Χάρων και Μένιππος. (Ο διάλογος που
ακολουθεί διεξάγεται ανάμεσα στον πορθμέα του κάτω κόσμου, τον Χάρωνα, και τον
Μένιππο, ο οποίος έζησε μέχρι τον θάνατό του με βάση τα ιδεώδη των κυνικών. (Οι
κυνικοί πρέσβευαν την απλή ζωή σύμφωνα με τη φύση, την εγκράτεια χωρίς
παρεκκλίσεις και την άρνηση των καθιερωμένων κοινωνικών αξιών, όπως είναι ο
πλούτος, η δόξα, η ομορφιά κ.ά.). Ως συνέπεια του τρόπου με τον οποίο έζησε, ο
Μένιππος δεν έχει ούτε τον οβολό που έβαζαν, σύμφωνα με το έθιμο, στο στόμα του
νεκρού ως αμοιβή του Χάρωνα. Ο τελευταίος ζητεί μετά το πέρασμα στην αντίπερα
όχθη τα ναύλα).
ΧΑΡΩΝ: Παλιοτόμαρο, πλήρωσέ μου τα
ναύλα σου!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Φώναζε όσο θέλεις, αν σ᾽ αρέσει!
ΧΑΡΩΝ: Πλήρωσε, σου λέω, που σε πέρασα
από τη λίμνη!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Δεν μπορείς να πάρεις από
όποιον δεν έχει.
ΧΑΡΩΝ: Υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει
έστω και οβολό;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Αν υπάρχει κι άλλος, δεν
ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω.
ΧΑΡΩΝ: Mα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω,
κάθαρμα, αν δεν πληρώσεις!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Και εγώ με τη μαγκούρα θα σου
σπάσω το κεφάλι!
ΧΑΡΩΝ: Άδικα λοιπόν σου έχω κάνει
τέτοιο ταξίδι;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Να σε πληρώσει για λογαριασμό
μου ο Ερμής! Αυτός με παράδωσε σε σένα.
ΕΡΜΗΣ: Τώρα μάλιστα, σώθηκα! Να πληρώνω
και για τους νεκρούς!
ΧΑΡΩΝ: Εγώ πάντως δεν σ᾽ αφήνω.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ωραία. Τράβα και τη βάρκα σου
στη στεριά, και περίμενε όσο θέλεις! Τι να σου δώσω, αφού δεν έχω πεντάρα;
ΧΑΡΩΝ: Δεν ήξερες ότι έπρεπε να φέρεις
τα ναύλα σου μαζί σου;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ : Το ήξερα, αλλά δεν είχα. Κι
ύστερα; Έπρεπε γι᾽ αυτό να μην πεθάνω;
ΧΑΡΩΝ : Εσύ μόνο λοιπόν θα καυχιέσαι πως
πέρασες τζάμπα;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Καθόλου τζάμπα, φίλε μου. Και
νερό από τη βάρκα έβγαλα, και κουπί τράβηξα και, στο κάτω κάτω, ήμουν ο μόνος
από τους επιβάτες που δεν έκλαιγα!
ΧΑΡΩΝ: Αυτά δεν είναι πληρωμή. Πρέπει
να δώσεις τον οβολό, είναι νόμος. Δεν γίνεται αλλιώς.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Τότε ξαναγύρισέ με στη ζωή.
ΧΑΡΩΝ: Αστείος που είσαι! Για να με
ταράξει στο ξύλο ο Αιακός;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Άσε με ήσυχο λοιπόν!
ΧΑΡΩΝ: Δείξε μου τι έχεις στο σακούλι.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Λούπινα, αν θέλεις, και
δείπνο της Εκάτης.
ΧΑΡΩΝ: Βρε Ερμή, από πού μας τον έφερες
αυτόν τον σκύλο; Τι λόγια έλεγε στο ταξίδι! Κορόιδευε και περιγελούσε όλους
τους επιβάτες, κι ήταν ο μόνος που τραγουδούσε όταν εκείνοι έκλαιγαν!
ΕΡΜΗΣ: Μα δεν ξέρεις,Χάρων, ποιον
κουβάλησες με τη βάρκα σου; Έναν άνθρωπο αληθινά ελεύθερο. Αυτός δεν νοιάζεται
για τίποτε. Είναι ο Μένιππος!
ΧΑΡΩΝ: Αχ, αν σε ξανάβρω κάποτε...
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Αν με ξανάβρεις!... Μα δεν
πρόκειται να με πετύχεις για δεύτερη φορά!
Λουκιανός, νεκρικοί διάλογοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου