Hellenistic statue of Alexander the Great in a Himation, after an original by Lysippos, late 4th or 3rd century BCE
Τα λόγια του Μ. Αλέξανδρου πρός του στρατιώτες του (Αύγουστος του 324 π.Χ. στην πόλη Ώπιδα). Ο μέγας Αλέξανδρος, ἀναφέρει
ὅτι αὐτός παρέλαβε μία δυνατή στρατιωτική χώρα ἀλλά
χρεωμένη. Παρ’ ὅλα αὐτά τούς ὁδήγησε μόνο σέ νίκες πού
πλούτισαν τήν Μακεδονία. Ἀπ’ ὅλους τους τεράστιους
θησαυρούς πού βρῆκαν, αὐτός δέν κράτησε τίποτα γιά
τόν ἑαυτό του ἀλλά ἔδωσε ὅλα
τά χρήματα στούς Μακεδόνες. Ὕστερα ἀνέφερε πώς τούς ὁδήγησε
σέ ἀνεπανάληπτες στρατιωτικές νίκες καί πώς δέν ξεχωρίζει σέ
τίποτα ἀπ’ αὐτούς.
Τά λόγια του χαρακτηριστικά ἦταν ὅτι τρώει τά ἴδια φαγητά μέ τούς στρατιῶτες του, ὅτι ἔχει τό ἴδιο ὕπνο πού ἔχουν κι αὐτοί καί ὅτι γενικά ζεῖ ὅπως αὐτοί. Ἔπειτα τούς ρώτησε ἄν αὐτά τά κατόρθωσε χωρίς κόπο. Τούς ἔδειξε τά τραύματά του πού ἦταν ὅλα ἀπό μπροστά (ἦταν μέγιστη προσβολή νά ἔχεις τραῦμα στήν πλάτη), καί μετά τούς ρώτησε ἄν εἶχε ἄλλος κανείς περισσότερα ἀπ’ αὐτόν. Τελικά τους ἔφερε στό φιλότιμο καί οἱ Μακεδόνες συμφιλιώθηκαν μέ τόν βασιλιά τους.
«…Αὐτός ὁ
λόγος μου, Μακεδόνες, δέν θά ἐκφωνηθεῖ γιά νά σταματήσει τήν ἐπιθυμία
σας γιά ἐπιστροφή στήν πατρίδα – γιατί μπορεῖ
ὁ καθένας σας νά φύγει ὅπου θέλει μέ τήν ἔγκρισή
μου – ἀλλά γιά νά καταλάβετε τί λογής εἴμαστε
ἐμεῖς καί τί λογίς γίνατε ἐσεῖς
καί φεύγετε.
Καί θά ἀρχίσω πρῶτα τήν ὁμιλία μου μέ ἀναφορά στόν πατέρα μου Φίλιππο, ὅπως εἶναι φυσικό, ὁ Φίλιππος λοιπόν, ἀφοῦ σας παρέλαβε περιφερομένους καί φτωχούς, πού βοσκούσατε τά λίγα σας πρόβατα στά βουνά ντυμένοι μέ προβιές καί πού πολεμούσατε μέ δυσκολία γι’ αὐτά ἐναντίον τῶν Ἰλλυριῶν καί τῶν Τριβαλλῶν καί τῶν γειτόνων Θρακῶν, σᾶς ἀξίωσε νά φορέσετε χλαμύδες ἀντί γιά τά δέρματα καί σᾶς κατέβασε ἀπό τά βουνά στίς πεδιάδες, καθιστώντας σας ἀξιωματούχους (ἀντιπάλους) ἀπέναντι τῶν γειτόνων βαρβάρων, ἔτσι πού νά στηρίζετε τή σωτηρία σας πιά ὄχι στήν ὀχυρότητα τῆς τοποθεσίας ἀλλά στήν προσωπική σας ἀνδρεία, καί σᾶς κατέστησε πολίτες πόλεων καί σᾶς ἐκπολίτισε μέ νόμους καί χρυσά ἤθη.
Καί ἀπέναντι αὐτῶν τῶν
βαρβάρων, ἀπό τούς ὁποίους ὑποφέρατε
ἐσεῖς καί τά ὑπάρχοντάς σας, σᾶς
ἀνέδειξε σέ ἡγεμόνες ἀπό δούλους καί ὑπηκόους
καί πρόσθεσε τά περισσότερα μέρη τῆς Θράκης στήν Μακεδονία
καί, καταλαμβάνοντας τά πιό ἐπίκαιρα σημεῖα
τῶν παραθαλασσίων περιοχῶν, ἀνέπτυξε
τό ἐμπόριο στή χώρα καί ἐξασφάλισε γιά ἐσᾶς
τήν χωρίς κινδύνους (ἐξωτερικούς) ἐκμετάλλευση
τῶν μεταλλείων καί σᾶς κατέστησε κυρίαρχους τῶν
Θεσσαλῶν, πού παλιότερα πεθαίνατε ἀπό
τόν φόβο σας, καί ταπεινώνοντας τό ἔθνος τῶν
Φωκέων ἄνοιξε διάπλατα καί εὐκολοδιάβατο
τό δρόμο γιά τήν Ἑλλάδα ἀντί τοῦ
ἀρχικά στενοῦ καί ἀδιάβατου, καί τούς Ἀθηναίους
καί Θηβαίους, πού ταλαιπωροῦσαν πάντα τήν Μακεδονία μέ τίς ἐπιδρομές
τους, τούς ταπείνωσε σέ τέτοιο βαθμό, καί μέ δική σας ἤδη
συμμετοχή σ’ αὐτά ὥστε ἀντί
νά πληρώνετε φόρους στούς Ἀθηναίους καί νά εἶστε
ὑπήκοοι τῶν Θηβαίων, νά ἐναποθέτουν
ἐκεῖνοι τήν ἀσφάλειά τους σέ σᾶς
ὡς ἐπί τό πλεῖστον.
Καί ἀφοῦ κατέβηκε στήν Πελοπόννησο, διευθέτησε τίς ἐκεῖ ὑποθέσεις καί, ἀφοῦ ἀνακηρύχθηκε στρατηγός μέ ἀπεριόριστες ἁρμοδιότητες ὅλης της ὑπόλοιπης Ἑλλάδας γιά τό στράτευμα ἐναντίον τοῦ Πέρση βασιλιά, πρόσθεσε περισσότερο αὐτή τή δόξα ὄχι στόν ἑαυτό τοῦ περισσότερο παρά στό κοινό τῶν Μακεδόνων.
Αὐτές τίς ὑπηρεσίες ἔχει προσφέρει ὁ
πατέρας μου σέ ἐσᾶς, ὥστε
νά τίς ἐκτιμήσει κανείς σπουδαῖες
αὐτές καθαυτές, ἀλλά μικρές σέ σύγκριση μέ
τίς δικές μας.
Γιατί ἐγώ, παραλαμβάνοντας ἀπό τόν πατέρα μου ἐλάχιστα χρυσά καί ἀσημένια σκεύη, οὔτε ἑξῆντα τάλαντα στά ταμεῖα, χρέη τοῦ Φιλίππου πάνω ἀπό πεντακόσια τάλαντα καί, ἀφοῦ δανείστηκα ὁ ἴδιος ἐπιπλέον ἄλλα ὀχτακόσια, ξεκινώντας ἀπό τή χώρα μας πού δέν ἐπαρκοῦσε οὔτε γιά τίς βοσκές σας, ἀμέσως σας ἄνοιξα τόν δρόμο τοῦ Ἑλλησπόντου, ἐνῶ οἱ Πέρσες τότε ἦταν παντοδύναμοι στήν θάλασσα, καί κατανικώντας μέ τό ἱππικό τους σατράπες τοῦ Δαρείου, προσάρτησα ὅλη τήν Ἰωνία στήν δική σας ἐπικράτεια καί ὅλη τήν Αἰολία καί τίς δυό Φρυγίες καί τούς Λυδούς καί κυρίευσα τήν Μίλητο μέ πολιορκία καί ὅλα τά ἄλλα μέρη, πού προσχώρησαν σέ μᾶς μέ τήν θέλησή τους, τά πῆρα καί τά παρέδωσα σέ ἐσᾶς νά τά καρπώνεσθε καί τά ἀγαθά ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τήν Κυρήνη, ὅσα ἀπόχτησα χωρίς μάχη, ἀνήκουν σέ ἐσᾶς, καί ἡ Κοίλη Συρία καί ἡ Παλαιστίνη καί ἡ χώρα ἀνάμεσα στά ποτάμια (Μεσοποταμία) εἶναι δικό σας κτῆμα, καί ἡ Βαβυλώνα καί τά Βάκτρα καί τά Σοῦσα δικά σας, καί ὁ πλοῦτος τῶν Λυδῶν καί οἱ θησαυροί τῶν Περσῶν καί τά ἀγαθά τῶν Ἰνδῶν καί ἡ ἔξω θάλασσα δική σας, ἐσεῖς εἶστε σατράπες, ἐσεῖς στρατηγοί, ἐσεῖς ταξίαρχοι.
Γιατί ἐγώ, παραλαμβάνοντας ἀπό τόν πατέρα μου ἐλάχιστα χρυσά καί ἀσημένια σκεύη, οὔτε ἑξῆντα τάλαντα στά ταμεῖα, χρέη τοῦ Φιλίππου πάνω ἀπό πεντακόσια τάλαντα καί, ἀφοῦ δανείστηκα ὁ ἴδιος ἐπιπλέον ἄλλα ὀχτακόσια, ξεκινώντας ἀπό τή χώρα μας πού δέν ἐπαρκοῦσε οὔτε γιά τίς βοσκές σας, ἀμέσως σας ἄνοιξα τόν δρόμο τοῦ Ἑλλησπόντου, ἐνῶ οἱ Πέρσες τότε ἦταν παντοδύναμοι στήν θάλασσα, καί κατανικώντας μέ τό ἱππικό τους σατράπες τοῦ Δαρείου, προσάρτησα ὅλη τήν Ἰωνία στήν δική σας ἐπικράτεια καί ὅλη τήν Αἰολία καί τίς δυό Φρυγίες καί τούς Λυδούς καί κυρίευσα τήν Μίλητο μέ πολιορκία καί ὅλα τά ἄλλα μέρη, πού προσχώρησαν σέ μᾶς μέ τήν θέλησή τους, τά πῆρα καί τά παρέδωσα σέ ἐσᾶς νά τά καρπώνεσθε καί τά ἀγαθά ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τήν Κυρήνη, ὅσα ἀπόχτησα χωρίς μάχη, ἀνήκουν σέ ἐσᾶς, καί ἡ Κοίλη Συρία καί ἡ Παλαιστίνη καί ἡ χώρα ἀνάμεσα στά ποτάμια (Μεσοποταμία) εἶναι δικό σας κτῆμα, καί ἡ Βαβυλώνα καί τά Βάκτρα καί τά Σοῦσα δικά σας, καί ὁ πλοῦτος τῶν Λυδῶν καί οἱ θησαυροί τῶν Περσῶν καί τά ἀγαθά τῶν Ἰνδῶν καί ἡ ἔξω θάλασσα δική σας, ἐσεῖς εἶστε σατράπες, ἐσεῖς στρατηγοί, ἐσεῖς ταξίαρχοι.
Γιατί γιά μένα τί ὑπάρχει παραπάνω ὕστερα ἀπό αὐτούς τούς κόπους πέρα ἀπό αὐτή τήν πορφύρα καί τό διάδημα αὐτό;
Προσωπικά δέν ἔχω τίποτε ἄλλο καί κανείς δέν μπορεῖ νά μιλήσει γιά δικούς μου θησαυρούς παρά μόνο γι’ αὐτά, δικά σας ἀποκτήματα ἡ ὅσα φυλάγονται γιά ἐσᾶς.
Γιατί δέν ὑπάρχει λόγος νά φυλάξω τούς θησαυρούς προσωπικά γιά μένα, πού σιτίζομαι τό ἴδιο μέ ἐσάς καί προτιμῶ τόν ἴδιο μέ ἐσᾶς ὕπνο, καί μάλιστα νομίζω ὅτι οὔτε κάν τρώω τά ἴδια φαγητά μέ ὅσους ἀπό ἐσᾶς ἔχουν κοιλιόδουλες προτιμήσεις, καί ξέρω ὅτι γιά σᾶς, γιά νά μπορεῖτε ἐσεῖς νά κοιμάστε ἥσυχοι.
Ἀλλά μήπως ἀπόχτησα αὐτά διοικώντας ὁ ἴδιος ἄκοπα καί χωρίς ταλαιπωρίες, ἐνῶ ἐσεῖς κοπιάζατε καί ταλαιπωρούσασταν; Καί ποιός ἀπό ἐσᾶς ἀναγνωρίζει ὅτι κουράστηκε περισσότερο γιά μένα, ἀπό ὅτι ἐγώ γιά ἐκεῖνον;
Ἐμπρός λοιπόν, καί ὁποῖος ἀπό ἐσᾶς ἔχει τραύματα, ἅς βγάλει τά ροῦχα του καί ἄς τά δείξει, καί ἐγώ θά δείξω τά δικά μου σχετικά, γιατί, ἀπό ἔμενα κανένα μέρος τοῦ σώματος μετωπικά καί ἀπόμεινε χωρίς τραύματα, οὔτε ὑπάρχει ὅπλο ἡ ἀπό τά χειριζόμενα μέ τό χέρι ἡ ἀπό αὐτά ἀπό ἐκτοξεύονται, πού νά μή φέρω πάνω μου τά ἴχνη του, ἀλλά καί μέ ξίφος ἀπό χέρι ἔχω πληγωθεῖ καί τόξα ἔχω δεχτεῖ ἤδη καί μέ βλήματα μηχανῶν χτυπήθηκα καί μέ πέτρες πολλές φορές καί μέ καδρόνια βαλλόμενος γιά ἐσᾶς καί γιά δική σας δόξα καί γιά δικό σας πλοῦτο σας ὁδηγῶ νικητές ἀνάμεσα ἀπό κάθε στεριά καί θάλασσα καί ἀπό ὅλους τους ποταμούς καί τά ὄρη καί ὅλες τίς πεδιάδες, καί τέλεσα τούς ἰδίους γάμους μέ σας καί τά παιδιά μου. Καί ἀπέναντι σέ ὁποῖον ὑπῆρχαν χρέη, χωρίς νά πολυεξετάσω γιά ποιόν λόγο δημιουργήθηκαν, ἐνῶ τόσα πολλά εἰσπράττατε ὡς μισθό καί τόσα πολλά ἰδιοποιούσουνταν ὅταν γινόταν λεηλασία μετά ἀπό πολιορκία, ὅλα τά ἐξόφλησα.
Καί ὑπάρχουν χρυσά στεφάνια γιά τούς περισσοτέρους ἀπό σας, ἀθάνατα ἐνθύμια καί τῆς δικῆς σας ἀνδρείας καί τῆς ἀπό μένα ἐπιβράβευσή σας. Καί ὁποῖος σκοτώθηκε, ἔπεσε ἔνδοξα, καί ἔγινε μεγαλοπρεπής ἡ ταφή του, καί χάλκινοι ἀνδριάντες ἔχουν τιμηθεῖ, ἀπαλλαγμένοι ἀπό ἐκτάκτους φόρους καί κάθε οἰκονομική ὑποχρέωση, γιατί, πράγματι, κανείς ἀπό ἐσᾶς δέν σκοτώθηκε ὑποχωρώντας, ὅταν ἐγώ πρωτοστατοῦσα στίς μάχες.
Καί τώρα ἐγώ σκόπευα νά στείλω πίσω τούς ἀπόμαχους ἀπό σας ἀξιοζήλευτους ἀπό τούς συμπατριῶτες σας, ἀλλά ἀφοῦ θέλετε νά ἐπιστρέψετε ὅλοι σας, φύγετε ὅλοι καί στήν ἐπιστροφή ἀνακοινῶστε ὅτι τό βασιλιά σας Ἀλέξανδρο, πού κατανίκησε τούς Πέρσας καί τούς Μήδους καί τούς Βάκτριους καί τούς Σάκες, πού κυρίευσε τούς Οὐξίους καί Ἀραχώτους καί Δράγγες, πού ὑπόταξε τούς Παρθυαίους καί τούς Χορασμίους καί τούς Ὑρκανίους μέχρι τήν Κασπία θάλασσα, πού πέρασε τόν Καύκασο πέρα ἀπό τίς Κασπίες πύλες, πού διάβηκε τόν Ὄξο ποταμό καί τόν Ταναί, ἀκόμη καί τόν Ἰνδό ποταμό πού δέν πέρασε κανένας ἄλλος ἐκτός ἀπό τόν Διόνυσο καί τόν Ὑδάσπη καί τόν Ἀκεσίνη καί τόν Ὑδραώτη, καί πού θά περνοῦσε καί τόν Ρφαση, ἄν ἐσεῖς δέν ἀντιδρούσατε, καί πού προχώρησε στή μεγάλη θάλασσα καί ἀπό τά δυό στόμια τοῦ Ἰνδοῦ, καί πού διέσχισε τήν ἔρημό της Γαδρωσίας, ἀπ’ ὅπου κανείς ποτέ νωρίτερα δέν πέρασε μέ στρατό, καί πού στό πέρασμα τοῦ κατέκτησε τήν Καρμανία καί τή χώρα τῶν Ὠρειτῶ, καί πού τό ἐγκαταλείψατε καί φύγατε, παραδίδοντας τόν στούς κατανικημένους βαρβάρους νά τόν φυλάγουν.
Ἴσως αὐτά θά εἶναι γιά ἐσᾶς δόξα ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων καί (θεωρηθοῦν) ὅσια βέβαια, ὅταν θά τά ἀναγγείλετε. Φύγετε…»»
Ἀρριανός, βιβλίο Ζ(7ο) 9-10.
Eπιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια
δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου