Οι Αμαζόνες ήταν ένα μυθικό πολεμικό έθνος γυναικών, που κατοικούσε στην Ασία. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα
τις τοποθετεί στη Φρυγία και τη Λυκία. Ως πατρίδα τους αναφέρεται επίσης η Θεμίσκυρα
του Ευξείνου Πόντου, που βρισκόταν κοντά στον ποταμό Θερμόδοντα. Bασίλεια των Αμαζόνων θεωρούνταν ότι
υπήρχαν σε πολλές περιοχές ακόμα και νοτιότερα, π.χ. στη Λιβύη, όπως θα εξετάσουμε στην συνέχεια.
Το όνομά τους προέρχεται κατά μία εκδοχή από το στερητικό άλφα και τη λέξη μαζός που σημαίνει στήθος, επειδή ακρωτηρίαζαν ή συνέθλιβαν το δεξί στήθος τους ώστε να διευκολύνουν το χειρισμό του τόξου, και να φέρουν τη φαρέτρα με τα βέλη. Το άλλο το διατηρούσαν για να θηλάζουν τα μωρά τους. Από τα παιδιά τους κρατούσαν τα κορίτσια τα οποία ανατρέφονταν ανάλογα.
Η σύγχρονη έρευνα τείνει να θεωρήσει τις Αμαζόνες ιστορικό λαό και όχι μυθολογική ή κοινωνιολογική σύλληψη. Οι Wace και Stubbings στο βιβλίο τους Companion of Homer (6.306) γράφουν ότι «οι Αμαζόνες είναι τόσο στερεά ριζωμένες στην ελληνική λογοτεχνία, που είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι αυτές οι ηρωίδες δεν αντιπροσωπεύουν έναν πραγματικό λαό της Κεντρικής Ανατολής».
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι Αμαζόνες είναι θέμα που διαποτίζει με τον πιο σταθερό τρόπο την ελληνική λογοτεχνία και τέχνη, από τις αρχές της μέχρι το τέλος. Το θέμα αυτό το βρίσκουμε στα πρώτα γνωστά ελληνικά ποιήματα στον Όμηρο και τον Ησίοδοστον επικό κύκλο, κι αργότερα στον κόσμο των τραγικών ποιητών· διαδίδεται με την εξάπλωση του ελληνισμού κατά τους χρόνους των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου και με τη δημιουργία των ελληνιστικών πόλεων.
Η αυτοκρατορική Ρώμη τρέφει τους μύθους αυτούς, τους ξαναζωντανεύει και τους μεταδίδει στο Βυζάντιο. Εκεί, οι μύθοι των Αμαζόνων αγωνίζονται να επιβιώσουν μαζί με τις τελευταίες παγανιστικές πνευματικές λάμψεις· μνημονεύονται στο τελευταίο παγανιστικό ποίημα τα Διονυσιακά του Νόννου αλλά αυτό δεν είναι το κύκνειο άσμα τους. Όταν δημιουργείται νέα επική ποίηση, που αντανακλά τις εθνικές παραδόσεις, οι Αμαζόνες ζωντανεύουν και πάλι, με όλο τους το σφρίγος και με όλα τα χαρακτηριστικά που τις προικίζει η ελληνική παράδοση.
Ο Όμηρος αναφέρει τις Αμαζόνες σαν έναν απόμακρο, σχεδόν ξεχασμένο μύθο. Ήρωες της Ομηρικής Αμαζονομαχίας είναι ο Πρίαμος και ο Βελλεροφών. Ο Πρίαμος αγωνίστηκε όταν ήταν νέος ως σύμμαχος των Φρυγών εναντίον των Αμαζόνων στον Σαγγάριο (Ιλ. γ 184-190 κ.ε.) και ο Βελλεροφών τις νίκησε στη Λυκία (Ιλ. ζ 186): «το τρίτον αυ κατέπεφνεν Αμαζόνας αντιανείρας». Το επίθετο «αντιάνειραι» έχει ερμηνευθεί «έχθρα! των ανδρών» η «όμοιαι με άνδρας» (Ιλ. γ, 189. ζ 186). Η εχθρότητα των Αμαζόνων προς το ανδρικό φύλο είναι φανερή επίσης στην Αισχύλεια παράθεση «στυγάνορες» (Προμ. 726) και στο Ηροδότειο «ανδροκτόνοι» (4,110). Η ύστερη ποίηση επέδρασε ώστε να διαμορφωθούν οι εξής ιδέες για τις Αμαζόνες.
Στα βορειοανατολικά της Μ. Ασίας, στην περιοχή του ποταμού Θερμώδοντος, υπήρχε μεγάλη και πλούσια πόλη, η πατρίδα των Αμαζόνων. Στην πόλη αυτή οι άνδρες χρησιμοποιούνταν μόνο για τη διαιώνιση του είδους. Οι γυναίκες αυτές, μόνες τους, με τα όπλα τους, που ήταν τόξο, βέλος και ξίφος, υπερασπίζονταν τη χώρα τους και συγχρόνως έκαναν επιδρομές, πέρα από τα σύνορα τους, στις γειτονικές χώρες και μέχρι τον Τάναϊ, τη Θράκη και τη Συρία. Με αυτόν τον τρόπο, ίδρυσαν πολλές ονομαστές πόλεις και συναντήθηκαν με τους περιφημότερους ήρωες του ελληνικού μύθου. Μεταξύ των θεών τιμούσαν κυρίως τον Άρη και την Άρτεμι.
Τα αγόρια που γεννούσαν ή τα σκότωναν ή τα ακρωτηρίαζαν ή τα έστελναν στους πατέρες τους, πέρα από τα σύνορα της χώρας τους. Οι Αμαζόνες, μια και δεν είχαν άνδρες στη χώρα τους, πήγαιναν και ζούσαν δύο μήνες την Άνοιξη για τη διαιώνιση του είδους μ' έναν γειτονικό αρσενικό λαό τους Γαργαρείς, που κατοικούσαν στον Καύκασο (Στράβ. 11, 504).
Πρωτεύουσα τους αναφέρεται συνήθως η Θεμίσκυρα στον Θερμώδοντα ποταμό (πρβλ. Ήρόδ. 9, 27. Διόδ. 4 1 6. Παυσ. 1, 2, 1) της Καππαδοκίας. Σύμφωνα με άλλη παράδοση (Φερεκύδης), αναφέρεται ότι οι Αμαζόνες, χωρισμένες σε τρεις φυλές, κατοικούσαν σε τρεις πόλεις και τα περίχωρα τους. Κατά τον Ιουστίνο (2,4) οι Αμαζόνες ήταν οι γυναίκες των Σκυθών που περιπλανήθηκαν στον Θερμώδοντα και εκεί υπέκυψαν στους γειτονικούς λαούς. Κατά τον Σαλλούστιο (απόσπ. 3,46) μετανάστευσαν από τη Σκυθία στη Μ. Ασία και κατά τον Προμηθέα του Αισχύλου (415, 723) από την Κολχίδα και τη λίμνη Μαιώτιδα.
Όταν οι Έλληνες γύρισαν την περιοχή γύρω από τον Θερμώδοντα και δεν βρήκαν εκεί Αμαζόνες, προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την απουσία τους με διάφορους τρόπους. Έλεγαν λοιπόν ότι ο Ηρακλής ο κύριος εχθρός τουςτις εξολόθρευσε ή ότι μετανάστευσαν προς τα βόρεια (Στράβ. 11, 505. Διόδ. 17,77. Ιουστίνος 2,4). Έτσι ο Ηρόδοτος (4,110 κ.έ.) γράφει ότι μετά την ήττα των Αμαζόνων στον Θερμώδοντα, όσες απέμειναν πήγαν στη χώρα των Σκυθών. Ύστεροι συγγραφείς επίσης διηγούνταν ιστορίες για τις Αμαζόνες στη βόρεια πλευρά του Καυκάσου, δηλ. ανατολικά της Μαιώτιδος, σχεδόν στην ίδια περιοχή που τοποθετείται και η διήγηση του Ηροδότου. Εκτός από τον Βορρά του τότε γνωστού κόσμου συναντούμε τις Αμαζόνες και στα νότια, στη Λιβύη. Λεγόταν ότι κατοικούσαν σ' ένα μεγάλο νησί της Τριτωνίδος λίμνης, που βρισκόταν στην περιοχή των Αιθιόπων και του Ωκεανού. Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι η κατοικία των Αμαζόνων είναι προς τα δυτικά· θεωρεί πατρίδα τους τη Θράκη, και τον Άρη, τον κύριο θεό της Θράκης, πατέρα τους (Αρκτίνου, Αιθιοπίς). Νεώτερες παραδόσεις αναφέρουν ότι οι Αμαζόνες κατοικούσαν στην Ιλλυρία (Σερβίου, Σχόλ. εις Αίν. 11, 842).
Στη Δυτική Μ. Ασία οι Αμαζόνες έπαιξαν μεγάλο ρόλο. Την παρουσία τους εκεί από τους αρχαιότατους χρόνους μαρτυρεί ο Όμηρος, ο οποίος αναφέρει το επιτύμβιο μνημείο της Μυρίνης στο Ίλιον. Η αναφορά αυτή του Όμηρου συνδέει τις Αμαζόνες με την Αιολίδα (Ιλ. β 811). Η λέξη «Μυρίνη», το όνομα της αρχαιότερης Αμαζόνας, είναι αλληλένδετο με την ομώνυμη πόλη της Αιολίδας, που σύμφωνα με τους αρχαίους θα πρέπει να ιδρύθηκε από την ηγεμόνα των Αμαζόνων (Στράβ. 11, 573).
Στην Ιωνική Μ. Ασία η πιο ονομαστή πόλη των Αμαζόνων ήταν η Έφεσος, στην ίδρυση της οποίας οι Αμαζόνες έπαιξαν εξέχοντα ρόλο. Κατά τον Παυσανία (7,2,7), ο Πίνδαρος (απόσπ. 174) αποδίδει στις Αμαζόνες την ίδρυση του Ιερού της Εφεσίας Αρτέμιδος. Αναφέρεται ότι οι γυναίκες του Θερμώδοντος ήταν οι πρώτες στις οποίες έδωσε άσυλο το ιερό της Αρτέμιδος· εδώ βρήκαν προστασία από την καταδίωξη του Ηρακλή ή του Διονύσου (Παυσ. 7,2,7). Οι Ιδρυτές και οι παλαιότεροι αντιπρόσωποι της Εφεσίας Αρτέμιδος συνδέονταν γενεαλογικά με τις Αμαζόνες· π.χ. η Εφεσία ιέρεια Έφεσος θεωρούνταν μητέρα της Αμαζούς (Ευσταθ. Δίον. 82, ο δε μυθικός ιδρυτής του ιερού της Αρτέμιδος, ο Έφεσος, θείος της αμαζόνας Πενθεσίλειας (Παυσ. 7,2,7). Στους μετά τον Όμηρο χρόνους δημιουργήθηκαν τρία συμπλέγματα μύθων, που τροφοδοτούν την ποίηση και την εικονιστική τέχνη.
Αχιλλεύς και Πενθεσίλεια.
Κατά το απόσπασμα του Πρόκλου από την Αιθιοπίδα του Αρκτίνου, η ηγεμών των Αμαζόνων Πενθεσίλεια, κόρη του Άρη, ήλθε από τη Θράκη να βοηθήσει τους Τρώες, αλλά σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα. Τις λεπτομέρειες αυτού του μύθου γνωρίζουμε από τους υστέρους επικούς ποιητές (Κοιντος Σμυρναίος, Τζέτζη, Γα Μεθ. Όμηρον κ.λπ.)
Η περιπέτεια του Ηρακλή με τις Αμαζόνες.
Η εκστρατεία του Ηρακλή στον Θερμώδοντα ή στη χώρα των Σκυθών, για την απόκτηση της ζώνης της Ιππολύτης ή της Μελανίππης, βασίλισσας των Αμαζόνων, ανήκει σε παλαιά παράδοση που μας σώζεται και σε νεώτερες παραλλαγές (πρβλ. Εύρ. Ηρακλ. 408 κ.έ., Απολλόδ. 2,5,3 κ.έ.). Οι αγώνες του Ηρακλή με τις Αμαζόνες χρησίμευσαν στους υστέρους ποιητές και ιστορικούς ως μέσο αιτιολογήσεως της παρουσίας ή της απουσίας των Αμαζόνων σε διάφορες περιοχές της Ασίας. Η ίδρυση αποικιών των Μιλησίων και των Μεγαρέων στον Πόντο μας δίνει ένα χρονικό σημείο για τη δημιουργία του μύθου των αγώνων των Αμαζόνων με τον Ηρακλή στον Θερμώδοντα. Είναι αξιοσημείωτο ότι ούτε ο Όμηρος ούτε ο Ησίοδος γνώριζαν κάτι γι' αυτούς τους αγώνες. Τη γνώση μας για το θέμα αυτό συμπληρώνει ή εικονιστική παράδοση.
Ο Αττικός μύθος των Αμαζόνων.
Βάση αυτού του μύθου, που μας παραδίδεται με πολλές παραλλαγές, αποτελεί η πολεμική εκστρατεία του Θησέως στη χώρα των Αμαζόνων καΐ στη συνέχεια ή εκστρατεία έκδική-σεως των Αμαζόνων εναντίον της Αττικής. Ή επιτυχία της εκστρατείας του Θησέως και του φίλου του Πειρίθου εναντίον των Αμαζόνων συνοδεύθηκε με λάφυρο την ωραία Αντιόπη (ή Ιππολύτη, Μελανίππη, Γλαυκή). Οί Αμαζόνες θέλοντας να εκδικηθούν έκστράτευσαν μέχρι την Αττική και στρατοπέδευσαν στις πύλες της Αθήνας. Κατά τη μάχη πού έγινε ανάμεσα στην Πνύκα και στον λόφο του Μουσείου νίκησαν οι Αθηναίοι. Ό Θησεύς απέκτησε γιο από τη βασίλισσα Αντιόπη, τον Ιππόλυτο.
Η εκστρατεία του Θησέως στην Ασία και η αρπαγή της αρχηγού των Αμαζόνων προφανώς είναι αντίγραφο της περιπέτειας του Ηρακλή, αλλά είναι δύσκολο να αποφασίσουμε ποια από τις δύο μορφές των ηρώων είναι ή αρχική, κατά πόσο δηλαδή οι Δωριείς πήραν τον μύθο από τους Ίωνες και τον μετέφεραν στον Ηρακλή ή αντίστροφα. Φαίνεται ότι στην παραλλαγή, κατά την οποία και οι δύο ήρωες μαζί αναλαμβάνουν την εκστρατεία στη χώρα των Αμαζόνων, ήδη γίνεται μια προσπάθεια συμβιβασμού των δικαιωμάτων των δύο ηρώων στον μύθο (Παυσ. 12,1. Φιλόχορος απόσπ. 49· στον Θησέα του Πλουτ. 26).
Οι θεότητες με τις οποίες οι Αμαζόνες συνδέονται στενά στη λατρεία και στους μύθους είναι ο Άρης και η Άρτεμις. Ο Διόδωρος τις ονομάζει συντρόφους της Αρτέμιδος στο κυνήγι (4,16) και αναφέρει ότι πρόσφεραν θυσίες στην ταυροπόλο Άρτεμι (2,46). Η στενή σχέση των Αμαζόνων με τη θεά του θανάτου εξηγείται από τη μυθική τους ουσία, διότι όπως η Άρτεμις, έτσι κι αυτές φέρνουν τον θάνατο και φονεύουν τους άνδρες· έτσι εξηγείται και η σχέση των Αμαζόνων με την ταφική λατρεία και τα επιτύμβια μνημεία. Η σχέση των Αμαζόνων με τον Απόλλωνα είναι σκοτεινή και μάλλον χαλαρή.
Στην πόλη Πύρριχο στη Λακωνία μαζί με την Άρτεμι τιμούσαν και τον Αμαζόνιο Απόλλωνα, του οποίου λατρευτικό ομοίωμα είχε αφιερωθεί από τις νύμφες του Θερμώδοντος (Παυσ. 3,25,3). Όταν ο Ηρακλής τέλειωσε με επιτυχία την εκστρατεία του στον Θερμώδοντα, αφιέρωσε τα λάφυρα του στον Απόλλωνα, στους Δελφούς (Εύρ. Ίων 1145 κ.έ.). Η Αιολική πόλη Γρύνεια πήρε την ονομασία της από την Αμαζόνα Γρύνη, πού τη βίασε εκεί ο Απόλλων (Σερβίου, Σχόλ. εις Αίν. 4, 325). Όπως η σχέση του Απόλλωνος με τις Αμαζόνες έτσι και η σχέση του Διονύσου με τις νύμφες είναι άλλοτε φιλική και άλλοτε εχθρική (Παυσ. 7,2,7). Στην Αθήνα, στον λόφο του Αρείου Πάγου βρισκόταν το ιερό των Αμαζόνων (το Αμαζόνειον), στην περιοχή των τάφων τους και σωζόταν στήλη με την επιγραφή: ΑΜΑΖΟΝΙΣ ΣΤΗΛΗ. Γνωρίζουμε επίσης ότι πριν από τα «Θησεία», γιορτή αφιερωμένη στον Θησέα, οι Αθηναίοι θυσίαζαν στις Αμαζόνες (Πλουτ. Θησ. 27, «η τε γινομένη πάλαι θυσία ταις Αμαζόσι προ των Θησείων»).
Οι Αμαζόνες υπήρξαν αγαπητό θέμα της εικονιστικής τέχνης και της ζωγραφικής. Ήδη από το τέλος του 7ου π.Χ. αιώνα και τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα υπάρχουν μελανόμορφα αγγεία με παραστάσεις των αγώνων των Αμαζόνων με τον Ηρακλή, τον Θησέα και τον Αχιλλέα.
Γνωστή είναι η ερυθρόμορφη κύλικα του ζωγράφου της Πενθεσίλειας (από την Αμαζόνα πήρε το όνομα και ο ζωγράφος) που βρίσκεται στο Μόναχο και απεικονίζει τον Αχιλλέα να σκοτώνει την Πενθεσίλεια, καθώς και ο κρατήρας του ζωγράφου των Νιοβιδών με παράσταση Αμαζονομαχίας, που βρίσκεται στο Παλέρμο. Ονομαστά ήταν τα αγάλματα της τραυματισμένης Αμαζόνας των τεσσάρων καλλιτεχνών του 5ου π.Χ. αιώνα: του Πολυκλείτου (αντίγραφο η Αμαζών του Καπιτωλίου), του Κρησίλα, του Φειδία και του Φράδμονος. Αμαζονομαχία παριστανόταν στην ασπίδα της Παρθένου Αθηνάς στον Παρθενώνα, στην Ποικίλη Στοά (του Πολυγνώτου, Μίκωνος ή Παναίνου), στον θρόνο του χρυσελεφάντινου Δία στην Ολυμπία, στον ναό του Απόλλωνος της Φιγαλείας (σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο), στον ναό του Ασκληπιού της Επιδαύρου, στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, στον ναό της Λευκοφρυηνής Αρτέμιδος στη Μαγνησία (επί Μαιάνδρω), στο ηρώο της Λυκίας (σήμερα μουσείο της Βιέννης), σε σαρκοφάγους, όπως π.χ. στη σαρκοφάγο του Μ. Αλεξάνδρου (Μουσείο Κων/πόλεως) και σε πλήθος αγγεία του 4ου π.Χ. αιώνα, από τα οποία μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι: η πελίκη του Αμβούργου (μέσα 4ου π.Χ. αιώνα), όπου παριστάνεται ο φόνος της Πενθεσίλειας και μία υδρία στο Λένινγκραντ που δείχνει μια νικήτρια Αμαζόνα επάνω σε λευκό άλογο, στο κέντρο του πεδίου της μάχης, ενώ δεξιά και αριστερά της αγωνίζονται άλλες Αμαζόνες.
Την προτίμηση αυτή από την αττική τέχνη του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώνα στο θέμα της Αμαζονομαχίας, δηλ. του αγώνα των Ελλήνων εναντίον ενός ασιατικού έθνους, αποδίδει η σύγχρονη έρευνα στο γεγονός ότι οι παραστάσεις Αμαζονομαχίας θεωρήθηκαν από τους Έλληνες της κλασικής περιόδου ως συμβολικές παραστάσεις του ιστορικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Περσών.
Αμαζόνες στην Λατινική Αμερική;
Το 1542, μια ομάδα Ισπανών στρατιωτών με επικεφαλής τον Φρανθίσκο ντε Ορελιάνα βρισκόταν σε εξερευνητική αποστολή στη Βραζιλία, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με κάτι πραγματικά εκπληκτικό. Στις όχθες ενός ποταμού κυκλώθηκε από μια ομάδα πολεμιστών, που είχαν για αρχηγό τους μια πανέμορφη γυναίκα. «Ήταν ψηλή, μυώδης, ορμητική, και το μοναδικό ρούχο πάνω της ήταν ένα κομμάτι ύφασμα». Έτσι την περιέγραψε στο ημερολόγιό του ο Γασπάρ ντε Καρβαχάλ, ο χρονικογράφος της αποστολής. Μόλις ξεπέρασαν την αρχική τους έκπληξη, οι Ισπανοί συνειδητοποίησαν ότι αντίκριζαν μια Αμαζόνα. Σε ανάμνηση αυτής της συνάντησης, το ποτάμι ονομάστηκε Ποταμός των Αμαζόνων (Αμαζόνιος).
Με το παραπάνω συμβάν αναβίωσε ο μύθος των Αμαζόνων, ένα από τα πιο συναρπαστικά μυστήρια της αρχαιότητας, το οποίο εξακολουθεί να σαγηνεύει. Ποικίλες μαρτυρίες για την ύπαρξή τους απαντώνται σε διαφορετικούς λαούς και εποχές. Οι Κινέζοι χρονικογράφοι μιλούν για χώρες κατά μήκος της Κασπίας Θάλασσας και γειτονικές με την Ινδία, τις οποίες διοικούσαν γυναίκες. Πλούσιες σε θρύλους γυναικών πολεμιστών είναι και οι παραδόσεις του Κουρδιστάν και των Βαλτικών Χωρών. Από την πλευρά τους, οι Πορτογάλοι εξερευνητές το 16ο αιώνα αναπολούσαν συναντήσεις με φυλές Αμαζόνων στην Αιθιοπία και στη Ζιμπάμπουε. Ο μύθος των Αμαζόνων δεσπόζει στην Ασία μεταξύ της Κασπίας Θάλασσας και του Εύξεινου Πόντου. Μετά τον Όμηρο, αμέτρητοι είναι οι ιστοριογράφοι και οι ποιητές που μίλησαν για ένα λαό γυναικών πολεμιστών «δυνατών όπως οι άντρες». Όλα αυτά ήταν αλήθεια ή ψέμα;
Μια αρχαιολογική αποστολή που πραγματοποιήθηκε στα σύνορα της Ρωσίας και του Καζακστάν έφερε στο φως, κοντά στην πόλη Πακρόβκα, μια σειρά από πενήντα θολωτούς τάφους που χρονολογούνται από το 4ο αιώνα π. Χ. Στους γυναικείους τάφους οι αρχαιολόγοι, εκτός από κοσμήματα και κτερίσματα, ανακάλυψαν όπλα, βέλη και στρατιωτικά εμβλήματα. Δίπλα στους γυναικείους σκελετούς βρέθηκαν τυπικά σύμβολα εξουσίας: περιδέραια, ιερές πέτρες και αντικείμενα θρησκευτικών τελετών. Πολλοί σκελετοί τους είχαν στραβές γάμπες, χαρακτηριστικό «επαγγελματιών» ιππέων.
Οι ιδιαιτερότητες όμως δε σταματούν εδώ. Επιπλέον, κοντά στους αντρικούς σκελετούς βρέθηκαν σκελετοί βρεφών. Ούτε ένας τους δε βρέθηκε θαμμένος δίπλα σε γυναίκες, ένδειξη ότι η ανατροφή των παιδιών ήταν αποκλειστικά αντρική υποχρέωση. Η Τζανίν Ντέιβις Κίμπαλ, διευθύντρια του Κέντρου Μελετών των Νομάδων της Ευρασίας και υπεύθυνη των ανασκαφών στην Παρκρόβκα, είναι πιο επιφυλακτική: «Ο Ηρόδοτος, μιλώντας για τις Αμαζόνες, εντόπισε την επικράτειά τους δυτικότερα, στη σημερινή Νότια Ρωσία, κατά μήκος της Αζοφικής Θάλασσας. Οι σκελετοί που ανακαλύψαμε στους τάφους δεν ανήκουν βέβαια στις Αμαζόνες του Ηροδότου, αλλά κατά πάσα πιθανότητα σε άντρες και γυναίκες του λαού των Σαυροματών» - λαός που έζησε γύρω στον 4ο αιώνα π. Χ. στη ζώνη που περικλείεται από τους ποταμούς Βόλγα και Ντον και ο οποίος, σύμφωνα πάντα με τον Ηρόδοτο, καταγόταν απευθείας από τις Αμαζόνες.
Η παραπάνω ανακάλυψη ξανάδωσε πνοή στη θεωρία που υποστηρίχθηκε από τη Λιθουανή επιστήμονα Μαρίγια Τζιμπούτας, με τη γνώμη της οποίας συμφωνούν και Έλληνες μελετητές, όπως ο Παναγής Λεκατσάς. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια αναπτύχθηκε στην Ευρώπη ένας μητριαρχικός πολιτισμός βασισμένος στην αγροτική παραγωγή και στην αρχή της ισότητας.
Αυτή η αρχαϊκή κοινωνία έσβησε πιθανόν με την κάθοδο των ινδοευρωπαϊκών φύλων, γύρω στο 3.500 π. Χ. Συνεπώς, οι Αμαζόνες θα ήταν ότι απέμεινε από τη γυναικοκρατούμενη Αρκαδία.
Αναδημοσίευση από ://imerisioneopoleio.blogspot.gr/
Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος - Μυσταγωγία- Μυθαγωγία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου