Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

ΜΊΑ ΣΎΝΤΟΜΗ ΓΝΩΡΙΜΊΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΠΙΚΟΎΡΕΙΟΥΣ:H ΤΈΧΝΗ ΤΟΥ ΝΑ ΖΕΙΣ ΣΑΝ ΘΕΌΣ ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΕ ΑΝΘΡΏΠΟΥΣ


Ποιός είναι ο Επικούρειος Άνθρωπος;  Φυγόπονος, πνευματικά  ρηχός,  άθεος, διεφθαρμένος ηδονοθήρας, απόμακρος και αντικοινωνικός , εγωπαθής και αδιάφορος για τους άλλους, δειλός και μόνιμα κρυπτόμενος, οπαδός μιας ανήθικης παρωδίας της Ελληνικής Φιλοσοφίας, αυτή είναι σε γενικές γραμμές η αντίληψη που καλώς ή κακώς επικρατεί σήμερα. Όχι ανεξήγητα άλλωστε αφού από την εποχή ακόμα του Επίκουρου, η φιλοσοφία του συνάντησε λυσσαλέες αντιδράσεις, συκοφαντήθηκε, κάποιες φορές  πλαστογραφήθηκε και διαστρεβλώθηκε άγρια από τους αντιπάλους της, αρχικά από τους Ακαδημικούς, αργότερα από τους Στωικούς και τέλος από τους Χριστιανούς που όλοι περιέργως είχαν διαχρονικά άριστες σχέσεις με τις εκάστοτε εξουσίες. Ο αντίπαλος και σύγχρονος του Επίκουρου, διευθυντής της  Ακαδημίας Αρκεσίλαος, για να εξηγήσει γιατί έχανε σε μόνιμη βάση μαθητές προς τον Κήπο, ενώ σπανίως γινόταν το αντίθετο, έλεγε περιφρονητικά πως   « τον άνδρα μπορείς να τον κάνεις ευνούχο, τον ευνούχο όμως δεν μπορείς να τον κάνεις άνδρα ».
Ο Διότιμος ο στωικός, συκοφαντούσε τον Επίκουρο αποδίδοντάς του πενήντα αισχρές επιστολές, που ήταν φυσικά πλαστές, όπως μας πληροφορεί ο Διογένης ο Λαέρτιος  και που πιθανότατα έγραψε ο ίδιος ο Διότιμος. Το ίδιο έγινε και από τους μαθητές του Ποσειδώνιου του Στωικού, Νικόλαο και Σωτίωνα. Ο Επίκτητος επίσης τον αποκαλούσε κιναιδολόγο και τον λοιδορούσε με τον χειρότερο τρόπο.
Ο Επικουρισμός, με τον υλισμό του και την αθεοφοβία του, έγινε το κόκκινο πανί για την  Χριστιανική Θρησκεία, που αισθάνθηκε ότι απειλείται η πνευματική κυριαρχία της και τον πολέμησε με λύσσα. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς έλεγε: « Εάν ο Απόστολος Παύλος χτύπησε τους φιλοσόφους είχε υπ’ όψιν του μονάχα τους Επικούρειους. »
Γιατί όμως όλη αυτή η αντίδραση στο συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα, που κάνει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τουλάχιστον με αμηχανία κάποιον όταν δηλώνει Επικούρειος;
Ποιός είναι τελικά ο Επικούρειος Άνθρωπος;
«Κενός εκείνου Φιλοσόφου λόγος, υφ’ ου μηδέν πάθος ανθρώπου θεραπεύεται. Ώσπερ ιατρικής ουδέν όφελος μη τας των σωμάτων νόσους εκβαλούσης,  ούτω φιλοσοφίας ή μη το της ψυχής εκβάλλει πάθος.» Είναι κενολογία εκείνος ο λόγος φιλοσόφου, που δεν βοηθά να θεραπευτεί η ανθρώπινη αγωνία. Όπως η ιατρική είναι άχρηστη αν δεν μπορεί να θεραπεύσει τις νόσους του σώματος, έτσι είναι και η φιλοσοφία εξ ίσου άχρηστη αν δεν μπορεί να ανακουφίσει την ψυχή από το πάθος. Αυτό πρεσβεύει η φιλοσοφία του Επίκουρου, η οποία αποβλέπει στην επίτευξη της καταστηματικής ηδονής, δηλαδή της κατάστασης εκείνης που συνδυάζει έλλειψη σωματικού πόνου, δηλαδή σωματική υγεία και ψυχική αταραξία και αποτελεί προϋπόθεση για την Ευδαιμονία που είναι και το ζητούμενο.
Λέγοντας ψυχική αταραξία οι επικούρειοι εννοούν ενεργητική ισορροπία συναισθημάτων, δηλαδή ψυχική ισορροπία, που προκαλεί μία ευεξία και καλή διάθεση, την ευθυμία ή ευεστώ όπως την έλεγε ο Δημόκριτος, ή ηδονή όπως την ονόμασε ο Επίκουρος που αναβλύζει από τα τρίσβαθα της ανθρώπινης ύπαρξης και που καμιά σχέση δεν έχει με την απάθεια των Σκεπτικών, την αταραξία των Στωικών και την νιρβάνα των ανατολικών φιλοσοφιών, που συνιστούν παθητικές καταστάσεις στα όρια της αναισθησίας.
Για να επιτευχθεί η ψυχική αταραξία ο άνθρωπος πρέπει: 
α) να απαλλαγεί από τον αρχέγονο  Φόβο για τα φυσικά φαινόμενα τους θεούς και τον θάνατο, με την νηφάλια μελέτη της Φύσης, βασιζόμενος στις αισθήσεις και τα συναισθήματά του και σύμφωνα πάντα με τα επιστημονικά δεδομένα και όχι με αστήριχτους μύθους και αυθαίρετες δοξασίες που οδηγούν σε άχρηστες μεταφυσικές αγωνίες, δεισιδαιμονίες και παραλογισμούς που μιζερεύουν και ταλαιπωρούν την σύντομη ζωή του. Για τον Επίκουρο ότι συμβαίνει στην φύση έχει αιτία ή αιτίες και υπακούει σε φυσικούς νόμους είτε αυτοί μας είναι γνωστοί την συγκεκριμένη χρονική στιγμή είτε όχι και δεν οφείλονται σε καμιά  θεϊκή επέμβαση  ή Πρόνοια.
 β) να ιεραρχήσει με φρόνηση τις επιθυμίες του και να επιδιώξει να ικανοποιήσει τις πιο φυσικές από αυτές, που του εξασφαλίζουν την επιβίωση, και έπειτα εκείνες που αφενός είναι μέσα στις δυνατότητές του και αφετέρου θα του προσφέρουν περισσότερο ευχαρίστηση παρά πόνο.
γ) Να αποφύγει να επιδιώξει την ικανοποίηση πλασματικών, μη φυσικών επιθυμιών, όπως Δόξα, Πλούτο, Επιρροή, Εξουσία, που είναι ακόρεστες, δύσκολα ικανοποιούνται και ακόμα πιο δύσκολα διατηρούνται  και βυθίζουν τον άνθρωπο σε ανασφάλεια, καχυποψία, αγωνία, πόνο και δυστυχία χωρίς τέλος. «Τίποτα δεν είναι αρκετό γι εκείνον που θεωρεί λίγο το αρκετό» σημειώνει ο Δάσκαλος.


δ) Να επιδιώξει την ειλικρινή φιλία και να αναζητήσει την προσωπική του ευδαιμονία και ασφάλεια, μέσω της ευδαιμονίας και ασφάλειας της κοινότητας των φίλων. Οι αρετές λοιπόν όπως η φρόνηση – η μέγιστη αρετή κατά τον Επίκουρο – η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η εγκράτεια, η φιλία δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά μέσο για την επίτευξη του ηδονικού βίου και επομένως έχουν ωφελιμιστική βάση και δεν επιβάλλονται έξωθεν από κάποια θεότητα. 
Η πορεία των πραγμάτων στο Επικούρειο Σύμπαν είναι συνισταμένη τριών παραγόντων: Της αναγκαιότητας ( αίτιο – αιτιατό ), του τυχαίου            (αστάθμητος παράγων) και της παρέγκλισης που αποτελεί φαινομενικά αναίτια, μη προβλέψιμη, και σε μη καθορισμένο χρόνο ενέργεια, που μπορεί να μεταβάλλει την πορεία των πραγμάτων και να οδηγήσει σε απρόβλεπτες διεργασίες. Αλλά πως μπορεί ο αιτιοκράτης Επίκουρος να δέχεται το αναίτιο της παρέγκλισης; Η παρέγκλιση στην ουσία είναι έκφραση της αμφισβήτησης από τον Επίκουρο ως μόνης μορφής αιτιοκρατίας στην φύση, της μηχανιστικής αιτιοκρατίας, που χαρακτηρίζει την θεωρία του Δημόκριτου, της παραδοχής δηλαδή, ότι η αιτία προκαθορίζει πάντοτε το αποτέλεσμα, λογική που οδηγεί στο κατ’ ανάγκην γίγνεσθαι και την μοιρολατρία, και την παραδοχή μιας άλλης μορφής αιτιοκρατίας σύμφωνα με την οποία πολλές αιτίες μπορεί να οδηγήσουν στο ίδιο αποτέλεσμα και μία αιτία να οδηγήσει σε διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με τις συνθήκες της συγκυρίας. Με την λογική αυτή, η σχέση αιτίου αποτελέσματος γίνεται περίπλοκη, πολυδαίδαλη και τελικά μη προβλέψιμη. Στην Φύση επομένως όλα είναι δυνατά. « Άπειρα τα αίτια είναι. Όπου γαρ τα αίτια εκεί και αποτελέσματα. Αίτια ήτοι αι άτομοι ή τα στοιχεία.»
Αυτήν την λογική εκφράζει η παρέγκλιση η οποία αποτελεί ενδογενή ιδιότητα της υλικής πραγματικότητας και σ’ αυτήν  εδράζεται η συνειδητότητα και η ελεύθερη βούληση του Ανθρώπου. Η λογική της παρέγκλισης, επιβεβαιώνεται σήμερα από την κβαντική φυσική, που εισάγει αυτήν ακριβώς την λογική, είτε δεχτεί κανείς την απροσδιοριστία της σχολής της Κοπενχάγης, είτε μια πολυσύνθετη μορφή αιτιοκρατίας όπως ο κβαντικός στατιστικός καθορισμός της ρεαλιστικής σχολής, όπως την εκφράζει σήμερα ο Ευτύχης Μπιτσάκης.  Με την παρέγκλιση ουσιαστικά αποσυνδέεται το αίτιο από το αποτέλεσμα και έτσι τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων.  Ο άνθρωπος λοιπόν δεν είναι έρμαιο καμιάς μοίρας και καμιάς αναγκαιότητας. Είναι αυτός που αποφασίζει ελεύθερα για την πορεία της ζωής του, λαμβάνοντας κάθε φορά υπ’ όψιν του τα δεδομένα της συγκυρίας, όπου εκεί βέβαια  παίζουν ρόλο και οι αναγκαιότητες και το τυχαίο.
Η ιδέα όμως της ελεύθερης βούλησης και της  ανάληψης της ευθύνης των αποφάσεων για την ζωή τους δεν κάνει όλους τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Οι περισσότεροι έχουν την τάση να αποποιούνται το δικαίωμα αλλά και την ευθύνη να αποφασίζουν οι ίδιοι για την ζωή τους και αρέσκονται να τα αναθέτουν σε άλλους, στον αρχηγό της οικογένειας, τον ηγεμόνα, τον πολιτικό, στην μοίρα, στον θρησκευτικό ηγέτη, στον ίδιο τον θεό. Έτσι έχουν την ψευδαίσθηση ότι απαλλάσσονται από την ευθύνη των επιπτώσεων από μία πιθανή αποτυχία, που κάλλιστα μπορούν να φορτώσουν στις πλάτες αυτών που εμπιστεύθηκαν.
Ο Επίκουρος λοιπόν φαίνεται ότι στην προσπάθειά του να απαλλάξει τους ανθρώπους από τον φόβο των θεών και του θανάτου και να πολεμήσει τις δεισιδαιμονίες και τον παραλογισμό, τους φόρτωσε τον φόβο της προσωπικής ευθύνης για την ζωή τους.  Φόβο που ανά τους αιώνες βρέθηκαν πολλοί καλοθελητές να εκμεταλλευτούν.
Σε άλλους όμως ανθρώπους, η συνειδητοποίηση της ελεύθερης βούλησης και  της ευθύνης των επιλογών, τους γεμίζει μ’ ένα αίσθημα αυτάρκειας, ανεξαρτησίας και δημιουργικότητας. Τους κάνει ηγέτες του εαυτού τους. Τους ωθεί να ζήσουν την « αυθεντική Ζωή » όπως παρατηρεί ο υπαρξιστής φιλόσοφος Jean – Paul Sartre ο οποίος συμπληρώνει: « Χωρίς δυσκολίες δεν υπάρχει ελευθερία. Τόσο αυθεντικότερη είναι η ελευθερία, όσο μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες.»  Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι Επικούρειοι.
Ο Επικούρειος λοιπόν είναι ο δυνατός άνθρωπος. Γιατί χρειάζεται εσωτερική δύναμη, νηφαλιότητα και φρόνηση για να ελέγξει κανείς τους αρχέγονους φόβους του, να υποτάξει την απληστία και τις άλογες παρορμήσεις του και  να ιεραρχήσει τις επιθυμίες του  επιλέγοντας να ικανοποιήσει εκείνες που θα του εξασφαλίσουν πρώτιστα την επιβίωση έπειτα την ασφάλεια, την σωματική υγεία και την ψυχική ισορροπία.
Ο Επικούρειος δεν βασίζεται ποτέ στην τύχη. Η τύχη, λέει ο Δάσκαλος,  δεν είναι θεά όπως πολλοί πιστεύουν, γιατί είναι άστατη και αλλοπρόσαλλη και από ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να προκύψουν τα μεγαλύτερα καλά όπως και τα χειρότερα κακά, αλλά αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν θα το διαχειριστεί ο άνθρωπος με φρόνηση ή όχι. Στο τέλος της γραφής προσθέτει, είναι καλύτερα να πάρουμε με φρόνηση μια απόφαση που θα αποδειχτεί λάθος, παρά στην τύχη μία απόφαση που θα αποδειχτεί σωστή.
Ο Επικούρειος είναι άνθρωπος αυτάρκης. Γνωρίζει ότι όσες λιγότερες εξωτερικές εξαρτήσεις έχει τόσο πιο ελεύθερος είναι. «Μέγιστος καρπός της αυτάρκειας η Ελευθερία» λέει ο Δάσκαλος « Αυτός που ζει ελεύθερα και ανεξάρτητα, δεν μπορεί να αποχτήσει μεγάλα πλούτη, γιατί αυτό απαιτεί δουλοπρέπεια είτε προς τον όχλο είτε προς την εξουσία, μπορεί όμως να έχει όσα χρειάζεται σε συνεχή επάρκεια ».
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο Επικούρειος είναι ολιγαρκής από πεποίθηση όπως π.χ. ο Κυνικός. Θα απολαύσει λοιπόν την πολυτέλεια όποτε του τύχει, γιατί την πολυτέλεια την απολαμβάνουν ηδονικότερα όσοι την έχουν λιγότερο ανάγκη. Άλλωστε και η λιτότητα έχει τα όριά της, όπως παρατηρεί ο σοφός μας Παππούς και όποιος το παραβλέπει αυτό παθαίνει κάτι αντίστοιχο με εκείνον που δεν βάζει όρια στις επιθυμίες του. Η αυτάρκεια λοιπόν των επικούρειων ουδέποτε φτάνει στα όρια του ασκητισμού όπως έχει υποστηριχτεί από κάποιους.
Ο Επικούρειος δεν είναι ο άνθρωπος του καθήκοντος. Οι πράξεις του καθορίζονται από την ελεύθερη βούλησή του και όχι από κάποιο ακαθόριστο ομιχλώδες αίσθημα καθήκοντος προς κάποιον θεό η κάποια ηγεσία.  Η έννοια του Καθήκοντος απορρέει από ένα σύστημα «Αρχών», το οποίο χαρακτηρίζει την ηθική μιας κοινωνίας και το οποίο μεταβάλλεται από τόπο σε τόπο και από χρόνο σε χρόνο, ακολουθώντας τις μεταβολές της επικρατούσας κοινωνικής ηθικής. Αυτό σημαίνει ότι ο Επικούρειος είναι δύσκολα διαχειρίσιμος από την Εξουσία.  Ο Επικούρειος θα επιλέξει να ακολουθήσει το μονοπάτι του πόνου, αν αυτό τον οδηγεί στην λεωφόρο της ηδονής. Έτσι θα υποστεί τον πόνο και τον κίνδυνο του πολέμου, επιδιώκοντας την κατά πολύ σημαντικότερη ηδονή της απόλαυσης της Ελευθερίας και της Ασφάλειας της προσωπικής του, της οικογενείας του και των φίλων του, αλλά αυτό θα είναι συνειδητή δική του απόφαση και όχι καθήκον, όπως ακριβώς έκαναν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες, τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα, αλλά και στο Μέτωπο της Αλβανίας στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο .
Η στωική έννοια του καθήκοντος, που πέρασε στον Χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, μπορεί υπό συνθήκες να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Το δήθεν καθήκον στον θεό, οδήγησε στην φρίκη της Ιερής Εξέτασης τον Μεσαίωνα, αλλά και αποτέλεσε το πρόσχημα για τις τυχοδιωκτικές Σταυροφορίες της Δύσης, με τα τραγικά τους αποτελέσματα, την ίδια ιστορική περίοδο και στις μέρες μας σε μαζικά εγκλήματα όπως αυτό της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Το καθήκον προς την ηγεσία, την φυλή και την κακώς εννοούμενη πατρίδα, οδήγησε στο πρόσφατο παρελθόν ένα ολόκληρο Έθνος υψηλής πολιτισμικής στάθμης, να προκαλέσει το μακελειό του Β Παγκόσμιου Πολέμου και τα πρωτοφανή εγκλήματα γενοκτονίας εναντίον άλλων λαών που χαρακτηρίστηκαν σαν Ολοκαύτωμα.



Γίνεται προφανές από τα προηγούμενα ότι η έννοια της πατρίδας για τους επικούρειους έχει πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο και δεν είναι Ιδέα και η προάσπισή της έχει πολύ συγκεκριμένο κίνητρο και δεν αποτελεί καθήκον. Οι επικούρειοι ποτέ δεν αγωνίζονται για Ιδέες.
Ο Επικούρειος είναι ένας αισιόδοξος και χαρούμενος άνθρωπος. Να γελάς και να φιλοσοφείς την ώρα που ασχολείσαι με τις καθημερινές σου υποθέσεις συμβουλεύει ο Δάσκαλος. Να μην αναβάλλεις την χαρά, αλλά να γεύεσαι την κάθε πολύτιμη στιγμή της θνητής ζωής σου. Να απολαμβάνεις αυτά που έχεις και να μην σκοτίζεσαι γι αυτά που δεν έχεις. Να απολαμβάνεις να φιλοσοφείς, γιατί η φιλοσοφία είναι η μόνη ενασχόληση που μπορείς να γευτείς τους ηδονικούς καρπούς της άμεσα. Ποτέ μην πεις ότι είναι νωρίς ή ότι είναι πλέον αργά για φιλοσοφία. Είναι σαν να λες ότι είναι νωρίς η αργά για ευδαιμονία.
Ο Επικούρειος δεν είναι μετριόφρων. Η μετριοφροσύνη αφορά τους μέτριους και ο Επικούρειος δεν είναι μέτριος αλλά ξεχωριστός άνθρωπος. Δεν είναι επίσης ταπεινόφρων, γιατί η ταπεινοφροσύνη αφορά τους ταπεινούς και καταφρονεμένους και ο Επικούρειος δεν είναι ούτε ταπεινός ούτε καταφρονεμένος, αλλά άνθρωπος σοβαρός, με προσωπικότητα, αξίες και αυτοπεποίθηση, που παίρνει στα χέρια του το τιμόνι της ζωής του για να την οδηγήσει εκεί που αυτός έχει αποφασίσει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Επικούρειος είναι αλαζόνας. Αντίθετα είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων. Δεν κάνει θόρυβο γύρω από το όνομά του, δεν επαίρεται για τον εαυτό του, τις γνώσεις του, τις ικανότητές του, τα υλικά του αγαθά, δεν ζητά επιβεβαίωση από τους άλλους γιατί δεν την χρειάζεται. Είναι υπερήφανος γι αυτό που είναι, γι αυτό που αξίζει ο ίδιος. Αυτή είναι και η σημασία του περίφημου λάθε βιώσας και όχι ο αναχωρητισμός όπως κακώς πολλές φορές υποστηρίζεται από ορισμένους. Αντίθετα ο Επικούρειος είναι κοινωνικό ον. Πιστεύει στην ανάγκη της κοινωνικής συμβίωσης των ανθρώπων, η οποία βασίζεται στο κοινωνικό συμβόλαιο, του να μην βλάπτει δηλαδή ο ένας τον άλλο και να επιδιώκουν μαζί την επίτευξη κοινών στόχων, που θα διευκολύνουν την ζωή όλων.  «Το της Φύσεως δίκαιον εστί σύμβολον του συμφέροντος εις το μη βλάπτειν αλλήλους, μηδέ βλάπτεσθαι ». ( Επίκουρος – Κύριες Δόξες).  Είναι  δίκαιος και νομοταγής, αφού στην δικαιοσύνη και τον νόμο εδράζεται το κοινωνικό συμβόλαιο. «Η αταραξία είναι ο μέγιστος καρπός της δικαιοσύνης». Ο δίκαιος απολαμβάνει την ψυχική γαλήνη, ενώ ο άδικος είναι πάντοτε γεμάτος ταραχή, αφού  ζει με τον φόβο της τιμωρίας και της εκδίκησης.
Ο Επίκουρος θεωρούσε πως δεν ταιριάζει στον φιλόσοφο ακόμα και όταν αδικηθεί, να συγκρουσθεί ή να εκδικηθεί. ( Φιλόδημος Γαδαρινός : περί Επίκουρου) 
Είναι επίσης Δημοκρατικός, γιατί μόνο στην δημοκρατία το δίκαιο και ο νόμος απορρέει από τους πολίτες και αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και αλλάζει πάλι από τους πολίτες όταν πάψει να την εξυπηρετεί. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Επικούρειος στέκεται πάντα απέναντι στην Τυραννία. Είναι ξεκάθαρη θέση του Κήπου, πως ο Επικούρειος δεν θα γίνει ποτέ Τύραννος.  «Νόμος που δεν εξυπηρετεί το κοινωνικό συμφέρον δεν είναι δίκαιος νόμος» (Επίκουρος- Κύριες Δόξες).
Την προτροπή  του Επίκουρου περί αποφυγής ενασχόλησης με την πολιτική, προκειμένου να διαφυλάξει ο σοφός την προσωπική του γαλήνη,  θα πρέπει να την δούμε σαν παραίνεση και όχι σαν δογματική θέση, με φόντο την πολιτική κατάσταση των Ελληνιστικών χρόνων, όπου ο αποδυναμωμένος Δήμος είχε χάσει κάθε δυνατότητα να επηρεάσει τις τύχες της Πόλης και ο πολιτικός είτε είχε μετατραπεί σε χειροκροτητή του ηγεμόνα ( Στρατοκλής), είτε είχε εξοριστεί από την Πόλη (Δημοχάρης).  Ο ίδιος ο Επίκουρος άλλωστε διευκρινίζει: «Όσοι φλέγονται από φιλοτιμία και φιλοδοξία, και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, ας ακολουθήσουν τη φυσική τους ορμή για πολιτική. Γιατί η απραγμοσύνη θα τους ταράξει περισσότερο και θα τους πληγώνει, όσο δεν τους γίνεται εκείνο που ορέγονται…» (από Θ 245. Επικ. 555)
Οι Επικούρειοι τιμούν τους θεούς – θεσμούς της Πόλης και συμμετέχουν και χαίρονται περισσότερο  απ’ όλους τις γιορτές και τις εκδηλώσεις της, γιατί αυτές δένουν τους ανθρώπους μεταξύ τους και ανεξάρτητα από την περιουσία τους και την κοινωνική τους θέση, τους κάνουν να αισθάνονται μέλη του ίδιου κοινωνικού συνόλου. Η κοινωνικότητα είναι λοιπόν για τους Επικούρειους φυσική ανάγκη.  Ο άνθρωπος δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τον κοινωνικό του περίγυρο όχι μόνο στον Επικουρισμό, αλλά στο σύνολο σχεδόν της Ελληνικής φιλοσοφίας, αντίθετα με τις ανατολικές φιλοσοφίες. Η εξωστρέφεια των Επικούρειων επιβεβαιώνεται από τον κεντρική θέση που κατέχει στην φιλοσοφία τους η φιλία. Δεν αρνούνται ότι η επιδίωξη της φιλίας, όπως άλλωστε και της δικαιοσύνης, ξεκινά από ωφελιμιστικούς λόγους,  καταλήγει όμως από μόνη της αρετή. Γιατί ο Επικούρειος θα επιδιώξει την προσωπική του ασφάλεια και ευδαιμονία, μέσω της προαγωγής της ασφάλειας και ευδαιμονίας του συνόλου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια γίνεται κατανοητό, γιατί το αίσθημα της προσφοράς στους άλλους, αποτελεί για τους επικούρειους ηδονή  και όχι καθήκον. « το εύ ποιείν ήδιόν εστι του εύ πάσχειν ». (Το να ευεργετείς είναι ηδονικότερο από το να ευεργετείσαι).
Η ελευθερία του λόγου, η παρρησία των Επικούρειων, είναι βασικό στοιχείο της κοινωνικής τους συμπεριφοράς. Η άσκηση ελεύθερης αλλά καλοπροαίρετης κριτικής, με ευγένεια και νηφαλιότητα, συνδυάζεται πάντα με προσεκτική αποδοχή αντίστοιχης κριτικής από τους άλλους. Αυτό προϋποθέτει ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία, χωρίς διαχωρισμούς με βάση το φύλο, την περιουσία και την κοινωνική θέση. Αυτό είναι και το μεγάλο πείραμα που γίνεται στον Κήπο, μέσα στην καρδιά της καθημαγμένης παρακμάζουσας Αθηναϊκής κοινωνίας των Ελληνιστικών χρόνων. Χαρακτηριστικό για παράδειγμα,  του πώς αντιμετωπίζονται οι γυναίκες στον Κήπο, είναι η ρήση του ίδιου του Δάσκαλου όπως διασώθηκε σε μία μεσαιωνική συλλογή φιλοσοφικών λόγων: «Η γυνή σου αιδείσθω σε μάλλον και ου φοβείσθω. Ού γαρ αυτήν θεράπαιναν είληφας αλλά κοινωνόν του βίου».( Η γυναίκα σου πρέπει να σε σέβεται και όχι να σε φοβάται. Διότι δεν την πήρες για υπηρέτρια, αλλά για σύντροφο της ζωής σου ).
Με την προώθηση της φιλίας, δημιουργούν οι Επικούρειοι ένα στενότερο κοινωνικό κύκλο από ειλικρινείς φίλους, πάντα πρόθυμους να στηρίζουν και να συμπαρίστανται ο ένας στον άλλο, μεταξύ των οποίων η δικαιοσύνη είναι αυτονόητη και δεν χρειάζεται νόμους για να επιβληθεί και σχηματίζουν έτσι ένα πλέγμα προστασίας και ασφάλειας για τον καθένα που συμμετέχει σε αυτόν, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης της κοινωνίας και των θεσμών. Η Φιλία είναι η Ακρόπολη της Ανθρώπινης Αξιοπρέπειας που παραμένει ελεύθερη, ακόμα και όταν το Κάστρο της κοινωνίας και των θεσμών έχει αλωθεί όπως συνέβαινε στην εποχή του Επίκουρου στην Ελληνιστική Αθήνα και όπως δυστυχώς κινδυνεύει να συμβεί στην σημερινή Ελλάδα.
Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο σοφός Επικούρειος Φίλος Δημητριάδης Δημήτρης, οι Επικούρειοι δεν ακολουθούν ηθικές αρχές, αλλά πανανθρώπινες και διαχρονικές αξίες. Γιατί οι ηθικές αρχές, όπως και το καθήκον, είναι σχετικές και μεταβάλλονται ανάλογα με τις πεποιθήσεις και τα πιστεύω της κάθε κοινωνίας την συγκεκριμένη χρονική στιγμή, οι πανανθρώπινες όμως αξίες του κοινωνικού συμβολαίου, της ελευθερίας, της φιλίας, της παρρησίας, της ισότητας των ανθρώπων και του αμοιβαίου σεβασμού που απορρέει από αυτές, είναι διαχρονικές και πάντα θα αποτελούν το ζητούμενο για κάθε ανθρώπινη κοινωνία. Να λοιπόν γιατί ο Επίκουρος που άνοιξε τον Κήπο του σε ελεύθερους και δούλους, πλούσιους και φτωχούς, άνδρες και γυναίκες, ακόμα και εταίρες θεωρήθηκε ανήθικος, αφού περιφρόνησε τον κοινωνικό καθωσπρεπισμό της εποχής του.
Ο επικουρισμός λοιπόν, είναι μια αναμφίβολα εγωιστική φιλοσοφία αφού αποβλέπει στο προσωπικό όφελος. Όμως είναι προφανές από τα προηγούμενα ότι ο επικούρειος θα επιδιώξει το προσωπικό όφελος, μέσω της προαγωγής του κοινωνικού οφέλους, όχι ανεξάρτητα από αυτό ούτε πολύ περισσότερο εις βάρος του. 
Οι Επικούρειοι δεν φοβούνται τον θάνατο. Γιατί όσο εμείς είμαστε ζωντανοί αυτός δεν υπάρχει και όταν αυτός είναι παρών δεν υπάρχουμε εμείς για να τον αντιληφθούμε. Πέρα από τον θάνατο, δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε ή να ελπίζουμε. Και ούτε την ανυπαρξία πρέπει να φοβάται κανείς, γιατί ανύπαρκτος ήταν και πριν γεννηθεί. Ο θάνατος είναι αυτός που δίνει νόημα στην ζωή και κάνει κάθε στιγμή της πολύτιμη και ανεπανάληπτη. Γι αυτό πρέπει ο άνθρωπος να ζει την κάθε μέρα του σαν να ήταν η τελευταία της ζωής του. Καρπώσου την μέρα όπως έλεγε χαρακτηριστικά  ο Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος. Αυτός που αναβάλλει την χαρά λέει ο Επίκουρος πεθαίνει πνιγμένος στις ασχολίες χωρίς να έχει ζήσει. Και όπως παρατηρεί ο Σενέκας το πολυτιμότερο αγαθό που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος στους συνανθρώπους του, είναι ο χρόνος του.
Οι Επικούρειοι δεν φοβούνται τους θεούς. Οι θεοί των Επικούρειων είναι πρότυπα ευδαιμονίας και μακαριότητας   για τους ανθρώπους. Δεν είναι φορείς αυθαίρετων ηθικών κανόνων που επιβάλλουν με την αυθεντία τους στους ανθρώπους. Ούτε εξευμενίζονται από κανένα, ούτε οργίζονται,  ούτε μνησικακούν εναντίον κανενός, ούτε τιμωρούν και εκδικούνται, γιατί όπως λέει ο Δάσκαλος αυτό αντίκειται στην μακαριότητά τους και χαρακτηρίζει κατώτερα όντα. Επομένως οι θεοί δεν παρεμβαίνουν στην πορεία της ζωής των ανθρώπων, αλλά ούτε και αποτελούν αιτία των φυσικών φαινομένων τα οποία υπακούν σε φυσικούς νόμους είτε τους γνωρίζουμε είτε όχι. Οι θεοί   είναι φίλοι των ανθρώπων και όχι δυνάστες. Και οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα λόγο να τους φοβούνται, αλλά ούτε και να ελπίζουν τίποτα από αυτούς. Στις δυσκολίες της ζωής, ο άνθρωπος πρέπει να στηρίζεται στους συνανθρώπους του και όχι στους αμέτοχους θεούς. Γι αυτό το λόγο ο Διογένης ο Οινοανδέας προτείνει να αποδίδονται γελαστά τα πρόσωπα των θεών στα αγάλματα. Για τους Επικούρειους οι θεοί αντιπροσωπεύουν το πρότυπο της ψυχικής γαλήνης που πρέπει να επιδιώκει ο άνθρωπος.  Γι αυτό και έχουν όλο το δικαίωμα, όπως διακηρύσσει  ο Δάσκαλος στον επίλογο της προς Μενοικέα επιστολής του, να ισχυρίζονται ότι ζουν σαν θεοί ανάμεσα σε ανθρώπους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου