Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Ο "θνήσκων πολεμιστής"/ The dying hero.





Ο "θνήσκων πολεμιστής". Στο ανατολικό αέτωμα του ναού της Αφάιας στην Αίγινα, απεικονίζεται ο θνήσκων πολεμιστής, ο οποίος παρουσιάζεται να κείτεται στο έδαφος μετά από τραύμα στο στήθος, όπως φαίνεται από την τρύπα του βέλους κοντά στη δεξιά θηλή. Το βέλος του Ηρακλή είναι αυτό που τον σκότωσε, γι' αυτό και οι μελετητές υποθέτουν πως η μορφή είναι του Λαομέδοντα, του βασιλιά των Τρώων.Φορά χαλκιδαϊκό κράνος το λοφίο του οποίου είναι πρόσθετο.Μουσείο Μονάχου, Γερμανία.*

Ο θνήσκων πολεμιστής του ναού της Αφαίας, ενέπνευσε τον καλλιτέχνη του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη στην Αθήνα γλύπτη Φωκίωνα Ροκ .Το Μνημείο του άγνωστου στρατιώτη βρίσκεται στην πλατεία Συντάγματος, μπροστά από το κτίριο της Βουλής των Ελλήνων. Κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930 και, όπως όλα τα μνημεία αυτού του τύπου, είναι ένα κενοτάφιο προς τιμή των πεσόντων στους πολέμους.

* Οι κλεμμένοι «Αιγινήτες» στο Μόναχο

«Τη δεύτερη ημέρα,ένας από τους εργάτες που έσκαβε στο εσωτερικό κλίτος συνάντησε ένα κομμάτι μάρμαρο της Πάρου, το οποίο τράβηξε την προσοχή του, γιατί όλο το κτίσμα ήταν από πέτρα. Αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για το κεφάλι ενός πολεμιστή με περικεφαλαία, καθ΄όλα τέλειο. Κειτόταν με το πρόσωπο προς τα επάνω και, καθώς τα χαρακτηριστικά αποκαλύπτονταν βαθμιαία, δεν μπορείτε να φανταστείτε τον βαθμό της έκστασης και της συγκίνησης που νιώθαμε. Ενα τελείως νέο κίνητρο έδινε συγκεκριμένη τροπή στη δουλειά μας.

Δεν άργησε να ξεφυτρώσει και άλλο κεφάλι, ύστερα ένα πόδι και τελικώς ανακαλύψαμε κάτω από τα γκρεμισμένα τμήματα του ναού όχι λιγότερα από 16 αγάλματα και 13 κεφάλια, χέρια, πόδια κ.λπ.».
Ήταν Απρίλιος του 1811 όταν συνέβαιναν αυτά που περιγράφει ο βρετανός αρχιτέκτονας Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκερελ στον Ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Μαζί με τον βαρόνο Χάλερ του Χάλερσταϊν, επίσης αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο στην υπηρεσία του βασιλιά της Βαυαρίας, έναν ακόμη βρετανό αρχιτέκτονα, τον Τζον Φόστερ, και τον ζωγράφο Γιάκομπ Λινκ είχαν ξεκινήσει από την Αθήνα για το νησί, προκειμένου να μελετήσουν τον Ναό του Πανελληνίου Διός, όπως θεωρούσαν τότε το ιερό της Αφαίας.

«Εραστές» του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της κλασικής τέχνης, αλλά και ανενδοίαστοι αρχαιοθήρες -όπως και πολλοί ακόμη, εκείνη την εποχή- θα άλλαζαν αμέσως σχέδια, μόλις τα γλυπτά των αετωμάτων του ναού θα έρχονταν στο φως. Θα τα έβγαζαν με σπουδή από το χώμα, θα τα φυγάδευαν, θα τα διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό της χώρας του και, τέλος, θα τα πουλούσαν μέσω δημοπρασίας, ώστε λίγο αργότερα να καταλήξουν στο Μόναχο. Από την άλλη πλευρά, η είδηση της αποκάλυψης των γλυπτών, που είχε διαδοθεί γρήγορα σε όλη την Ευρώπη, έκανε ακόμη και τον Γκαίτε να σχολιάσει το εκπληκτικό εύρημα.

Διακόσια περίπου χρόνια ύστερα από εκείνη την άνοιξη, η Γλυπτοθήκη του Μονάχου στην οποία βρίσκονται τα περίφημα αρχαϊκά αγάλματα αποφάσισε την παρουσίασή τους. Αυτή τη φορά δίπλα στους «Αιγινήτες», όπως αποκαλούνται πλέον τα γλυπτά, θα εκτεθούν και εκμαγεία τους, συμπληρωμένα, όμως, όπου το πρωτότυπο έχει χαθεί, σε μια μεγάλη έκθεση που εγκαινιάστηκε στις 13 Απριλίου του 2011. Η επέτειος της αποκάλυψής τους εορτάζεται πανηγυρικά. Το θρίλερ που εκτυλίχθηκε το 1811 στην Αίγινα, στη συνέχεια στην Αθήνα, τη Μάλτα και τη Ζάκυνθο, είναι παρελθόν.

Η έκθεση με τίτλο «Μάχες για την Τροία. Διακόσια χρόνια Αιγινήτες στο Μόναχο» είναι η τρίτη των γλυπτών της Αφαίας Αθηνάς στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, όπου παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 1830, όχι μόνα τους, αλλά με προσθήκες. Τα ακρωτηριασμένα αγάλματα έχουν συμπληρωθεί με μάρμαρο Καράρας από έναν μεγάλο δανό γλύπτη της εποχής, τον Μπέρτελ Τόρβαλντσεν. Επί έναν και πλέον αιώνα, ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε η Γλυπτοθήκη έκλεισε, παρέμειναν έτσι. Το 1963, όταν άνοιξε εκ νέου, οι προσθήκες είχαν αφαιρεθεί.

Ο αρχαιολόγος κ. Ρέιμοντ Βούντσε, ο οποίος έχει εργαστεί στην Αίγινα, είχε δηλώσει παλαιότερα στο βήμα πως η έκθεση βασιζόταν στις διαφορετικές αντιλήψεις παρουσίασης των αρχαιοτήτων από τον 19ο στον 20ό αιώνα.

Η αποσπασματική διατήρησή τους, άλλωστε, δεν στάθηκε εμπόδιο για την ερμηνεία των αγαλμάτων και, μάλιστα, από την πρώτη στιγμή της ανεύρεσής τους. Οι «ανασκαφείς» είχαν διακρίνει αμέσως ότι τα θέματα των δύο πολυπρόσωπων αετωμάτων του ναού ήταν οι εκστρατείες εναντίον της Τροίας κατά τις οποίες διέπρεψαν οι μυθικοί ήρωες της Αίγινας.

Στο ανατολικό, όπου η τέχνη παραπέμπει στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., απεικονιζόταν η παλαιότερη εκστρατεία στην οποία ο Ηρακλής είχε αντιμέτωπο τον βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, ενώ σε αυτήν είχε πάρει μέρος και ο Τελαμώνας, που ήταν γιος του Αιακού. Στο δυτικό αέτωμα, εξάλλου, το οποίο απηχεί την αισθητική του 6ου αιώνα π.Χ., υπήρχε αναπαράσταση της δεύτερης εκστρατείας με αρχηγό τον Αγαμέμνονα και με τρεις απογόνους του Αιακού: τον Αίαντα, τον Τεύκρο και τον Αχιλλέα. Στο κέντρο και των δύο αετωμάτων εξάλλου στεκόταν η θεά Αθηνά.

Χώρος λατρείας ήδη από τη Μυκηναϊκή Εποχή ήταν η κορυφή του πευκόφυτου λόφου στο βορειοανατολικό τμήμα της Αίγινας, όπου αρχικά υπήρχε ιερό αφιερωμένο στη θεότητα Αφαία. Ο πρώτος ναός, ο οποίος χτίστηκε περί το 570-560 π.Χ., καταστράφηκε από πυρκαγιά το 510 π.Χ. και στη θέση του οι Αιγινήτες έχτισαν νέο (500-490 π.Χ.), επίσης δωρικό και από πωρόλιθο.

Πάντως, οι Γερμανοί «επανήλθαν» στην Αίγινα το 1901, επισήμως αυτή τη φορά, με τον μεγάλο αρχαιολόγο Αντολφ Φούρτβεγκλερ, ο οποίος βρήκε ακόμη δύο κεφάλια από το ανατολικό αέτωμα, καθώς και πέντε κεφάλια από γλυπτά που βρίσκονταν στον βωμό του ναού (σήμερα βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Στις ανασκαφές, τέλος, της περιόδου 1966-1978 εντοπίστηκαν από τον Ντίτερ Ολι μόνον θραύσματα των γλυπτών. Πιθανότητα άλλων ευρημάτων δεν υπάρχει πλέον και, ως φαίνεται, κανένας άλλος θεός ή ήρωας δεν πρόκειται να έρθει στο φως στην Αφαία.

Σε βάθος «όχι μεγαλύτερο από τρία πόδια από την επιφάνεια του εδάφους» βρέθηκαν τα γλυπτά, όπως γράφει σε επιστολή του προς τον πατέρα του ο Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκερελ, κεντρικό πρόσωπο της ομάδας των «αρχαιοφίλων» που λεηλάτησαν τον ναό της Αφαίας- αλλά και του Απόλλωνα στις Βάσσες, λίγο αργότερα. «Το εύρημά μας προκάλεσε την προσοχή των χωρικών, οι οποίοι μας έστειλαν σήμερα μερικούς από τους προκρίτους τους. Εμείς, όμως, είχαμε καλέσει εγκαίρως μια βάρκα στο πλησιέστερο σημείο με την οποία αποστείλαμε τα ως τώρα ευρεθέντα κομμάτια στην Αθήνα», γράφει αλλού.

Ο ιστορικός Γιώργος Τόλιας, συγγραφέας του βιβλίου «Ο πυρετός των μαρμάρων», όπου εξιστορεί την κορυφαία φάση της λεηλασίας των ελληνικών μνημείων λίγο προτού ξεσπάσει η Επανάσταση, σημειώνει πως «η ειλικρίνεια αυτών των ανθρώπων, αν και αγγίζει τα όρια της αλαζονείας, είναι αφοπλιστική, γιατί κανείς τους δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να συγκαλύψει ορισμένα γεγονότα ή να δικαιολογηθεί για τις πράξεις του. Αντίθετα, ομολογούν όλες τις μεθοδεύσεις τους, τις δωροδοκίες των τούρκων επισήμων, τις κρυφές φυγαδεύσεις των αρχαιοτήτων, τους οικονομικούς διακανονισμούς, τις καταστροφές για τις οποίες ήταν αμέσως ή εμμέσως υπεύθυνοι».

Έτσι και στην περίπτωση αυτή, και μετά την αρχική απάτη, η ομάδα έλαβε «ελευθέρας» για τις ανασκαφές στην Αφαία αντί 800 πιάστρων (περίπου 40 στερλίνες). Η επιστροφή στην Αθήνα έγινε στις 3 Μαΐου και εκεί μαζί με τις προσπάθειες συγκόλλησης των γλυπτών διεφάνησαν οι πρώτες διαφωνίες.

Οι Βρετανοί ήθελαν να καταλήξουν τα ευρήματα στο Βρετανικό Μουσείο και οι Γερμανοί, από την πλευρά τους, στη Γερμανία. Επιπλέον, τα αρχαία κινδύνευαν, αφού η πολιτική αστάθεια των ημερών δεν εξασφάλιζε ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Και εκεί που ο κίνδυνος διάσπασης της συλλογής ήταν ορατός, οι τέσσερίς τους αποφάσισαν την ίδρυση μιας εταιρείας, της «Εταιρείας των Ερασιτεχνών» (Dilettanti), που θα διέθετε τα αρχαία σε ανοιχτή δημοπρασία και θα διασφάλιζε την ενότητά τους.

Η περιπέτεια των γλυπτών του Ναού της Αφαίας είχε ακόμη δρόμο. Ακολούθως, λοιπόν, και υπό τον φόβο των Τούρκων, φορτώθηκαν σε άλογα και μουλάρια ούτως ώστε να φυγαδευθούν νύχτα από τη χώρα. Στη προσπάθεια φυγάδευσης των αρχαίων ζήτησαν τη βοήθεια του Αυστριακού G. Gropius, αλλά και την κάλυψη του γνωστού μας από την υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα, Γάλλου προξένου Λουίς Φοβέλ -ο οποίος σύμφωνα με δημοσίευμα του «Λόγιου Ερμή» όταν έμαθε τι γίνεται έσπευσε στην Αίγινα και άρπαξε και αυτός ότι μπόρεσε από τα αρχαία- καθώς και ενός συνεργάτη του γνωστού μας και πανταχού παρόντα Έλγιν, του Τζιοβάνι Λουσιέρι.

Αρχικώς, λοιπόν, μεταφέρθηκαν συσκευασμένα σε καλάθια στον Κορινθιακό, στο Πόρτο Γερμενό -υπάρχει μάλιστα και ένα σκίτσο του Χάλερ που δείχνει την πομπή συνοδευόμενη από ένοπλους ιππείς- και από εκεί με πλοίο στη Ζάκυνθο, όπου θα γινόταν η δημοπρασία την 1η Νοεμβρίου 1812, σύμφωνα με την αναγγελία που δημοσιεύθηκε σε αγγλικές και άλλες εφημερίδες. Ως αντίτιμο πώλησης ορίστηκαν τα 70.000 φιορίνια. Ούτε εκεί, όμως, στο αγγλοκρατούμενο, τότε, νησί του Ιονίου, αισθάνθηκαν ασφάλεια οι συνιδιοκτήτες για τη συλλογή, δεδομένης της πιθανότητας μιας γαλλικής επιδρομής από τον Ναπολέωντα, ο οποίος είχε κηρύξει τον πόλεμο εναντίον Βρετανών και Γερμανών.

Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο... διάσωσής τους, τα αγάλματα πήραν τον δρόμο για τη Μάλτα. Μολαταύτα, η δημοπρασία έγινε όντως στη Ζάκυνθο, με τον απεσταλμένο του διαδόχου της Βαυαρίας Λουδοβίκου και πατέρα του μετέπειτα βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα, Ότο Βάγκνερ, να πλειοδοτεί, αλλά και να προβαίνει στην παραδοχή πως αναγκάστηκε να αγοράσει «γουρούνι στο σακί».

 Την ίδια ώρα που ο πράκτορας του Βρετανικού Μουσείου από τη Μάλτα, όπου είχε μεταβεί, θα διαμαρτυρόταν για τη μεθόδευση που τον άφησε έξω από το «παιγνίδι». Γι' αυτό, άλλωστε, η βρετανική κυβέρνηση θα αρνιόταν επί δύο χρόνια να επιτρέψει την έκδοση των γλυπτών από τη Μάλτα.

Και οι Έλληνες; Ο «Λόγιος Ερμής» δημοσιεύει σχετικά τα εξής: «Τα αγάλματα ταύτα μετακομισθέντα εις Ζάκυνθον πωλούνται εκεί διά δέκα χιλιάδας φλωρίων. Μακάριοι και τρισμακάριοι οι Ζακύνθιοι, αν έδιδαν αυτήν την ποσότητα και ηγόραζαν αυτά, και να στολίσωσι δι΄ αυτών την πόλη των, ίνα μη άλλως απομακρυνθέντα στερηθεί η Ελλάς των τοιούτων αξιολόγων λειψάνων της αρχαιότητος».


 




The dying hero. Marble Statue of an ancient Greek warrior from the temple of Aphaia Athena at Aegina island,Greece.510-480 BC.Munich Glyptothek.*

The dying hero of Aphaia, inspired the artist who made the modern " Tomb of the Unknown Soldier" ( war memorial) located in Syntagma Square in Athens.It is a cenotaph dedicated to the Greek soldiers killed during war. It was sculpted between 1930-32 by sculptor Fokion Rok.

_* The Aegina Marbles another sad story..

In the early years of the nineteenth century, British adventurers on their Grand Tour to the Levant increasingly found their way to mainland Greece which was then still under Ottoman occupation. This was after all the Age of Enlightenment which, in the case of Greece, meant an opportunity for the systematic plunder of antiquities. Lord Elgin had already led the way with the pillage of the Parthenon but he also had many admirers. One such acquaintance was the antiquarian and then little known architect, Charles Robert Cockerell (who would later go on to design the Ashmolean Museum in Oxford). At about this time Cockerell together with several other foreign architects and artists formed an association called Xeneion
a nineteenth century version of the “friends of Greece” – who were engaged in cultural ‘acquisitions’ as part of a frenzied collecting binge. It was only a matter of time before their attention turned to the island of Aegina.

Whilst in Athens, Cockerell had met Elgin’s artist, Lusieri, and had also befriended Lord Byron. Somewhat ironically, as Cockerell and his colleagues, John Foster, Car Haller von Hallerstein and Jacob Linckh, left for Aegina in April 1811 their boat overtook a ship also leaving Athens and carrying Byron as well as one of the last shipments of the Elgin marbles. When they arrived in Aegina they engaged some locals to accompany them to the sanctuary of Aphaia and to commence digging around the base of the temple. Soon, a startling discovery was made. In the words of Cockerell (based on diaries he kept):

“On the second day one of the excavators working in the interior portico, struck on a piece of Parian marble which, as the building itself is of stone, arrested his attention. It turned out to be the head of a helmeted warrior, perfect in every feature. It lay with the face turned upwards, and as the features came out by degrees you can imagine nothing like the state of rapture and excitement to which we were wrought … Soon another head was turned up, then a leg and a foot, and finally … no less than sixteen statues and thirteen heads, legs and arms … all in the highest preservation not three feet below the surface of the ground.”

The adventurers had stumbled upon statuary fragments and sculptures that had adorned the east and west pediments (or ends) of the temple. They were now there for the taking. But first Cockerell had to make sure that the locals and the Ottoman authorities were none the wiser. Word had in fact spread through the villages that an Englishman had uncovered the treasures of the temple.

By 27 April 1811 local officials and priests – described by Cockerell as the primates of the island – had come to the site to investigate. Cockerell reported that the officials read out a statement by the island’s governing council beseeching the group to cease the diggings because of the misfortune and bad luck that it would bring. Cockerell was imperially dismissive:

“Such a rubbishy pretence of superstitious fear was obviously a mere excuse to extort money, and as we felt that it was only fair that we should pay, we sent our dragoman with them to the village to treat about the sum.” Cockerell went on to pay 40 pound sterling to ‘purchase’ the sculptures. However, the lessons from Elgin’s dealings with the Ottoman authorities and the difficulties in removing the Parthenon Sculptures were not lost on Cockerell. On the advice of the French Ambassador in Athens, Fauvel, Cockerell arranged for the sculptures to be shipped to Zakynthos (known as Zante) which was by then part of the British Protectorate of the Ionian Islands.

They were later transported to Malta. A public auction was arranged for 1 November 1812. William Hamilton, who had helped Elgin in his pillaging of the Parthenon, was equally keen for the British to acquire the Aegina Marbles. The British Museum in fact sent its Keeper of the Department of Antiquities to Malta for the auction in the mistaken belief that the auction was taking place in Malta where the sculptures were stored. But the British got it wrong as the auction actually took place in Zante and the German agent of Prince Ludwig of Bavaria secured the sculptures for £6,000. The British Museum’s representative would have paid more but he was in the wrong place.
The British Museum later tried to buy the marbles from the Crown Prince and when this failed the British Government unsuccessfully tried to prevent their export from Malta.

The sculptures eventually made their way to the Munich Glyptothek – which also happened to be the first public classic archaeology museum – but only after they were extensively and controversially restored by the Danish sculptor Thorvaldsen in the 1820s in a misguided attempt to present them as wholly intact and complete statues. This was actually reversed in the 1960sin a process of de-restoring the sculptures to their original fragmentary state. Other fragments from the temple were subsequently recovered and are now in the National Archaeological Museum in Athens. The sculptured decorations of the Temple of Aphaia were widely hailed as opening modern eyes to the beauty of archaic sculpture.

The life size figures from both pediments portray scenes from the Trojan War, with fighting warriors sculpted in various phases of movement, standing in close combat, falling, running, archers kneeling in the chaos of battle. In the corners of the pediments lie the dead and the dying.

Other prominent sculptures feature the head of Athena and a kneeling Hercules. The dying warrior on the east pediment is one of the most expressive figures. The soldier has received a fatal wound but his incredible will sees him trying to rise, but to no avail.

In contrast, the dying warrior on the west pediment is thought to have been sculpted some 20years earlier and the change in sculptural form reflects the transition from Archaic to Classical sculpture, from expressive but artificial poses to a realistic depiction of bodily forms and activity. 


 Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου