά και αυτή δεν είναι άλλο από παθητική παρατήρηση των συμβάντων, αναντίρρητη αποδοχή των δεδομένων των αισθήσεων, άγνοια, πλάνη.
Στον κόσμο του σπηλαίου επικρατεί απόλυτη ομοιομορφία. Κανένας δεσμώτης δεν ξεχωρίζει από τους άλλους, γιατί κανένας δεν έχει συναίσθηση της μοναδικότητας του. Η αυτογνωσία και η ετερογνωσία απουσιάζουν, καθώς δε βλέπουν τίποτε άλλο εκτός από τις σκιές του εαυτού τους και των συνανθρώπων τους.
Κάποια στιγμή όμως, ένας από αυτούς κατορθώνει να ελευθερωθεί και να ανέβει στον κόσμο του φωτός. Σηκώνεται, στρέφει το λαιμό του, περπατά, κοιτάζει προς το μέρος της φωτιάς και εν συνεχεία προς τα αντικείμενα που περιδιαβαίνουν το παρατείχισμα. Το πέρασμα από τη σκιά στο αισθητό είναι το πρώτο βήμα, η αρχή μιας επίπονης και κοπιώδους πορείας προς τη γνώση και την αλήθεια.
Ο δεσμώτης έρχεται πιο κοντά στο ον και σε αντικείμενα περισσότερο πραγματικά. Πλάι του βρίσκεται κάποιος που διακριτικά τον καθοδηγεί, συζητώντας και ρωτώντας τον σχετικά μ΄ αυτά που πρωτοαντικρίζει.
Ο δεσμώτης τότε περιέρχεται στην κατάσταση του απορείν, βρίσκεται σε αμηχανία και αδυνατεί να δώσει μιαν απάντηση, όταν αυτός που είναι δίπλα του τον ρωτά τι βλέπει. απορείν δεν εκφράζει μόνον την πνευματική του σύγχυση, αλλά και τη συνειδητοποίηση της αγνοίας του. Η ύπαρξη των ομοιωμάτων θέτει εκ των πραγμάτων ζήτημα σύγκρισης με τις σκιές τους, αναφορικά με το βαθμό αυθεντικότητας. Ο δεσμώτης καλείται ν΄ αποφασίσει ποιο από τα δύο δεδομένα είναι αληθέστερον.
Η πορεία προς τον κόσμο του φωτός σηματοδοτείται από ένα πλήθος δυσχερειών και από οδύνη.
Κοιτάζοντας προς το μέρος της φωτιάς ο πλατωνικός ήρωας αλγοι και αδυνατεί να διακρίνει εκείνα ων τότε τάς σκιάς εώρα. Στρέφοντας το βλέμμα του λίγο αργότερα προς την έξοδο του σπηλαίου υποφέρει κι ο πόνος του μεγιστοποιείται όσο περισσότερο πλησιάζει στον κόσμο των νοητών.
Αυτομάτως ο δεσμώτης αντιδρά, αμύνεται, επιμένει να θεωρεί τις σκιές αληθέστερες των ομοιωμάτων και προσπαθεί να επιστρέψει στην αρχική του κατάσταση. Αυτό που προκαλεί την αντίστασή του, είναι παραδόξως αυτό που τον παρακινεί να εξέλθει από το σπήλαιο είναι το απορείν, που το τοποθετεί στο μεταίχμιο, ανάμεσα στο παρόν του κόσμου των σκιών και στο άδηλο μέλλον ενός καινούργιου κόσμου. Ο δεσμώτης δε θέλει να διακινδυνεύσει την ασφάλεια της ψευδαίσθησης για μιαν αλήθεια που δεν του εγγυάται εξαρχής κάτι καλύτερο. Η απάρνηση της ζωής του σπηλαίου και το ξεκίνημα μιας καινούργιας πορείας, η οποία, ώσπου να περατωθεί, τον αφήνει μετέωρο στο άγνωστο, συνεπάγεται αναμφίβολα οδύνη, ένα μεγάλο ψυχικό κόστος που δικαιολογημένα θα προσπαθήσει να αποφύγει.
Η αντίσταση θα καμφθεί σταδιακά, όταν αρχίσει να συνηθίζει την καινούργια κατάσταση, να εξοικειώνεται με τις νέες συνθήκες. Σταδιακά λοιπόν, ανεβαίνοντας στον κόσμο του φωτός, θα μπορέσει να διακρίνει τις σκιές των νοητών και τα είδωλα τους στις υδάτινες επιφάνειες, έπειτα αυτά τα ίδια και τέλος, τον ήλιο , την υπέρτατη ιδέα του αγαθού επίτροπο του ορατού κόσμου και αιτία ύπαρξης των πάντων.
Κάθε βήμα του δεσμώτη μεταβάλλει την ποιότητα της όρασής του. Η φυσική όρασις, η συνυφασμένη με την κατ΄αίσθησιν αντίληψιν, μετατρέπεται από παθητική παρατήρηση των σκιών σε ενεργητική κίνηση του βλέμματος, σε αμφιβολία τη στιγμή που αντικρίζει τη φωτιά και τα ομοιώματα των αντικειμένων. Κατόπιν, στο πρώτο στάδιο του νοητού, ισοδυναμεί με την διά του προσωπικού συλλογισμού απόπειρα σύλληψης των όντων ενώ στο τέλος της πορείας, λαμβάνει την έννοια της ενορατικής αποκαλύψεως: ο δεσμώτης θεάται το Αγαθόν, το βλέπει με τα μάτια της ψυχής του, το βιώνει.
Ποιος είναι όμως αυτός που τον ελευθερώνει και τι χαρακτήρα έχει η καθοδήγηση του;
Η παιδεία, μας λέει ο Πλάτων, επαναφέρει το ευγενέστερο μέρος της ψυχής προς την θέα του αρίστου ανάμεσα στα όντα, τη βοηθά να στραφεί από το γιγνόμενον προς το όν, φτάνοντας στην κορυφή του. Η πλατωνική παιδεία είναι η διαλεκτική, η δια του λόγου τέχνη, η οποία αποδεσμεύει το άτομο από την αυταπάτη και την πλάνη των σκιών.
Λόγος, αντίλογος, επικοινωνία με τον άλλον, τον ειδότα. Αυτός λοιπόν που ελευθερώνει το δεσμώτη είναι ο δάσκαλος – φιλόσοφος, ο οποίος με τη μέθοδο των ερωταποκρίσεων στέφει το όμμα της ψυχής του προς το νοητόν. Χωρίς να παρέχει μια προκατασκευασμένη γνώση, ο ειδώς βρίσκεται δίπλα του, τον βοηθά να κατανικήσει την εσωτερική του αντίσταση και να αποτολμήσει την ανάβαση εκείνη, η οποία θα του αποκαλύψει το ενυπάρχον, αλλά λησμονημένο όραμα των ιδεών.
Κοπιώδης και επίπονη η ανάβαση, στο τέρμα της αποζημιώνει το δεσμώτη για την όλη την οδύνη που υπέστη. Αντικρίζοντας το Αγαθόν κατανοεί – συνειδητοποιεί την ουσία της ύπαρξής του και του γίγνεσθαι.
Η θέασις – αποκά λυψη της υπέρτατης ιδέας του νοητού έχει ως αποτέλεσμα τη
ριζική αναμόρφωση της ζωής του, την αναθεώρηση της μέχρι πρό τινος
αυτοαντίληψης και ετεροαντίληψής του.
Στο εξής, ο απελεύθερος δεσμώτης καθίσταται ικανός να ενεργεί με βάση τα δικά του καθοδηγητικά πρότυπα, να είναι υπεύθυνος για τις αποφάσεις του, μπορεί να αντιστέκεται σε οποιαδήποτε εξωτερική επιβολή.
Στο εξής, ο απελεύθερος δεσμώτης καθίσταται ικανός να ενεργεί με βάση τα δικά του καθοδηγητικά πρότυπα, να είναι υπεύθυνος για τις αποφάσεις του, μπορεί να αντιστέκεται σε οποιαδήποτε εξωτερική επιβολή.
Είναι σε θέση να αναγνωρίζει τη μη αυθεντικότητα των σκιών και – επιστρέφοντας στο σπήλαιο – να πολεμά τις δοξασίες και τα είδωλα.
Η ανάβαση στον κόσμο του φωτός συνιστά μια πορεία, η οποία ξεκινώντας από μια αρνητική γνώση, από τη γνώση "του τι δεν είναι", απολήγει στην αυτογνωσία και την κοσμογνωσία.
Ο κόσμος του σπηλαίου απεικονίζει την εμμονή της ψυχής στο αισθητόν, την υπερεκτίμησή του, την παντελή κυριαρχία των αισθήσεων και του επιθυμητικού τμήματός της επί του λογιστικού. Η προσκόλληση στο γίγνεσθαι επιφέρει ψυχική σύγχυση, νόσον ενώ η θέασις των όντων εσωτερική ισορροπία , την εναρμόνηση των τριών τμημάτων της ψυχής και την ενδυνάμωση του λογιστικού μέρους της, το οποίο στο εξής επιλέγει τι πιο συμφέρουσες για το άτομο επιθυμίες.
Για τον Πλάτωνα, το αίτημα της αυτογνωσίας είναι πρωταρχικό.
Ακόμη κι αν δε βρεθεί ποτέ ο φιλόσοφος – βασιλεύς που θα διοικήσει την ιδανική πολιτεία, κάθε άνθρωπος χωριστά θα επιδιώξει τουλάχιστον να ρυθμίσει το πολίτευμα της ψυχής του.
Φως – σκοτάδι, αληθές – ψευδές, γνώση – άγνοια, είναι τα βασικά μοτίβα πάνω στα οποία οικοδομείται το πλατωνικό σπήλαιο.
Χώρος σκοτεινός, το σπήλαιο είναι τάφος, φυλακή της αλήθειας στα δεσμά του αισθητού, όπως το σώμα είναι σήμα, τάφος της ψυχής που την καθηλώνει στην πλάνη των αισθήσεων. Ο δεσμώτης θα κερδίσει τη ζωή και την ελευθερία του τη στιγμή που θα αποστασιοποιηθεί από το χώρο και το χρόνο του παρόντος, που θα μεταβεί σ’ έναν άλλον κόσμο και θα ανακτήσει τη λησμονημένη γνώση των ιδεών και του Αγαθού.
Υπό το φώς της αλήθειας, το σπήλαιο μετατρέπεται αυτομάτως από χώρο θανάτου σε χώρο ζωής, καθώς ο δεσμώτης επιστρέφει για να ζήσει εντός του, χωρίς να υποκύπτει πλέον στη γοητεία του φαινομένου.
Ο μύθος του σπηλαίου δεν είναι άλλο από την εικονογράφηση ή - αν θέλετε - τη δραματοποίηση της πλατωνικής ανάμνησης και του ρόλου της διαλεκτικής στην εν λόγω διαδικασία. Από τη στιγμή που ο έγκλειστος στρέφει το βλέμμα του προς τα ομοιώματα των αντικειμένων, ξυπνά μέσα του αμυδρά, συγκεχυμένο το όραμα των ιδεών.
Τα αντικείμενα του αισθητού αποτελούν ένα πρώτο, αλλά καθοριστικό βήμα για την προσέγγιση του νοητού. Ατελείς αντανακλάσεις, ελλιπείς απεικονίσεις του, όμοια με το σύμπτωμα που αντιπροσωπεύει το απωθημένο, συνιστούν γέφυρα σύνδεσης του φαίνεσθαι με το είναι και βοηθούν την ψυχή να λειτουργήσει συνειρμικά. Σύνδεση εικόνων, παραστάσεων που διέπονται από αλληλουχία.
Στον κόσμο του φωτός ο δεσμώτης κατορθώνει να διακρίνει αρχικά τις σκιές και τα είδωλα του νοητού εξαιτίας των αναλογιών τους με τα αντικείμενα του γίγνεσθαι. Οι ερωτήσεις του ειδήμονος θα τον βοηθήσουν να αξιολογήσει και να επεξεργαστεί τα δεδομένα των αισθήσεων, να απαγκιστρωθεί τελείως από τα αισθητά και να ατενίσει τα όντως όντα και την υπέρτατη αρχή τους. Ο δεσμώτης δε γνωρίζει, αναγνωρίζει αυτό που κάποτε η ψυχή του συνάντησε πριν αναμειχθεί με το σώμα.
Η έξοδός του από το σπήλαιο είναι έξοδος από ένα παρόν που επαναλαμβάνεται ανακυκλώνεται, εξαντλείται στις σκιές που αντικατοπτρίζονται στον τοίχο του, σε δεδομένα χωρίς προοπτική αλλαγής και εξέλιξης. Έξοδος από μια ζωη στατική, η οποία στερείται μνήμης.
Οι έγκλειστοι, μας λέει ο Πλάτων, βλέπουν μόνο μπροστά (είς τε το πρόσθεν μόνον οράν), που σημαίνει ότι στερούνται της δυνατότητας μιας όρασης σχετικής με το παρελθόν τους. Ο ένας και μοναδικός που τολμά να σπάσει τα δεσμά του, διευρύνει το οπτικό του πεδίο κοιτάζοντας πίσω του και επιχειρώντας βήματα προς τα πίσω, από το βάθος της σπηλιάς προς την έξοδο της, κι ακόμη πιο πέρα, στον κόσμο του φωτός.
Τι μπορεί να συμβολίζει μια τέτοια κίνηση, αν όχι μια παλινδρόμηση σ’ ένα χωροχρόνο ο οποίος προηγείται και προυπάρχει του σπηλαίου;
Η πλατωνική ανάμνηση είναι μια δυναμική πορεία επιστροφής στο παρελθόν, η οποία συντελείται σταδιακά, χάρη στη σύνδεση των δεδομένων του παρόντος με τη λησμονημένη εντός της ψυχής γνώση, ένα ψυχικό – νοητικό ταξίδι στα μονοπάτια της μνήμης.
Το σπήλαιο απεικονίζει, πέρα από τον πολιτικό κοινωνικό μακρόκοσμο, τον προσωπικό κόσμο του κάθε ατόμου, τον τρόπο με τον οποίο καθένας από εμάς αντιλαμβάνεται τον ευαυτό του και την θέση του στα πλαίσια του γίγνεσθαι.
Είναι μ’ άλλα λόγια μια ιδιάζουσα, ιδιότυπη πόλις, όμοια μ’ εκείνη του νευρωτικού, ο οποίος, παραδομένος στο σύμπτωμα και τα παρεπόμενά του, ζει μέσα σε μια άνευ προηγουμένου αυταπάτη και πλάνη.
Το να παραμείνει κανείς στον κόσμο των σκιών είναι ζήτημα προσωπικής επιλογής όπως προσωπική επιλογή είναι να στρέψει το βλέμμα του προς το φως και να επωμιστεί το ψυχικό κόστος ενός ταξιδιού στον κόσμο της αλήθειας.
Αληθές και ψευδές συνυπάρχουν, εναλλάσσονται και εμπλέκονται.
Για ν’ απαλλαγεί κανείς από την αφροσύνη, πρέπει να κοιτάξει βαθιά, στην αλήθεια της ψυχής του. Αυτή θα του εξασφαλίσει μια "δεύτερη όραση", παρόμοια μ’ εκείνη της μεμυημένης ψυχής του μάντη των τραγωδιών, μιαν όρασιν η οποία αντίκειται στην φυσική όψιν, την υπερβαίνει και τελικά την καταργεί μετατρέποντάς την σε τυφλότητα.
Αυτό υπαγορεύει – κατά την γνώμη μου – ο πλατωνικός μύθος στον ακροατή και στον
αναγνώστη του: να απαρνηθεί το αυτονόητο και να αναζητήσει πίσω από το
φαίνεσθαι το είναι, προκειμένου να αναμορφώσει την ύπαρξή του.
Αφήγηση παράδοξη και συγχρόνως γοητευτική, ο φιλοσοφικός μύθος αποτελεί κώδικα επικοινωνίας του μεμυημένου με τους αμύητους, εκφράζοντας αυτό που υπερβαίνει κάθε λογική σύλληψη, το άλογον, όχι το παράλογο, αλλά εκείνο που δεν είναι δυνατόν να κατανοήσει και να ευστερνιστεί κανείς, εάν προηγουμένως δεν το έχει βιώσει.
Όμοιος με το όνειρο, που συγκαλύπει τεχνηέντως το πραγματικό του νόημα πίσω από το έκδηλο περιεχόμενό του, είναι ένας λόγος συμβολικός, ο οποίος φαίνει και κρύπτει ταυτόχρονα μιαν αλήθεια που ενυπάρχει στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά που η απευθείας ανακοίνωσή της προσκρούει στη λογική του ατόμου.
Έκφραση του αλόγου στοιχείου και των διεργασιών που λαμβάνουν χώρα εντός του ψυχικού κόσμου, ο μύθος του σπηλαίου επαναπροσδιορίζει την έννοια του αληθούς και του ψευδούς και προβάλλει επιτακτικά το αίτημα της απελευθέρωσης του ατόμου από την πλάνη.
ΜΑΤΡΙΧ
ΑπάντησηΔιαγραφή