Δύο άγνωστά σε πολλούς αργυρά κύπελλα από τον θησαυρό
του Boscoreale (Νάπολη, Ιταλία) χρονολογημένα στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ.,
αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της Επικούριας φιλοσοφίας, και της διάδοσης
της στον Ρωμαικό κόσμο.
Στα κύπελα αυτά προορίζονταν για οινοποσία απεικονίζονται
σκελετοί με διάφορες επιγραφές. Οι χρήστες των κυπέλλων έπιναν στα συμπόσια
θυμίζοντας στον εαυτό τους ότι η χαρά της ζωής διαρκεί σίγουρα τη στιγμή αυτή,
διότι είναι αβέβαιο το μέλλον . Σε δύο από τα κυπελλα, οι σκελετοί αντιπροσωπεύουν διάσημους
τραγωδούς και φιλοσόφους σε αλληγορικές δραστηριότητες, ενώ στις συνοδευτικές επιγραφές συνοψίζονται οι
φιλοσοφικές τους αντιλήψεις.
Στο ένα κύπελλο βλέπουμε μια σκηνή της ζωής, όπως
άλλωστε υποδηλώνεται από την επεξηγηματική επιγραφή: «σκηνὴ ὁ βίος». Οι
άλλες επιγραφές αλλά και δύο ολόκληρες φράσεις «ζῶν μετάλαβε·
τὸ γὰρ αὔριον ἄδηλον ἐστι ·και τέρπε
ζῶν σεα[υ]τόν», εστιάζουν στη
σαθρότητα της ζωής, η οποία μαραίνεται σαν το άνθος (ἄνθος),
στη ματαιότητα και στην αυταπάτη της.
Η συσσώρευση του πλούτου προκαλεί φθόνο (φθόνοι) και
βασανίζει την ψυχή – πεταλούδα (ψυχίον). Ούτε πάλι στην επιδίωξη της δόξας (δόξαι)
και στην απόκτηση της σοφίας (σοφία) μπορεί να βρει καταφύγιο η
προδιαγεγραμμένη θνητότητα.
Η προτροπή, ωστόσο, για τις επίγειες απολαύσεις (τέρψις)
δεν εγγυάται και την αθανασία του ανθρώπου. Στο ένα κύπελλο απαντούν: οι
τραγικοί ποιητές Σοφοκλής και Μοσχίων, του 5ου και 4ου αι. π.Χ. αντίστοιχα, και
οι φιλόσοφοι του 4ου/3ου αι. π.Χ. Ζήνων ο Κιτιεύς και Επίκουρος.
Στο δεύτερο κύπελλο εικονίζονται: ο λυρικός ποιητής
του 7ου αι. Αρχίλοχος ο Πάριος, ο τραγικός ποιητής του 5ου αι. Ευριπίδης, ο
κωμικός ποιητής του 4ου/3ου αι. π.Χ. Μένανδρος, ο κυνικός φιλόσοφος του 4ου αι.
π.Χ. Μόνιμος ο Συρακούσιος και πιθανότατα ο φιλόσοφος του 4ου/3ου αι. π.Χ.
Δημήτριος ο Φαληρεύς. Η πλειονότητα των επιγραφών στα δύο κύπελλα, αυτούσιες ή
με κάποιες παραλλαγές, προέρχονται από τα έργα των εικονιζόμενων προσώπων.
Η φράση, επίσης, του Επίκουρου (341 - 270 π.Χ.) «τὸ τέλος ἡδονή», στο ένα κύπελλο του Boscoreale υποδεικνύει πως
η επιδίωξη της ηδονής θα πρέπει να διέπεται από φρόνηση. Και καθώς η ματαιότητα
της ζωής δεν ακυρώνεται από τις ηδονές, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, θα πρέπει να
επιλέγονται εκείνες που προκαλούν τον λιγότερο πόνο.
Η προτροπή, αντίθετα, «εὐφραίνου ὃν ζῆς χρόνον», στο δεύτερο κύπελλο εστιάζει στην εφημερική
απόκτηση κάθε εμπειρίας και γνώσης και προτρέπει τη ζωή σε μια ατελείωτη απόλαυση.
Η οργανική διάθεση του σώματος, που συνδέεται τώρα με την αυτονόμηση
της ζωής από τους ηθικο - ιδεολογικούς και θρησκευτικούς προβληματισμούς του επέκεινα,
τρέφεται εδώ από την εμπειρία των απολαύσεων
και την υλιστική μεγιστοποίηση της ευτυχίας. Προβάλλει λοιπόν η ιδέα ενός
ζώντος οργανισμού που η πλήρης ολοκλήρωσή του εξαρτάται αποκλειστικά από τα
επίγεια πράγματα, ενώ ο τρόπος για να ακυρωθούν οι ανησυχίες της θνητότητας
σχετίζεται με μια δεδηλωμένη βούληση εκκοσμίκευσης.
Μάλιστα, η βαθύτερη αγανάκτηση για την πιο άκαμπτη
βεβαιότητα του βιωμένου κόσμου φτάνει μέχρι το σημείο να αποχαλινώσει έναν
κυνικό αυτοσαρκασμό «εὐσεβοῦσ κύβαλα» και να εξυφαίνει την παρωδία του δράματος της ζωής (ζωή)
– που συμβολίζεται με έναν πυρσό τον οποίο κρατούν αντίστοιχα σε κάθε κύπελλο ο
Μοσχίων κι ο Μένανδρος– ακόμη και των επιθανάτιων τελετών, όπου ένας σκελετός
προσφέρει χοές σ’ έναν δεύτερο που κείται στα πόδια του. Ένας τρίτος κρατά στα
χέρια του ένα κρανίο και αποφαίνεται: «τοῦ τ’ ἄνθρωπος».
Κάποιοι κρατούν τραγικά προσωπεία και άλλοι
επιδίδονται στη μουσική. Στα πόδια του Μενάνδρου βρίσκεται ένα θεατρικό
προσωπείο με την επιγραφή σάτυροι. Η
ιδέα του μακάβριου στοιχείου στα δύο κύπελλα φωτίζεται ακόμη περισσότερο από
την καθημερινή πραγματικότητα του 1ου
αι. π.Χ. - 1ου αι. μ.Χ., όπου η συμποσιακή συναναστροφή αποτελούσε αναπόσπαστο πολιτισμικό
της στοιχείο.
Ο κατασκευαστής των δύο αντικειμένων βάζει στο
στόμα των ποιητών και των φιλοσόφων που εικονίζονται στα δύο χρηστικά
αντικείμενα τον επίσημο λόγο για τη διαχείριση της ηδονής και του σώματος. Η
εικόνα βέβαια διαβάζεται ποικιλοτρόπως. Αφενός, δηλώνεται η αναμφισβήτητη
αλήθεια της κοινής επίγειας προσωρινής παραμονής του ανθρώπινου γένους,
διατυπωμένη από φωτισμένες μορφές της διανόησης, αφετέρου, ακόμη και αυτές οι
μορφές υπέκυψαν τελικά στην αναπόφευκτη φθορά.
Μπορούμε να φανταστούμε τη χρήση αυτών των
αντικειμένων, τα οποία αφορούν πιθανότατα συμποσιαστές, με τους συνδαιτυμόνες
να απολαμβάνουν τις λεπτομέρειες της διακόσμησης. Η τελευταία ενθαρρύνει μια
συζήτηση σχετική με το πέρας του βίου. Το κάθε κύπελλο μπορεί κανείς να το
απολαύσει και μεμονωμένα. Ωστόσο, και τα δύο μαζί λειτουργούν σαφώς
συμπληρωματικά, καθώς το ιδεολογικό τους μήνυμα προέρχεται από την αντιπαράθεσή
τους.
Οι σκηνές τους υπενθυμίζουν τον επερχόμενο θάνατο
και προβάλλουν το δίλημμα: ηδονοθηρική εγκοσμιότητα, όπου το βιο λογικό
αυτονομείται προς χάριν του ατομικού συμφέροντος και των σαρκικών απολαύσεων, ή
πνευματικός αναστοχασμός προς μια «ποιοτικήδιαχείριση» του σώματος.
Η αναπαράσταση λοιπόν της σκελετώδους
πραγματικότητας στα κύπελλα του Boscoreale, που αποτελεί την εικονογραφική μαρτυρία μιας
κοινωνίας η οποία καλείται να επιλέξει μεταξύ ενός ασκητικού ιδεώδους και μιας θορυβώδους εκκοσμίκευσης,
βάλλει επίσης με εύστοχο τρόπο, έμμεσα και αυτοσαρκαστικά, πιθανότατα κατά των ανώτερων
κοινωνικών τάξεων και των φιλοσόφων. Πλούτη
και φιλόσοφοι πορεύονται ίσως εδώ
παράλληλα και ενσαρκώνουν την επίγεια ματαιότητα.
----------------------------------------------------------
In 1895, excavations at a Roman villa at Boscoreale
on the slopes of Vesuvius unearthed a remarkable hoard of silver treasure,
including 109 items of tableware, which the owner had stashed in a wine tank
prior to the eruption that buried the region of Naples in AD 79. This
prestigious collection, dating from between the late 1st century BC and the
early 1st century AD, testifies to one of the finest periods in Roman
silverware and reflects the taste of wealthy Campanians for drinking cups with
relief decoration.
Among the cups, sixteen in number, two are
especially noteworthy. They are four inches high, and form a pair; they are
ornamented with skeletons in high relief, so grouped that each cup presents
four scenes satirizing human life and its interpretation in poetry and
philosophy. The two cups have similar and complementary repoussé decoration
depicting the skeletons of tragic and comic poets and famous Greek
philosophers, beneath a garland of roses. Greek inscriptions engraved in dots
form captions, and are accompanied by Epicurean maxims such as: «Enjoy life
while you can, for tomorrow is uncertain.»
The scenes from one of the two cups of poetry and
philosophy. One of the two cups depicts two prominent Hellenistic philosophers,
Epicurus and Zeno. A Latin inscription on the base of one of the cups
gives their weight and the name of their owner, Gavia. Greek inscriptions
engraved in dots form captions, and are accompanied by Epicurean maxims such
as: “Enjoy life while you can, for tomorrow is uncertain.”
Clotho, one of the Fates, looks on as Menander,
Euripides, Archilochus, Monimus the Cynic, Demetrius of Phalera, Sophocles, and
Moschion provide a caustic and ironic illustration of the fragility and vanity
of the human condition. But the main message of the cups’ decoration is that
life should be enjoyed to the full: Zeno and Epicurus, the founders of the
Stoic and Epicurean philosophies in the 4th century BC, confront each other
before two mating dogs—a detail of some significance, as it represents the
triumph of Epicureanism. Epicurus was an Athenian philosopher who lived from
341 to 270 BC.After his death some of his followers traveled to Rome, found
champions of Epicureanism there, and set up Epicurean societies. Epicurean
philosophy became very popular among the highly educated and intellectually
oriented Romans.
On the left side of the picture above we have two
skeletons engaged in a mute dialogue. The skeletons are the two philosophers,
who were known for their deep differences.
At the left the Stoic Zeno appears, standing
stiffly with his philosopher’s staff in his left hand, his wallet hanging from
his neck; with right hand extended he points the index finger in indignation
and scorn at Epicurus, who, paying no heed to him, is taking a piece of a huge
cake lying on the top of a small round table. Beside Epicurus an eager pig with
snout and left foreleg uplifted is demanding a share. Over the cake is the
inscription: τὸ τέλος ἡδονή, ‘the goal of life is
pleasure.’ The letters of the inscription, as of the names of the philosophers,
are too small to be shown distinctly in our illustration.
Zeno of Citius was a Greek philosopher (334-262 BC)
who stood opposite to Epicurus. He founded the Stoic school of philosophy,
which he taught in Athens
from around 300 BC. Zeno believed that pleasure is a vice. Stoicism became
the foremost popular philosophy among the educated elite in the Hellenistic
world and the Roman Empire.
Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου