Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Η αναγέννηση στη Φλωρεντία



«Η χώρα μας δεν γνώρισε ποτέ την Αναγέννηση. Από την θεοκρατία πέρασε στην υποδούλωση και ύστερα πάλι στη θεοκρατία. Το Ουμανιστικό ιδεώδες, η αναβίωση της αρχαιοελληνικής αισθητικής, η αναζήτηση της φιλοσοφίας και της ομορφιάς ενώ ξεκίνησαν από αυτό τον τόπο δεν έφτασαν ποτέ πίσω στην κοιτίδα που τα γέννησε. Ο εναγκαλισμός της ορθοδοξίας με το κράτος, η συστηματική καταστροφή της παιδείας, η υποδούλωση του Πολίτη, η μετατροπή του σε θρησκόληπτο υπήκοο και η διαιώνιση μιας καθημερινής μιζέριας αποτελούν τη Νεοελληνική πραγματικότητα. Κάποιοι, φιλόσοφοι, πολιτικοί  και λόγιοι αναζήτησαν κάποια μορφή πολιτιστικής Αναγέννησης. Από τον Ρήγα μέχρι τον Καποδίστρια και τον Σικελιανό υπήρξαν πολλές φωτισμένες ψυχές που αναρωτήθηκαν και προσπάθησαν να αντιστρέψουν τον τροχό του χρόνου. Αυτό όμως που συχνά δεν έγινε αντιληπτό ήταν το ότι εκείνο το κίνημα του 15ου αιώνα δεν ήταν κάτι  αυθόρμητο που συνέβη τυχαία, πρώτα σε ολόκληρη την Ιταλία και ύστερα στην Ευρώπη. Πίσω του υπήρξαν συγκεκριμένα άτομα που πρώτα ονειρεύτηκαν κι ύστερα ένωσαν τις δυνάμεις τους και εργάστηκαν για ένα κοινό σκοπό». 



Τα θεμέλια της Ιταλικής Αναγέννησης τα στηρίζουν ελάχιστοι άνθρωποι. Στη Φλωρεντία του 15ου αι., που θεωρείται το λίκνο της μεγάλης αυτής πολιτιστικής επανάστασης, ήταν η οικογένεια των Μεδίκων που υπέθαλψε, προστάτευσε, οργάνωσε και καλλιέργησε ένα ολόκληρο κοινωνικό, πολιτιστικό και πνευματικό κίνημα. Ένα κίνημα που άλλαξε τη ροή της ιστορίας και που για περισσότερο από 100 χρόνια  χρηματοδότησε και επέβαλε εκατοντάδες γλύπτες, αρχιτέκτονες, ζωγράφους, ποιητές και λογοτέχνες. Ο Φλωρεντιανός Ιστορικός Benedetto Varchi (1502-1565), με κάποια δόση υπερβολής, αναφέρει ότι: «Το ότι τα Ελληνικά γράμματα δεν λησμονήθηκαν τελείως, προς μεγάλη απώλεια της ανθρωπότητας και το ότι τα λατινικά γράμματα αναβίωσαν προς μεγάλη ωφέλεια του Λαού – αυτό, όλη η Ιταλία, τι λέω, όλος ο κόσμος, το οφείλει αποκλειστικά και μόνο στη μεγάλη σοφία και στοργή του Οίκου των Μεδίκων»  (Varchi, Benedetto, Storia Fiorentina).


Η οικογένεια των Μεδίκων είναι γνωστή από το 1201 όταν ο Chiarissimo έγινε μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου στη Φλωρεντία. Έναν αιώνα αργότερα ο Averardo (?- 1360), που το 1314 είχε εκλεγεί Γομφαλιονέρος, έβαλε τις βάσεις της οικογενειακή περιουσίας με τολμηρό εμπόριο και συνετή οικονομική διαχείριση. Ακολούθησε μια περίοδος με λαϊκές επαναστάσεις και ανταρσίες του «μικρού λαού», δηλαδή της εργατικής τάξης, που συντάραξε τη Φλωρεντία. Το 1345 το 1368 και κυρίως το 1378 η παραδοσιακή ηγεσία των επιχειρηματιών και των γαιοκτημόνων λίγο έλειψε να ανατραπεί. 


Τελικά, το 1421, μέσα σε μια ατμόσφαιρα σύγκρουσης ανάμεσα στις πλούσιες οικογένειες και φατρίες της πόλης, Giovanni di Bicci (1360-1429) των Μεδίκων έκανε ακόμα περισσότερο αγαπητή την οικογένεια στους φτωχούς καθώς υποστήριξε - παρόλο που θα ζημιώνονταν πολύ και ο ίδιος - ένα ετήσιο φόρο ανάλογο με το εισόδημα του καθενός. Οι πλούσιοι και ιδιαίτερα η οικογένεια των Albizzi, που μέχρι τότε πλήρωναν φόρο ίσο με εκείνον που πλήρωναν και οι φτωχοί, ορκίστηκαν εκδίκηση. Γομφαλιονέρος (Gonfalonier) είναι κάτι αντίστοιχο με τον σημερινό  δήμαρχο αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις συμπεριλαμβάνει και τα καθήκοντα του διευθυντή της αστυνομίας. Συνήθως εκλέγονταν από το λαό για να οργανώσει και να υπερασπίσει την πόλη.


Στη Φλωρεντία της εποχής μόνο 3.200 άρρενες, από ένα σύνολο πληθυσμού που υπερέβαινε τους 91,000 κατοίκους, είχε δικαίωμα ψήφου. Στα δύο συμβούλια της πόλης, τη «Δημογεροντία» και το «Συμβούλιο του Λαού», οι αντιπρόσωποι των επιχειρηματιών κρατούσαν την πλειοψηφία καταπιέζοντας τα δικαιώματα των μικροϊδιοκτητών και των αγροτών. - Αυτή η αρχαία διαμάχη ανάμεσα στην ύπαιθρο και στην πόλη οδηγούσε συχνά σε εντάσεις και σε συχνές τροποποιήσεις του Συντάγματος. 


Η οικογένεια των Μεδίκων κατανόησε γρήγορα ότι κάποιες παραχωρήσεις στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα διασφάλιζαν όχι μόνο τη Δημοκρατία αλλά και βοηθούσαν στην ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας. Για το λόγο αυτό η παράδοση της οικογένειας ήταν ανέκαθεν υπέρ μιας σταθερής και μακρόπνοης πολιτικής που εξασφάλιζε σταθερότητα μέσα από τη συναίνεση των χαμηλότερων τάξεων. 


Παραδοσιακά, οι Μέδικοι αποτελούσαν έναν από τους μεγαλύτερους τραπεζιτικούς οίκους της Φλωρεντίας, μαζί με τους Bardi, Peruzzi, Strozzi και Pitti. Είχαν μεγάλη πολιτική αλλά και οικονομική δύναμη, κάτι που επέτρεψε σε πολλά από τα μέλη τους να ανεβούν ως τα ανώτερα πολιτικά αξιώματα. Το ευτύχημα όμως - για την Ιταλία αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο - ήταν ότι οι περισσότεροι από αυτούς επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν την εξουσία όχι για στενόμυαλους, ιδιοτελείς σκοπούς αλλά για να καταστήσουν τη Φλωρεντία την πλουσιότερη πόλη της χερσονήσου, κατά τον 14ο αιώνα, μετά την Βενετία. 


Η σημαντικότερη μορφή των Μεδίκων ήταν ο Κοσμάς (Cosimo di Medici) (1389-1464), που το 1428, σε ηλικία 39 ετών, πήρε τη θέση του πατέρα του Τζιοβάννι ντε Μπίτσι σαν αρχηγός της οικογένειας. Σε πολιτικό επίπεδο ο Κοσμάς, αντικατέστησε τον σταθερό φόρο επί του εισοδήματος με μια κλιμακωτή φορολογία και χρησιμοποίησε τα συλλεγμένα χρήματα για τον εξωραϊσμό της Φλωρεντίας. Ο λαός ενέκρινε ευχαρίστως αυτή την πολιτική εκτιμώντας το γεγονός ότι ο ίδιος ο Κοσμάς διέθεσε από τα δικά του κεφάλαια 400.000 φλορίνια για δημόσια έργα και ιδιωτικές φιλανθρωπίες. 


Σύμφωνα μάλιστα με τον Boissonnade (Life and Work in Medieval Europe. 299) το ποσό αυτό ήταν διπλάσιο από εκείνο το οποίο άφησε στους κληρονόμους του. - Από την άλλη πλευρά ο Κοσμάς ήταν αρκετά ευφυής για να κατανοήσει τη σημασία της πολιτικής αλλά και οικονομικής σύμπραξης ακόμα και με θεσμούς που παραδοσιακά ήταν ενάντια στη χειραφέτηση του λαού.


Έτσι, όταν ο Τομάζο Παρεντουτσέλλι, επίσκοπος της Μπολόνια, έμεινε χωρίς κεφάλαια και εζήτησε τη βοήθεια του, ο Κοσμάς ανταποκρίθηκε στην αίτηση. Το αποτέλεσμα  ήταν ότι όταν ο Παρεντουτσέλλι έγινε πάπας, ως Νικόλαος Ε΄, η οικογένεια των Μεδίκων ανέλαβε τη διαχείριση όλων των οικονομικών της Αγίας Έδρας. - Παρόμοια, όταν ο Εδουάρδος ο Δ΄ της Αγγλίας εζήτησε ένα σημαντικό δάνειο, ο Κοσμάς του το έδωσε, αγνοώντας την ασυνέπεια του προκατόχου του Εδουάρδου του Γ΄ και κερδίζοντας με αυτό τον τρόπο μια σειρά από οικονομικά και πολιτικά πλεονεκτήματα. Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις του οίκου των Μεδίκων δεν περιοριζόντουσαν σε τραπεζιτικές εργασίες. Συμπεριελάμβαναν την κατεργασία μεταξωτών και μάλλινων προϊόντων, την διαχείριση μεγάλων αγροκτημάτων και ένα εκτεταμένο εμπόριο που συνέδεε την Ισπανία με τη Ρωσία και το Ισλάμ με την χριστιανοσύνη. Υπερβαίνοντας τους ηθικούς περιορισμούς της εποχής του, ο Κοσμάς έκτιζε εκκλησίες στη Φλωρεντία ενώ παράλληλα υπέγραφε εμπορικές συμφωνίες με το σουλτάνο για την προνομιακή εισαγωγή πολύτιμων προϊόντων όπως τα μπαχαρικά, τα αμύγδαλα και η ζάχαρη. Αυτά, μαζί με άλλα προϊόντα μεταπουλούσε έπειτα σε είκοσι Ευρωπαϊκά λιμάνια με τεράστιο κέρδος.


Ουσιαστικά ο Κοσμάς ανήκει σε μια τάξη που διαχρονικά έκανε τεράστια ζημιά στην ανθρωπότητα με την απληστία της.  Έζησε σε μια εποχή που η αποικιακή κατάκτηση και εκμετάλλευση έχτιζαν τα θεμέλια για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Αυτός όμως, σε αντίθεση με τους περισσότερους εμπορικούς και χρηματιστηριακούς οίκους που κοίταζαν μόνο τα συμφέροντα τους, προσανατολίστηκε στον κόσμο της Αρχαίας Ελλάδας και πλησίασε σε επίπεδο αισθητικής, πολιτισμού και κοινωνικών παροχών περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον το όραμα της Αρκαδίας. 


Όπως όλοι οι «πεφωτισμένοι» ηγέτες ο Κοσμάς είχε όχι μόνο καλούς και πιστούς φίλους αλλά και ορκισμένους εχθρούς. Το 1433, ο Rinaldo degli Albizzi (1370-1442) εξαπέλυσε μια επίθεση εναντίον του, κατηγορώντας τον ότι σχεδίαζε να ανατρέψει τη Δημοκρατία και να γίνει δικτάτορας.  Ο Κοσμάς φυλακίστηκε στο παλαιό Ανάκτορο και λίγο έλειψε να καταδικαστεί σε θάνατο.  Τελικά, εξορίστηκε στη Βενετία όπου με τη μετριοφροσύνη του και τα οικονομικά του μέσα απέκτησε πολλούς φίλους. Ένα χρόνο αργότερα η κυβέρνηση της Βενετίας εξάσκησε την επιρροή της για να ανακληθεί ο Κοσμάς. Η καινούργια Φλωρεντιανή Δημογεροντία, που είχε εκλεγεί το 1434, εξαναγκάστηκε να ανακάλεσε την καταδίκη του και ο Κοσμάς επέστρεψε θριαμβευτικά στην πόλη. Εκεί, αφού υπηρέτησε τρεις σύντομες θητείες παραιτήθηκε από όλες τις πολιτικές εξουσίες. Φρόντισε όμως να ανεβάσει και να διατηρήσει τους φίλους του στην κυβέρνηση, εξασκώντας ουσιαστικά μια αόρατη εξουσία. 



Με την πειθώ και το χρήμα, και χωρίς να παραβιάσει τους δημοκρατικούς θεσμούς, ανέβασε τους υποστηρικτές του στα ανώτερα αξιώματα. Παράλληλα, με τα δάνεια του κέρδιζε τη συμπάθια των πλουσίων ή τους ανάγκαζε να τον υποστηρίξουν. Τα δώρα του προς τον κλήρο του εξασφάλιζαν ενθουσιώδη βοήθεια και οι ευεργεσίες του προς το δημόσιο συμφιλίωναν εύκολα τους πολίτες με το καθεστώς του. Στην πραγματικότητα οι Μέδικοι κατόρθωσαν να εγκαθιδρύσουν μια μορφή δικτατορίας εν ονόματι της ελευθερίας και με την υποστήριξη του Λαού. 


Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική ο Κοσμάς ήταν πεπεισμένος ότι εκτός από την ανθρωπιστική διάσταση, ο πόλεμος και η πολιτική αστάθεια καταστρέφουν ουσιαστικά το εμπόριο.  Έχοντας μεγαλώσει σε μια εποχή γεμάτη  καταστρεπτικές συγκρούσεις και ανθρώπινες τραγωδίες, ο μεγάλος αυτός πολιτικός αφιέρωσε τη ζωή του στη διατήρηση των φιλικών σχέσεων τόσο ανάμεσα στα κράτη όσο και ανάμεσα στους ανθρώπους.


Όταν το 1447 καθεστώς των Visconti κατέρρευσε στο Μιλάνο και η Βενετία απειλούσε να κυριαρχήσει σε ολόκληρη τη Βόρεια Ιταλία, ο Κοσμάς βοήθησε τον Francesco Sforza (1401-1466) να σταθεροποιήσει τη θέση του στην πόλη και να αναχαιτίσει την προέλαση των Ενετών. Όταν πάλι η Βενετία συμμάχησε με το βασίλειο της Νεάπολης εναντίον της Φλωρεντίας, ο Κοσμάς απαίτησε να εισπράξει τόσα πολλά δάνεια, τα οποία είχε κάνει στους πολίτες των δύο αυτών πόλεων, ώστε οι κυβερνήσεις τους αναγκάστηκαν να προτείνουν ανακωχή. - Με την πολιτική των ισόρροπων δυνάμεων ανάμεσα στη Φλωρεντία, το Μιλάνο, τη Βενετία και τη Νεάπολη ο Κοσμάς και αργότερα ο Λαυρέντιος κατόρθωσαν να αποτρέψουν τον πόλεμο και να διατηρήσουν μια διαρκή ειρήνη που διήρκεσε 42 ολόκληρα χρόνια (1450-1492). 


Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν στο ότι η Ιταλία αλλά και ολόκληρη η ανθρωπότητα στάθηκαν τυχερές διότι ο Κοσμάς των Μεδίκων ενδιαφέρθηκε τόσο πολύ για την λογοτεχνία, τις φιλολογικές μελέτες, την φιλοσοφία και την τέχνη, όσο για τον πλούτο και την εξουσία. Ήταν άνθρωπος μορφωμένος, είχε καλαισθησία και αρκετά ευρείς αντιλήψεις ώστε να εκτιμά το κλασσικό στυλ των ανάγλυφων του Lorenzo Ghiberti (1378-1455), την τολμηρή πρωτοτυπία της γλυπτικής του Donatello (1386-1466),, τις μεγαλειώδεις κατασκευές του Filippo Brunelleschi (1377-1446), την συγκροτημένη δύναμη της αρχιτεκτονικής του Michelozzo Michelozzi (1396-1472), τον αρχαιολατρικό πλατωνισμό του Πλήθωνος-Γεμιστού, τον μυστικιστικό πλατωνισμό του Marsilio Ficino (1433-1499), την καλαισθησία του Leon Battista Alberti (1402-1472) και την βιβλιολατρία του Niccolo de’ Niccoli (1364-1437). Όλοι αυτοί δοκίμασαν τη γενναιοδωρία του. 


Όταν για παράδειγμα ο Νικολό ντε Νίκολι χρεοκόπησε, αγοράζοντας αρχαία χειρόγραφα, ο Κοσμάς του άνοιξε απεριόριστη πίστωση στην τράπεζα των Μεδίκων και τον υποστήριξε ως τον θάνατο του. Εκτός από αυτό, έφερε ο ίδιος τον Ιωάννη Αργυρόπουλο (1410-1486) στη Φλωρεντία για να διδάξει στους νέους τη γλώσσα και τη λογοτεχνία της Αρχαίας Ελλάδας και για δώδεκα χρόνια σπούδασε, κοντά στον Φιτσίνο, τους κλασσικούς της Ελλάδας και της Ρώμης. 


Το σημαντικότερο περιστατικό, που αποτελεί και την επίσημη έναρξη της Αναγέννησης, ήταν η Σύνοδος του 1439 στη Φλωρεντία. Στις 8 Φεβρουαρίου του 1438,) ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο πατριάρχης Ιωσήφ της Κωνσταντινούπολης, δεκαεπτά μητροπολίτες και ένας μεγάλος αριθμός από Βυζαντινούς επισκόπους, μοναχούς και λόγιους, έφτασαν στη Βενετία. Ο λόγος της επίσκεψης ήταν μια προσπάθεια συνένωσης της Ανατολικής και της Δυτικής εκκλησίας. 


Για εννέα μήνες οι αντιπρόσωποι των δύο εκκλησιών συζητούσαν χωρίς να καταλήξουν σε συμφωνία. Τελικά, ξέσπασε επιδημία πανούκλας στην Φεράρα και μπροστά στον διαφαινόμενο  κίνδυνο Κοσμάς των Μεδίκων κάλεσε τη Σύνοδο να μεταφερθεί στη Φλωρεντία με δικά του έξοδα. Εκεί, και πριν επιτευχθεί η πολυαναμενόμενη συμφωνία, ο Κοσμάς συναντήθηκε με τον Πλήθωνα Γεμιστό (1355-1452) και παρακολούθησε τις περίφημες διαλέξεις του. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, κατανοώντας την τεράστια σημασία που έχει η Παιδεία για την ποιοτική αναβάθμιση του Λαού, ο Κοσμάς συνταυτίστηκε με τα κλασσικά ιδεώδη. 


Στα αμέσως επόμενα χρόνια ένα μεγάλο μέρος της αμύθητης περιουσίας του ξοδεύτηκε για συλλογές κλασσικών κειμένων έτσι ώστε τα πιο ακριβά φορτία των πλοίων του ήταν σε πολλές περιπτώσεις χειρόγραφα που μεταφέρονταν στην Φλωρεντία από την Αλεξάνδρεια ή την Ελλάδα. Ο Κοσμάς μίσθωσε 45 αντιγραφείς, υπό την καθοδήγηση του ενθουσιώδους βιβλιοπώλη Vespasiano da Bisticci (1421-1498) για να αντιγράψουν χειρόγραφα τα οποία δεν ευρίσκοντο εις το εμπόριο. Όλα αυτά τα βιβλία και τα χειρόγραφα τα τοποθετούσε στο μοναστήρι του Αγίου Μάρκου, στη μονή του Φιεζόλε η στη δική του βιβλιοθήκη και τις συλλογές αυτές μπορούσαν να τις μελετούν ελεύθερα όλοι οι καθηγητές και οι σπουδαστές που ενδιαφέρονταν για την Αρχαία Ελλάδα. 


Οι μεγαλύτερες μορφές της Φλωρεντιανής Αναγέννησης, ο Leonardo Bruni (1370-1444), o Carlo Marcuppini (1399-1453), ο Giannozzo Manetti (1396-1459), ο Niccolo de’ Niccoli και πολλοί άλλοι συγκεντρωνόντουσαν στο σπίτι του η στην αγροτική του έπαυλη σχηματίζοντας ένα κύκλο, μια Ακαδημία όπως την έλεγαν, που ηγείτο του κινήματος των φιλολογικών μελετών κατά τη διάρκεια της παραμονής του Κοσμά στην εξουσία. Αυτή ήταν και η πρώτη επίσημη συγκρότηση μιας Αρκαδικής Ακαδημίας εμπνευσμένης από το όραμα του Βιργιλίου που θα χρησίμευε να διαμορφώσει το παρόν, εξελίσσοντας όχι μόνο την επιστήμη, τη φιλοσοφία και την τέχνη αλλά και την ίδια τη μορφή της αντικειμενικής πραγματικότητας.


Στη γεροντική του ηλικία ο Κοσμάς αφιέρωνε τις ώρες του στη μελέτη του Πλάτωνα, έχοντας σαν διδάσκαλο τον προστατευόμενο του Φιτσίνο. - Όταν πέθανε το 1464 φίλοι και εχθροί λυπήθηκαν και ολόκληρη η Φλωρεντία τον ακολούθησε στην νεκρική πομπή. Στην κριτική που εξασκήθηκε αργότερα κάποιοι από τους ιστορικούς διατύπωσαν την άποψη ότι, όσον αφορά το πολιτικό σκέλος, ο Κοσμάς είχε ανατρέψει τη δημοκρατία. Αυτό είναι πράγματι αλήθεια. Από την άλλη όμως πλευρά δεν μπορούμε να παραβλέπουμε το γεγονός ότι  η διάρκεια της διακυβέρνησης του ήταν, κατά γενική ομολογία, μια από τις πιο ειρηνικές και φιλάνθρωπες περιόδους στην ιστορία της Φλωρεντίας. Σπάνια ένας ηγεμόνας υπήρξε τόσο γενναιόδωρος και σπάνια επέδειξε τόσο ειλικρινές ενδιαφέρον για την πρόοδο, όχι μόνο της πατρίδας του, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας. 


Ο γιος του Κοσμά, ο Πέτρος, (Piero di Medici) (1416-1469) τον διαδέχτηκε σε ηλικία πενήντα ετών. Από την παιδική ακόμα ηλικία υπέφερε από αρθριτικά κάτι που του έδωσε την ονομασία «Il Gottoso» δηλαδή ο Αρθριτικός. Στα πέντε χρόνια που έμεινε στην εξουσία επέδειξε γενναιοδωρία, ικανότητες και ηθικές αντιλήψεις. Του έλειπε όμως η ευφυΐα και η ευρύτητα αντίληψης του Κοσμά. Όταν πέθανε, το 1469, τον διαδέχτηκε ο γιος του Λαυρέντιος (Lorenzo di Medici) 1449-1492) σε ηλικία μόλις είκοσι ετών. Ο Πέτρος, λίγο πριν το θάνατο του, είχε πείσει τον νέο να νυμφευθεί με την Clarice Orsini (1453-1488). Με τον γάμο αυτό οι Μέδικοι συνδέθηκαν με μια από τις δύο ισχυρότερες οικογένειες της Ρώμης. 


Παράλληλα, η  οικονομία της οικογένειας αυξήθηκε ακόμα περισσότερο όταν ο Λαυρέντιος μετέβη στη Ρώμη, επί κεφαλής μιας αντιπροσωπείας Φλωρεντινών, για να συγχαρεί τον Σίξτοs Δ΄ (Sixtus IV) (1414-1484), επί τη ευκαιρία της ανάρρησης του στον παπικό θρόνο. Ο πάπας ανταπέδωσε την φιλοφροσύνη αναθέτοντας και πάλι την διαχείριση των οικονομικών της Αγίας Έδρας στους Μεδίκους. Ο Λαυρέντιος, που τώρα πλέον ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Ιταλία, συνέχισε με ενθουσιασμό την παράδοση των Μεδίκων, ως προς την υποστήριξη των Τεχνών. Καθώς έγραφε ο σύγχρονος του Valori «Θαύμαζε τόσο πολύ όλα τα λείψανα της Αρχαιότητας ώστε δεν υπήρχε τίποτα άλλο που να του δίνει μεγαλύτερη χαρά από αυτά. Εκείνοι οι οποίοι επιθυμούσαν να τον υποχρεώσουν, συνήθιζαν να συλλέγουν από κάθε γωνιά της γης, μετάλλια, νομίσματα, αγάλματα, προτομές και οτιδήποτε άλλο έφερε τη σφραγίδα τη Αρχαίας Ελλάδος και της Ρώμης». 



Ενώνοντας την καλλιτεχνική του συλλογή με εκείνες που είχαν αφήσει ο πατέρας του Πέτρος και ο παππούς του Κοσμάς, τις τοποθέτησε σε ένα κήπο ανάμεσα στα ανάκτορα των Μεδίκων και το μοναστήρι του Αγίου Μάρκου και επέτρεψε την είσοδο σε αυτόν σ’ όλους τους αξιόπιστους φιλόλογους και επισκέπτες. Στους σπουδαστές που επεδείκνυαν ζήλο και κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο έδινε μια υποτροφία για την συντήρηση τους και βραβεία για τις εξαιρετικές τους επιδόσεις.


Καθώς ο κόσμος γύρω τους άλλαζε, ο Λαυρέντιος και οι περισσότεροι από τους Ουμανιστές παρέμεναν πολύ προσεκτικοί στη συμπεριφορά του απέναντι στη χριστιανική εκκλησία. Στη Φλωρεντία, από τη μια πλευρά οι Μέδικοι συνέχιζαν να κτίζουν εκκλησίες και να τις διακοσμούν ενώ από την άλλη δεν επεδίωκαν, τουλάχιστον φανερά να αντικαταστήσουν το χριστιανισμό με μια άλλη πίστη. Αυτό που, τουλάχιστον φανερά, έλεγαν ήταν ότι ήθελαν να τον ερμηνεύσουν εκ νέου με μια ορολογία, την οποία θα μπορούσε να δεχθεί ένας φιλόσοφος. Οι Ουμανιστές, γνωρίζοντας ότι η πένα διεισδύει πολύ βαθύτερα στο πολιτιστικό υπόβαθρο μιας κοινωνίας απ’ ότι το ξίφος, υπέθαλψαν μια φιλοσοφική επανάσταση, ανακαλύπτοντας και κάνοντας γνωστό, με πολύ προσοχή, τον κόσμο της Ελληνικής φιλοσοφίας. Συγχρόνως όμως κατανοούσαν ότι ήταν επικίνδυνο να εκφράσουν καθαρά τις απόψεις τους. 


Οι συστηματικές γενοκτονίες όλων εκείνων που είχαν ανοιχτά αμφισβητήσει την εκκλησία ήταν ζωντανές στη μνήμη και φυσικά τους ήταν γνωστό ότι ο πάπας Ιννοκέντιος ΣΤ΄ είχε προτείνει να αφοριστεί ο Πετράρχης ως νεκρομάντης με τη δικαιολογία ότι ο μεγάλος αυτός ποιητής μελετούσε τον Βιργίλιο.  Αυτό που χρειαζόταν ήταν μόνο χρόνος. Η Αγία Έδρα αδυνάτιζε, το ενδιαφέρον για την κλασσική παιδεία άγγιζε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού και ο οίκος των Μεδίκων συνέχιζε να εξαπλώνεται εμπορικά σε ολόκληρη την Ευρώπη.) - Έτσι, κάτω από ένα δήθεν τυχαίο σύμφυρμα καλλιτεχνών και φιλοσόφων ένας κρυφός ενοποιητικός σκοπός προετοιμάζονταν και είχε αρχίσει ήδη να αγκαλιάζει τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία και τη Γερμανία. Παντού ο Ουμανισμός εκθρόνιζε τον σχολαστικισμό, οι Ουμανιστές κατακτούσαν κυβερνητικές θέσεις και αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη οικονομική δύναμη. Ήταν απλά θέμα χρόνου. 


Όταν ο Ουμανισμός εξαπλώθηκε στην Ιταλία, ακόμα και οι δίκες της Ιεράς Εξέτασης, μέσα σε ένα κλίμα όπου ο φανατισμός είχε παραχωρήσει τη θέση του στην ανοχή και τη μόρφωση, είχαν χάσει σε σημαντικό βαθμό την αυστηρότητα τους. Το 1440 ο Amadeo de’ Landi, ένας μαθηματικός, δικάστηκε με την κατηγορία ότι ήταν υλιστής, απηλλάγη όμως και αφέθηκε ελεύθερος. - Το 1478, ο Αρκαδιστής Galeotto Marzio (1427-1497) καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί έγραψε ότι κάθε άνθρωπος ο οποίος έζησε βίο ενάρετο θα γίνονταν δεκτός στον Παράδεισο, άσχετα με ποια θρησκεία πίστευε, όμως οι πιέσεις του βασιλιά της Ουγγαρίας στον πάπα Σίξτο Δ’, τον έσωσαν. - Το 1497 ο γιατρός Gabriele da Salo σώθηκε από την Ιερά Εξέταση από τους πελάτες του, μολονότι είχε τη γνώμη ότι ο Ιησούς δεν ήταν γιος του θεού αλλά του Ιωσήφ και της Μαρίας, συλληφθείς κατά τον συνήθη τρόπο. 


Το 1500 ο επίσκοπος της Αράντα διεκήρυξε, χωρίς να τιμωρηθεί, ότι δεν υπάρχει ούτε κόλαση ούτε παράδεισος και ότι τα συγχωροχάρτια ήταν απλά ένας έξυπνος τρόπος της εκκλησίας για να κερδίσει χρήματα. - Από την άλλη πλευρά και η λαϊκή αντίδραση στη δογματική τιμωρία ήταν τόσο έντονη που, όπως αναφέρει ο Ludwig Pastor στο βιβλίο του “History of the Popes” (1898), 6, 443, όταν το 1510 ο Φερδινάνδος ο Καθολικός προσπάθησε να επιβάλλει τον θεσμό της Ιεράς Εξέτασης στη Νάπολη, αντιμετώπισε μια τέτοια αντίσταση από όλες τις τάξεις του πληθυσμού, ώστε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχέδιο του. 


Όσον αφορά την τέχνη, τη φιλοσοφία και την ηθική η πρώτη διαπίστωση είναι ότι κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης το ενδιαφέρον για τον μεταθανάτιο κόσμο είχε ελαττωθεί. Οι άνθρωποι ένοιωσαν μεγάλη ανακούφιση όταν ανακάλυψαν ότι κάποτε υπήρχε ένας πολιτισμός, οι πολίτες του οποίου δεν ένοιωθαν ενοχή για το υποτιθέμενο προπατορικό αμάρτημα ούτε και για τις τιμωρίες της κόλασης.  Η επίγεια ζωή και οι φυσικές ροπές του σώματος κατανίκησαν τις απαγορεύσεις της θεολογίας. Ο ασκητισμός και η μετάνοια έχασαν το νόημα τους και τα μοναστήρια άρχισαν να ερημώνονται λόγω έλλειψης μοναχών.  Σταδιακά, η φιλοσοφία του Επίκουρου επέφερε την κάθαρση πολλών ψυχών από τις νευρωτικές φοβίες και τις διαταραχές που είχαν προέλθει από την μεσαιωνική θρησκοληψία. 


Στα ανώτερα στρώματα του Ιταλικού πληθυσμού οι εκδηλώσεις της ευλάβειας παραχώρησαν τη θέση τους στη λατρεία του πνεύματος και τη μεγαλοφυΐας και η πίστη για αθανασία της ψυχής αντικαταστάθηκε από την επιδίωξη μιας σταθερής και μακροχρόνιας καλής φήμης. Σαν αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, στις πόλεις, πολλές εκκλησίες έμειναν σχεδόν κενές από ανθρώπους. 


Όσο για την ύπαιθρο, ας ακούσουμε τον αρχιεπίσκοπο Antonino Pierozzi της Φλωρεντίας (1389-1459). Περιγράφει τους χωρικούς της επισκοπής του κατά το έτος 1430: 


«Σε αυτές τις εκκλησίες χορεύουν ενίοτε πηδούν και τραγουδούν γυναίκες. Κατά τις εορτές λίγο χρόνο διαθέτουν για τη Θεία Λειτουργία. Προτιμούν να περνούν την ώρα τους παίζοντας ή διασκεδάζοντας ή συζητώντας και κάνοντας αστεία στο προαύλιο της εκκλησίας. Βλασφημούν το Θεό και δεν αισθάνονται τύψεις όταν διαπράττουν μοιχεία και άλλες χειρότερες ακόμα πράξεις. Πολλές από αυτές δεν εξομολογούνται ούτε μια φορά το χρόνο και πολύ λιγότερες είναι αυτές που μεταλαμβάνουν. Δεν σκέπτονται το Θεό και δεν φροντίζουν σχεδόν καθόλου να εμπνεύσουν θρησκευτική πίστη στις οικογένειες τους». 


Οι περιγραφές αυτές δεν είναι καθόλου υπερβολικές. Πράγματι, γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα ένα μεγάλο μέρος των μορφωμένων τάξεων της Ιταλίας είχε χάσει την πίστη του στον καθολικισμό. Αλλά και στις κατώτερες τάξεις οι περισσότεροι είχαν πάψει να πιστεύουν στη θεία καταγωγή του ηθικού κώδικα. Από τη στιγμή που οι εντολές θεωρήθηκαν σαν ανθρώπινο έργο και απογυμνώθηκαν από τις υπερφυσικές τους ανταμοιβές και μεταθανάτιες κυρώσεις ο κώδικας έπαψε να τρομάζει πλέον τους ανθρώπους και συνεπώς έπαψε να είναι αποτελεσματικός. Η αίσθηση της αμαρτίας εξασθένησε και η Ιταλία, όπως λέει ένας χρονικογράφος της εποχής, γέμισε με νόθα παιδιά. Αλλά και ο ίδιος ο κλήρος παρασύρθηκε από τις καινούργιες ιδέες και έτσι παρόλο την επιφανειακή αφοσίωση του στα θεία κατηγορήθηκε από δεκάδες λογοτέχνες και συγγραφείς της εποχής για έκλυση ηθών. 


Ο Βοκάκιος στις novella μιλάει για τον «λάγνο και έκλυτο βίο του κλήρου» του οποίου οι αμαρτίες είναι « φυσιολογικές και παρά φύση». Ο Μαζούκκιο περιγράφει τους καλόγερους σαν «εκπρόσωπους του σατανά», οι οποίοι επιδίδονται στην πορνεία, την ομοφυλοφιλία, τη λαιμαργία, τη σιμωνία και την ασέβεια Ο Πότζιο περιγράφει με γλαφυρότητα την ανηθικότητα, την υποκρισία, την πλεονεξία, την αλαζονεία και την άγνοια των καλογέρων και των ιερέων και η Αγία Αικατερίνη της Σιένας προσθέτει: «Όπου και αν γυρίσει κανείς το βλέμμα του, τόσο στον εγκόσμιο κλήρο των ιερέων και των επισκόπων, όσον και στα θρησκευτικά τάγματα των μοναχών, δεν θα δει τίποτα άλλο από προσβολές. Στενόμυαλοι, άπληστοι και λαίμαργοι… δεν φροντίζουν πλέον την ψυχή, θεοποίησαν το στομάχι τους, τρώνε και πίνουν σε αισχρά συμπόσια, διαπράττουν κατόπιν τις βρωμερότερες πράξεις, ζουν βίο λάγνο και ακόλαστο… Τρέφουν τα τέκνα τους με τις εισφορές των πτωχών.. Απεχθάνονται τις λειτουργίες όπως το δηλητήριο».. (St. Catherine of Siena in Coulton, Five centuries of religion, II, 399) 


Εκτός όμως από την γενικότερη αλλαγή νοοτροπίας, ένα από τα λαμπρότερα κοινωνικά επιτεύγματα της περιόδου ήταν η προβολή της γυναίκας καθώς, κάτω από την επίδραση του Ουμανισμού, λυτρώθηκε από τα μεσαιωνικά δεσμά και έγινε ίση με τον άντρα. - Στα σαλόνια της εποχής συζητούσε μαζί του με ίσους όρους για τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, κυβερνούσε κράτη με σοφία, όπως η Isabella d’ Este (1474-1539) ή η Caterina Sforza (1463-1509) και σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις φορούσε την πανοπλία της και συνόδευε τον σύζυγο της στο πεδίο της μάχης. 


Οι γυναίκες του 15ου αιώνα εξάσκησαν την επίδραση τους σε κάθε πεδίο της καθημερινής ζωής. Στα ήθη, με το συνδυασμό των καλών τρόπων και της ευσπλαχνίας, στην τέχνη, στη λογοτεχνία, στη μουσική, στις ποιητικές απαγγελίες και γενικότερα στον πολιτισμό που χάρη σε αυτές απέκτησε μια χάρη και μια εκλέπτυνση, την οποία δεν είχε γνωρίσει η Ευρώπη για εκατονταετίες. Παράλληλα, με την αύξηση του πλούτου και την εκλέπτυνση των τρόπων δημιουργήθηκε, όπως και στην αρχαία Αθήνα μια τάξη από «cortigiane oneste» - Ευγενείς Εταίρες – οι οποίες συναγωνίζονταν τις κυρίες της αριστοκρατίας στα φορέματα, τους τρόπους ακόμα και την πνευματική καλλιέργεια. Οι γυναίκες αυτές ζούσαν σε δικά τους πολυτελή σπίτια, διάβαζαν και έγραφαν ποιήματα, τραγουδούσαν και έπαιζαν μουσικά όργανα, λάμβαναν μέρος σε συζητήσεις πάνω σε θέματα τέχνης και φιλοσοφίας, και διατηρούσαν φιλολογικά σαλόνια.



Πολλές μάλιστα από αυτές έκαναν συλλογές από έργα ζωγραφικής και γλυπτικής αλλά και από σπάνιες εκδόσεις. Για να συμβαδίσουν με τους Ουμανιστές οι περισσότερες έπαιρναν κλασσικά ονόματα όπως: Πολυξένη, Πενθισίλεια, Φαυστίνα, Ιμπέρια, Τούλια. Στην ιστορία έμειναν διάσημα ονόματα γυναικών που απετέλεσαν ένα μύθο για την εποχή τους όπως η Tullia d’ Aragona (1510-1566), νόθος κόρη του καρδινάλιου της Αραγονίας, η Imperia Lucrezia Cognati (1481-1512) και η Faustina Lucia Mancini (1519-1544) που όταν πέθανε, την πένθησε η μισή Ρώμη και ο Μιχαήλ Άγγελος έγραψε σονέτα στη μνήμη της.


Κατά τη διάρκεια της Ιταλικής Αναγέννησης, τα κορίτσια των καλών οικογενειών ελάμβαναν από τους παιδαγωγούς ή τις μοναχές μια πλήρη μόρφωση, παρόμοια με εκείνη που έπαιρναν οι άνδρες της κοινωνικής τους τάξης. Συνήθως μάθαιναν Λατινικά, και αποκτούσαν μια γνωριμία με τις ηγετικές προσωπικότητες της Ελληνικής και της Ρωμαϊκής ιστορίας, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας.  Επίσης έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο και σε ορισμένες περιπτώσεις ασχολούντο με την ζωγραφική και την γλυπτική. Μερικές γυναίκες έγιναν λόγιες και συζητούσαν δημόσια προβλήματα φιλοσοφίας με άνδρες, όπως η σοφή Cassandra Fedele (1465-1558) από τη Βενετία. Πολλές γυναίκες έγραψαν στίχους, όπως η Costanza Varano (1426-1447), η Veronica Gambara (1485-1550),  και η Vittoria Colonna (1490-1547).. Στην Μάντοβα, το Μιλάνο, το Ουρμπίνο, τη Φεράρα και τη Νάπολη οι μορφωμένοι άνδρες της εποχής αισθάνονταν την ελκυστικότητα και τη θηλυκότητα της μορφωμένης γυναίκας της Αναγέννησης που με τη σύζευξη της πνευματικής καλλιέργειας και τον χαρακτήρα αποκτούσε μια ακαταμάχητη γοητεία.  


Την εποχή εκείνη υπήρξαν πολλές γυναίκες οι οποίες κατέκτησαν υψηλές θέσεις με τη νοημοσύνη τους ή τις αρετές τους. Η Bianca Maria Visconti Sforza (1425-1468), για παράδειγμα, κυβέρνησε το Μιλάνο, κατά την απουσία του συζύγου της Francesco Sforza, με τόση ικανότητα ώστε αυτός συνήθιζε να λέει ότι είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε αυτήν παρά σε ολόκληρο το στρατό του. Συγχρόνως η Μπιάνκα ήταν γνωστή για την ευλάβεια, τη συμπόνια, τις αγαθοεργίες και την ωραιότητα του παρουσιαστικού της. Άλλες γνωστές γυναικείες μορφές της εποχής ήταν η Elisabetta Gonzaga (1471-1526), η Beatrice d’ Este (1475-1497), η Αικατερίνη Κορνάρου (1474-1489) η Anastasia del Valente η Elena Cornaro Piscopia (1646-1684) και η Lucrezia Tornabuoni (1425-1482).


Όσον αφορά τις τέχνες, κάτω από την επιρροή του Ουμανισμού, ξαναδημιουργήθηκε το Ιταλικό θέατρο, με την αποκατάσταση των κειμένων και την επιμέλεια των παραστάσεων των αρχαίων ρωμαϊκών κωμωδιών. Δώδεκα έργα του Πλαύτου ανακαλύφθηκαν το 1427 και σταδιακά το θρησκευτικό θέατρο του Μεσαίωνα με τις αγαπημένες ιστορίες της Παναγίας και του Χριστού έπαψε να συγκινεί τους μορφωμένους θεατές. 


Στη Βενετία, την Φερράρα, την Μάντουα, το Ουρμπίνο, τη Σιένα και τη Ρώμη δίνονταν παραστάσεις του Τερέντιου και του Πλαύτου. Παράλληλα, η μουσική κατέκτησε όλες τις τάξεις. Η λογοτεχνία της εποχής περιγράφει ανθρώπους, οι οποίοι τραγουδούν και παίζουν μουσική στα σπίτια τους, στον τόπο της εργασίας τους στους δρόμους και στις μουσικές Ακαδημίες. Ο Michel de Montaigne (1533-1592), ταξιδεύοντας στην Τοσκάνη το 1581, «εξεπλάγη πολύ όταν είδε χωρικούς που κρατούσαν λαγούτα και δίπλα τους ποιμένες να απαγγέλουν ποιήματα του Αριόστρο». Αυτό όμως, προσθέτει, μπορεί να το δει κανείς σε ολόκληρη την Ιταλία στις εκκλησίες, στις πομπές, στο καρναβάλι, στις εορταστικές παρελάσεις και στις εκδρομές όπως εκείνη που περιέγραψε ο Βοκάκιος στο «Δεκαήμερο» του. Καθώς φαίνεται οι πλούσιοι έδιναν ιδιωτικές παραστάσεις, οι γυναίκες οργάνωναν μουσικές λέσχες και στη Φλωρεντία, όπως γράφει ο Benvenuto Cellini (1500-1581) ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους στις καλοκαιριάτικες νύχτες και τραγουδούσε. 


Στη ζωγραφική και στη γλυπτική η αλλαγή της νοοτροπίας ήταν ολοκληρωτική. Υπάρχουν πολλά και ειδικευμένα βιβλία για το σημαντικότατο αυτό κομμάτι της Αναγέννησης, με βιογραφίες μεγάλων καλλιτεχνών. Αυτό που έχει σημασία όμως να γίνει κατανοητό είναι ο βαθύτερος ενοποιητικός παράγοντας που ένωσε μεταξύ αρχιτέκτονες, γλύπτες και ζωγράφους, όπως ο Botticelli (1445-1510) o Ghiberti (1378-1455), ο Donatello (1386-1466), ο Luca della Robbia (1399-1482), ο Masaccio (1401-1428), ο Fra Angelico (1395-1455), και ο Filippo Lippi (1406-1469).  Σε γενικές γραμμές, όσον αφορά το ψυχολογικό της υπόβαθρο, η Τέχνη της Αναγέννησης, όπως άλλωστε και η Αρχαιοελληνική από την οποία εμπνεύστηκε, ερευνά τις αναλογίες, τους κανόνες της αντικειμενικής ομορφιάς, τον τρόπο με τον οποίο διαρθρώνεται η πραγματικότητα. 


Είναι μια Τέχνη επικεντρωμένη σε αυτό που βλέπουμε, σε αυτό που αγγίζουμε. Ψυχολογικά στηρίζεται στην αποδοχή  αυτού που υπάρχει και υποβάλλει τη γαλήνη και την αίσθηση πληρότητας. Είναι μια Τέχνη αισθητικής απόλαυσης, μια τέχνη ερωτική, με την ευρύτερη του όρου έννοια, μια τέχνη που οδηγεί στην κατάφαση της ζωής. Το οικοδόμημα της Αναγεννησιακής Τέχνης θεμελιώνεται στο αξίωμα ότι η ομορφιά ενός συνόλου συνίσταται στην αρμονία των μερών του. 


Επίσης, ότι κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα προϋποθέτει μια βαθύτερη έρευνα των νόμων της Φύσης, της συμμετρίας, της ισορροπίας και της αρμονικής αναλογίας. Πάνω σε αυτή τη βασική αρχή εκατοντάδες καλλιτέχνες ύφαναν ένα κόσμο που η εκκλησία ονόμασε «απεικόνιση της ειδωλολατρικής μυθολογίας». Ένα κόσμο γεμάτο Θεότητες, Νύμφες, Ήρωες, Σάτυρους και προσωποποιημένες Τέχνες και Επιστήμες. Σε μια μεταγενέστερη κριτική κάποιοι θεώρησαν ότι η Αναγέννηση έδωσε όλη την ψυχή της για την Τέχνη, προστατεύοντας την ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη φιλολογία και την ποίηση όμως άφησε ένα μικρό μονάχα μέρος για την επιστήμη. Η αλήθεια είναι ότι η επιστήμη θα ήταν το επόμενο βήμα της Αναγεννησιακής επανάστασης, μεταφέροντας την πολύμορφη πνευματική δραστηριότητα της Ελληνικής καρποφορίας, από τον Ζήνωνα, τον Αρίσταρχο τον αστρονόμο και τον Αρχιμήδη σε εκατοντάδες Ντα Βίντσι. Δυστυχώς όμως αυτό το επόμενο βήμα δεν ήλθε ποτέ. 



Στη Φλωρεντία,  θάνατος του Λαυρέντιου σε ηλικία μόλις 43 ετών στις 9 Απριλίου 1492 ήταν ένα φοβερό χτύπημα για τους Ουμανιστές. Η άνοδος στην εξουσία του Girolamo Savonarola (1452-1498), ενός θρησκόληπτου και φανατικού καλόγερου, ήταν σαν ταφόπετρα πάνω στο όραμα της Φλωρεντιανής Αναγέννησης. - Ο Σαβοναρόλα στα κηρύγματα του διεκήρυσσε ότι οι αμαρτίες της Ιταλίας θα έχουν ως αποτέλεσμα να την εκδικηθεί ο θεός με μια φριχτή συμφορά. Η λογοτεχνία και η τέχνη, έλεγε, είναι ειδωλολατρικές. Οι Ουμανιστές απλώς υποκρίνονται ότι είναι χριστιανοί. Οι αρχαίοι συγγραφείς, τους οποίους τόσον επιμελώς εκθάπτουν, εκδίδουν και εγκωμιάζουν είναι ξένοι προς τον Χριστό και τας χριστιανικές αρετές και η τέχνη τους είναι μια ειδωλολατρία βάρβαρων θεών ή μια αναίσχυντη επίδειξη γυμνών γυναικών και ανδρών. Τα λόγια του, παρατηρεί ένας σύγχρονος, ήταν τόσο γεμάτα από φρίκη και κινδύνους, κραυγές και θρήνους, ώστε όλος ο κόσμος περπατούσε στους δρόμους σαν ζαλισμένος, βουβός και μισοπεθαμένος. 


Το 1494, δύο μόλις χρόνια μετά από το θάνατο του Λαυρέντιου, η Δημογεροντία απεφάσισε να καθαιρέσει τον γιο του Πέτρο και να ανεβάσει στην εξουσία τον Σαβοναρόλα. Ο πληθυσμός λεηλάτησε το ανάκτορο των Μεδίκων και η συλλογή έργων τέχνης την οποία είχαν συμπληρώσει τέσσερεις γενιές λεηλατήθηκε και διασκορπίστηκε. Στα 1497 οι ένθερμοι υποστηρικτές του Σαβοναρόλα ύψωσαν στην πλατεία της Δημογεροντίας μια μεγάλη πυραμίδα από καυσόξυλα, η οποία είχε ύψος 20 μέτρα και διάμετρο βάσης 60 μέτρα. Στις επτά βαθμίδες της πυραμίδας είχαν πεταχτεί οι «ματαιότητες» της ειδωλολατρίας, πίνακες, πολύτιμα χειρόγραφα, και άλλα έργα τέχνης. Όταν η φωτιά άναψε οι καμπάνες του παλαιού ανακτόρου άρχισαν να χτυπούν για να επιδοκιμάσουν αυτή την πρώτη πυρά των ματαιοτήτων, την πυρά που έκαψε μέσα σε μια νύχτα ολόκληρο το οικοδόμημα του Φλωρεντιανού Ουμανισμού.  


ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Το πρώτο πράγμα που είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε είναι ότι χρειάστηκε κάτι περισσότερο από μια καλλιτεχνική και πνευματική αναβίωση της Αρχαιότητας για να επιτευχθεί η Αναγέννηση. Χρειάστηκαν τα χρήματα της αστικής τάξης, τα κέρδη των επιτήδειων επιχειρηματιών και της κακοπληρωμένης εργασίας. Χρειάστηκαν τα κέρδη των τυχοδιωκτικών ταξιδιών στην Ανατολή και των δύσκολων διαβάσεων των Άλπεων, για να αγοραστούν φτηνά εμπορεύματα και να πουληθούν ακριβά. Χρειάστηκαν τα κέρδη των προσεκτικών λογαριασμών, των επενδύσεων και των δανείων, των τόκων και των μερισμάτων των μεγάλων οικογενειών της Φλωρεντίας, του Μιλάνου, της Βενετίας και της Ρώμης, μέχρι να υπάρξουν αρκετά περισσεύματα για την εξαγορά των συγκλήτων, των δημογερόντων και των υπουργών. 


Χρειάστηκαν αρκετά νόμιμα και παράνομα κέρδη για να μετατραπεί η καθημερινότητα σε ομορφιά, αρχιτεκτονική και τέχνη. Χρειάστηκαν τέλος άφθονες εισφορές και πολυτελή δώρα προς τους Πάπες για να ανταμειφθούν από αυτούς, με γενναιόδωρη επιείκεια και ανοχή, οι θεωρίες των «αιρετικών» φιλοσόφων και καλλιτεχνών που πρόβαλαν ως ιδανικό το ειδωλολατρικό φάντασμα της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης. Στην Αναγέννηση όπως άλλωστε και στη ρίζα όλων των πολιτισμών βρίσκεται, και είναι αναγκαίο, το άφθονο χρήμα. 


Στην περίπτωση όμως αυτή οι κυβερνήσεις των εμπόρων και χρηματιστών κατενόησαν ότι δίχως την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την παιδεία δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δύναμη. Ήταν οι ελεύθεροι πολίτες που αύξησαν τις καταθέσεις των ογδόντα τραπεζιτικών οίκων της Φλωρεντίας δίνοντας τους την ευκαιρία να χορηγούν στις κυβερνήσεις κεφάλαια για τις ανάγκες της ειρήνης και του πολέμου. Ήταν οι όλο και περισσότερο ευημερούσες κοινωνίες που εξάπλωναν το εμπόριο, ανάπτυσσαν τη βιομηχανία και συντελούσαν στην πρόοδο της επιστήμης.


Σε μια πόλη-κράτος που είχε ανάγκη να εξαγάγει τα προϊόντα της, να αυξήσει τις επενδύσεις της και να βρει εμπορικές  διεξόδους, μια ποιοτική αλλά και ποσοτική αύξηση του πληθυσμού, ήταν όχι μόνο επιθυμητή αλλά και αναγκαία. Στον 14ο αιώνα, στη δυτική Ευρώπη αλλά και στη Ρώμη κυριαρχούσε ακόμη ένας κόσμος θρησκοληψίας, φεουδαρχίας και μικρόμυαλων πολιτικών επιδιώξεων. Μέσα σε αυτό το αλλοπρόσαλλο σύμπαν  η Φλωρεντία, κατανόησε ότι έπρεπε να οργανώσει τη βιομηχανία της, να αποκτήσει ευρύτητα αντιλήψεων και να επεκτείνει τις επιχειρήσεις των χρηματομεσιτών της.  Για να γίνει αυτό ήταν αναγκαία η άνοδος της μεσαίας τάξης, η ανάπτυξη των πανεπιστημίων, των γνώσεων και της φιλοσοφίας και η απαλλαγή των λαϊκών από πνευματικούς περιορισμούς. 


Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει και σήμερα μόνο εάν κάποιοι από τους μεγιστάνες του πλούτου ενστερνιζόντουσαν τα ιδεώδη του Κοσμά των Μεδίκων. Μόνο εάν κάποιες πολυεθνικές ανακάλυπταν πως το όραμα της Αρχαίας Ελλάδας έχει  εμπορική αξία και γύρω από αυτή την ιδέα μια σειρά από καλλιτέχνες, φιλοσόφους και άλλα φωτισμένα πνεύματα άρχιζαν να χτίζουν. Χρειάζεται πολύ περισσότερο από ωραίες ιδέες και ιδανικά για να ξαναγεννηθεί μια μορφή Αναγέννησης. Στο θαυμάσιο βιβλίο του «Η κρίσιμη Καμπή» ο F. Capra γράφει: 

«Για να κατανοήσουμε την πολυπρόσωπη Πολιτιστική μας κρίση, είμαστε υποχρεωμένοι να υιοθετήσουμε μια εξαιρετικά πλατιά οπτική και να αντικρίσουμε την κατάσταση από το φάσμα της Πολιτιστικής εξέλιξης ολόκληρης της Ανθρωπότητας. Πρέπει να απαλλάξουμε την οπτική μας από το αδιέξοδο της εστίασης των τελευταίων τριών αιώνων και από το μύθο της «εξέλιξης» του Δυτικού Πολιτισμού και να αγκαλιάσουμε με το βλέμμα μία ροή που περιλαμβάνει χιλιάδες χρόνια ιστορίας. Η νέα αυτή οπτική δεν θα πρέπει να περιορίζεται  στην ιστορία αλλά ούτε και την επιφανειακή αναμόρφωση των Κοινωνικών θεσμών. Αντίθετα, θα πρέπει να καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα ιδεών και φαινόμενων και να περιλαμβάνει διαφορετικά συστήματα απόψεων για τη ζωή, τον Νου, τη Συνείδηση και την εξέλιξη, την προσέγγιση στον χώρο της υγείας και της θεραπευτικής καθώς και ένα καινούργιο πλαίσιο αντιλήψεων για την Οικονομία και την Τεχνολογία. Αντικειμενικός σκοπός αυτής της προσπάθειας θα είναι να φτάσουμε ως την βαθύτερη  αλλαγή των πολιτικών, πολιτιστικών αλλά και κοινωνικών  δομών.» 


Είναι όμως αυτό αναγκαίο; Δεν θα μπορούσαν οι σημερινή πολιτική, η επιστήμη και η θρησκεία να μας οδηγήσουν τους λαούς προς την πρόοδο; Εάν κοιτάξουμε γύρω μας τα περιβαλλοντικά, κοινωνικά και πνευματικά προβλήματα της ανθρωπότητας η απάντηση θα έλθει από μόνη της. Και πάνω σε αυτή την απάντηση ο καθένας θα πρέπει να αναλάβει τις δικές του ατομικές ευθύνες. 


 Του συνεργάτη της Μυσταγωγίας – Μυθαγωγίας, Σπυρόπουλου Ιωάννη, "Αρκαδικός κύκλος"


Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια 
δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου