Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Το πηγάδι της γνώσης



Για να σκάψει κανείς ένα πηγάδι, πρώτα πρέπει να βγάλει το χώμα και τις πέτρες κι ύστερα αρχίζει το νερό να τρέχει από τις πλευρές του πηγαδιού και να το γεμίζει. Το νερό βρισκόταν ήδη εκεί, δεν χρειαζόταν να μεταφερθεί από κάπου αλλού. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μετακινηθούν οι πέτρες και το χώμα.

Υπήρχαν εμπόδια και μόλις αυτά μετακινήθηκαν, εμφανίστηκε το νερό. Δεν χρειαζόταν να μεταφερθεί νερό μέσα στο πηγάδι. Το νερό βρισκόταν ήδη εκεί, απλώς έπρεπε να απομακρυνθούν τα εμπόδια.

 Η γνώση βρίσκεται ήδη μέσα μας, δεν χρειάζεται να την πάρουμε από κάπου αλλού. Οι πηγές της είναι κρυμμένες μέσα μας, πρέπει απλώς να απομακρυνθούν με το σκάψιμο τα εμπόδια που βρίσκονται ανάμεσα — οι πέτρες και το χώμα. Τότε θα αρχίσουν να εμφανίζονται οι πηγές της γνώσης.

Εκτός από πηγάδι όμως, μπορεί κανείς να φτιάξει και δεξαμενή.

Το να φτιαχτεί μια δεξαμενή είναι κάτι διαφορετικό. Δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε τη φυσική πηγή του νερού, για να φτιάξουμε μια δεξαμενή. Ο τρόπος για να φτιαχτεί μια δεξαμενή είναι εντελώς αντίθετος από αυτόν που φτιάχνεται ένα πηγάδι.

Για να φτιάξεις μια δεξαμενή, δεν χρειάζεται να σκάψεις και να βγάλεις έξω τις πέτρες και το χώμα. Πρέπει να φέρεις πέτρες και χώμα από κάπου αλλού και να φτιάξεις ένα τοίχο. Κι όταν φτιαχτεί ο τοίχος, το νερό δεν έρχεται από μόνο του. Πρέπει να το φέρεις από τα πηγάδια των ανθρώπων και να το βάλεις μέσα στη δεξαμενή.

Μπορεί να βλέπεις το νερό μέσα στη δεξαμενή και να το βλέπεις και μέσα στο πηγάδι, η διαφορά όμως ανάμεσα στη δεξαμενή και το πηγάδι είναι όση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη γη και τον ουρανό. Η πρώτη διαφορά είναι ότι η δεξαμενή δεν έχει δικό της νερό.

 Ότι βρίσκεται μέσα στη δεξαμενή είναι δανεικό. Σύντομα μουχλιάζει και λιμνάζει, επειδή αυτό που είναι δανεικό, δεν είναι ζωντανό, είναι νεκρό. Το νερό που στέκεται μέσα στη δεξαμενή λιμνάζει, σαπίζει και σύντομα θα αρχίσει να βρομάει.


Το πηγάδι όμως έχει τη δική του πηγή νερού. Το νερό δεν μουχλιάζει ποτέ. Το πηγάδι έχει τη δική του πηγή ροής.

Με τη δεξαμενή και το πηγάδι συμβαίνουν δύο διαφορετικές διαδικασίες. Η δεξαμενή φοβάται ότι κάποιος θα της πάρει το νερό, επειδή αν φύγει το νερό, η δεξαμενή αδειάζει. Το πηγάδι όμως θέλει κάποιον να του πάρει το νερό του, ώστε να μπορεί να γεμίσει με πιο φρέσκο και ζωντανό νερό.

Το πηγάδι φωνάζει: «Πάρε το νερό μου! Θέλω να το μοιραστώ!» Η δεξαμενή φωνάζει: «Μην πλησιάζεις! Μην αγγίζεις το νερό μου! Μη μου παίρνεις το νερό μου!» Η δεξαμενή θέλει κάποιον που έχει νερό να της το φέρνει, να το χύνει μέσα της και να τη γεμίζει, ώστε να μπορεί να μεγαλώνει η περιουσία της.

Αν όμως κάποιος έχει έναν κουβά, το πηγάδι θέλει αυτόν τον άνθρωπο να πάρει από το νερό του, ώστε να μπορέσει να ξεφορτωθεί το παλιό νερό και να βγάλει καινούργιο. Το πηγάδι θέλει να μοιράζεται, η δεξαμενή θέλει να συσσωρεύει.

Το πηγάδι έχει ρυάκια, που συνδέονται με τον ωκεανό. Το πηγάδι μπορεί να φαίνεται μικρό, στο βάθος όμως συνδέεται με το άπειρο.

Όσο μεγάλη όμως κι αν φαίνεται μια δεξαμενή, δεν συνδέεται με κανέναν. Τελειώνει και κλείνει στον εαυτό της. Δεν έχει κανένα ρυάκι. Δεν έχει κανένα τρόπο να συνδεθεί με το άπειρο.

Ο νους του ανθρώπου μπορεί να γίνει είτε πηγάδι είτε δεξαμενή. Αυτές είναι οι δύο πιθανότητες για το νου του ανθρώπου. Και ο άνθρωπος που ο νους του γίνεται δεξαμενή, σιγά- σιγά θα τρελαθεί.


Όλων μας ο νους έχει γίνει δεξαμενή. Δεν έχουμε φτιάξει πηγάδια, έχουμε φτιάξει δεξαμενές. Μαζεύουμε πράγματα από όλο τον κόσμο, από βιβλία, από ιερά κείμενα, από διδασκαλίες, τα μαζεύουμε όλα αυτά και νομίζουμε πως έχουμε γίνει γνώστες.

Κάνουμε το ίδιο λάθος που κάνει και η δεξαμενή. Η δεξαμενή νομίζει πως είναι πηγάδι, επειδή και στα δύο μπορείς να δεις νερό μέσα τους.

Μπορείς να βρεις γνώση σε ένα διανοούμενο και σε ένα συνειδητό άνθρωπο. Ο διανοούμενος όμως είναι δεξαμενή και ο συνειδητός άνθρωπος είναι πηγάδι. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δύο.

Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θεμελιώδης και βαθιά είναι αυτή η διαφορά. Η γνώση του διανοούμενου είναι δανεική, σάπια, μουχλιασμένη. 

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

«Σιντάρτα» Ενα ινδικό παραμύθι

 «Στον ίσκιο του σπιτιού, στον ήλιο της ακροποταμιάς κοντά στις βάρκες, στον ίσκιο του δάσους με τις ιτιές, στον ίσκιο της συκιάς μεγάλωνε ο Σιντάρτα, ο όμορφος γιος του βραχμάνου, το νεαρό γεράκι, μαζί με τον Γκοντίβα, το φίλο του, το γιο του βραχμάνου. Ο ήλιος μαύριζε τους λεπτούς ώμους του στην ακροποταμιά, την ώρα που κολυμπούσε, στους ιερούς καθαρμούς, στις ιερές θυσίες. Μια σκιά περνούσε στα μαύρα του μάτια-μες στο άλσος με τα μάνγκο, στα παιγνίδια των αγοριών, στο τραγούδι της μητέρας, στις ιερές θυσίες, στις διδαχές του πολύμαθου πατέρα του, στη συζήτηση με τους άλλους σοφούς?»



«…Ο Γκοβίντα είπε: “Αγαπάς πάντα την ειρωνεία, μου φαίνεται, Σιντάρτα. Σε πιστεύω και ξέρω πως δεν ακολούθησες κανένα δάσκαλο. Αλλά δεν έχεις ανακαλύψει εσύ ο ίδιος, αν όχι μια διδαχή, μερικές γνώσεις, μερικές εμπειρίες, που σου ανήκουν και σε βοηθούν να ζεις; Αν ήθελες να μου πεις κάτι γι’ αυτές, θα μου ‘δινες μεγάλη χαρά”.

Ο Σιντάτρα είπε: “Ναι, είχα σκέψεις και βιώματα που και που. Ένιωσα κάποτε, για μια ώρα ή μια μέρα, τη γνώση μέσα μου όπως νιώθει κανείς τη ζωή μέσα στην καρδιά του. Ήταν μερικές σκέψεις, μα μου είναι δύσκολο να τις μοιραστώ μαζί σου. Δες Γκοβίντα μου, αυτή είναι μια από τις σκέψεις που ανακάλυψα: η σοφία δεν μεταδίδεται. Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα”.

“Αστειεύεσαι;” ρώτησε ο Γκοβίντα.
“Δεν αστειεύομαι. Λέω αυτό που ανακάλυψα. Μπορεί να μεταδώσει κανείς τη γνώση, αλλά όχι τη σοφία. Τη σοφία μπορεί κανείς να τη βρει, μπορεί να τη ζήσει, μπορεί να ενισχυθεί απ’ αυτήν, να κάνει μ’ αυτή θαύματα, αλλά δεν μπορεί να την πει και να τη διδάξει. Αυτό ήταν που υποψιαζόμουν καμιά φορά όταν ήμουν νέος, αυτό ήταν που με τράβηξε μακριά από τους δασκάλους. Έχω ανακαλύψει μια σκέψη, Γκοβίντα, που θα σου φανεί πάλι σαν αστείο ή σαν τρέλα, αλλά είναι η καλύτερή μου σκέψη. Άκουσε τη: το αντίθετο κάθε αλήθειας είναι εξίσου αληθινό!

Δηλαδή: μια αλήθεια που μπορεί να διατυπωθεί και περιβληθεί με λόγια είναι πάντα μονόπλευρη. Μονόπλευρα είνα όλα όσα μπορεί κανείς να συλλογιστεί με σκέψεις και να πει με λέξεις, όλα μονόπλευρα, μισά όλα, αποκομμένα από την ολότητα, από τον κύκλο, από την ενότητα. Όταν ο Φωτισμένος Βούδας μιλούσε διδάσκοντας για τον κόσμο, ήταν αναγκασμένος να τον διαιρέσει σε σανσάρα και Νιρβάνα, σε πλάνη και αλήθεια, σε οδύνη και σε λύτρωση. Δεν μπορεί κανείς να κάνει αλλιώς, δεν υπάρχει άλλος δρόμος γι’ αυτόν που θέλει να διδάξει.

Ο κόσμος όμως, όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, δεν είναι ποτέ μονόπλευρος. Ποτέ ένας άνθρωπος ή μια πράξη δεν είναι μόνο σανσάρα ή μόνο Νιρβάνα, ποτέ δεν είναι ένας άνθρωπος ολότελα άγιος ή εντελώς αμαρτωλός. Κι αν φαίνεται έτσι, είναι γιατί είμαστε υποταγμένοι στην πλάνη πως ο χρόνος είναι κάτι πραγματικό. Ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, Γκοβίντα, το διδάχτηκα πολλές φορές αυτό. Κι αν ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, τότε είναι πλάνη και η διαχωριστική γραμμή που φαίνεται πως υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο και την αιωνιότητα, ανάμεσα στην οδύνη και τη μακαριότητα, ανάμεσα στο καλό και το κακό”.

“Πως αυτό;” ρώτησε φοβισμένα ο Γκοβίντα.
“Άκουσε καλά, αγαπημένε, άκουσε καλά! Ο αμαρτωλός που είμαι και που είσαι κι εσύ, είναι αμαρτωλός, αλλά θα γίνει κάποτε πάλι Βράχμαν, θα κατακτήσει τη Νιρβάνα, θα γίνει Βούδας – και δες τώρα: αυτό το “κάποτε” είναι πλάνη, είναι μόνο ένα σύμβολο! Ο αμαρτωλός δεν βρίσκεται στο δρόμο που οδηγεί στο Βούδα, δεν υπόκειται σε εξέλιξη, παρόλο που η σκέψη μας δεν μπορεί να συλλάβει αλλιώς τα πράγματα. Όχι, μέσα στον αμαρτωλό υπάρχει, βρίσκεται τώρα κιόλας, σήμερα, ο μελλοντικός Βούδας, το μέλλον του είναι ήδη παρόν, πρέπει να τιμάς σ’ αυτόν, σ’ εσένα, στον καθένα, τον δημιουργούμενο, τον πιθανό, τον κρυμμένο Βούδα.

Ο κόσμος; φίλε Γκοβίντα, δεν είναι ατελής, ούτε πρέπει να τον βλέπουμε σ’ έναν αργό δρόμο προς την τελειότητα: όχι, είναι σε κάθε στιγμή τέλειος, κάθε αμαρτία φέρνει μέσα της τη χάρη, όλα τα μικρά παιδιά έχουν μέσα τους το γέρο, όλα τα νήπια το θάνατο, όλοι οι ετοιμοθάνατοι την αιώνια ζωή. Δεν είναι δυνατό για κανέναν να δει πόσο έχει προχωρήσει στο δρόμο του ο άλλος. Ο Βούδας περιμένει μέσα στο ληστή και στον παίκτη των ζαριών, μέσα στο βραχμάνο προσμένει ο ληστής.

Η βαθιά συγκέντρωση χαρίζει τη δυνατότητα να σταματήσει κανείς το χρόνο, να δει συγχρόνως, όλη την περασμένη, την τωρινή και τη μελλοντική ζωή, και τότε είναι όλα καλά, όλα τέλεια, είναι όλα Βράχμαν. Γι’ αυτό μου φαίνονται καλά όλα όσα υπάρχουν, ο θάνατος μου φαίνεται σαν ζωή, η αμαρτία σαν αγιότητα, η εξυπνάδα σαν ανοησία. Όλα πρέπει να είναι έτσι, όλα χρειάζονται μόνο την επιδοκιμασία μου, μόνο την προθυμία μου, τη γεμάτη αγάπη κατανόησή μου.

Όλα είναι καλά έτσι για μένα, τίποτα δεν μπορεί να με βλάψει. Έμαθα από το κορμί κι από την ψυχή μου πως χρειαζόμουν πολύ την αμαρτία, χρειαζόμουν τη φιληδονία, την προσπάθεια να αποκτήσω πράγματα, τη ματαιοδοξία, όπως χρειαζόμουν τη βαθιά απελπισία, για να μάθω να εγκαταλείψω την αντίσταση, για να μάθω ν’ αγαπάω τον κόσμο, για να μάθω να μην τον συγκρίνω πια μ’ οποιονδήποτε από τους κόσμους που είχα επιθυμήσει ή που είχα φανταστεί, μ’ ένα είδος τελειότητας που είχα σκεφτεί εγώ, αλλά να τον αφήνω όπως είναι, και να τον αγαπάω και να του ανήκω με ευχαρίστηση. Αυτές, Γκοβίντα, είναι μερικές από τις σκέψεις, που μου ήρθαν στο νου”.


Ο Σιντάρτα έσκυψε, σήκωσε μια πέτρα από το έδαφος και τη ζύγισε στο χέρι. “Αυτό εδώ”, είπε παίζοντας, “είναι μια πέτρα, και μπορεί να γίνει σε μια ορισμένη στιγμή γη, κι από γη θα γίνει φυτό ή ζώο ή άνθρωπος. Παλιότερα θα έλεγα: Αυτή η πέτρα είναι μόνο πέτρα, δεν έχει αξία, ανήκει στον κόσμο της μάγια: αλλά επειδή μπορεί να γίνει στον κύκλο των μεταμορφώσεων και πνεύμα, γι’ αυτό της δίνω κι αυτής αξία. Ίσως να σκεφτόμουνα έτσι παλιότερα.

Σήμερα όμως σκέφτομαι: Αυτή η πέτρα είναι και ζώο, είναι και Θεός, είναι και Βούδας, την αγαπώ και την τιμώ όχι επειδή θα μπορούσε να γίνει κάποτε τούτο ή εκείνο, αλλά επειδή είναι από καιρό και για πάντα όλα – κι ακριβώς γι’ αυτό, επειδή είναι πέτρα, επειδή μου φαίνεται σαν πέτρα τώρα και σήμερα, γι’ αυτό την αγαπώ και βλέπω αξία και νόημα σε κάθε φλέβα της, σε κάθε της κοίλωμα, στο κίτρινο, στο γκρίζο, στη σκληρότητα, στον ήχο που βγάζει όταν τη χτυπάω, στην ξηρότητα ή την υγρασία της επιφάνειάς της.
Υπάρχουν πέτρες που μοιάζουν σαν λάδι ή σαν σαπούνι, κι άλλες σαν φύλλα, άλλες σαν άμμος, και καθεμιά είναι ξεχωριστή και προσεύχεται το Ομ με το δικό της τρόπο, καθεμιά είναι Βράχμαν, είναι όμως ταυτόχρονα κι εξίσου πέτρα, είναι σαν λάδι, σαν σαπούνι, κι αυτό ακριβώς μου αρέσει, μου φαίνεται υπέροχο και άξιο λατρείας. Αλλά ας μην πω περισσότερα γι’ αυτό. Οι λέξεις δεν κάνουν καλό στη μυστική σημασία, όλα γίνονται κάπως διαφορετικά όταν μιλήσει κανείς γι’ αυτά, όλα παραπονιούνται λίγο, φαίνονται λίγο τρελά – ναι, ακόμα κι αυτό ειναι πολύ καλό και μου αρέσει πολύ, συμφωνώ να ηχεί πάντα στον άλλο σαν τρέλα αυτό που είναι ο θησαυρός και η σοφία ενός ανθρώπου”.

Ο Γκοβίντα άκουγε σιωπηλά.
“Γιατί μου το είπες αυτό για την πέτρα;” ρώτησε διστακτικά, ύστερα από μια παύση.
“Έγινε χωρίς πρόθεση. Ή μάλλον εννοούσα ότι αγαπάω την πέτρα και τον ποταμό, κι όλα αυτά τα πράγματα που βλέπουμε και μπορούμε να διδαχτούμε απ’ αυτά. Μπορώ ν’ αγαπήσω μια πέτρα Γκοβίντα, κι ένα δέντρο ή ένα κομμάτι φλοιού. Είναι πράγματα αυτά Γκοβίντα, και τα πράγματα μπορεί κανείς να τ’ αγαπήσει.

Τις λέξεις όμως δεν μπορώ να τις αγαπήσω. Γι’ αυτό δεν έχουν καμία αξία για μένα οι διδαχές. Δεν έχουν ούτε σκληρότητα, ούτε μαλακότητα, ούτε χρώματα, ούτε κόχες, ούτε μυρωδιά, ούτε γεύση, δεν έχουν παρά μόνο λέξεις. Ίσως αυτό είναι που σε εμποδίζει να βρεις τη γαλήνη, ίσως να είναι οι πολλές λέξεις. Γιατί ακόμα κι η λύτρωση και η αρετή, ακόμα και η σανσάρα και η Νιρβάνα είναι μόνο λέξεις, Γκοβίντα. Δεν υπάρχει κανένα πράγμα που θα μπορούσε να είναι Νιρβάνα. Υπάρχει μόνο η λέξη Νιρβάνα”.
Ο Γκοβίντα είπε: “Δεν είναι μόνο η λέξη Νιρβάνα, φίλε. Είναι μια σκέψη”.
Ο Σιντάρτα συνέχισε: “Μια σκέψη, ας είναι κι έτσι. Πρέπει να σου το ομολογήσω, αγαπημένε: δεν βρίσκω μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις σκέψεις και τις λέξεις. Για να μιλήσω ανοιχτά, δεν έχω μεγάλη υπόληψη ούτε στις σκέψεις. Εχω περισσότερη υπόληψη στα πράγματα.


“Εδώ π.χ., σ’ αυτό το πέραμα, ένας άνθρωπος ήταν προκάτοχος και δάσκαλός μου. Ένας άγιος άνθρωπος, που πίστευε μερικά χρόνια μόνο στον ποταμό, σε τίποτ’ άλλο: είχε καταλάβει πως η φωνή του ποταμού του μιλούσε, μάθαινε απ’ αυτή, εκείνη τον εκπαίδευε και τον δίδασκε, ο ποταμός του φαινόταν Θεός. Πολλά χρόνια πέρασαν χωρίς να μάθει ότι κάθε άνεμος, κάθε σύννεφο, κάθε πουλί, κάθε χρυσοκάνθαρος είναι εξίσου θεϊκός κι ότι ξέρει και μπορεί να διδάξει τόσα πολλά όσα και ο λατρεμένος του ποταμός. Όταν όμως πήγε στα δάση αυτός ο άγιος, τα ήξερε όλα, ήξερε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι ΕΣΥ κι εγώ, χωρίς δασκάλους, χωρίς βιβλία, μόνο γιατί είχε πιστέψει στον ποταμό”.

Ο Γκοβίντα είπε: “Είναι όμως κάτι πραγματικό αυτό που ονομάζεις “πράγμα”, είναι κάτι υπαρκτό; Δεν είναι μόνο δόλος της μάγια, μόνο εικόνα και φαινόμενο; Η πέτρα σου, το δέντρο, ο ποταμός σου- είναι πραγματικότητα όλ’ αυτά;”
“Ούτε αυτό δεν με σκοτίζει πολύ”, είπε ο Σιντάρτα. “Αν τα πράγματα είναι απλώς φαινόμενα, τότε είμαι κι εγώ φαινόμενο, κι έτσι είναι όμοιά μου. Αυτό είναι που τα κάνει τόσο αγαπητά και αξιοσέβαστα για μένα, το ότι είναι όμοιά μου. Γι’ αυτό μπορώ να τ’ αγαπήσω.
Κι αυτή είναι μια διδαχή που θα σε κάνει να γελάσεις: μου φαίνεται, Γκοβίντα, ότι το σπουδαιότερο απ’ όλα είναι η αγάπη. Μπορεί να είναι αποστολή των μεγάλων στοχαστών να παρατηρούν τον κόσμο, να τον εξηγούν ή και να τον περιφρονούν. Αλλά το μόνο που έχω να κάνω εγώ είναι να μπορώ ν’ αγαπάω τον κόσμο, να μην τον περιφρονώ, να μην τον μισώ ούτε κείνον ούτε τον εαυτό μου, να μπορώ να βλέπω τον κόσμο, τον εαυτό μου κι όλα τα πλάσματα με θαυμασμό και δέος”.

“Το καταλαβαίνω αυτό”, είπε ο Γκοβίντα. “Αλλά αυτό ακριβώς ονόμασε απάτη εκείνος, ο Φωτισμένος. Επιτρέπει την ευμένεια, την επιείκεια, τον οίκτο, την υπομονή, αλλά όχι την αγάπη. Μας έχει απαγορέψει να δένουμε την καρδιά μας στην αγάπη των επιγείων”.
“Το ξέρω”, είπε ο Σιντάρτα. Το χαμόγελό του ακτινοβολούσε σαν χρυσάφι. “Το ξέρω Γκοβίντα. Αλλά δες, βρισκόμαστε ακριβώς στη μέση του δάσους των απόψεων, της διαμάχης των λέξεων. Γιατί δεν μπορώ να το αρνηθώ, τα λόγια μου για την αγάπη έρχονται σε αντίθεση, σε φαινομενική αντίθεση με τα λόγια του Γκοτάμα. Γι’ αυτό ακριβώς έχω τόσο μεγάλη δυσπιστία για τις λέξεις, επειδή ξέρω ότι αυτή η αντίθεση είναι πλάνη. Ξέρω πως συμφωνώ με τον Γκοτάμα. Πως θα μπορούσε Εκείνος να μη γνωρίζει την αγάπη;

Εκείνος, που είδε την ανθρώπινη ύπαρξη σ’ όλη της την παροδικότητα, σ’ όλη τη μηδαμινότητά της, αγάπησε τόσο πολύ τους ανθρώπους, που αφιέρωσε μια ολόκληρη, μακριά, επίμονη ζωή για να τους βοηθήσει, για να τους διδάξει! Και σ’ εκείνον, σ’ εκείνον το μεγάλο δάσκαλο, τα πράγματα έχουν για μένα μεγαλύτερη αξία από τις λέξεις, οι πράξεις κι η ζωή του από τους λόγους του, οι κινήσεις τους χεριού του μου φαίνονταν σημαντικότερες από τις απόψεις. Δεν βλέπω το μεγαλείο του σε λόγους και σε σκέψεις, το μεγαλείο του το βρίσκω μόνο στην πράξη και στη ζωή”.
Οι δύο ηλικιωμένοι άντρες έμειναν πολλή ώρα σιωπηλοί.
«…Γιατί θά ’πρεπε να φοβηθώ ένα σαμάνο, έναν ανόητο σαμάνο από το δάσος που έρχεται από τα τσακάλια, και δεν ξέρει τι είναι οι γυναίκες;»



«Ω, είναι δυνατός ο σαμάνος και δεν φοβάται τίποτα. Θα μπορούσε να σε βιάσει, όμορφο κορίτσι. Θα μπορούσε να σε ληστέψει. Θα μπορούσε να σου κάνει κακό!»
«Όχι σαμάνε, δε φοβάμαι γι’ αυτό. Φοβήθηκε ποτέ ένας σαμάνος ή ένας βραχμάνος πως θα μπορούσε νά ’ρθει κάποιος και να του κλέψει την σοφία, την ευσέβεια και τη σοβαρότητά του; Όχι, αφού του ανήκουν, και δίνει απ’ αυτά μόνον ό,τι θέλει να δώσει και όταν θέλει. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την Καμάλα και τις χάρες της αγάπης. Το στόμα της Καμάλα είναι κόκκινο και όμορφο, αλλά δοκίμασε να το φιλήσεις χωρίς τη θέλησή της και δε θά ’χεις ούτε σταγόνα! Είσαι διψασμένος για μάθηση, Σιντάρτα. Μάθε λοιπόν αυτό: την αγάπη μπορεί κανείς να τη ζητιανέψει, να την αγοράσει, να την πάρει δώρο, να τη βρεί στο δρόμο, αλλά να την κλέψει δεν μπορεί. Σκέφτηκες λάθος δρόμο. Όχι, θά ’ταν κρίμα ν’ αρχίσει έτσι ένας τόσο όμορφος νέος σαν κι εσένα». (…)

«…Του μάθαινε ότι οι εραστές δεν πρέπει να χωρίζονται μετά τη φωτιά της αγάπης χωρίς να θαυμάσουν ο ένας τον άλλο, χωρίς να νιώσουν τόσο νικημένοι όσο και νικητές, για να μη νιώσει κανείς από του δυό χορτασμένος ή ανικανοποίητος, και να μη γεννηθεί σε κανέναν το άσχημο αίσθημα πως χρησιμοποιήθηκε ή χρησιμοποίησε τον άλλο.(…)
«…Ο Σιντάρτα είπε: «Τί μπορώ να σου πω εγώ, σεβάσμιε; Μήπως πως αναζητάς υπερβολικά; Πως η αναζήτηση σ’ εμποδίζει να βρεις;»

«Μα πώς;» ρώτησε ο Γκοβίντα.
«Όταν κάποιος ζητάει», είπε ο Σιντάρτα, «συμβαίνει να συχνά να μη βλέπουν τα μάτια του παρά μόνο το πράγμα που ζητάει, συμβαίνει να μην είναι ικανός να βρει τίποτα, επειδή σκέφτεται πάντα μόνο αυτό που ζητάει, επειδή έχει ένα σκοπό, επειδή κατέχεται από τον σκοπό. Ζητάω θα πει: έχω ένα σκοπό. Βρίσκω όμως σημαίνει: είμαι ελεύθερος, στέκομαι ανοιχτός, δεν έχω κανένα σκοπό. Εσύ, σεβάσμιε, είσαι κατά πάσα πιθανότητα πραγματικά ένας αναζητητής, αφού, επιδιώκοντας το σκοπό σου, δεν βλέπεις μερικά πράγματα που είναι ’μπρός στα μάτια σου».(…)

«…Κάποτε πέρασαν από την πόλη του Σιντάρτα σαμάνοι, περιπλανώμενοι ασκητές, τρεις λεπτοί, σβησμένοι άντρες, ούτε γέροι ούτε νέοι, με σκονισμένους και ματωμένους ώμους, σχεδόν γυμνοί, καμένοι από τον ήλιο, τυλιγμένοι στη μοναξιά, ξένοι και εχθρικοί για τον κόσμο, απόμακρα κι αδύνατα τσακάλια στο βασίλειο των ανθρώπων. Γύρω τους φυσούσε ένας ζεστός άνεμος σιωπηλής οδύνης, απομονωτικού καθήκοντος, άπονης άρνησης του εγώ.


 «Σιντάρτα» είπε, «τι περιμένεις;»
«Ξέρεις τι».
«Θα στέκεσαι πάντα έτσι και θα περιμένεις, ώσπου να έρθει η μέρα, το μεσημέρι, το βράδυ;»
«Θα στέκομαι και θα περιμένω».
«Θα κουραστείς Σιντάρτα».
«Θα κουραστώ».
«Θα αποκοιμηθείς Σιντάρτα».
«Δεν θα αποκοιμηθώ».
«Θα πεθάνεις Σιντάρτα».
«Θα πεθάνω».
«Και προτιμάς να πεθάνεις παρά να υπακούσεις τον πατέρα σου;»
«Ο Σιντάρτα υπάκουε πάντα τον πατέρα του».
«Ώστε θα παραιτηθείς από την επιθυμία σου;»
«Ο Σιντάρτα θα κάνει ότι του πει ο πατέρας του».

Ένας μοναδικός σκοπός υπήρχε για τον Σιντάρτα: ν’ αδειάσει, να μείνει άδειος από δίψα, άδειος από επιθυμία, άδειος από όνειρα, άδειος από χαρά, από λύπη. Να σκοτώσει τον εαυτό του, να μην είναι πια Εγώ, να βρει την ηρεμία της αδειανής καρδιάς, να γνωρίσει την καθαρή σκέψη, αυτός ήταν ο σκοπός του. Όταν κατακτιόταν και πέθαινε όλος ο εαυτός, όταν σώπαινε κάθε αναζήτηση και κάθε λαχτάρα μέσα στην καρδιά, τότε έπρεπε να ξυπνήσει το τελευταίο, το βάθος της ύπαρξης, που δεν είναι πια Εγώ, το μεγάλο μυστικό.

Ένας ερωδιός πετούσε πάνω από το δάσος των μπαμπού- κι ο Σιντάρτα έκλεινε τον ερωδιό στην ψυχή του, πετούσε πάνω από δάση και οροσειρές, γινόταν ερωδιός, έτρωγε ψάρια, πεινούσε την πείνα των ερωδιών, μιλούσε με το κρώξιμό τους, πέθαινε το θάνατο των ερωδιών. (…)

«…Κι ο Σιντάρτα είπε σιγανά, σαν να μιλούσε μόνος του: «Τι είναι η συγκέντρωση; Τι είναι η εγκατάλειψη του κορμιού; Τι είναι η νηστεία; Τι είναι το κράτημα της αναπνοής; Είναι φυγή από το Εγώ, είναι μια σύντομη απόδραση από την οδύνη της ύπαρξης, είναι σύντομη νάρκωση μπρος τον πόνο και την ανυπαρξία νοήματος στη ζωή. Ο ζευγολάτης βρίσκει στο πανδοχείο την ίδια φυγή, την ίδια σύντομη νάρκωση, πίνοντας μερικά ποτήρια κρασιού από ρύζι ή γάλα από καρύδα. Δεν νοιώθει πια το Εγώ του, δεν αισθάνεται πια άλλο τους πόνους της ζωής, βρίσκει μια σύντομη νάρκωση. Βρίσκει, σκυμμένος πάνω στο ποτήρι του με το κρασί, αυτό το ίδιο που βρίσκουν ο Σιντάρτα και ο Γκοβίντα όταν ξεφεύγουν με ατέλειωτες ασκήσεις από το κορμί τους και γλιστράνε στην ανυπαρξία. Έτσι είναι, Γκοβίντα».

«…Σκεφτόταν βαθιά, σαν νερό κατέβαινε ως τις ρίζες αυτής της σκέψης, ως εκεί που βρίσκονται οι αιτίες, γιατί σκέψη σημαίνει να γνωρίζεις τις αιτίες, έτσι του φαινόταν, και μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο οι σκέψεις γίνονται γνώσεις και δεν πάνε χαμένες, αλλά αποκτάνε σημασία και ακτινοβολούν το περιεχόμενο τους.»

«…Πραγματικά κανένα πράγμα στον κόσμο δεν απασχόλησε τόσο πολύ τη σκέψη μου, όσο αυτό το Εγώ, αυτό το αίνιγμα ότι είμαι ζωντανός, ότι είμαι ένας, χωρισμένος και διαφορετικός από τους άλλους, ότι είμαι ο Σιντάρτα! Κι όμως, για κανένα πράγμα στον κόσμο δεν ξέρω λιγότερα απ’ ότι για μένα, για τον Σιντάρτα!»

«…Κοίταξε Καμάλα: όταν ρίχνεις μια πέτρα στο νερό, βιάζεται να βρει το συντομότερο δρόμο για το βυθό. Έτσι γίνεται και όταν ο Σιντάρτα έχει ένα σκοπό, μια πρόθεση. Ο Σιντάρτα δεν κάνει τίποτα, περιμένει, σκέφτεται, νηστεύει, αλλά περνάει μέσα από τα πράγματα του κόσμου όπως η πέτρα από το νερό, χωρίς να κάνει τίποτα, χωρίς να κινηθεί, κάτι τον τραβάει, αφήνεται να πέσει. Ο σκοπός του τον τραβάει, γιατί δεν αφήνει να μπει στην ψυχή τουτίποτα αντίθετο στο στόχο του. Αυτό έμαθε ο Σιντάρτα από τους σαμάνους. Αυτό οι ανόητοι το ονομάζουν θαύμα και πιστεύουν πως προκαλείται από τους δαίμονες. Τίποτα δεν προέρχεται από τους δαίμονες, δεν υπάρχουν δαίμονες. Ο καθένας μπορεί να κάνει θαύματα, καθένας μπορεί να πετύχει το σκοπό του, αν ξέρει να σκέφτεται, να περιμένει και να νηστεύει».


«Σιντάρτα»  Ένα ινδικό παραμύθι, του Hermann Hesse

Το βιβλίο
Το «Σιντάρτα» γράφτηκε το 1922 αφού ο συγγραφέας είχε επιστρέψει από ταξίδι στην Ινδία. Τη δεκαετία του 1960 γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ειδικά στην Αμερική. Γυρίστηκε σε ταινία στην Αμερική και στην Ισπανία, διασκευάστηκε σε μιούζικαλ και επηρέασε μουσικά συγκροτήματα όπως τους Radiohead που στο άλμπουμ Amnesiac εμπνεύσθηκαν στίχους από το μυθιστόρημα.
Το "Σιντάρτα" διαδραματίζεται στην αρχαία Ινδία γύρω στον 6ο αιώνα π.χ. Είναι η καταγραφή της πορείας ενός ανθρώπου που ψάχνει να βρει τον εαυτό του και τη βαθύτερη αλήθεια της ζωής, γραμμένη με βιβλική σχεδόν απλότητα και ομορφιά, που καταλήγει σ' έναν παθιασμένο ύμνο της ατομικότητας και της πνευματικής ανεξαρτησίας.

Ο συγγραφέας
Γεννημένος στη Γερμανία το 1877, ο Έρμαν Έσσε ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως βιβλιοπώλης στο Τύμπιγκεν, όπου άρχισε να γράφει και να δημοσιεύει ποιήματα σε ηλικία είκοσι ενός χρόνων. Πενήντα χρόνια αργότερα, γνώρισε τη πρώτη μεγάλη του επιτυχία σε μυθιστορήματα που μιλούσαν για τα προβλήματα των νέων. Αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελβετία, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον γερμανικό μιλιταρισμό, και αναγνωρίστηκε ως μια από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές φυσιογνωμίας του γερμανόφωνου κόσμου. Η ανθρωπιά και η φιλοσοφία του αναπτύχθηκαν σε μυθιστορήματα όπως «Ο λύκος της στέπας», ενώ τα ποιήματα και τα δοκίμιά του του εξασφάλισαν κορυφαία θέση ανάμεσα στους σύγχρονους στοχαστές. Ο ναζισμός απαγόρευσε τα βιβλία του Έσσε, αλλά η Ελβετία τον τίμησε, ανακηρύσσοντάς τον επίτιμο διδάκτορα της φιλοσ
οφίας. Το 1946 πήρε το Βραβείο Νόμπελ και πέθανε το 1962, ογδόντα πέντε ετών. 

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Η παραβολή του Τζελαλεντίν Ρουμί για τον Κινεζικό και τον Ελληνικό πολιτισμό.

Η παρακάτω παραβολή βρίσκεται στο  μεταφυσικού περιεχομένου βιβλίο, «Μαθναβί» γραμμένο από τον Πέρση ποιητή και δάσκαλο  Τζελαλεντίν Ρουμί το 1273. Στην Ιστορία αυτή  περιγράφεται η διαφορά ανάμεσα στους δυο κορυφαίους αρχαίους  πολιτισμούς,  των Ελλήνων και των Κινέζων. 

...Αν θες μια παραβολή της κρυμμένης γνώσης, πες την ιστορία των Ελλήνων και των Κινέζων.


-Είμαστε οι καλύτεροι καλλιτέχνες, είπαν οι Κινέζοι.



 -Κι όμως εμείς υπερέχουμε! Είπαν οι Έλληνες.


Θα διαγωνιστείτε, είπε ο Σουλτάνος, και τότε  θα δούμε ποιος έχει δίκιο στον ισχυρισμό του.

Παραχωρήσατε μας ένα ορισμένο δωμάτιο και ένα άλλο στους Έλληνες είπαν οι Κινέζοι.

Τα δωμάτια ήταν απέναντι πόρτα με πόρτα. Οι κινέζοι ζήτησαν από το βασιλιά εκατό χρώματα. Έτσι ο πλούσιος μονάρχης άνοιξε το θησαυροφυλάκιο του και κάθε μέρα οι Κινέζοι έπαιρναν από την επιχορήγηση του τα χρώματα τους.

Για τη δική μας δουλειά χρώματα και αποχρώσεις δεν είναι κατάλληλα, είπαν οι Έλληνες. Αυτό που θέλουμε είναι να απαλλαγούμε από τη σκουριά. Και βάλθηκαν να γυαλίσουν το δωμάτιο.Υπάρχει ένας δρόμος από το πολύχρωμο στο άχρωμο. Το χρώμα είναι σαν τα σύννεφα, το φεγγάρι είναι άχρωμο.


Οποιαδήποτε  ακτινοβολία και λαμπρότητα βλέπουμε στα σύννεφα, ας είμαστε σίγουροι ότι προέρχονται από τα άστρα το φεγγάρι και τον Ήλιο.
Μόλις τέλειωσαν οι Κινέζοι τη δουλειά τους άρχισαν  να χτυπούν τύμπανα από την χαρά τους. Ο Βασιλιάς ήρθε μέσα και είδε τις εικόνες τους και από τη στιγμή που αντίκρισε αυτό το θέαμα έχασε το μυαλό του.

Μετά προχώρησε προς το δωμάτιο των Ελλήνων, που μόλις τον είδαν τράβηξαν την κουρτίνα που χώριζε τα δυο δωμάτια, έτσι ώστε τα καταπληκτικά έργα των Κινέζων αντικατοπτρίστηκαν πάνω στους τοίχους , που τους είχαν βγάλει τη  σκουριά και τους είχαν γυαλίσει. Όλα εκείνα που ο βασιλιάς είχε δει στο δωμάτιο των Κινέζων φαίνονταν καλύτερα εδώ. Τόσο καλύτερα που τα μάτια του πετάχτηκαν έξω από τις κόγχες τους!


Οι Έλληνες πατέρα μου, είναι οι Σούφι χωρίς επαναλήψεις, βιβλία και διαβάσματα και όμως έχουν ελευθερώσει τα στήθη τους από την πλεονεξία, την απληστία, την φιλαργυρία και την κάκια. Η αγνότητα του καθρέφτη είναι χωρίς άλλο η καρδιά που δέχεται αμέτρητες εικόνες. Η αντανάκλαση κάθε εικόνας λάμπει για πάντα στην καρδιά και μόνον.

Και κάθε νέα εικόνα που εισχωρεί στην καρδιά προβάλλεται, απαλλαγμένη από κάθε ατέλεια.
Αυτοί που έχουν καθαρίσει την καρδιά τους έχουν ξεφύγει από τα αρώματα και τα  χρώματα. Κάθε λεπτό, κάθε στιγμή ατενίζουν την ομορφιά¨

Πηγή: Οι Διδάσκαλοι του Γκουρτζίεφ-Raphael Lefort, εκδόσεις:Πύρινος κόσμος



Επεξεργασία, επιμέλεια  αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος


Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

«Σελήνη και Ενδυμίων» - Σελήνη, Ἄρτεμις, Ἑκάτη



Ο Ενδυμίων ήταν ο δεύτερος μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Ήλιδας.

Σύμφωνα με τον Παυσανία γιος του Αέλθιου και εγγονός της Πρωτογένειας και του Δία απόγονος του Δευκαλίωνα.Κατά τον Ησίοδο ήταν γιος του Δία και της Καλύκης.Ο Ενδυμίων ήταν αρχηγός των Αιολών τους πήρε από την Θεσσαλία,όπου  εκεί έδιωξε από τη βασιλεία τον Κλύμενο και έγινε αυτός βασιλιάς της Ηλίδας ...

Επίσης ότι ίδρυσε πρώτος αυτός τους αγώνες δρόμου και ότι ο τάφος του ήταν στο στάδιο της Ολυμπίας. Στη Σπάρτη τον τιμούσαν ως τοπικό ήρωα καθώς επίσης στην Αρκαδία, στην Αιτωλία και σ' άλλες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας.

Παντρεύτηκε την Αστεροδία ή την Υπερίππη ή την Χρομία, γιοι του ήταν ο Επειός, ο Παίονας και ο Αιτωλός , όλοι επώνυμοι λαών και κόρη του η Ευρυκύδα μητέρα του Ηλείου. Κάποτε ο Ενδυμίων διοργάνωσε αγώνα δρόμου δρόμου στην Ολυμπία ανάμεσα στους γιους του για σκοπό όποιος βγει νικητής να τον διαδεχτεί. Νικητής ήταν ο Επειός όπου και τον διαδέχτηκε αλλά και έδωσε το όνομα του στον λαό.

Περίφημος είναι ο μύθος για τον Ενδυμίωνα κατά τον οποίο ο γιος του Δία ήταν ωραιότατος νέος ο πιο ωραίος των θνητών.,που τον ερωτεύτηκε η Σελήνη και τον επισκεπτόταν στο σπήλαιό του.

Επειδή η Σελήνη ήθελε να τον βλέπει διαρκώς, ο Δίας τον έκανε να κοιμάται αιώνια, χωρίς να χάνει την ομορφιά του και τη νεότητά του. Ο ύπνος αυτός έμεινε παροιμιώδης.
 
Σύμφωνα μ' άλλη εκδοχή ο Ενδυμίωνας, καθώς έβοσκε τα πρόβατά του, αποκοιμήθηκε πάνω σ' ένα βράχο και τον άρπαξε η Σελήνη και γέννησε από αυτόν πενήντα κόρες.

Oμως, ο Ενδυμίωνας ήταν άνθρωπος και επομένως ήταν επιρρεπής στη γήρανση και τελικά στο θάνατο. Η Σελήνη δε μπορούσε να αντέξει στη σκέψη αυτής της σκληρής μοίρας. Σύμφωνα με μια εκδοχή αυτού του μύθου, εξασφάλισε την αιώνια νεότητα του Ενδυμίωνα κάνοντάς του μάγια για να κοιμάται παντοτινά. Με αυτό τον τρόπο, ο Ενδυμίωνας θα ζούσε μέσα στον ύπνο του για πάντα στο πέρασμα του χρόνου.

Σύμφωνα με μία μεταγενέστερη παραλλαγή του μύθου που μεταφέρεται από τον Ρωμαίο ποιητή Οβίδιο και από μεταγενέστερους ποιητές, ο Ενδυμίων ήταν βοσκός από την Καρία με απαράμιλλη ομορφιά. Η Σελήνη τον είδε σε μία σπηλιά του Λάτμου και τον ερωτεύτηκε. Τον επισκεπτόταν κάθε βράδυ την ώρα που κοιμόταν, όμως ανησυχώντας πως σαν θνητός θα γεράσει και θα πεθάνει παρακάλεσε τον Δία να τον αφήσει να κοιμάται για πάντα τον αγέραστο ύπνο ώστε να μην τον χάσει ποτέ .Τότε τον πήρε ο Δίας στον ουρανό όπου μετά τον έριξε στον Άδη. Ο Δίας όμως του έδωσε το προνόμιο όσο κοιμάται να μένει αγέραστος και αθάνατος.

Στην πόλη Ηράκλεια που βρισκόταν στους πρόποδες του , Λάτμου, ο Ενδυμίων λατρευόταν ως μυθικός ιδρυτής της πόλης και υπήρχε ιερό αφιερωμένο σ’ αυτόν. Ο έρωτας του Ενδυμίωνα και της Σελήνης έμεινε παροιμιώδης για την καθήλωση στην οποία τον οδήγησε. Ο κυνηγός είχε γίνει θήραμα. Η συμβολική σημασία του αξύπνητου αλλά δραστήριου ερωτικά ύπνου του ήταν μια υπόμνηση γι αυτό που μας συμβαίνει όταν ερωτευόμαστε: μια υπνωτισμένη προσκόλληση του νου σε ένα ερωτικό αντικείμενο. 

Από μια άποψη όλοι οι έρωτες μας υπνωτίζουν και μας προκαλούν ένα είδος καθήλωσης τουλάχιστον όσο διαρκεί το πρώτο διάστημα, του μέλιτος. Όμως, όταν περάσει η πρώτη «τρέλα» ο ένας από τους δυο μισοξυπνάει. Και τότε αλίμονό του εκείνου που τα μάτια του είναι ακόμα θολά από τον ύπνο και εξακολουθεί να κοιτάζει μαγεμένος τον ερωτικό του σύντροφο. «Μέσα στη νύχτα μαγεμένος ο Ενδυμίων από την ετερόφωτη Σελήνη δεν υποψιάζεται ούτε τη σκοτεινή πλευρά της» γράφει ο ποιητής Νίκος Αντωνάτος περιγράφοντας μια πραγματικότητα που αφορά εκείνους που προσδένονται ασφυκτικά στο ερωτικό άρμα του συντρόφου τους και δεν καταφέρνουν να ξεκολλήσουν ακόμα και χρόνια μετά, όταν περάσει όλο το εύλογο και παράλογο διάστημα του έρωτα. Λες και ζουν και υπάρχουν μόνο για τον άλλο. 

Οι δικές τους ανάγκες, τα δικά τους γούστα, ο εαυτός τους εξαφανίζονται. Ο άλλος αναγορεύεται σε παντοδύναμο θεό που έχει τη δύναμη να επιφέρει την πιο ακραία ευτυχία ή δυστυχία στον ψυχισμό του ερωτικά υποτελούς. Τον ανεβάζει στα ουράνια ή τον καταβαραθρώνει στα Τάρταρα με μια λέξη, μια κίνηση, μια άρνηση να σηκώσει το τηλέφωνο ή μια θερμή ματιά. Τα πάντα διογκώνονται και αποκτούν τεράστια σημασία, ακόμα και το πετάρισμα των βλεφάρων.

Σελήνη καὶ Ψυχή

Ἡ Σελήνη σχετίζεται μὲ τὸν κόσμον τῶν ψυχῶν. Τῆς ἀποδίδεται ἡ συνδετική, ἡ συνεκτικὴ ἰδιότης, ἰδίᾳ ἐννοίᾳ ποὺ ἡ Ψυχή, κατὰ Πλάτωνα, ὁ συνεκτικὸς κρίκος ἐστὶ μεταξὺ τοῦ σώματος καὶ τοῦ νοῦ, τοῦ καθάριου πυρὸς τοῦ προερχόμενου ἐκ τῶν ἀστέρων. Συμφώνως πρὸς τὸν Πλούταρχον, ὁ Ἥλιος προσφέρει τὸ θεῖον πῦρ, ἡ Σελήνη τὴν ψυχὴν καὶ ἡ Γῆ τὸ σῶμα. Μετὰ τὸν θάνατον αἱ ψυχαὶ περιπλανώνται τῇ ὑποσελήνιᾳ περιοχῇ κὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀνέρχονται εἰς Σελήνην, ὅπου σταδιακῶς ἀποβάλλουσιν τὴν βαρύτερην ὕλην καὶ κεκαθαρμέναι δύνανται νὰ ἐπαναγεννηθοῦν ἢ νὰ διαλυθοῦν ὠς ψυχαὶ καθὼς ὁ νοῦς ἐπιστρέφει εἰς Ἥλιον.

Ἐπὶ τούτου παραθέτουμε τὸ ἀκόλουθον ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Πλούταρχο, ὅπου ἀναφέρονται τὰ περὶ Στυγὸς καὶ ἡ σχέση τῆς μὲ τὸν Ἅδην καὶ τὴν Σελήνην, σχετικῶς μὲ τὰς ψυχάς. Ἡ Στὺξ συσχετίζεται καὶ μὲ τὸν κῶνον τῆς σκιᾶς τῆς γῆς· ὅταν δὲ προσπίπτει τῇ Σελήνῃ ἐπιφέροντας ἔκλειψιν, αἱ περιπλανώμεναι ψυχαὶ τοῦ ἐπιχθονίου χώρου ὁδηγούνται πρὸς Ἅδην καὶ δύνανται νὰ ἀνέλθουν ἀπὸ τὸν ὑποσελήνιον χώρον.

Σελήνη, Ἄρτεμις, Ἑκάτη

Εἶναι γνωστὸς ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὁ συσχετισμὸς τῆς Σελήνης μὲ τὴν Ἑκάτην καὶ τὴν Ἄρτεμιν. Δὲν πρόκειται ὅμως διὰ τάυτισιν, ὠς συχνῶς ἀναφέρεται ἀλλὰ διὰ φώτισιν διαφορετικῶν πλευρῶν ποὺ δηλοῦσιν ἰδιότητας. Ἡ σχέσις Ἑκάτης καὶ Ἀρτέμιδος εἶναι περίπου ἡ ἑξῆς. Ἡ Ἑκάτη ὠς τρίμορφος (πολύμορφος) καὶ μεγάλη θεά, ἵσταται καὶ εἰς τοὺς τρεῖς κόσμους, ἰδίως δὲ κινεῖται ἐπὶ τῶν μετακοσμίων.

Ὅταν συγκεκριμενοποιεῖται καὶ λαμβάνει καθορισμένην μορφὴν ἐπὶ ἑνὸς κόσμου, δηλώνεται καὶ φαένεται, τὸ δεδηλωμένον δὲ μέρος αὐτῆς καλεῖται Ἄρτεμις. Δηλαδὴ ἡ δεδηλωμένη ἐκπεφρασμένη Ἑκάτη ἐστὶ ἡ Ἄρτεμις. Δὲν ταυτίζονται ἀκριβῶς ἀλλὰ ἡ μία ἀποτελεῖ συγκεκριμένην ἔκφρασιν τῆς ἄλλης, τὰ δὲ ὀνόματά των παραμένουσιν διαφορετικὰ ἀφοῦ ἀναφέρονται καὶ περιγράφουσιν διαφορετικὰς καταστάσεις.

Ὁ συνθετικὸς Λόγος τῆς Θεᾶς, λαμβάνει ἔκφρασιν μέσῳ τῆς Σελήνης, εἰς τὰ περὶ ψυχῆς συστάσεως καὶ κράσεως ἄρα καὶ εἰς τὰ περὶ τῶν εἰδῶν καὶ γενῶν ζῴων καὶ φυτῶν ποὺ γεννῶνται ἐπὶ γῆς, τὰ ὁποῖα καὶ ἡ Θεὰ θρέφει διὰ τῶν ἀπορροιῶν τῆς Σελήνης.

Ὁ ἀστὴρ τῆς Σελήνης ἀποτελεῖ ἐλλόγιμη συμπύκνωσις ποὺ ἀντανακλᾷ τὰς Ἰδέας τῆς Θεᾶς, ὢς ὁ Ἥλιος ὁμοῖως τοῦ Ἀπόλλωνος. Ἡ Θεὰ εἴτε ὠς Ἑκάτη εἴτε διὰ τῆς ἐκπεφρασμένης της μορφῆς, ὢς Ἄρτεμις ἐφορεύει τὸν συνθετικὸν Λόγον εἰς ψυχὰς καὶ εἰς εἴδη ζῴων, ἑπομένως σχετίζεται μὲ τὴν συμπαθητικὴν δύναμιν μεταξὺ τῶν μερῶν τοῦ Κόσμου, τὸν κοσμικὸν μαγνητισμὸν τῶν ὁμοειδῶν (ὁ νόμος τῆς ἐφελκύσεως τοῦ ὁμοίου ἀπὸ τὸ ὅμοιον) ποὺ οἱ παλαιοὶ ἱερεῖς ἀποκάλεσαν Μαγεία καὶ ποὺ ἀποτελεῖ μέρος τῆς Ἱερατικῆς Τέχνης, ὠς ἀναφέρει καὶ ὁ Πρόκλος.

Σελήνη καὶ Μένος

Ἡ Σελήνη συχνὰ προσωνυμεῖται Μήνη ἐκ τῆς ἰδιότητος της νὰ φέρει ἐν ἰδιαίτερον εἶδος μανίας, τοῦ ὁποίου ἡ συχνότερη ἔκφρασις ἐστὶ τὸ μένος. Ἐτοῦτο τὸ ἰδιαίτερον εἶδος μανίας μαγνητίζει τὸν ἄνθρωπον καὶ δύναται νὰ τὸν φέρει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν ὀνειρικὴν διάστασιν καὶ νὰ ὁδηγήσει τὴν ψυχὴν του σὲ ὁράματα μαντικὰ καὶ φάσματα μυστηριακά. Ἡ λαϊκὴ δοξασία πὼς αἱ μάγισσαι "ἐφελκύουσιν πρὸς τὰ κάτω τὴν Σελήνην" ἢ ἀκόμη καὶ πὼς τὴν "ἐξαφανίζουσιν" (κατὰ τὴν φάσιν τῆς νέας σελήνης) πιθανῶς νὰ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν συντονισμὸν κάποιων γυναικῶν μὲ ἐτοῦτο τὸ ἰδιαίτερον εἶδος τοῦ σεληνιακοῦ μαγνητισμοῦ. Συχνὰ ἡ λαϊκὴ δοξασία περιγράφει μάγισσας νὰ ἔρχονται εἰς κατάστασιν ἐκστάσεως κατὰ τὴν διάρκειαν καποίων νυκτῶν τοῦ μηνός.

Ἡ συχνότερη ἔκφρασις ὅμως ἐστὶ τὸ μένος, ἐκεῖνο τὸ ἰδιαίτερο εἶδος παραφροσύνης ποὺ ὁδηγεὶ καποίους ἀνθρώπους σὲ ἀλλοπρόσαλας πράξεις, καθὼς τὰ πάθη ἐντὸς τῆς ψυχῆς των ἐντείνονται καὶ ἀναδεύονται ἀνεξέλεγκτα. Οἱ ἀρχαῖοι ἐπίστευαν πὼς ἐπρόκειτο διὰ τὴν Μήνην, τὴν ὀργὴν τῆς θεᾶς ἐναντίον καποίων ἀσεβῶν, ἀδίκων, βεβήλων καὶ πὼς μὲ ἐτοῦτον τὸν τρόπον ἡ θεά τοὺς τιμωροῦσε. Γεμάτοι πάθη καὶ ἐλαττώματα, ὑπὸ τὴν ἰδιαίτερον ἐπίδρασην τῆς Μήνης, ἐκεῖνα αὐξάνονται ἀνεξέλεγκτα ἐντὸς των παρασύροντάς τους σὲ ἀκόμη χειροτέρας πράξεις, καθιστώντας ἔκδηλον τὴν κακίαν των τοῖς πᾶσι, καὶ καταλήγοντας νὰ ἐπιφέρουν τὴν τιμωρίαν των. 
Ὁ σεληνιασμὸς ἐτοῦτος (lunacy) συχνὰ εἶχε νὰ κάνει καὶ μὲ ἀλλοπρόσαλα ὁράματα καὶ φάσματα ποὺ ἔκαναν κάποιον προσωρινῶς νὰ παραφρονήσει.Εἰς τοὺς μύθους ἡ Σελήνη ἐμφανίζεται νὰ βοηθεῖ τὸν Διόνυσον νὰ τιμωρήσει τὸν Πενθέα, ὠθώντας τον σὲ παραπλανητικὰς ἀντιλήψεις καὶ παραλόγας πράξεις.

Ἡ Σελήνη ἐμφανίζεται καὶ εἰς Γιγαντομαχίαν νὰ μάχεται ἐναντίον τοῦ Τυφῶνος. Ἀπὸ τὴν μάχην ἐτούτην σημαδεύεται ἡ ἐπιφάνεια τοῦ σεληνιακοῦ δίσκου.

Τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ που ἀποδίδουν μυθολογικῶς οἱ Ἕλληνες εἰς Σελήνην

Ἡ Σελήνη εἶναι ἡ κατεξοχὴν τροφὸς τῶν ψυχῶν καὶ ὠς τέτοια ἐφορεύει τὴν ἀναπτυξιακὴν διαδικασίαν τῆς φύσεως, τῆς ἰδιότητος δηλαδὴ τοῦ φύεσθαι (αὐξάνειν καὶ ἀνθίζειν, Blumenkraft) ἰδιότητα ποὺ φέρει κάθε ὑγιὴς ὀργανισμός. Συσχετίζεται μὲ τὴν γονιμότητα τῶν φυτῶν καὶ τὸν πλοῦτον τῶν ἀγρῶν ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀνάπτυξιν κάθε ἐμβίου ὀργανισμοῦ. Εἰς τὴν μινωικὴν Κρήτην ἐτιμᾶτο μὲ τὰ σύμβολα θηλυκοῦ βοός, τῆς ὁποίας τὸ θεϊκὸν γάλα ἀποτελεῖ τροφὴν διὰ τὰς ψυχὰς τῶν ἐμβίων καὶ για κάθε τὶ τὸ φυόμενον.Θεωρεῖται προστάτις τῶν "μήλων" καὶ ὁδηγὸς αὐτῶν, εἴτε κυριολεκτικὼς τῶν ἀγελῶν τῶν ζῴων εἴτε τῶν μυθολογικῶν "μήλων", ἔννοια ποὺ σχετίζεται μὲ τὰς ἀκτινοβόλας ψυχάς.
Ἡ πορεία τῆς Σελήνης ἐμφανίζει ἐπίσης κάποιο εἶδος χειμερινῆς καὶ θερινῆς τροπῆς. Τὰ ῥεύματα τῶν ἀπορροῶν της παρέχουσιν τοῖς ζῴοις τροφὴν καὶ διεγείρουσιν τὴν ἀνάπτυξίν των καὶ εἰς τὰ φυτὰ φέρουσιν ἄνθισιν καὶ ὠρίμανσιν τῶν καρπῶν.Cicero, De Natura Deorum 2.14

Αἱ διάφοραι φάσεις της φέρουσιν καὶ διαφορετικὰ δῶρα. Ὅταν αὐξάνει, φέρει ἀύξησιν πρὸς κάθε τὶ ποὺ ἐπηρεάζει, θρέφοντας καὶ ἀναπτύσσοντας (=φέρω κοντά). Κατὰ τὴν πανσέληνον φέρει ὠρίμανσιν καὶ ὁλοκλήρωσιν (=ἐξαίρω, ἔξαρσις), ἐνὼ ἔχει παρατηρηθεῖ πὼς διευκολύνει τὸν τοκετὸν ἀνθρώπων καὶ ζῴων. Κατὰ τὴν μείωσιν, ἡ δρᾶσις της ἐστὶ ἀποτρεπτικὴ (=ἀπομακρύνω), ἐφορεύει δὲ τὴν σταδιακὴν ἀπόσυρσιν μιᾶς ψυχῆς ἢ τὴν φάσιν μαρασμοῦ ἑνὸς φυτοῦ.

 Αἱ φάσεις τῆς Σελήνης θεωροῦνται ἰδιαιτέρως σημαντικαὶ διὰ τὴν σπορὰν καὶ τὴν κοπὴν φυτῶν, καὶ ἐλαμβάνοντο ὑπ' ὄψιν ἐκ τῶν ἀρχαίων ἰατρῶν κατὰ τὴν συλλογὴν βοτανῶν πρὸς παρασκευὴν φίλτρων καὶ φαρμάκων. Θεωρεῖται ἐπίσης πὼς ἐπηρεάζει τὰ γυναικεῖα ἔμμηνα, τὰ ὁποῖα καὶ ἔλαβαν τὴν ὀνομασίαν των εἴτε ἀπευθείας ἐκ τῆς σεληνιακῆς προσωνυμίας Μήνης, εἴτε ἐμμέσως ἐκ τοῦ μηνὸς ὁ ὁποῖος ἐπίσης λαμβάνει τὴν ὀνομασίαν του ἐκ τῆς ἰδίας προσωνυμίας. Ὁ Πλούταρχος γράφει πὼς ἡ Σελήνη θρέφει τοὺς ἀνθρώπους στέλνοντας κάθε μέρα ἀμβροσίαν, για αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἐπίσης Ἀθηνᾶ, συμβολίζοντας τὴν βοηθητικὴν καὶ ὠφέλιμον ἐπίδρασίν της τοῖς ἀνθρώποις.

Τὸ στοιχεῖο ποὺ ἀποδίδεται περισσότερο εἰς Σελήνην ἐστὶ τὸ ὕδωρ καὶ ἡ ἐπίδρασίς της θεωρεῖται ὑγραντικὴ καὶ ποιότητος θηλυκῆς (γόνιμος, δεκτική). Ἡ αὔξησις τῶν φυτῶν, ἡ σῆψις τῶν κρεάτων, ἡ ἀλλοίωσις καὶ ἡ ὄξυνσις τοῦ οἴνου, ἡ μαλακότητα τῶν ξύλων καὶ ἡ εὐτοκία τῶν γυναικῶν ἀποδίδονται τῇ δράσει τῆς Σελήνης.

Ὁ ἀὴρ ἐπίσης θεωρεῖται πὼς ὑγραίνεται ἀπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῆς Σελήνης καὶ πλεῖστα ἄλλα φαινόμενα ὄπως ἡ διόγκωσις τῶν θαλασσῶν καὶ οἱ ἄνεμοι προέρχονται ἀπὸ αὐτήν. Οἱ ναυτικοὶ τῆς ἀποδίδουσιν μεγάλην σημασία κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν θαλασσίων ταξιδιῶν διότι θεωροῦσιν πὼς ἐπηρεάζει τὸν καιρὸ σὲ θαλασσίας περιοχάς. Γνωστὴ τέλος ἐστὶ ἡ σχέσις της μὲ τὸ φαινόμενο τῆς ἀμπώτεως καὶ τῆς παλλίροιας.

Συνδέεται φυσικὰ μὲ τὰ ὄνειρα, τὰ ὁποῖα βλέπει ἡ ψυχή, κατὰ τὴν κατάστασιν τοῦ ὕπνου, ὅταν ὁ σύνδεσμός της μὲ τὸ σῶμα χαλαρώνει. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ὀνειρικὴν ὕλην, διότι τὰ ὄνειρα φέρουσιν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τὰς προαντιλήψεις τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ὁδηγούσιν πρὸς τὴν ἐνθύμισιν τῶν γνώσεών της βοηθώντας νὰ ἐπιτελέσει καλύτερα τὸν τοῦ βίου της σκοπόν.

Αἱ ἀπεικονίσεις της χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν παρουσίαν κεράτων ποὺ παραπέμπουσιν συμβολικῶς εἰς βόας καὶ εἰς τὰς ἠμισελήνους τῶν φάσεων αὐξήσεως καὶ μειώσεως. Ὁδηγεῖ ἅρμα ποὺ ἄλλοτε ἄγεται ὑπὸ ἵππων μελανῶν καὶ λευκῶν καὶ ἄλλοτε ὑπὸ βοῶν. Τὸ πρόσωπο της ἀπεικόνιζεται συνήθως ὁλόλαμπρον, ἄλλοτε δὲ ὑπὸ πέπλου κεκαλυμμένο φαίνεται κατὰ τὸ ἤμισι. Αἱ συχνότεραι προσωνυμίαι τῆς Σελήνης εἶναι:

 Αἴγλη
λαμπρή, αἴγλην ἔχουσα
 Πασιφάη
ὁλόφωτη
 Μήνη
μαινόμενη
 Φοίβη
φωτεινὴ

Ζῷα ἀφιερωθέντα εἰς Σελήνην εἶναι ὁ θῆλυς βοῦς διὰ τὴν γονιμότηταν καὶ τὴν ἀφθονίαν αὐτοῦ καὶ ὁ κύων διὰ τὸ κυεὶν καὶ τὰ προτερήματα τοῦ πιστοῦ φίλου καὶ δικαίου φρουροῦ. Φυτὰ καὶ λίθοι προερχόμενοι ἐκ τῶν ἀπορροιῶν τῆς θεὰς θεωροῦνται ὁ νυκτανθός, ἡ μαργαρίτα, ἡ καρυδιά, ὁ σάπφειρος λίθος, ὁ μαργαρίτης, τὸ μάρμαρον κ.ἄ. (πηγή)

Eπιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Ο Σόλων και ο Κροίσος

Ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος ήταν ξακουστός σε όλο τον αρχαίο κόσμο για τα αμύθητα πλούτη του. Πίστευε μάλιστα ότι δεν υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος από αυτόν στον κόσμο για αυτό τον λόγο.


Κάποτε τον επισκέφτηκε ο Σόλων, ένας από τους σοφούς της αρχαιότητας, τον οποίο δέχτηκε πολύ φιλόξενα. Διέταξε μάλιστα μερικούς σκλάβους να δείξουν στο φιλοξενούμενο τους θησαυρούς και τη χλιδή του. 

Αφού λοιπόν, του έδειξε τους αμύθητους θησαυρούς του, τον ρώτησε ποιος ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που είχε γνωρίσει στον κόσμο, περιμένοντας από τον Σόλωνα ότι θα ανέφερε τη δική του μεγαλοσύνη! 

Ο Σόλων αποφεύγοντας να κολακεύσει το βασιλιά αποκρίθηκε: «Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ ήταν ένας Αθηναίος βασιλιάς που λεγόταν Τέλλος.»
Ο βασιλιάς απόρησε με την απάντηση,  και τον ρώτησε γιατί κρίνει αυτόν ως τον πιο ευτυχισμένο.

«Για δυο λόγους», είπε ο Σόλων. «Απέκτησε καλούς και άξιους γιους, έζησε για να δει να γεννιούνται τα παιδιά των παιδιών του, όλα γερά και υγιή. Και έπειτα τη ζωή του τη σφράγισε ένας ένδοξος θάνατος. Πολέμησε και πέθανε σαν στρατιώτης,  και οι Αθηναίοι τον έθαψαν με μεγάλες τιμές και δόξα.»


Ο Κροίσος τότε τον ρώτησε ποιον γνωρίζει δεύτερο πιο ευτυχισμένο άνθρωπο, όντας σίγουρος ότι θα έπαιρνε τουλάχιστον τη δεύτερη θέση.


Ο Σόλων, όμως, ανέφερε τότε δύο νέους, δυο αδέρφια από το Άργος, τον Κλεόβη και τον Βίτωνα  οι οποίοι ήταν γιοί  της Κυδίππης, ιέρειας της θεάς Ηρας. Οι Αργείοι τιμούσαν ιδιαίτερα τη γιορτή της Θεάς Ήρας. 

Η μητέρα τους  Κυδίππη  ως  ιέρεια της Θεάς,  ήταν υπεύθυνη να τελέσει θυσίες στον ναό της Ήρας,  αλλά τα βόδια που θα έσυραν την άμαξα βρέθηκαν νεκρά και προκειμένου να μην τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου, διότι αμέλησε να τελέσει έγκαιρα το τελετουργικό, οι υιοί της έσυραν την άμαξα περίπου οκτώ χιλιόμετρα από το στάδιο του Άργους μέχρι το Ηραίο.

Όταν έφθασαν στον ναό,  οι παρευρισκόμενοι συνεχάρησαν τόσο τα δύο αδέλφια όσο και  την μητέρα τους,  για την ευτυχία να έχει τέτοια παιδιά. Τα δύο αδέλφια εξαντλημένοι από την υπερπροσπάθεια, ξάπλωσαν έξω από τον ναό και κοιμήθηκαν.

Η Κυδίππη συγκινημένη από την αφοσοίωση τους, ζήτησε από την Ήρα «το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να δώσει ένας θεός σε έναν άνθρωπο». Τότε η θεά τους χάρισε ανώδυνα θάνατο, καθώς το καλύτερο δώρο που μπορούσε να τους δώσει ήταν ο θάνατος στην πιο ευτυχισμένη στιγμή. Τα δυο αδέρφια αποκοιμήθηκαν στο ναό και δεν ξύπνησαν ποτέ. 

Οι Αργείοι μάλιστα έφτιαξαν τα αγάλματα των δύο αδερφών και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς ως σημάδι σεβασμού προς δύο άριστους άνδρες.


Ακούγοντας την ιστορία ο Κροίσος θύμωσε με τη δεύτερη απάντηση του Σόλωνα και προτού τον διώξει ξέσπασε: «Ωραία όλα αυτά Αθηναίε φίλε μου, αλλά τι έχεις να πεις για τη δική μου ευτυχία;»

Τότε ο σοφός Αθηναίος του αποκρίθηκε με μια φράση που έμεινε στην ιστορία: «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε», δηλαδή, μη θεωρήσεις κανέναν ευτυχή, πριν γνωρίσεις το τέλος του.

Τα μεγάλα πλούτη  μόνο δεν κάνουν τον άνθρωπο ευτυχισμένο.
Αυτά τα λόγια δεν έδωσαν καθόλου χαρά στον Κροίσο και αποχαιρέτησε τον Σόλωνα περιφρονώντας τον.

Σύντομα, όμως, μετά την αναχώρηση του Σόλωνα πλήθος συμφορών βρήκαν τον Κροίσο. Ο γιος του ο Άτης σκοτώθηκε στο κυνήγι και ο ίδιος αργότερα νικήθηκε από το βασιλιά των Περσών Κύρο και αιχμαλωτίστηκε, χάνοντας όλα του τα πλούτη και το Βασίλειο του.


Την ώρα που τον είχαν ανεβασμένο στην πυρά για να τον κάψουν, ο Κροίσος καταλαβαίνοντας επιτέλους την ορθότητα των λόγων του Σόλωνα,  φώναξε μετανιωμένος τρεις φορές «Σόλων! Σόλων! Σόλων!».

Ο Κύρος που τον άκουσε νομίζοντας ότι επικαλείται κάποιον θεό,  τον ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος Θεός του οποίου το όνομα φώναζε..

Όταν ο Κροίσος διηγήθηκε τη συζήτησή του με το Σόλωνα και τα σοφά λόγια του, τότε ο Κύρος αντελήφθη την ορθότητα των λόγων του Σόλωνα, την οποία επιβεβαίωνε η οδυνηρή θέση του Κροίσου. Πιο σοφός από τον Κροίσο ο Κύρος,  διέταξε να κατεβάσουν τον αιχμάλωτο βασιλιά Κροίσο από την σωρό των ξύλων,  και να του χαρίσουν τη ζωή. 


Επεξεργασία, επιμέλεια  αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος