Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Ο Κύκλος των Πολεμιστών


Ο Πρίγκηπας Σεκ αναζήτησε τον Δάσκαλο του Ξίφους. Ο ήλιος ήδη είχε ανεβεί ψηλά στο μοναστήρι, όταν ξύπνησε, και ο Πρίγκηπας ένιωθε ότι επιτέλους είχε βρει τον Δάσκαλο που πάντα έψαχνε. «Που θα βρω τον Δάσκαλο;» ρώτησε το καλόγερο που ήταν συνοδός του. «Ο Δάσκαλος μου παρήγγειλε ότι σας περιμένει στον Κύκλο των Πολεμιστών» ήταν η απάντηση. Ο Πρίγκηπας αφού έφαγε κάτι πρόχειρο, ζώστηκε την χρυσή αρματωσιά του και το εξαίσιο ξίφος του και συνοδευόμενος από την ακολουθία του, είκοσι επίλεκτους σωματοφύλακες ξεκίνησε.

«Που είναι ο Κύκλος των Πολεμιστών», ρώτησε το καλόγερο-συνοδό του. –«Δεν γνωρίζω Υψηλότατε» -«Αν δεν γνωρίζεις που είναι ο Κύκλος, τι διάολο συνοδός είσαι; Οδήγησε με στο Δάσκαλο, ξέρεις που είναι τέτοια ώρα;» -«Αν δεν κάνω λάθος Υψηλότατε αυτή την ώρα θα βρίσκεται στη κεντρική σάλα, όπου μοιράζονται οι εργασίες μεταξύ των καλογέρων» -«Τότε βλάκα, κάνε κάτι χρήσιμο και πήγαινέ με εκεί!»


Στη κεντρική σάλα ήταν μαζεμένοι σταυροπόδι σε κύκλο οι καλόγεροι, και στη μία πλευρά ο Δάσκαλος όπου συντόνιζε τη συζήτηση, τι ήταν αναγκαίο να γίνει, και ποιος θα εκτελέσει τη κάθε εργασία. Οι σωματοφύλακες με θόρυβο εισήλθαν στην αίθουσα, κλωτσώντας τους καλόγερους, τους υποχρέωναν να προσκυνήσουν και να ανοίξουν δρόμο για να περάσει ο γιός του Αυτοκράτορα, ο Πρίγκηπας Σεκ. Ο Πρίγκηπας είπε:

-«Δάσκαλε του Ξίφους, ταξίδεψα τη μισή αυτοκρατορία για να σε βρω και να μάθω την απαράμιλλη τεχνική σου στο ξίφος! Είμαι έτοιμος να ξεκινήσουμε το μάθημα, δείξε μου άμυνα, δείξε μου επίθεση, δείξε μου πώς να κινούμαι στη μάχη!»

-«Αγαπητέ μου φίλε Πρίγκηπα. Κάποτε ασχολούμουν με το να μάχομαι με το ξίφος. Τώρα πια ξέρω όμως ότι η μεγαλύτερη μας δύναμη βρίσκεται μέσα μας και είναι πέρα από άμυνα και επίθεση, είναι στο να ενσαρκώνουμε τη Δύναμη του Θεού, χωρίς να κάνουμε καμία μάχη. Επιπλέον δεν διδάσκω εδώ και τώρα. Διδάσκω στο Κύκλο των Πολεμιστών, και αυτή τη στιγμή καταμερίζουμε τις δουλειές στο μοναστήρι. Ξέρεις εδώ είμαστε όλοι ίσοι, τόσο στη μορφή όσο και στην εργασία μας. Αν λοιπόν θες να μείνεις εδώ και να μάθεις από εμένα, το πρώτο που πρέπει να μάθεις είναι ότι δεν είσαι καλύτερος ή ανώτερος από οποιονδήποτε καλόγερο του μοναστηριού.

Θα πρέπει να στείλεις την ακολουθία σου πίσω στο παλάτι και να μείνεις μόνος. Εδώ έχει ένα ράσο, βγάλε τη χρυσή αρματωσιά και το σπαθί σου και φόρεσε το ράσο μας. Όσον αφορά την εργασία σου, η πρώτη εργασία που κάνει κανείς εδώ είναι να πιάσει τη σκούπα και να αρχίσει με το σκούπισμα της σάλας. Ξεκίνα το σκούπισμα λοιπόν, ή φύγε από δω!»



Μία απόλυτη ησυχία επικράτησε στη σάλα. Ο Νιουκ, ο πρώτος σωματοφύλακας του Πρίγκηπα του είπε: «Υψηλότατε, αφήστε με να αποκεφαλίσω αυτόν τον αναιδή!» Ο Πρίγκηπας του έγνεψε να πάψει, και απάντησε στον Δάσκαλο: «Πως είναι δυνατόν να μου ζητάς αυτό το ανήκουστο πράγμα; Να αφήσω την ακολουθία μου, να φορέσω ράσο και να σκουπίσω; Ξεχνάς ότι γεννήθηκα Πρίγκηπας;» -«Ναι, αλλά αν θέλεις να συνεχίσεις θα πρέπει να σταματήσεις να είσαι Πρίγκηπας και να γίνεις καλόγερος.»               

-«Όχι Δάσκαλε, θέλω να με διδάξεις, θέλω να έρθω στο Κύκλο των Πολεμιστών, αλλά δεν μπορώ να απαρνηθώ αυτό που είμαι. Θα φύγω!»
-«Όπως θέλεις Πρίγκηπα. Μείνε τουλάχιστον αυτή τη νύχτα και φύγε αύριο το πρωί.»
-«Ας γίνει έτσι Δάσκαλε». Ο Πρίγκηπας έκανε μεταβολή, και οι σωματοφύλακες φεύγοντας κοιτούσαν με αποστροφή, περιφρόνηση και θυμό το Δάσκαλο.

Εκείνη τη μέρα ο Πρίγκηπας περιπλανήθηκε στα άγρια βουνά που ήταν τριγύρω από το μοναστήρι, και το βράδυ κουρασμένος έπεσε να κοιμηθεί στο καλύτερο δωμάτιο του μοναστηριού. Είχε σκοπό να φύγει αύριο το πρωί, χωρίς να ξανάβλεπε τον Δάσκαλο. Μία παράξενη μελαγχολία κυριαρχούσε στη καρδιά του. Σύντομα τον πήρε ο ύπνος.

Ένα χτύπημα στη πόρτα, στο μέσο της νύχτας, τον ξύπνησε. -«Υψηλότατε, ο Δάσκαλος σας περιμένει στο Κύκλο των Πολεμιστών» είπε ο συνοδός καλόγερος. Ο Πρίγκηπας φόρεσε την χρυσή αρματωσιά του και το εξαίσιο ξίφος του. Παραξενεύτηκε που κανένας σωματοφύλακας του δεν ήταν ξύπνιος, η λαχτάρα του όμως ήταν τόσο μεγάλη που άφησε την ακολουθία του πίσω και ακολούθησε μόνος τον συνοδό καλόγερο στο δρόμο για το Κύκλο των Πολεμιστών.  


Ο Πρίγκηπας οδηγήθηκε μέσα από το μισοσκόταδο, στα σοκάκια του μοναστηριού. Αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα του μοναστηριού πιο γαλήνια, και οι εικόνες γύρω του φαίνονταν να πάλλονταν με ένα παράξενο τρόπο, που το απέδωσε ότι ήταν μία εντύπωσή του, μιας και είχε μόλις ξυπνήσει. Στο κεντρικό προαύλιο του μοναστηριού, μπήκαν στην αίθουσα του «Κύκλου των πολεμιστών». Ο Πρίγκηπας θα ορκιζόταν ότι ήταν εκεί που το πρωί ήταν η κεντρική σάλα.

Λιβάνια καίγονταν παντού, και ο Πρίγκηπας καταλάβαινε ότι εισέρχεται σε ένα ιερό μέρος. Στην είσοδο μία επιγραφή: «Ένα ξίφος, μια ιστορία». Ο Πρίγκηπας καταλάβαινε ότι εδώ ήταν το μέρος που είχε γεννηθεί με σκοπό να εισέλθει. Με αποφασιστικό βήμα μπήκε μέσα και το κάθε μόριο λες του αίματός του ήταν ζωντανό και επάγρυπνο για αυτό που επρόκειτο να συναντήσει.

Αντίκρυσε ένα μεγάλο Κύκλο, και γύρω του καθισμένοι σταυροπόδι ήταν Πολεμιστές ντυμένοι με τις πιο μεγαλοπρεπείς πανοπλίες που είχε δει ποτέ του ο Πρίγκηπας. Ο Δάσκαλος του Ξίφους ήταν στο κέντρο του κύκλου και φορούσε μία πανοπλία από ένα άγνωστο υλικό, λες και ήταν από διαμάντια που ακτινοβολούσε φως ολόγυρα.

- «Καλωσήρθες Σεκ! Χαιρόμαστε που σε ξαναβλέπουμε κοντά μας.» του είπε ο Δάσκαλος.

-«Έχω ξανάρθει στο Κύκλο των Πολεμιστών;»

-«Ο κύκλος των Πολεμιστών υπάρχει πέρα από το χρόνο, Σεκ. Πάντα ήσουν μέλος του, ωστόσο σε μία ομαδική ψευδαίσθηση που οι άνθρωποι καλούν Κόσμο, και όπου όλα φαίνονται να είναι ξεκομμένα και διαχωρισμένα από αυτό που υπάρχει στην Αλήθεια χρειάστηκε να στείλουμε ένα πολεμιστή μας με μία αποστολή: Να γίνει ο καλύτερος Ξιφομάχος, ο καλύτερος μαχητής.»

-«Ναι, από πάντα γνώριζα ότι κάτι έχω που με συνδέει με το ξίφος. Πάντα ήθελα να γίνω ο καλύτερος μαχητής. Θα με βοηθήσετε να γίνω ο καλύτερος ξιφομάχος; Θα πρέπει να οδηγήσω την Αυτοκρατορία σε πολέμους, να κατακτήσουμε τη χώρα των λευκών ανθρώπων και τη χώρα των μελαψών ανθρώπων στη Δύση, τα νησιά της Ιαπωνίας στην Ανατολή;»

-«Όχι, Σεκ. Ο στόχος σου ως μαχητής, είναι να μη σκοτώνεις πια, να μη βάφεις τα χέρια σου με αίμα, να μην κατακτάς κάτι με τη βία.»

-«Μα πως γίνεται αυτό; Ο πρώτος κανόνας του σπαθιού είναι ότι ο ικανότερος ζει, ο αδύνατος πεθαίνει ή υποτάσσεται.»



- Σεκ, εδώ ήρθες για να μάθεις ότι το κάθε ξίφος έχει μία ιστορία να σε διδάξει. Η μεγαλύτερη δύναμη του Ξίφους είναι όταν το χρησιμοποιείς για να δημιουργείς και όχι για να σκοτώνεις. Το Ξίφος όταν το χρησιμοποιείς σαν μία προέκταση των χεριών σου για να σκοτώνεις, αποκτάς μία τεχνική, αλλά σίγουρα γερνάς, σίγουρα κάποτε θα βρεθεί κάποιος καλύτερος από σένα και θα πεθάνεις. Όταν το Ξίφος το χρησιμοποιείς σαν μία προέκταση της Ψυχής σου, τότε δεν σκοτώνεις, αλλά τροποποιείς τη ψευδαίσθηση, το κόσμο, γύρω σου και δημιουργείς. Τότε έχεις την απόλυτη δύναμη. Τότε είσαι ξανά αθάνατος και αήττητος ταυτόχρονα.»

-«Πως μπορώ να είμαι αυτός ο αήττητος μαχητής;»

-«Όταν ξεχάσεις το μίσος και καταλάβεις ότι δεν είσαι απλά ο Σεκ, αλλά είσαι ο κάθε άνθρωπος ταυτόχρονα, ακόμα και ο άνθρωπος που δεν γνώρισες ποτέ. Είσαι επίσης ο εχθρός σου, ο κάθε άνθρωπος που μάχεσαι είσαι επίσης εσύ, αν δεις τη πραγματικότητα από εκεί που τη βλέπουμε εμείς. Έτσι φίλε μου καταλαβαίνεις ότι σε αυτή τη μάχη δεν μπορείς ποτέ να είσαι ο νικητής. Μόνο με τη γνώση μπορείς να ξεφύγεις από αυτή την αέναη, μάταιη μάχη.»

-«Δάσκαλε, θέλω στο εξής να εισέλθω στο Κύκλο των Πολεμιστών.»

-«Σεκ, από αυτή τη στιγμή είσαι ξανά στο Κύκλο.»

Ο Πρίγκηπας ένιωθε να τραντάζεται. «Υψηλότατε, πρέπει να ξυπνήσετε, ξημέρωσε πια και πρέπει να φύγουμε» του είπε ο Νιουκ, ο αρχηγός της σωματοφυλακής του. Ο Πρίγκηπας άνοιξε τα μάτια του, αντίκρυσε ξανά τη μονότονη γκρίζα πραγματικότητα. Ένα όνειρο ήταν αυτό που είδε. Αλλά όχι ένα συνηθισμένο όνειρο.

«Νιουκ, φύγετε χωρίς εμένα για το παλάτι.» -«Υψηλότατε, τι είπατε; …» - «Νιουκ, σε ευχαριστώ για τις υπηρεσίες σου όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δεν σε χρειάζομαι πια…» -«Υψηλότατε  σας ικετεύω να σκεφτείτε πιο λογικά …» - «Δεν χρειάζεται να σκεφτώ τίποτα Νιουκ, σε διατάζω να φύγετε.» - Ο παλιός στρατιώτης με μία θλίψη στα μάτια έκανε μεταβολή φεύγοντας, ενώ ο Πρίγκηπας αναζητούσε τα ρούχα που θα φορούσε. Σε ένα κάθισμα στη γωνία περίμενε ένα ράσο και μία σκούπα…

«Τι έκανε λέει, ο γιός μου έγινε με τη θέλησή του ένας φτωχοκαλόγερος από αυτούς που τρώνε κάθε μέρα χυλό;» -«Ναι Μεγαλειότατε αυτή είναι η αλήθεια» απάντησε ο Νιουκ ο αρχηγός της σωματοφυλακής του Πρίγκιπα, καθώς έδινε αναφορά στον Αυτοκράτορα της Κίνας για το ταξίδι που έκανε ο Πρίγκιπας Σεκ στα βόρεια της χώρας, με σκοπό να γίνει ο καλύτερος  ξιφομάχος.

-«Μα καλά Νιουκ, πως μπόρεσες να τον αφήσεις και να φύγεις» ρώτησε ο Αυτοκράτορας.

-«Μεγαλειότατε, η εκπαίδευσή μου έγινε στο να εκτελώ τις  διαταγές, όσο και αν δεν συμφωνώ με αυτές, όσο και αν μου φαίνονται παράλογες. Έπρεπε να εκτελέσω τη διαταγή του Πρίγκιπα, αλλά βλέπετε ήρθα σε Εσάς για να αναφέρω πλήρως το συμβάν.»

«Το στερνοπαίδι μας καλόγερος; Μα που ακούστηκε; Εγώ ποτέ δεν θεωρούσα ότι αυτό θα ήταν επιλογή ενός μέλους της Αυτοκρατορικής οικογένειας!» είπε η Αυτοκράτειρα.

«Σωστά», είπε ο Αυτοκράτορας, «το φυσιολογικό θα ήταν να είναι στρατάρχης σε κάποια από τις εκστρατείες μας, να διατάζει τους στρατηγούς μας εκεί που μύριοι  κάθε μέρα βλέπουν το θάνατο. Θα μπορούσε να είναι Διοικητής επαρχίας ή κρατιδίου, να απομυζά όλο το χρυσό, να οδηγεί τους απλούς ανθρώπους σε απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση και να διασκεδάζει μάλιστα εκτελώντας τακτικά κάποιους κακομοίρηδες από αυτούς, που προτίμησαν να κλέψουν αντί να πεθάνουν από τη πείνα, και έτσι τρομοκρατώντας, να τον προσκυνάνε και να τον μακαρίζουν οι υπόλοιποι.»


«Θα μπορούσε», είπε η Αυτοκράτειρα, «να κάθεται εδώ στο παλάτι. Το πρωί να πηγαίνει για κυνήγι ελαφιών και το βράδυ να σκαρώνει στιχάκια και ποιήματα, να διοργανώνει γλέντια και γιορτές και στο κρεβάτι του να έρχεται κάθε νύχτα και διαφορετική παρθένα παλλακίδα. Θα μπορούσε να κάνει περιοδείες και επισκέψεις στα πέρατα του Βασιλείου μας, να βρίσκει χίλια δυο υπέροχα πράγματα να μου φέρνει για δώρο όταν επιστρέφει.»

«Ναι, αυτή θα ήταν μια φυσιολογική συμπεριφορά.» πρόσθεσε ο Αυτοκράτορας. «Εγώ είχα σχέδια για αυτόν, θα τον πάντρευα με τη κόρη κάποιου από τους εχθρούς μου και με τον τρόπο αυτό θα τον έκανα φίλο μου. Με ποιο δικαίωμα μου άλλαξε αυτά τα σχέδια; Μα πες μου Νιουκ, με τι μπορεί να ασχολείται εκεί στο μοναστήρι που τον άφησες; »

-«Πιθανότατα θα σκουπίζει, Μεγαλειότατε.»

«Ο γιος μου να σκουπίζει!» ξέσπασε η Αυτοκράτειρα. «Μα εσύ άντρα μου, τελικά είσαι ή δεν είσαι Αυτοκράτορας της Κίνας; Θα λογικέψεις ή όχι το γιο μας που ζουρλάθηκε και έγινε καλόγερος; Θυμήσου! Αυτό το παιδί μας γεννήθηκε και θα πεθάνει Πρίγκιπας, όχι κάτι άλλο.»

Ο Αυτοκράτορας με επιβλητικό ύφος έδωσε διαταγές στο Νιουκ, ενώ ταυτόχρονα ο γραφέας συνέτασσε το απαραίτητο αυτοκρατορικό έγγραφο: «Νιουκ, θα πάρεις χίλιους από τους καλύτερους μου πολεμιστές, όσο χρυσάφι χρειαστείς, και θα μου φέρεις πίσω τον Πρίγκιπα. Αν χρειαστείς να σκοτώσεις οποιονδήποτε σου αντισταθεί, σκότωσε. Αν ο Πρίγκιπας κρύβεται στο μοναστήρι, κάψτο. Αν ο Πρίγκιπας σου αντισταθεί, χρησιμοποίησε πάνω του βία. Αν δεν μπορέσεις να κάνεις αλλιώς, φέρε τον Πρίγκιπα εδώ πίσω, έστω και νεκρό. Προτιμώ να κηδευτεί σαν Πρίγκηπας παρά να ζει σαν καλόγερος και να με ρεζιλεύει. Πήγαινε!»

Ο Νιουκ έφυγε και άρχισε να εκτελεί τις εντολές του Αυτοκράτορα με ζήλο. Σύντομα διάλεξε προσωπικά και συγκέντρωσε χίλιους από τους καλύτερους πολεμιστές. Τους οργάνωσε σε λόχους και ξεκίνησε για το βορρά. Για το μοναστήρι όπου ήταν ο Δάσκαλος του Ξίφους…

Εντωμεταξύ, ο Πρίγκιπας Σεκ, που τώρα είχε γίνει απλά ο καλόγερος Σεκ, συνέχιζε καθημερινά να ασχολείται με τις δουλειές του μοναστηριού: Σκούπισμα, κουζίνα, χωράφια. Παράλληλα έρευνα και επίκληση του Θεού. Το βράδυ με το σώμα του του ονείρου επισκεπτόταν το Κύκλο των πολεμιστών. «Μα σε τι μου χρησιμεύει όλη μέρα να κάνω τόσες αγγαρείες εδώ στο μοναστήρι; Δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι πιο ενεργητικό;»

«Φίλε μου Σεκ», του απάντησε ο Δάσκαλος του Ξίφους, «μέσα από τη χαζή και μουντή καθημερινότητα είναι που προετοιμάζεσαι. Αν κάθε στιγμή μπορείς και παρατηρείς τον εαυτό σου, θα δεις ότι αναβλύζουν χαρακτηριστικά του χαρακτήρα σου που δεν θα ήθελες να έχεις: Φόβος, θυμός, θλίψη, υπερηφάνεια, μίσος. Αν κάθε στιγμή είσαι επάγρυπνος τα ανακαλύπτεις και συνειδητά μπορείς να αλλάζεις τη στάση στη ζωή, επιλέγοντας το τι θα κάνεις. Επιπλέον όταν είσαι επάγρυπνος αισθάνεσαι τον πραγματικό αήτητο και αθάνατο Εαυτό σου που ζει στο σώμα σου και τον καταλαβαίνεις μόνο στο εδώ και τώρα. Νιώθοντας Αυτόν, έχεις ήδη βρει την ευτυχία, και με χαρά αφήνεις πίσω το μίζερο ανθρωπάριο που ήσουν και γίνεσαι ο αυθεντικός άνθρωπος που μπορεί να κάνει τα πάντα.»

«Όσο για το ότι θα ήθελες να κάνεις κάτι πιο ενεργητικό, η μοίρα πρόκειται να σε φέρει στο να δώσεις τη πρώτη σου μάχη…»   



«Η πρώτη μου μάχη;» αναρωτήθηκε ο Σεκ. Στο νου του ήρθε όλη η σειρά των αντιπάλων του που είχε νικήσει με το ξίφος, αυτός ο τόσο δεινός Ξιφομάχος. Μα τώρα πια στο μοναστήρι είχε διδαχθεί έναν νέο τρόπο να αγωνίζεται. Να πολεμάει όχι για να υποτάξει ή να σκοτώσει κάποιον άλλον, αλλά για να μπορέσει να ξεπεράσει τα όρια του εαυτού του.

Ενώ ήταν στο Κύκλο των Πολεμιστών του είπε ο Δασκαλος του Ξίφους: «Σεκ, πρόκειται να δώσεις τη πρώτη σου μεγάλη μάχη και πρέπει να προετοιμαστείς για αυτήν. Θα πρέπει να μπορέσεις να ξεπεράσεις αυτό τον κόσμο το γνωστό, τους περιορισμούς της λογικής, ότι σου φαίνεται πιθανό, για να μπορέσεις να νικήσεις»

-«Ποιος θα είναι ο αντίπαλός μου, θα είναι ένας, δύο ή περισσότεροι μαχητές;»

-«Είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις έναν πολύ ισχυρότερο μαχητή από δέκα ξιφομάχους μαζί. Ο αντίπαλός σου θα είναι ο ίδιος ο εαυτός σου, ο εαυτός σου που ζει στο κύκλο των γνωστών πραγμάτων.»

-Μα τι εννοείς Δάσκαλε, είναι δυνατόν ο αντίπαλός μου να είναι ο ίδιος ο εαυτός μου; Σίγουρα θα μπορούσα να είμαι καλύτερος, να ήμουν πιο σοφός, πιο ανεκτικός, πιο εργατικός…»

-«Όχι, λέγοντας ότι ο αντίπαλος είναι ο εαυτός σου εννοώ κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν εννοώ να φορτωθείς τύψεις για αυτό που είσαι γιατί έτσι δεν θα πας πουθενά. Για πες μου σε όλη σου τη ζωή τι έψαχνες, ποια πορεία αναζητούσες;»

-«Σε όλη μου τη ζωή καταλάβαινα ότι έψαχνα το κάτι που θα έκανε τη ζωή μου να γίνει πιο ενδιαφέρουσα, πιο αληθινή, πιο ζωντανή. Πίστευα ότι αν γινόμουν ο καλύτερος σε κάτι, τότε αυτή μου η χειραφέτηση σήμαινε ταυτόχρονα ότι το πλησιάζω.»

-«Κοίταξε Σεκ, αυτή η χειραφέτηση, το να ζητάμε αναγνώριση από τους άλλους επειδή είμαστε άξιοι και ικανοί σε κάτι, σε πρώτο επίπεδο, απλά κρύβει τη δική μας ανεπάρκεια και τη μη ικανοποίηση στη δική μας μίζερη και ανούσια ζωή. Σε δεύτερο επίπεδο όμως, όταν αρχίζουμε να ξεπερνάμε τη γνώμη των άλλων για εμάς, καταλαβαίνουμε ότι το να γίνουμε καλύτεροι σε κάτι, είναι ο δικός μας προσωπικός δρόμος στο να φτάσουμε στην αυθεντική, αληθινή μας ύπαρξη.»

«Εσύ για παράδειγμα, μέσα από το να γίνεις όλο και καλύτερος στο Ξίφος, διαμορφώνεις ένα προσωπικό δρόμο στο να υπερβείς τα όρια σου. Το να βγεις έξω από τα όρια σου ακριβώς είναι ένας αρχέγονος τρόπος για να φτάσεις στον Αληθινό σου Εαυτό. Όπως ο Ορειβάτης αναζητάει όλο και ψηλότερο βουνό, όπως ο μουσικός αναζητάει δυσκολότερο μουσικό κομμάτι. Όλοι αυτοί οι δρόμοι συγκλίνουν, μέσα από τα λάθη, την εμπειρία και τη προσπάθεια προς τον Αληθινό Εαυτό σου».

«Καταλαβαίνεις ότι πλησιάζεις σε Αυτόν, όσο περισσότερο είσαι απλά ευτυχισμένος και χαρούμενος χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Αυτό που αναζητάς φίλε μου είναι αυτό που αναζητάμε όλοι μας, συνειδητά ή ασυνείδητα: Να αποκτήσουμε επιτέλους την ελευθερία μας. Από το χρόνο, από το θάνατο, από τη φτώχεια και την ανικανότητα. Να ξέρεις ότι είναι δυνατόν σε εσένα να κάνεις τα πάντα. Μπορείς να κάνεις τα στοιχεία της Φύσης να σε υπακούν, μπορείς να διαμορφώνεις γύρω σου τα πράγματα όπως επιθυμείς, κάνοντας με απλές κινήσεις εξάσκησης της θέλησης σου αυτό που οι άλλοι αποκαλούν θαύμα.»

«Ο αντίπαλός σου λοιπόν, το ζητούμενο, είναι να μπορέσεις να βγεις έξω από αυτό το κύκλο των γνωστών πραγμάτων που διαμορφώνει η σκέψη μας και περιλαμβάνει ότι έχουμε δει, ότι έχουμε ακούσει, σε ότι εκπαιδευτήκαμε, σε ότι βιώσαμε, όλα αυτά που δεχόμαστε σαν πιθανά και αληθινά και διαμορφώνουν το κύκλο των γνωστών πραγμάτων που έχει εγκλωβιστεί ο νους σου. Υπάρχει ένα φράγμα, ένα όριο σε αυτόν τον κύκλο που δεν μας αφήνει να πάμε παραπέρα. Είναι ο συνειδητός και ο ασυνείδητος φόβος αυτό το όριο του κύκλου.»



«Ο φόβος, υποτίθεται, μας προστατεύει από την επίγνωση του άγνωστου αυτού και ενδεχομένως επικίνδυνου κόσμου που βρίσκεται έξω από το κύκλο των γνωστών πραγμάτων. Μας περιορίζει όμως όπως το κέλυφος ένα σαλιγκαράκι της θάλασσας, και δεν μπορούμε να βιώσουμε το Μεγάλο, Αυθεντικό και Παντοδύναμο Ον που είμαστε. Είμαστε τόσο ισχυροί που έχουμε την εξουσία να περιοριστούμε σε ένα ασήμαντο σαλιγκαράκι, εγκλωβιζόμενοι στο κύκλο του φόβου».

«Αν θες να βιώσεις την ελευθερία και την εξουσία σου, την αυθεντική ευτυχία και τη χαρά, θα πρέπει να βρεις τη δύναμη να βγεις έξω από αυτό τον κύκλο που σε περιορίζει. Να ξεπεράσεις το φόβο σου και να αγνοήσεις ότι σου προκαλεί φόβο.»

-«Μα πως μου ζητάς να βγω έξω από το κύκλο των γνωστών πραγμάτων; Έξω υπάρχει μόνο σκοτάδι.»

-«Όχι, έξω από το κύκλο υπάρχει το φως, και η αληθινή ζωή. Τόλμησε να βγεις, ξεπέρασε αυτό που ήσουν! Δώσε τη πρώτη σου μάχη!»



Ο Σεκ ξύπνησε από τις φωνές των καλογέρων του μοναστηριού. Ο στρατός του Νιουκ είχε μόλις φτάσει έξω από το τείχος, και παντού ακούγονταν φωνές τρόμου: «Τι θα κάνουμε, τι θα απογίνουμε, πως θα επιζήσουμε;»  

...
Ο Νιουκ είχε έρθει με το στρατό του ολόγυρα από το μοναστήρι. Οι τοξότες ετοιμάζαν τα φλεγόμενα βέλη τους για να κάψουν, οι μηχανικοί στους καταπέλτες στοίβαζαν πέτρες για να αρχίσουν να εκτοξεύουν και να γκρεμίζουν και οι λογχοφόροι και οι ξιφομάχοι ήταν έτοιμοι να μοιράσουν το θάνατο όταν δωθεί το σύνθημα για την έφοδο.
«Να έρθει αμέσως ο αρχηγός σας, στο όνομα του Αυτοκράτορα!» μύνησε ο Νιουκ, έχοντας θέση στο κέντρο του μετώπου του στρατού του. «Είμαι βέβαιος ότι μέσα σε αυτή τη μέρα το σπαθί μου θα γεμίσει με αίμα καλογέρων, και το μοναστήρι αυτό θα σταματήσει να υπάρχει» σκέφτηκε.

Πάνω στις υποτυπώδεις επάλξεις του μοναστηριού ήταν μαζεμένοι οι καλόγεροι και παρακολουθούσαν με τρόμο τους στρατιώτες που στοιχισμένοι περιμέναν. Η πύλη άνοιξε και ο Δάσκαλος του Ξίφους, μόνος και ατάραχος, εντελώς άοπλος βάδιζε προς τους στρατιώτες.



Ο Νιουκ μόλις είδε τον Δάσκαλο έσφιξε τη λαβή του σπαθιού του με οργή. «Αυτός ο παλιοδάσκαλος είναι που τρέλανε τον Πρίγκιπά μου και τον έκανε να απαρνηθεί τα πάντα και να γίνει καλόγερος. Έννοια σου και θα σε τακτοποιήσω όπως σου χρειάζεται αχρείε!» σκέφτηκε. Απευθύνθηκε στον επικεφαλής των τοξοτών. «Μόλις σας κάνω σήμα, εκτελέστε τον» του είπε. «Σίγουρα αυτός ο παλιοδάσκαλος θα μου κάνει το καμπόσο ή θα αρνηθεί τη συνεργασία, οπότε θα τον κάνουν σουρωτήρι τα βέλη μας».

Ο Δάσκαλος του Ξίφους έφτασε απέναντι από το Νιουκ και έκανε μια κωμική υπόκλιση. «Καλωσήρθατε Στρατηγέ μου», είπε στον Νιουκ, «Αλλά γιατί δείχνετε έτοιμοι για πόλεμο, απέναντι σε ένα μοναστήρι με φιλήσυχους και ειρηνικούς καλογέρους;»

-«Μη κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις τρελοκαλόγερε! Έχω εντολή από τον Αυτοκράτορα να μου παραδώσετε πίσω και ζωντανό τον Πρίγκιπα. Απαιτώ αυτό να γίνει αμέσως, ειδάλλως θα κάψω το μοναστήρι και δεν θα αφήσω κανέναν σας ζωντανό!»

-«Βεβαίως Στρατηγέ μου να εκτελέσουμε τις διαταγές του Αυτοκράτορα και τις δικές σας! Θα σας παραδώσουμε αμέσως τον Πρίγκιπα!»    

Ο Νιουκ παραξενεύτηκε από αυτά τα λόγια. «Κρίμα γιατί του είχα άχτι αυτού του τρελοκαλόγερου, τώρα δεν μπορώ να τον εκτελέσω, αλλά άμα είναι να μου παραδώσουν τον Πρίγκιπα ζωντανό, δεν πειράζει», σκέφτηκε.

Ακόμα περισσότερο παραξενεύτηκε ο Σεκ: «Μα καλά, ο Δασκαλος του Ξίφους, αυτός που ξέρω ότι είναι τόσο σοφός και έχει τόσες δυνάμεις να διαλέξει να μην πολεμήσει και απλά να με παραδώσει; Κάτι έσπασε μέσα του. Μια αμφιβολία τον συνεπήρε: Μήπως ο Δασκαλος του Ξίφους ήταν απλά ένας ψεύτικος Δάσκαλος, ένας απατεώνας που ήξερε μόνο να λέει φανταχτερά λόγια και τίποτα άλλο;»

Ο Δάσκαλος του Ξίφους επέστρεφε προς τη πύλη του μοναστηριού και ο Σεκ, νικημένος, με σκυμμένους τους ώμους και τη συνείδησή του ράκος από την αμφιβολία κατέβαινε από τις επάλξεις. Οι δυο τους συναντήθηκαν στη πύλη. Ο Δάσκαλος φαινόταν χαρούμενος που είχε αποφύγει τη καταστροφή του μοναστηριού. Ο Σεκ εξαντλημένος και προδομένος πήγε να βγει προς τα έξω.

Ο Δάσκαλος τον σταμάτησε: «Μα που πας έξω έτσι όπως είσαι με το ράσο και τη σκούπα; Πρέπει να πας αμέσως να φορέσεις τη πανοπλία και το ξίφος σου!»


-«Μα για ποιο λόγο;»

-«Γιατί έξω από τη πύλη πρέπει να δώσεις τη πρώτη σου μάχη!»


Ο Πρίγκιπας δεν άντεξε, και είπε με αγανάκτηση: «Περίμενα μία μεγαλύτερη υποστήριξη από σένα, για κάποιον που αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο σου. Αντί για αυτό εσύ με διώχνεις, δε δίνεις καμμία μάχη, δε ρισκάρεις τίποτα και με βάζεις μόνο μου να αντιμετωπίσω έναν στρατό χιλίων ανδρών; Έχω καμμία ελπίδα;»

-«Φίλε μου Σεκ, υπάρχει κάποια στιγμή, που έρχεται η ώρα να παρατήσεις τη σκούπα και να πιάσεις το ξίφος. Εξάλλου αυτή έξω είναι η δική σου πρώτη μάχη, όχι η δική μου…»

Ο Σεκ πια ήταν σίγουρος για τη προδοσία του Δάσκαλου. Πήγε ωστόσο να φορέσει τη πανοπλία και να ζωστεί το σπαθί του. Δεν θα τους έκανε τη χάρη να τα αφήσει στο μοναστήρι.

Σε λίγο, βγαίνοντας από τη πύλη, αντίκρυσε απέναντί του χίλιους ετοιμοπόλεμους στρατιώτες. Δεν ήταν σίγουρος αν θα έδινε καν τη πρώτη του μάχη… 

...

Ο Σεκ βλέποντας τους χίλιους πολεμιστές απέναντί του κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Μπροστά από τα μάτια της φαντασίας του άρχισαν να περνάνε εικόνες από το παρελθόν του στο παλάτι. Πολυτέλεια, χλιδή, υποκρισία, βαρεμάρα, φθόνος και φόβος, παντού φόβος, και η εξουσία να μην βασίζεται στη σοφία, να μη βασίζεται στη γνώση, αλλά μόνο στο φόβο. Χρόνια ολόκληρα σε αυτό το γκρίζο εφιάλτη.
Και αυτός μια μοναδική φιγούρα να εξασκείται μέρες ατελείωτες στο ξίφος, και αυτός να ιδρώνει προσπαθώντας να ξεπεράσει τον εαυτό του. Μια ζωή να γίνεται καλύτερος και καλύτερος στο ξίφος, στη τέχνη της επικράτησης απέναντι στον άλλον. Τώρα επιτέλους κατάλαβε γιατί είχε γίνει τόσο καλός στο ξίφος.

Το ξίφος ήταν το προσωπικό του μέσον για να ξεφύγει από τη ζοφερή πραγματικότητα.

Όχι, δεν είχε γεννηθεί για να ζήσει σε μία κοινωνία σκλάβων, ακόμα και αν γινόταν ο ίδιος αυτοκράτορας. Τώρα ήταν η πρώτη του πραγματική μάχη. Εδώ στο μοναστήρι είχε βιώσει ότι υπάρχει μία άλλη ζωή, μια άλλη πραγματικότητα, μία μέρα εδώ άξιζε περισσότερο από όλη του τη προηγούμενη του ζωή. Αν και ο Δάσκαλος του Ξίφους τον πρόδωσε, δεν αλλάζει μέσα του το ότι, ποτέ πια, δεν ήθελε να ξαναεπιστρέψει στη μετριότητα.

«Τουλάχιστον ας πεθάνω σαν πολεμιστής» σκέφτηκε. Εκτελώντας ένα πανάρχαιο τελετουργικό έβγαλε το σπαθί του από τη θήκη, το σήκωσε ψηλά, το χαμήλωσε φέρνοντας το στο στόμα του, το φίλησε, και στη συνέχεια το ξανασήκωσε ψηλά. Ήταν ο πανάρχαιος χαιρετισμός του θανάτου που κάναν οι πολεμιστές. Ο Νιουκ ανταπέδωσε το χαιρετισμό στο θάνατο και μαζί του όλοι οι πολεμιστές, σηκώνοντας ο καθένας το όπλο του, φιλώντας το και μετά ξανασηκώνοντάς το.

Ο Νιουκ έπρεπε να διατάξει: «Η πρώτη διμοιρία ξιφομάχων να βγει μπροστά και να αντιμετωπίσει τον Πρίγκιπα. Μόλις ο Πρίγκιπας περάσει από αυτούς τους είκοσι άντρες» (ο Νιουκ ήταν βέβαιος ότι ο Πρίγκιπας θα τους νικούσε), «οι τοξότες να τον εκτελέσουν!». Ένα δάκρυ έβρεξε το πρόσωπο του Αρχηγού Νιουκ. «Τι ειρωνία, από τότε που γεννήθηκε ο Πρίγκιπας Σεκ, η μοναδική μου αποστολή ήταν να προστατεύω τη ζωή του. Και εγώ μόλις τώρα διέταξα το θάνατό του…»

Ο Σεκ προχώρησε ίσια απέναντι στους είκοσι στρατιώτες. Ένα γνώριμο του αίσθημα τον κυρίεψε. Κάθε φορά που έδινε μία μάχη σταματούσε η σκέψη του. Γινόταν ο ίδιος ένα άγριο αιλουροειδές που αντιλαμβανόταν τα πάντα γύρω του. Γινόταν ο ίδιος ένα μέρος του ανέμου που κέρναγε απλόχωρα τον θάνατο. Γινόταν αυτός γρήγορος σαν σκιά ενώ οι άλλοι αργά κουνώντας τα σπαθιά τους δεν τον προλαβαίνανε, και πάντα με απορία θα βιώνανε το πέρασμα απέναντι που τους έκανε ο μαύρος βαρκάρης…

Σε εκείνες τις στιγμές λες και σταμάταγε ο χρόνος. Τότε ένα περαστικό πουλί έμεινε ακίνητο με τις φτερούγες ανοικτές. Τότε οι σημαίες και τα λάβαρα μείνανε να ανεμίζουν ακίνητα, και όλοι οι πολεμιστές λες και μαρμαρώσανε. Ο Δάσκαλος ξεφύτρωσε στη κυριολεξία από το πουθενά στο μέσον των είκοσι στρατιωτών.


«Δάσκαλε, τι έγινε;»

-«Σεκ με την απόφασή σου να βγεις έξω από το κύκλο της μετριότητας και των γνωστών πραγμάτων, βγήκες επίσης έξω από το χρόνο. Βγαίνοντας έξω από τη λογική άνοιξες το δρόμο στο να βιώσεις αυτό που επίσης μπορεί να συμβεί, αν και όλοι οι άλλοι το αποκαλούν απίθανο, αδύνατο, θαύμα. Αυτή τη στιγμή έχει σταματήσει ο χρόνος. Δώσε λοιπόν τη μάχη σου τώρα! Ζήσε χωρίς πια να υιοθετείς όλα τα ψέμματα και τους περιορισμούς. Τώρα που πιστεύεις ότι η σκέψη σου διαμορφώνει τη πραγματικότητα, όλα τα μπορείς!»


Ο Σεκ ένιωθε εκείνη τη στιγμή πιο σίγουρος και πιο δυνατός από ποτέ. Επιτέλους κατάλαβε ότι έφτασε στο τέλος του ταξιδιού του. Το ταξίδι του ήταν απλά να βρει τον πραγματικό Εαυτό του.

Τώρα πια δεν ήθελε να σκορπάει το θάνατο. Με μία φυσική σοφία και ικανότητα σε μια στιγμή βρέθηκε στη κορυφή του γειτονικού λόφου. Με τη δύναμη της θέλησής του ξαναέβαλε το χρόνο να κυλάει. Οι στρατιώτες πανικοβλήθηκαν βλέποντας τον σε ένα δευτερόλεπτο να έχει κάνει απόσταση 3.000 βημάτων. Ο Νιουκ αντέδρασε δυναμικά: «Όλοι οι σπαθοφόροι, επίθεση, προς το λόφο!»

Ο Σεκ έχοντας πια τη Πίστη, ύψωσε το ξίφος στον Ουρανό και στη συνέχεια αργά το κατεύθυνε στη Γη. Η Γη άρχισε να τραντάζεται και ένα χάσμα, μια βαθιά κοιλάδα άρχισε να διαμορφώνεται μεταξύ των στρατιωτών και του Σεκ. Η Γη κατάπινε τα πάντα διαμορφώνοντας ένα χάσμα και όλοι οι στρατιώτες πανικόβλητοι βάλθηκαν να τρέχουν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα μακριά, πετώντας τα όπλα τους.

Ο Νιουκ αλλόφρονας και αυτός έτρεχε για να γλυτώσει. «Αυτή τη μάχη δεν μπορεί κανένας άνθρωπος να τη κερδίσει. Αντίο Πρίγκιπα Σεκ.»

Αλιεύθηκε εδώ

 Eπιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος


Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Ο κήπος του Βασιλιά

Ο Βασιλιάς πάει στον κήπο του και βλέπει πως τα δέντρα, οι θάμνοι και τα λουλούδια του ξεραίνονται.


Η Βελανιδιά του λέει πως ξεραίνεται γιατί δε μπορεί να είναι τόσο ψηλή όσο το Πεύκο.

Γυρίζει προς το Πεύκο και το βλέπει πεσμένο κάτω γιατί δε μπορεί να κάνει σταφύλια όπως το Αμπέλι.

Και το Αμπέλι ξεράθηκε γιατί δεν έκανε λουλούδια σαν την Τριανταφυλλιά.


Βλέπει την Τριανταφυλλιά να κλαίει γιατί δεν είναι γερή και δυνατή σαν τη Βελανιδιά.

Και ξάφνου, βλέπει ένα φυτό, τη Φρέζια, γεμάτη άνθη και πιό δροσερή από ποτέ.
Τη ρωτάει ο Βασιλιάς:

"Πώς γίνεται και αναπτύσσεσαι τόσο καλά μέσα σ' αυτόν τον μαραμένο και θλιβερό κήπο;"

Το λουλούδι του απαντάει:

"Δεν ξέρω. Ίσως γιατί υπέθετα πάντα ότι, όταν με φύτεψες ήθελες φρέζιες. Αν ήθελες στη θέση μου Βελανιδιά ή Τριανταφυλλιά, θα είχες φυτέψει Βελανιδιά ή Τριανταφυλλιά. Εκείνη τη στιγμή είπα μέσα μου: Θα προσπαθήσω να είμαι Φρέζια όσο μπορώ καλύτερα."

Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης - Φύλλα πορείας Ι
 ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ - JORGE BUCAY  

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Ο Έρωτας η ψυχή και η Αφροδίτη (Η Αλχημεία της ψυχής)

Στα Ορφικά Μυστήρια ο Υπερουράνιος Έρωτας γεννιέται μέσα από το Κοσμικό Αβγό, επιδρά επάνω στην άμορφη συμπαντική κατάσταση, συμβάλλοντας έτσι στην δημιουργία των αιθέριων μορφών. Εγκαθίσταται στο κέντρο της μορφής δημιουργώντας τον πυρήνα της, ωθώντας την σε μία περιστροφική κίνηση η οποία διαθέτει έναν παλμό που συν-πορεύεται με τον παλμό του Κοσμικού Σύμπαντος. 

Είναι αυτός ο Έρωτας – Πνεύμα ,  που εμφυσά την Ψυχή  στην μορφή. Είναι το αρχέτυπο Ζην, ο Ζευς, η Ζήνα. Είναι το πρωταρχικό στοιχείο της  δημιουργίας που είναι και θηλυκό  και  αρσενικό. Είναι η Ψυχή – Πνεύμα ενοποιημένη.

Καθώς η αιθέρια κυκλική Ψυχή – Πνεύμα, ξεκινά το ταξίδι της στον χώρο κάποια κοσμική στιγμή συναντά μία υπέρλαμπρη – φωτεινή κατάσταση που την ελκύει. Είναι ο αρχέτυπος ήλιος, μία φωτεινή – αιθέρια κρύα μάζα, υπέρλαμπρη.

Η Ψυχή – Πνεύμα καμωμένη από τα αρχέτυπα στοιχεία του Φωτός και της Αγάπης του Υπερουράνιου Έρωτα - Πνεύμα έλκεται από κάθε τι το φωτεινό. Έλκεται από τον αρχέτυπο Πνευματικό Ήλιο και σμίγει μαζί του.  Εκεί συναντά την Ουράνια Αφροδίτη και αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από αυτήν.

Η Ουράνια Αφροδίτη σμίγει με τον Ουράνιο  ισορροπιστή Άρη και γεννιέται ο Ουράνιος Έρως - Πνεύμα.Ο Ουράνιος Έρωτας - Πνεύμα, σμίγει με την περιστρεφόμενη Ψυχή – Πνεύμα και αναπαράγει σε αυτήν τον Κοσμικό Νου.  Η Ψυχή – Πνεύμα μεταμορφώνεται σε Ψυχή – Κόσμος. Αποκτά κοσμική συνειδητότητα.

Η Ψυχή – Πνεύμα που μέχρι τώρα ήταν Ένα, και θηλυκό και αρσενικό, όταν μεταμορφώνεται σε Ψυχή – Κόσμος διχοτομεί το αρσενικό και το θηλυκό. Αποκτά διπλή φύση που όμως το ουράνιο αρχέτυπο του Άρη ισορροπεί και ενοποιεί τις δύο φύσεις.


Η Ψυχή –Κόσμος αναπόφευκτα συνεχίζει το ταξίδι της προς χαμηλότερες διαστάσεις διότι η διχοτόμηση του Ένα σε Δύο, δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε ανώτερες διαστάσεις, όπου το Παν είναι Εν.

Τότε συναντά μία άλλη φωτεινή κατάσταση. Είναι ο θερμός Χθόνιος (υλικός) Ήλιος, μία προβολή του αρχέτυπου Ήλιου .

Εκεί η Ψυχή – Κόσμος συναντά  την πάνδημη – Χθόνια (Υλική) Αφροδίτη που σμίγει με τον Χθόνιο (Υλικό) Ήφαιστο και γεννιέται ο πάνδημος Έρωτας - Πνεύμα.

Η Ψυχή – Κόσμος αναγνωρίζει στον πάνδημο Έρωτα - Πνεύμα στοιχεία του αρχέτυπου της δημιουργίας της και σμίγει μαζί του. Ο πάνδημος Έρωτας - Πνεύμα παρασύρει την Ψυχή – Κόσμο στην εμπειρία της ύλης και την μεταμορφώνει σε Ψυχή – Περσεφόνη κόρη της Μητέρας – Γης Δήμητρας, προσδίδοντας την ιδιότητα του «Νου της ενσαρκωμένης οντότητας». 

Η Ψυχή – Περσεφόνη για να μπορέσει να βιώσει την εμπειρία της ύλης χρειάζεται ένα όχημα συμπαγούς ύλης. Ένα φυσικό – υλικό σώμα. Ελπίζει ότι έτσι θα ανακαλύψει την Χρυσή Γέφυρα που θα την οδηγήσει στην επανένωσή της με το αρχέτυπό της ως Ψυχή – Κόσμος και μετέπειτα ως Ψυχή – Πνεύμα.

Εμπλέκεται στις ενσαρκώσεις ανεβοκατεβαίνοντας στα υλικά – αιθερικά πεδία αναζητώντας την Μνημοσύνη.



Τότε η Ουράνια Αφροδίτη σμίγει με τον Ουράνιο Μεταμορφωτικό Ερμή και γεννιέται στην Μητέρα – Γη,  ο αρσενικός Ερμαφρόδιτος. Ο Ερμαφρόδιτος βιώνει την εμπειρία της ύλης ώσπου κάποια στιγμή φθάνει σε μία λίμνη. Εκεί συναντά την αιθερική νύμφη Σαλμακίδα.
Ο Ουράνιος Έρωτας – Πνεύμα , γιος της Ουράνιας Αφροδίτης και του Ουράνιου Ισορροπιστή Άρη, εμφανίζεται, και τα βέλη του πετυχαίνουν την νύμφη η οποία ερωτεύεται τον Ερμαφρόδιτο με όλη της την ψυχή.

Ο Ερμαφρόδιτος αντιστέκεται καθώς στην αναζήτησή του ακολουθεί τον Πάνδημο Χθόνιο Έρωτα - Πνεύμα. Όμως η αιθερική νύμφη επιμένει και ζητά από τον Δία να σμίξει με τον αγαπημένο της. Ο Δίας, ο εκπρόσωπος της πεμπτουσίας του αιθέρα, επεμβαίνει και σμίγει την νύμφη με τον Ερμαφρόδιτο μέσα στο νερό της λίμνης, αιώνια.

Το Δυο γίνεται πάλι Ένα και περνά στην αιωνιότητα. Το Ένα εγκαταλείπει το βαρύ φορτίο της ύλης και δρασκελίζοντας την Χρυσή Γέφυρα ξεκινά το ταξίδι του για την επανένωση με τα αρχέτυπά του.

Ο Υπερουράνιος Έρωτας - Πνεύμα είναι το πρωταρχικό στοιχείο της δημιουργίας των κόσμων και των μορφών. Ο Ουράνιος Έρωτας - Πνεύμα, γιος της Αφροδίτης και του Άρη, γεννιέται μέσα από το Κάλλος της θεϊκής Δημιουργίας, ενώ ο πάνδημος Έρωτας - Πνεύμα (όρος που αναφέρεται στον Παυσανία), γεννιέται από την Χθόνια  Αφροδίτη και τον Χθόνιο Ήφαιστο, για να σηματοδοτήσει το Κάλλος της υλικής Φύσης.


Ο Ουράνιος Έρωτας - Πνεύμα εκπροσωπεί το Κάλλος της Ψυχής που βρίσκεται υπεράνω των θεσμών και των νόμων, καθώς συμπεριλαμβάνει την αρχέγονη ουσία της Δημιουργίας που είναι η αιώνια ομορφιά αναλλοίωτη μέσα στον άχρονο χρόνο, που ούτε αυξάνεται, ούτε μειώνεται, διότι ισορροπεί.

Ο Πάνδημος Έρωτας - Πνεύμα είναι εκείνος που εμπλέκει την ψυχή στην ομορφιά της ύλης και στην υλική δημιουργία. Εδώ σημαντικό ρόλο παίζει το συμπαγές όχημα της ψυχής, το υλικό σώμα με την κάθε ιδιαίτερή του μορφή. Παρουσιάζεται το φαινόμενο της αύξησης και της μείωσης διότι η ισορροπία στο υλικό πεδίο είναι εύθραυστη καθώς ο χρόνος γίνεται γραμμικός.

Εκείνο που αναζητά η Ψυχή – Περσεφόνη είναι η επανένωση με τα αρχέτυπά της (Ψυχή – Κόσμος και Ψυχή – Πνεύμα). Το στοιχείο του αρχέτυπου Ουράνιου Έρωτα – Πνεύμα  που προσδιορίζει την μεταμόρφωση της Ψυχής – Περσεφόνης σε Ψυχή – Κόσμος είναι η κινητήρια δύναμη που θα την οδηγήσει εκτός των πεδίων της ύλης.


Για να πραγματοποιηθεί όμως αυτό η ενσαρκωμένη οντότητα οφείλει να επανενωθεί με τα 12 αρχέτυπα της ψυχής της που συμβολίζονται μέσα από τους 12 θεϊκούς ρόλους, στο Ελληνικό Πάνθεο και εκδηλώνονται στον υλικό κόσμο των ανθρώπων, μόνο και μόνο για να αφυπνίσουν την νοητική χθόνια συνειδητότητα σε κοσμική συνειδητότητα.
Δηλαδή την μεταμόρφωση της Ψυχής – Περσεφόνης σε Ψυχή Κόσμο.

Όταν ο άνθρωπος ενωθεί με τα 12 θεϊκά αρχέτυπά του, τότε επιδρά ο 13ος ρόλος του Ζην – Ζευ, εμφυσώντας το Δημιουργικό στοιχείο του Υπερουράνιου Έρωτα  διαμέσου της πεμπτουσίας του Αιθέρα, μεταμορφώνοντας και ενοποιώντας το Δύο σε Ένα.

Η Ψυχή – Περσεφόνη ακολουθεί μία  διαδικασία για να μεταμορφωθεί σε Ψυχή – Κόσμος. 


Αλιεύθηκε εδώ


Επεξεργασία, επιμέλεια  αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Η αθυροστομία και τα αστεία του Γ. Καραϊσκάκη



Μια από τις θρυλικότερες μορφές της Επανάστασης του 1821, υπήρξε ο Γεώργιος Καραισκάκης. Αρχικά υπήρξε Αρματολός και στην συνέχεια αρχιστράτηγος της Ρούμελης (Στερεά Ελλάδα) και ένας εκ των κορυφαίων στρατηγών του Αγώνα.


Πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, αλλά δεν το ξέχασε ποτέ αυτό, λέγοντας χαρακτηριστικά συχνά ως ενήλικος:



 «Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο».

Τα ηρωικά κατορθώματα των αγωνιστών του ‘21  είναι γνωστά.  Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι το  ότι  βωμολοχούσαν και έβριζαν. Οι βωμολοχίες αυτές μόνο σε λίγες περιπτώσεις καταγράφτηκαν κι έφτασαν ως εμάς. Η ευπρέπεια που υποβάλλει ο γραπτός λόγος, καθώς και η επιδίωξη λόγιου λόγου που επέλεξαν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές όταν αργότερα, μετά τον Αγώνα, έγραφαν τα απομνημονεύματα τους, δεν επέτρεψαν να γνωρίζουμε πολλά για το θέμα αυτό.

Πρωταθλητής όλων ήταν  ο Γεώργιος Καραισκάκης του οποίου  ασύγκριτη και παροιμιώδης ήταν η  αθυροστομία του. Γενικά ήταν αυτό που θα λέγαμε πολύ μεγάλος «χωρατατζής».  Οι συχνοί αστεϊσμοί του ήταν το καλύτερο αγχολυτικό στις μάχες και χαλάρωναν πάντα τους συντρόφους του.  Ο Καραϊσκάκης ήταν εντελώς αγράμματος. Την υπογραφή του έμαθε να τη βάζει μόλις το 1825. Κι αυτή την έβαζε ανορθόγραφα: «Καραησκάκης».

Ο αυτοσαρκασμός του δεν είχε όριο και στρεφόταν συχνά γύρω από το θέμα της ασθένειάς του και τις θέρμες οι οποίες τον καθήλωναν συνεχώς στο κρεβάτι («είμαι ζαμπούνης» έλεγε και ξανάλεγε).  Ο Καραϊσκάκης  όταν οργιζόταν  έβριζε σκληρά όχι μόνο στρατιώτες, αλλά και οπλαρχηγούς και στρατηγούς ακόμα. Οι ηπιότερες από τις βρισιές του ήταν «σαπιοκοιλιά» και «παλιογελάδα». Αλλά αυτό δεν το έκανε από μοχθηρία. Επειτα από λίγο μετάνιωνε και με δάκρυα στα μάτια απευθυνόταν στους αγανακτισμένους στρατιώτες του λέγοντας: 


« Τι θυμώνετε, ωρέ! Κι εγώ είμαι... είμαι ο γιος της καλογριάς.Eμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψ..λές ώσπου να με γεννήσει». 

Τη διάσημη προσφώνηση «γιος της καλογριάς» (η οποία διακρινόταν κι εκείνη «δια την τολμηρότητα και δια την γλώσσαν της» Δ. Αινιάν), την χρησιμοποιούσαν λιγότερο οι άλλοι και περισσότερο ο ίδιος για να υποβαθμίσει σκόπιμα τον εαυτό του μπροστά στους συνομιλητές του (η μεγαλομανία σίγουρα δεν ανήκε στα γνωρίσματα του χαρακτήρα του) ενώ η ευθεία απόρριψη του προτύπου της οικογένειας που ο ίδιος ποτέ δεν ένιωσε, προεκτείνεται και στην οικογένεια που δημιούργησε.



Ακόμα και η  γυναίκα   του η  Γκόλφω, δεν γλύτωνε από  τη γλώσσα του. Μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, η γυναίκα του είχε εγκατασταθεί στον Κάλαμο και αργότερα στα Επτάνησα όσο ο ίδιος βρισκόταν ή κυνηγημένος ή στον πόλεμο. Όταν την επισκέφθηκε, κάποια από τα παλικάρια της συνοδείας του ρίχτηκαν στις ψυχοκόρες της κι εκείνη του διαμαρτυρήθηκε,  οπότε για να την καθησυχάσει (;) ο αθυρόστομος άνδρας της, της είπε:



«Έγνοια σου μωρή, έχω και για σένα μπ...τζον…Μη μου χολιάζεις!».



Όταν αργότερα έμαθε πως η γυναίκα του τον είχε απατήσει, αποφάσισε να τη χωρίσει και να παντρευτεί την όμορφη κόρη του μεγαλοτσιφλικά των Αγράφων Τσολάκογλου, το υποστατικό του οποίου είχε ρημάξει όταν ήταν κλέφτης. Σύντομα όμως έχασε το ενδιαφέρον του και, αφού πέταξε την εικόνα της στα πόδια των στρατιωτών του, φώναξε:



«Όποιος την πρωτοπάρει να την έχει! Να την χέσω την π..τάνα!».




Σε ένα μικρό απόσπασμα από την δίκη του Καραϊσκάκη, η οποία έγινε την Πρωταπριλιά του 1824, μετά από συκοφαντία του Μαυροκορδάτου αρκετοί κόντεψαν να λιποθυμήσουν κατά τη διάρκεια της δίκης, ιδού γιατί:  

Εμφανίστηκε – αναφέρει  ο Κασομούλης- (αντί του Βουλπιώτη) μάρτυρας  ο έπαρχος κύριος Γιάγκος Σούτζιος (φαναριώτης, φίλος του Μαυροκορδάτου)… και τα είπεν:


-Εγώ, μωρέ, λέγει ο Καραϊσκάκης, σε τα είπα εσένα;
-Μάλιστα, λέγει ο Σούτζιος…
Καραϊσκάκης: -Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δεν γλυτώνω, πλην ποτέ έργο δεν έκαμα.
Κριτής (Γαλάνης Μεγαπάνου): -Βρε, ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια. Μα διατί να τα λέγης έτζι; (πρόστυχα).
Καραϊσκάκης: -Το έχω χούι, κυρ Πάνο.
Κριτής: -Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρονών;
Καραϊσκάκης: -Αμ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, κυρ Πάνο. Και συ, κυρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να   γαμ..ς.!!!
Λέγοντας αυτό ο Καραϊσκάκης μες στο ναό – δικαστήριο, «εκτύπησαν τα γέλια όλοι και πήγαν και πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος», γράφει ο Κασομούλης.

 


Ο έλεγχος των στρατιωτών ήταν από τις μεγαλύτερες δυσκολίες των οπλαρχηγών, οι οποίοι έπρεπε να επινοούν ποικίλες μεθόδους, για να επιβάλλουν τάξη. Το 27 η Συνέλευση της Τροιζήνας όρισε, εν αναμονή του Καποδίστρια, τριμελή διοικητική επιτροπή, ένα Νησιώτη, ένα Μωραΐτη και ένα Ρουμελιώτη, το Γ. Νάκο. Οι Ρουμελιώτες πίστεψαν πως εκπρόσωπός τους ορίστηκε ο Νάκος, για να τον έχουν οι άλλοι του χεριού τους, ώστε να μπει ευκολότερα σε εφαρμογή το σχέδιο της Αγγλίας. Ελευθερία στο Μοριά με αντάλλαγμα την υποταγή της Ρούμελης στο Σουλτάνο. Πράγματι, το μοναδικό προσόν του Νάκου ήταν η όμορφη γυναίκα του, που, όπως ήταν κοινό μυστικό, είχε εραστή τον κόντε Μεταξά. Μόλις οι Ρουμελιώτες μαθαίνουν την εκλογή του Νάκου, γίνονται έξαλλοι, απειλούν να παρατήσουν τον πόλεμο. Μάταια ο Καραϊσκάκης προσπαθεί να τους μεταπείσει. Τελικά, όπως μας πληροφορεί ο Δ. Δημητρακάκης, τους λέει:



«Ας τελειώνουμε εδώ τη δουλειά μας και τότε να ιδώ πού θα μ’ πάη ου κερατάς (ο Νάκος). Και στου μ…. της π’τάνας της γυναίκας του να κρυφτή, θα βάλω τον μπ…τζον. του Μεταξά να τον ξετρυπώσ’!».



Αυτό ήταν! Το στράτευμα τραντάχτηκε από τα γέλια και συνέχισε την εκστρατεία.

 


Μια μέρα που η ασθένειά του είχε υποτροπιάσει (έπασχε από καλπάζουσα φυματίωση) δέχτηκε την επίσκεψη ενός καινούριου γιατρού που ήθελε να τον εξετάσει. Για να τον δοκιμάσει, ο Καραϊσκάκης έκρυψε κάτω από τα σκεπάσματα έναν από τους άνδρες του. Ο γιατρός έπιασε το χέρι του παλικαριού αντί για το δικό του και του είπε:



-Στρατηγέ, οι δυνάμεις σου έχουν πέσει πολύ. 

Αφού τίναξε τα σκεπάσματα και ο γιατρός κατάλαβε έκπληκτος πως είχε εξετάσει χέρι αλλουνού, απάντησε στο γιατρό: 


-Ο μπ..τζος μου έπεσε μωρέ, όχι οι δυνάμεις μου!».    




Στο Κομπότι της Άρτας, στον πόλεμο που στις 8 Ιουνίου του 1821, ο Καραϊσκάκης αφού νίκησε τους Τούρκους και τους πήρε στο κυνήγι, ανέβηκε σε μια πέτρα και τους έβριζε δυνατά.  Και για να τους προσβάλει χειρότερα και να δώσει θάρρος στους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλα του και έβγαλε το βρακί του και τους έδειξε τον πισινό του. !!!

Τότε ένας Αρβανίτης Γκέκας, κρυμμένος κάπου στα κλαδιά, τον τουφέκισε και τον λάβωσε στους δυο μηρούς από κάτω και σ’ ένα άλλο μέρος…

 


Περίφημη έχει μείνει η απάντηση του στον Μαχμούτ Πασά, διοικητή της  της Σκόδρας (Νότια Αλβανία) που εκστράτευσε από την Οχρίδα με 20.000 επίλεκτους αρβανίτες στην κεντρική Ελλάδα το 1823 για να καταπνίξει τους ενόπλους των Αγράφων και όλης της Δυτικής Ελλάδας και μετά να κατέβει ανενόχλητος στο επαναστατημένο Μεσολόγγι.



Προτού μιλήσει με τα όπλα, ο διαλλακτικός Πασάς έστειλε επιστολή στους καπετάνιους του Ασπροποτάμου με την οποία ζητούσε να συνθηκολογήσουν για να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Ο Καραϊσκάκης κοινοποίησε στους άλλους καπετάνιους την επιστολή του «κερατά του σαλεπιτζή» και φρόντισε να στείλει μόνος του μια μνημειώδη λακωνική απάντηση, εντελώς αταίριαστη με το συντηρητικό ύφος της επιστολής του μουσουλμάνου:



«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον μπ..ύτζον μου τον ίδιον, κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω, κι αν έλθεις καταπάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».

 


Στην εκστρατεία του Πειραιά ένας στρατιωτικός φιλέλληνας ήθελε να κατασκευάσει χαρακώματα με ευρωπαϊκά σχέδια. Περνώντας ο Καραϊσκάκης στάθηκε περίεργος να δει τα έργα. Φαίνεται τα έβρισκε πολύ ρηχά. Ήξερε αυτός τα κλειστά ή τυφλά (αδιέξοδα) ταμπούρια των ατάχτων, που και να ‘θελε να φύγει ο δειλός, δεν θα μπορούσε.


-Γιατί τα ‘καμες έτσι; ρώτησε ο Καραϊσκάκης δήθεν αθώα.
-Αυτό το μέρος είναι το “πρανές”, αυτό είναι το “προπέτασμα”, εκεί είναι η “βάσις”…
Έτσι μας διδάσκουν εμάς τα βιβλία μας, Στρατηγέ.
-Όλα καλά, ωρέ παιδί μου, είπε ο Καραϊσκάκης, μα πού είναι οι κώλοι!!!…Κι έδειξε τον πισινό του. Ο Ευρωπαίος απόρησε.
-Πού είναι οι κώλοι  ωρέ παιδί μου, που θα καθίσουνε στα χαρακώματά σου, και θα τα βαστάξουν; Τέτοια σχέδια όσα θέλεις κάνω κι εγώ!




Ένα διάσημο ξέσπασμα του Καραϊσκάκη για τον Μαυροκορδάτο και τους άλλους πολιτικούς, που το καταγράφει ο Κασομούλης χωρίς να το ωραιοποιήσει ή να το συμμορφώσει γλωσσικά: 

«Ποια Κυβέρνησις, καπιτάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ εφέντη, ο τεσσερομάτης; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους, και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτελείας των; Ιδού ποιοί τον υπέγραψαν.
Πρώτον εσύ, οπού όλα τα πράματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά.
Ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ-μπαγκ.
Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, οπού μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζει, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η π..υτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα δεν εχόρταινεν με 80.000 φορές την ώραν, ο ξυνόγαλο-Γιώργος Τζιόγκας οπού στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο μπ..ύτζος μου, και να ιδώ την εκστρατείαν σας!»




Ο Βλαχογιάννης αναφέρει, εν είδει ιστορικού ανεκδότου, πως δεν είχε διστάσει να προσβάλλει τον «πρωθυπουργό» Κουντουριώτη για την τραγελαφική εκστρατεία εναντίον του Ιμπραήμ που κατέληξε στην οικτρή ήττα των Ελλήνων στο Κρεμμύδι το 1825:



«Ώρε Κουντουριώτη, άκουγα και νόμιζα θα είναι γεμάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό όσο εγώ έχω σπόρο στα αρ..δια μου».!!!
 

Σχετικά με την στιγμή του θανατηφόρου τραυματισμού του Καραισκάκη στη μάχη του Φαλήρου,  ο Κύπριος αγωνιστής Ιωάννη Σταυριανού, ο οποίος  πολέμησε  δίπλα στον Καραϊσκάκη (Διαβεβαιώνει, ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι και ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία),  αναφέρει:  



Ο Καραΐσκος άμα διέταξε τον υπασπιστήν του να καταδιώξει τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας ικανόν διάστημα. Τότες είδομεν στρατόν και ευθύς ο πυροβολητής ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν.


– Φρικτόν με λέγει εχάθημεν.
– Πως πως τον απαντώ.
– Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του Καραΐσκου; Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν!
– Τον είδα του είπον και στρέφω τους οφθαλμούς μου.
Είδα τον Καραΐσκον κρατώντα τον δύο εκ δεξιών και δύο εξ’ αριστερών, και τον μετέφερον εις το στρατοπεδαρχείον.
Ο Καραΐσκος άμα κτυπηθείς είπεν:



“Κλάστε μου τώρα τον μπ..ύτζον”.



Τούτο το ήκουσαν πολλοί, εκ τούτων ίσως ουδείς υπάρχει. Εν ακαρεί δε διεδόθη ότι ο Καραΐσκος εδολοφονήθη συνεργία του Κίτζιου Τζαβέλα και Λάμπρου Βεΐκου, αλλά το διέψευσαν αμέσως δια να μην διχασθεί ο στρατός και δημοσίευσαν, ότι ο Γαρδικιώτης τον εσυνόδευσεν και πολύ επροσπάθησεν να μάθει περί της δολοφονίας και ότι ο Καραΐσκος ομολόγησεν ότι Τούρκος τις, τον οποίον δεν επρόσεξεν τον εκτύπησεν. Περί του υπαρκτού της δολοφονίας του Καραΐσκου τον ερώτησαν να τους ειπεί εμπιστευτικώς πόθεν εβαρέθη, ο Καραΐσκος τους απήντησεν ότι αν ζήσει γνωρίζει ποίος τον εκτύπησεν, ειδεμή ας του κλάσουν τον μπούτζον….


Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν :



 «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».



Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με την επιθυμία του, όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη «κάθισε σταυροπόδι» και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.


Πηγές:

  • ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ, (Γ. Τερτσέτης) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ 
  • ΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΤΕΥΧΟΣ 12, ΜΑΡΤΙΟΣ 2010, σελ. 46
  • «Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων εν τη Ελληνική Ιστορία»,  Ιωάννη Σταυριανού, Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών
  • ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ- Ιστορικά, 28/3/2002-,  Νίκος Βαρδιάμπασης